Η αλλαγή συμπεριφοράς σε υπέρβαρα άτομα με διαβήτη
Τα τελευταία χρόνια οι κλινικοί γιατροί προσπαθούν να εμψυχώσουν και να κινητοποιήσουν τους υπέρβαρους ασθενείς να χάσουν βάρος και τους παραπέμπουν σε ειδικά προγράμματα δίαιτας και άσκησης. Η παχυσαρκία και η κεντρική κατανομή του λίπους (ανδρικού τύπου) αυξάνουν την πιθανότητα εμφάνισης διαβήτη. Οι παχύσαρκοι διαβητικοί παθαίνουν στεφανιαία νόσο έξι φορές συχνότερα σε σχέση με διαβητικά άτομα που έχουν φυσιολογικό βάρος.
Η απώλεια βάρους έχει ευνοϊκή επίδραση στη ρύθμιση του σακχάρου και η ανάγκη για αντιδιαβητικά δισκία ή ινσουλίνη μειώνεται σημαντικά. Επιπλέον, η άσκηση είναι πολλαπλά ωφέλιμη στα άτομα με διαβήτη γιατί πέρα από την ευεργετική επίδραση στην καρδιά και τα αγγεία, μειώνει το σάκχαρο, τα τριγλυκερίδια και την αρτηριακή πίεση και συμβάλλει όχι μόνο στο να χάσει κάποιος βάρος αλλά να διατηρήσει ένα χαμηλότερο σωματικό βάρος. Πρωταρχικός στόχος της θεραπείας στα υπέρβαρα άτομα με διαβήτη είναι η κινητοποίησή τους, ώστε να υιοθετήσουν έναν υγιεινό τρόπο ζωής, που περιλαμβάνει σωστή διατροφή και άσκηση. Η εμπειρία ωστόσο έχει δείξει ότι ένα σημαντικό ποσοστό των ατόμων που προσπαθεί να αλλάξει συνήθειες, με αρκετό μάλιστα ενθουσιασμό, επανέρχεται στο προηγούμενο σωματικό βάρος.
Οι μέθοδοι για την υποστήριξη των ατόμων που προσπαθούν να χάσουν βάρος και να διατηρήσουν τα κιλά τους περιλαμβάνουν:
• Την καθημερινή παρακολούθηση από τα ίδια τα άτομα του προγράμματος της διατροφής και της άσκησης
• Την αναγνώριση των καταστάσεων που οδηγούν σε υπερφαγία
• Τη θετική παρέμβαση στις καταστάσεις αυτές ώστε να τις περιορίσουν ή να τις εξαλείψουν
• Την τακτική παρακολούθηση από μια ομάδα αποτελούμενη από γιατρό, διαιτολόγο και ψυχολόγο.
Ο αυτοσχεδιασμός και οι πρωτοβουλίες των παχύσαρκων, χωρίς την κατάλληλη επιστημονική παρακολούθηση, που επιχειρούν να περιορίσουν σημαντικά τις προσλαμβανόμενες θερμίδες είναι συχνά ανεπιτυχείς και μπορεί να οδηγήσουν σε αύξηση του σωματικού βάρους. Καθώς η παχυσαρκία είναι μια χρόνια κατάσταση η γρήγορη απώλεια βάρους, ως συνέπεια της αυστηρής δίαιτας, δε φαίνεται να ωφελεί μακροπρόθεσμα ούτε τον έλεγχο του σακχάρου ούτε τη διατήρηση του σωματικού βάρους. Γι’ αυτό και προκειμένου να μην υπάρξει συναισθηματικό τραύμα από την αστοχία της θεραπείας, ο γιατρός πρέπει με ήπιο τρόπο και συχνή μετέπειτα παρακολούθηση να υποστηρίξει και να ενθαρρύνει τον ασθενή του.
Επειδή ο δυτικός τρόπος ζωής προβάλλει ως πρότυπο τα λεπτά άτομα, πολλοί υπέρβαροι απομονώνονται κοινωνικά. Πασχίζουν να αδυνατίσουν και όταν δεν το κατορθώνουν αναπτύσσουν αισθήματα ενοχής. Γι’ αυτό σε ορισμένες χώρες παρέχεται ψυχολογική υποστήριξη σε παχύσαρκα άτομα που συγκεντρώνονται σε μικρές ομάδες. Σ’ αυτές τις ομάδες, οι οποίες αποτελούν ένα είδος ψυχικού καταφυγίου, γίνεται προσπάθεια ώστε τα άτομα να μην ενοχοποιούν τους εαυτούς τους, να αποκτούν αυτοπεποίθηση μέσω της ανάπτυξης διομαδικής συνοχής και αλληλοϋποστήριξης και να οργανώνουν τη σκέψη τους.
Εκεί τα άτομα μαθαίνουν να μην ενοχοποιούν τους εαυτούς τους, αλλά να θεωρούν φυσική αντίδραση π.χ. μια αρνητική συμπεριφορά μετά από μια εξαντλητική δίαιτα.
Η αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων δημιουργεί συντροφικότητα που αυξάνει την αυτοπεποίθηση και οργανώνει τη σκέψη. Ο ασθενής τηλεφωνεί συχνά στα υπόλοιπα μέλη της ομάδας του, τους πείθει και πείθεται, τους ενημερώνει και ενημερώνεται. Μαθαίνει να ορίζει και να μορφοποιεί ένα πρόβλημα, να παίρνει αποφάσεις, να αλλάζει στρατηγικές και να βρίσκει λύσεις.
Έτσι λοιπόν, οι ασθενείς μαθαίνουν να αντιστέκονται στους πειρασμούς και να αναπτύσσουν τεχνικές επίλυσης των προβλημάτων, αντιπαραβάλλοντας μετά από μια παρεκτροπή, τα αισθήματα στέρησης με αυτά της ενοχής. Οι δίαιτες συχνά δεν λειτουργούν για ποικίλους λόγους φυσιολογίας ή ψυχολογικούς και συχνά τα αποτελέσματα είναι τα αντίθετα από τα επιθυμητά. Οι ψυχολογικοί λόγοι είναι ύπουλοι και οι υπέρβαροι πιστεύουν ότι δεν έχουν τη θέληση και τη δύναμη ν’ ακολουθήσουν ένα πρόγραμμα δίαιτας και άσκησης.
Τις πρώτες εβδομάδες της δίαιτας η διάθεση είναι καλή, η ενεργητικότητα αυξημένη και η δίαιτα αποδίδει. Αργότερα, όμως, έρχεται η επιθυμία για λιπαρά φαγητά και γλυκά και ο αυτοέλεγχος γίνεται λιγότερο αυστηρός. Τελικά τα άτομα αυτά αρχίζουν ξανά την πολυφαγία, η οποία στην αρχή εκδηλώνεται με τη λήψη ενδιαμέσων γευμάτων. Αυτό δημιουργεί αίσθημα ενοχής και οδηγεί στο να υιοθετούνται ακόμη πιο σκληρές δίαιτες, οι οποίες συνήθως είναι σύντομης διάρκειας.
Η άσκηση είναι ένας αξιόπιστος δείκτης επιτυχίας στη διατήρηση του επιθυμητού βάρους, καταναλώνει θερμίδες, επιτρέπει ευελιξία στα είδη των φαγητών και μειώνει την επιθυμία για λιπαρά φαγητά. Στους παχύσαρκους διαβητικούς η άσκηση βελτιώνει τη διάθεση και αυξάνει την αυτοεκτίμηση, με αποτέλεσμα καλύτερη υπακοή στα ωράρια του φαγητού και μικρότερες αυξομειώσεις του βάρους.
Η έλλειψη άσκησης προκαλεί λιγότερη ζωντάνια, με αποτέλεσμα την απροθυμία για άσκηση. Καθημερινό βάδισμα για 5 λεπτά είναι το πρώτο βήμα για όσους δεν ασκούνται. Ο στόχος για τον πρώτο χρόνο είναι βάδισμα 30-45 λεπτών την ημέρα.
Σημαντική είναι η επίτευξη του αποκαλούμενου υγιούς βάρους, του βάρους δηλαδή που μπορεί να επιτευχθεί και να διατηρηθεί με ένα συνετό πρόγραμμα δίαιτας και άσκησης. Το βάρος αυτό εξαρτάται από γενετικούς παράγοντες και από τον μεταβολισμό του κάθε ατόμου.
Η επιθυμητή απώλεια βάρους είναι της τάξης του 10%, και μάλιστα στα άτομα με διαβήτη ακόμη και μικρότερες απώλειες οδηγούν σε καλύτερη ρύθμιση του σακχάρου. Αν τα άτομα έχουν αυξημένο βάρος για μεγάλο χρονικό διάστημα, τότε ο στόχος είναι η επίτευξη του ελαχίστου βάρους που κατάφεραν να διατηρήσουν στο παρελθόν για έναν ολόκληρο χρόνο.
Οι υπερβολές είναι κακές και το άτομο πρέπει να πεισθεί ότι μπορεί να είναι αγαπητό και ικανοποιημένο ακόμα και χωρίς να έχει το ιδανικό βάρος. Η επιδίωξη υπερβολικής απώλειας βάρους μπορεί να οδηγήσει σε επιβλαβείς διακυμάνσεις τόσο του βάρους του, όσο και του σακχάρου.
mednet