Η ΚΑΡΥΔΙΑ (Juglans regia):
ΕΝΑ ΔΕΝΤΡΟ ΜΕ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η καρυδιά είναι αυτοφυές δέντρο της Ασίας και κατατάσσεται στα φαρμακευτικά φυτά. Αξιοποιούνται σχεδόν όλα τα μέρη της (ρίζα, κορμός, φύλλα, καρποί, άνθη), τόσο για θεραπευτικούς και διατροφικούς σκοπούς, όσο και σε διάφορες βιομηχανίες. Διακρίνεται για την υψηλή διατροφικής της αξία και για τη συμβολή της σε διάφορες ασθένειες.
ABSTRACT
Walnut is native of Asia and it is enlisted to pharmaceutical plants. It is used for medical and food purposes and it is also used in many industries. Its fruit is very famous for its nutrient value and its contribution to many diseases.
1. ΤΑ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΑ ΦΥΤΑ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥΣ
Είναι πράγματι εκπληκτικό αν σκεφτεί κανείς ότι υπάρχουν φυτά που περιέχουν ένα ή και περισσότερα δραστικά στοιχεία, τα οποία έχουν την ικανότητα, να προλαμβάνουν, να ανακουφίζουν, ή και να θεραπεύουν ασθένειες.
Τι ήταν άραγε αυτό που οδήγησε τους ανθρώπους στην ανακάλυψη αυτών των φυτών; Οποιαδήποτε και αν είναι η αλήθεια, είναι γεγονός ότι τα φαρμακευτικά φυτά κατέχουν ιδιάζουσα θέση ανάμεσα στους ανθρώπους όλων των λαών και όλων των εποχών.
Τα ενεργά συστατικά των φυτών και οι φαρμακευτικές τους ικανότητες δεν ήταν γνωστά από τα πολύ παλιά χρόνια. Οι άνθρωποι τότε προσπαθούσαν να θεραπευτούν με τον μυστικισμό και τη μαγεία που εφαρμόζονταν στα ιερά του Ασκληπιού και των άλλων θεών, καθώς θεωρούνταν ότι η ιατρική ήταν θεϊκό προνόμιο.
Με το πέρασμα όμως των χρόνων, πολλά φυτά άρχισαν να γίνονται γνωστά για τις θεραπευτικές τους ιδιότητες.
Ο Ιπποκράτης (460-370 π.Χ.), απάλλαξε την ιατρική από την μυθική λατρεία των θεών. Με σοφία κατέταξε φυτά σε κατηγορίες ανάλογα με τις θεραπευτικές τους ιδιότητες που προσδιόρισε σε διάφορες ασθένειες. Τη θεωρία όμως της θεραπείας με βότανα την χρωστάμε στον Θεόφραστο (372-287 π.Χ.) και στο Διοσκουρίδη (1ος μ.Χ. αιώνας), ο οποίος είχε μελετήσει πάνω από 500 φυτά για τη δράση τους σε ασθένειες του ανθρώπινου σώματος.
Εκτός από τους Έλληνες, και άλλοι λαοί ασχολήθηκαν στην αρχαιότητα με τα φαρμακευτικά φυτά. Οι Κινέζοι, οι Άραβες, οι Ασσΰριοι και οι Σουμέριοι, ένας από τους αρχαιότερους λαούς του κόσμου, γνώριζαν τις θεραπευτικές ιδιότητες 200 περίπου φυτών.
Επίσης, οι κάτοικοι της αρχαίας Αιγύπτου, τα χρησιμοποιούσαν για τη μουμιοποίηση των νεκρών, τις θρησκευτικές τελετές, στην παρασκευή αρωμάτων, καθώς και για τη θεραπεία διαφόρων παθήσεων.
Η χρησιμοποίηση των φαρμακευτικών φυτών συνεχίσθηκε από τότε να μεταδίδεται από γενιά σε γενιά για να φθάσουμε στο σήμερα, όπου η επιστήμη βρήκε και προσπαθεί να βρει κι άλλα φυτά για τη χρησιμοποίηση τους τόσο στις βιομηχανίες καλλυντικών και τροφίμων, όσο και στην παρασκευή φαρμάκων (1, 2, 3).
2. Η ΔΡΑΣΤΙΚΗ ΤΟΥΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Η αποτελεσματικότητα των φαρμακευτικών φυτών εξαρτάται από το είδος της ζωής που κάνουμε και από την διατροφή μας. Δεν έχουν άμεση δράση όπως τα φάρμακα και σκοπός τους είναι να επαναφέρουν τη φυσική ισορροπία των λειτουργιών του σώματος. Η χρήση τους στοχεύει κυρίως στα αίτια που προκαλούν την ασθένεια ή τη δυσλειτουργία του οργανισμού και όχι στην άμεση καταστολή τους.
Τα βότανα χρησιμοποιούνται είτε για εσωτερική χρήση (ροφήματα, φαγητό, σιρόπι, κ.α.), είτε για εξωτερική (κατάπλασμα, εντριβές, κολλύρια, κ.α.). Βοηθούν σε μία σειρά από ασθένειες, όπως λοιμώξεις του αναπνευστικού και του κυκλοφορικού συστήματος, δερματικά προβλήματα, προσβολές από βακτήρια, μύκητες και ιούς, τσιμπήματα εντόμων, αϋπνίες και ένα σωρό άλλες ασθένειες, που μπορούν να γιατρευτούν με τη δύναμη τους.
Στις μέρες μας το 40% των φαρμακευτικών παρασκευασμάτων είναι φυτικής προέλευσης. Παρ’ όλα τα επιστημονικά επιτεύγματα, σήμερα το 80% του παγκόσμιου πληθυσμού βασίζεται στην θεραπευτική δύναμη των φυτών, ένα από τα οποία είναι η καρυδιά με εκπληκτικές ιδιότητες (1, 2, 4).
3. Η ΚΑΡΥΔΙΑ – ΒΟΤΑΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
3.1. Ονομασία – Καταγωγή
Σύμφωνα με το μύθο, τη «χρυσή εποχή», όταν οι άνθρωποι ζούσαν πάνω στις βελανιδιές, οι θεοί κατοικούσαν στις καρυδιές. Από κει η καρυδιά πήρε το όνομα Juglans που προέρχεται από τις λέξεις «Jovis glans» – βάλανος του Δία. Το δέντρο αυτό ήταν γνωστό από την αρχαιότητα και αναφέρονταν με το όνομα «κάρυα» ή «κάρυον».
Σήμερα είναι γνωστό με διάφορα ονόματα, όπως γιουνγκλανς η βασιλική (Junglans regia), κάρυα η βασιλική, Αγγλική ή Περσική καρυδιά κ.α. Οι καρποί της έχουν πάρει το όνομα τους, κατά τον Πλούταρχο, από το «κάρος», επειδή όσοι κοιμούνται κάτω από αυτήν, εισπνέουν τη βαριά οσμή που εκπέμπεται και πέφτουν σε βαθύ ύπνο.
Η καρυδιά κατάγεται απ’ την Αρμενία και προ παντός την Περσία, όπου βρίσκεται κυρίως σε άγρια κατάσταση. Στην Ασία απαντά στις περιοχές του Καυκάσου, της Κασπίας θάλασσας, της Βιρμανίας, της Ιαπωνίας, στα Βόρεια των Ινδών και στην Κίνα.
Στην Ευρώπη καλλιεργείται από τη Ρωμαϊκή εποχή για τα εδώδιμα καρύδια της και στη χώρα μας βρίσκεται σαν αυτοφυές και καλλιεργούμενο δέντρο σε πολλά μέρη και κυρίως στη Θεσσαλία, την Ήπειρο και τον Τυμφρηστό (5, 6, 7).
3.2. Ταξινόμηση – Ποικιλίες
Η καρυδιά ανήκει στο βασίλειο των φυτών (Βασίλειο: Plantae), στα σπερματόφυτα (Άθροισμα: Spermatophyta), αγγειόσπερμα φυτά (Ομάδα: Angiospermae, Υποάθροισμα: Magnoliophytina), είναι δικοτυλήδονο – απέταλο (Κλάση: Magnoliatae, Υποκλάση: Hamamelidae) και ανήκει στην οικογένεια των Καρυωδών (Jugalndaceae), της τάξης Juglandales και στο γένος Juglans.
Το γένος αυτό αριθμεί 55 περίπου είδη, καθώς και αρκετές ποικιλίες. Από τις ελληνικές οι πιο διαδεδομένες είναι η «Ανδριώτικη», η «Καρπενισιώτικη», η ποικιλία «Σελιτσάνης», τα «Μυτοκάρυδα», τα «Αγιορείτικα», τα «Γυμνοκάρυδα», κ.α.
Από τις ξενικές ποικιλίες οι πιο γνωστές είναι η «Φελτρίνα», το «καρύδι του Σερέντο», η «Παριζιάνικη», η «Φρανκέτ» (Franquette), η «Μαγιέτ» (Mayette), η «Ρίτα» (Rita), η «Proslavski», η «Buccaneer», η Coenen, η Broadview κ.α. (8, 9, 10, 11).
3.3. Μορφολογικά χαρακτηριστικά
Η καρυδιά είναι ένα μεγάλο φυλλοβόλο δέντρο, μακρόβιο, ύψους 12 – 30 μέτρα, όπου σπάνια φτάνει και τα 60 μέτρα. Είναι δέντρο με ελεύθερη ανάπτυξη, δυνατά κλαδιά και με μεγάλη απλωτή κόμη.
Τα φύλλα της είναι μεγάλα, σύνθετα, χωρισμένα σε πολλά μικρότερα ωοειδή, σκουροπράσινα, κατά ζεύγη, φυλλάρια που έχουν ευχάριστη μυρωδιά.
Τα άνθη της έχουν λευκό χρώμα, είναι μονογενή και παράγουν αρσενικά και θηλυκά αναπαραγωγικά όργανα σε διαφορετικά άνθη πάνω στο ίδιο όμως δέντρο. Τα αρσενικά άνθη είναι διατεταγμένα κατά κρεμάμενους βότρεις (ίουλους), ενώ τα θηλυκά κατά στάχεις στις άκρες των βλαστών. Ανθίζει τον Απρίλιο – Μάιο.
Ο καρπός της είναι δρύπη, το γνωστό καρύδι, με σχήμα ωοειδές ή σφαιρικό. Το περικάρπιο του, που είναι πράσινο στην αρχή και μετά σκουραίνει όταν ωριμάσει, αποτελείται από ανθεκτική επένδυση, το ενδοκάρπιο, που είναι σκληρό, ξυλώδες και λέγεται κέλυφος (καρυδότσουφλο). Το ενδοκάρπιο αποτελείται από 2 τμήματα και περικλείει το σπέρμα (ψίχα), το οποίο χωρίζεται ως το μέσο σε 4 λοβούς με 4 μεμβρανώδη ημιδιαφράγματα (9, 12, 13).
3.4. Πολλαπλασιασμός – Γονιμοποίηση
Η καρυδιά είναι δέντρο που πολλαπλασιάζεται εγγενώς με σπόρους και αγενώς με μοσχεύματα πολύ εύκολα σε δροσερά μέρη.
Σήμερα στην δενδροκομία γίνεται στρωμάτωση των σπόρων σε κασόνια με ψιλή άμμο, όπου αναπτύσσονται δενδρύλλια. Τα σποριόφυτα φυτεύονται στις μόνιμες θέσεις τους πρόωρα το καλοκαίρι και χρήζουν μερικής προστασίας από το κρύο για τον πρώτο τους χειμώνα.
Η καρυδιά επικονιάζεται με τον αέρα. Η γύρη της μεταφέρεται σε απόσταση περίπου 75 – 90 μέτρα και συνεπώς οι καρυδιές – γονιμοποιητές θα πρέπει να τοποθετούνται στους οπωρώνες σε κάθε 10η σειρά και σε αντίθετη κατεύθυνση από τον άνεμο (14).
3.5. Οι απαιτήσεις της καρυδιάς
Η καρυδιά έχει μεγάλη, υπόγεια βλάστηση και απαιτεί έδαφος βαθύ, καλά αποστραγγιζόμενο, αργιλώδες, θρεπτικό, ασβεστούχο και ελαφρώς αλκαλικό (pH 4.5 έως 8.2). Ευδοκιμεί σε μέτρια υγρό και ζεστό κλίμα, το οποίο βελτιώνεται με τη σκιά των φύλλων της, και σε θέση προφυλαγμένη από ισχυρούς ανέμους. Αντέχει μια ετήσια βροχόπτωση που ανέρχεται στα 31 ως 147 εκατοστά και ετήσια μέση θερμοκρασία 7 με 21.1 °C (όταν βρίσκεται σε λήθαργο αντέχει σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες, κάτω των -27 °C, χωρίς σοβαρές επιπτώσεις). Είναι φωτόφιλο είδος και ευπαθές στους παγετούς κατά την νεαρή του ηλικία (7, 10, 13).
3.6. Καλλιεργητικές φροντίδες
Η καρυδιά έχει ανάγκη από κλάδεμα στη ρίζα, 2 – 3 πόντους κατά το φύτεμα, όπως και στη φούντα, για να σχηματιστεί καλό ριζικό σύστημα. Απαραίτητα είναι τα ποτίσματα και τα σκαλίσματα στο δενδρύλλιο για να αναπτυχθεί γρήγορα. Ο λάκκος ποτίσματος θα πρέπει να είναι σε μικρή απόσταση από τον κορμό, διότι όταν είναι κορεσμένος από νερό ο κορμός προσβάλετε από μύκητες.
Στις εντατικές καλλιέργειες, οι καρυδιές φυτεύονται αρχικά σε αναλογία 13 – 18 δέντρα ανά στρέμμα και αραιώνονται σε 8 – 13 δέντρα, όταν με την πάροδο του χρόνου παρατηρείται συνωστισμός. Οι ποικιλίες που χρησιμοποιούνται σαν γονιμοποιητές φυτεύονται σε πυκνές σειρές και σε επιλεγμένες αποστάσεις (10, 13, 14, 15).
3.7. Παραγωγή – Αποδόσεις
Η καρυδιά είναι δέντρο που καλλιεργείτε τόσο για τον εδώδιμο καρπό της, όσο και για την εκμετάλλευση του ξύλου της. Οι νεώτερες ποικιλίες καρποφορούν για πρώτη φορά στα 5 με 8 χρόνια και παράγουν περίπου 2.5 τόνους ανά εκτάριο. Οπωρώνες σε σχετικά φτωχά εδάφη, όπως βουνά, παράγουν 1.5 με 2.25 τόνους ανά εκτάριο, ενώ οπωρώνες σε καλά καλλιεργημένες περιοχές παράγουν 6.5 με 7.5 τόνους ανά εκτάριο (10).
3.8. Συλλογή – Συγκομιδή
Τα φύλλα της καρυδιάς συλλέγονται την άνοιξη, τα μπουμπούκια και άνθη τον Μάιο, ο πράσινος εξωτερικός φλοιός τον Ιούλιο, ενώ τα καρύδια στις αρχές του Σεπτέμβρη έως τις αρχές του Νοέμβρη.
Η συγκομιδή των καρπών γίνεται με το τίναγμα των δέντρων με δονητές κορμών ή άκρων ανάλογα με το μέγεθος τους. Τα καρύδια συλλέγονται σε μεγάλα δοχεία και μεταφέρονται σε εγκαταστάσεις επεξεργασίας, όπου αφαιρείται ο εξωτερικός φλοιός και ξηραίνονται σε στεγνωτήρες με εξαναγκασμένο αέρα στους 38 – 43 οC έως ότου η περιεχόμενη υγρασία φτάσει το 8%. Μπορούν να διατηρηθούν αρκετούς μήνες σε θερμοκρασία περιβάλλοντος όταν είναι ξερά και για χρόνια όταν καταψυχθούν. Πωλούνται είτε με το περίβλημα μετά από λεύκανση, είτε μόνο η ψίχα.
Τα φύλλα ξηραίνονται είτε σε εξωτερικούς ημισκιερούς χώρους, είτε σε χώρους με ελεγχόμενη θερμοκρασία και υγρασία. Όταν ξεραθούν φυλάγονται με προσοχή για να διατηρείται η οσμή και η γεύση τους. Ο πράσινος φλοιός των καρυδιών με την αποξήρανση του γίνεται λεπτός, ζαρώνει και παίρνει γλυκιά γεύση (7, 13, 14).
4. ΦΥΣΙΚΕΣ ΚΑΙ ΧΗΜΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΚΑΡΥΔΙΑΣ
Η καρυδιά είναι ένα δέντρο του οποίου όλα τα μέρη είναι χρήσιμα, όπως τα φύλλα, ο πράσινος φλοιός του καρπού, ο φλοιός των μίσχων και των ριζών, η επιδερμίδα της ψίχας, τα καρύδια, τα άνθη, ακόμα και το ξύλο.
Τα φύλλα της έχουν οσμή ισχυρή, αρωματική που γίνεται πιο έντονη όταν τα τρίβει κανείς με τα δάκτυλα του. Η δε γεύση τους είναι υπόπικρη, ρητινώδης και ελαφρά δηκτική. Περιέχουν γιουγκλόνη, γιουγκλαντίνη, από τις πιο σημαντικές ουσίες της καρυδιάς, ταννίνη, ινοσίτη, δεψικές ουσίες, κερκετίνη, καϊμπφερόλη, καφεϊκό οξύ, ίχνη π-κουμαρικού οξέος, ένα αιθέριο έλαιο, μια χρωστική και μια πικρή ουσία.
Οι τανίνες ευνοούν την αποκατάσταση του πνευμονικού παρεγχύματος και μαζί με τον ινοσίτη αποτελούν τονωτικά των μυϊκών ιστών. Η γιουγκλαντίνη που περιέχουν, ένα αλκαλοειδές, είναι καθαρτική και διεγείρει την όρεξη επιδρώντας ευνοϊκά στο στομάχι.
Είναι πλούσια σε βιταμίνη C (σχεδόν 1% του βάρους), καθώς και σε καροτίνη. Λέγεται ότι περιέχουν και ιώδιο. Συγκριτικά με τα φύλλα, τα άνθη της είναι περισσότερο πικρά, ρητινώδη και δηκτικά στη γεύση.
Το σαρκώδες πράσινο περικάρπιο των καρυδιών είναι πλούσιο σε καρπικά οξέα και μεταλλικά στοιχεία. Περιέχει άμυλο, χλωροφύλλη, μηλικό και κιτρικό οξύ, άλατα, ταννίνη, δεψίνη και άλλες ουσίες. Ο χυμός του, διηθούμενος, είναι ανοιχτόχρωμος στην αρχή, όταν όμως έρθει σε επαφή με τον αέρα γίνεται πολύ σκούρος και ταυτόχρονα χάνει την πικρή του γεύση.
Στην επιφάνειά του σχηματίζεται μια μαύρη κρούστα που προέρχεται από την αλλοίωση ενός κυρίου συστατικού της καρυδιάς, της γιουκλόνης, που είναι άγευστη, άοσμη και όταν αποξηρανθεί έχει την όψη Εβραϊκού κατραμιού (Bitume de Jude).
Επίσης, από το περικάρπιο παράγεται ένα αιθέριο κιτρινόχρωμο έλαιο, ινοσίνη και η προαναφερθείσα γιουγκλόνη που η τελευταία στον αέρα μεταβάλλεται σε οξυναφθοκινόνη (oxyjuglone) ή διοξυναφθοκινόνη (dioxynaphtoquinone).
Στην επιδερμίδα του φλοιού περιέχεται και καρυοδεψικό οξύ. Τέλος, το περικάρπιο είναι πλούσιο σε βιταμίνη C.
Η κιτρινόχρωμη επιδερμίδα που περιβάλλει το παρέγχυμα (ψίχα) του καρυδιού έχει γεύση πολύ στυπτική όταν είναι φρέσκια, που τη χάνει όταν ξεραθεί γιατί ελαττώνεται η περιεχόμενη σ’ αυτήν δεψίνη και κάποια ρητινώδης ύλη.
Το παρέγχυμα (ψίχα), είναι λευκού χρώματος, έχει ευχάριστη και γλυκιά γεύση, περιέχει αζωτούχες, λιπαρές και εκχυλισματικές ουσίες, κυτταρίνη, αλβουμίνη, τέφρα και νερό. Από την ψίχα παράγεται με έκθλιψη ένα σημαντικό λιπαρό έλαιο, το καρυδέλαιο, το οποίο περιέχει α-λινολενικό και α – λινολεϊκό οξύ, καθώς επίσης παλμιτικό, στεατικό και ελαϊκό οξύ. Έχει ευχάριστη γλυκιά γεύση και μπορεί να αντικαταστήσει το ελαιόλαδο και το αγνό βούτυρο, παρουσιάζοντας όμως το μειονέκτημα ότι ταγκίζει εύκολα και γρήγορα.
Η ψίχα έχει περιεκτικότητα σε λιπαρές ουσίες 42%, όταν είναι φρέσκια και 57.12% όταν είναι ξερή.
Τα άγουρα καρύδια είναι μια από τις πλουσιότερες πηγές ασκορβικού οξέος (βιταμίνη C) και χωνεύονται πιο εύκολα άγουρα, διότι όταν ωριμάσουν κιτρινίζουν, ταγκίζουν, ερεθίζουν το λαιμό, προκαλούν βήχα και δυνατούς κωλικούς. Τα καρύδια περιέχουν ασβέστιο, κοβάλτιο, σίδηρο, φωσφόρο, μαγγάνιο, βιταμίνες κ.α.
H καρυδιά είναι δέντρο γνωστό εδώ και πολλά χρόνια για τη φαρμακευτική του δράση, η οποία οφείλεται στα διάφορα συστατικά που περιέχονται τόσο στη ρίζα, τα φύλλα, τον πράσινο φλοιό των καρυδιών όσο και στα ίδια τα καρύδια. Περιέχει κυρίως ναφθοκινόνες, οξέα, φλαβονοειδή, τερπενοειδή, καροτενοειδή, πτητικά έλαια, υδρογονάνθρακες, τανίνες, αλδεΰδες, αλκαλοειδή, βιταμίνες, μέταλλα, ένζυμα, φωσφογλυκερίδια, αμίνες και πρωτεΐνες (Πίνακας 1) (6, 7,12, 13, 14, 16).
6. ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΚΑΡΥΔΙΑΣ
Οι θεραπευτικές ιδιότητες της καρυδιάς είναι πολλές και ευεργετικές και οφείλονται στα συστατικά που περιέχει. Ο Γάλλος γιατρός Negrier, το 1841 ασχολήθηκε με τις θεραπευτικές ιδιότητες των φύλλων της. Θεραπευτικά τα φύλλα της καρυδιάς χρησιμοποιούνται εναντίον των παθήσεων των ματιών, όπως βλεφαρίτιδα στα παιδιά και της χοιραδώσεως. Το αφέψημα και το έγχυμά τους είναι τονωτικό του πεπτικού σωλήνα και σταματά τις διαρροϊκές κενώσεις σε τοξικές καταστάσεις.
Οι Boys de Loutry και Costilhes χρησιμοποιούσαν το αφέψημα των φύλλων με μορφή κολπικών πλύσεων κατά των εξελκώσεων του αυχένα της μήτρας, ενώ ο Vidal de Careis κατά της λευκόρροιας. Ο Dubois χρησιμοποιούσε πυκνό αφέψημα φύλλων για τη θεραπεία της τριχόπτωσης, ο Bruguiec για κακοήθη εξανθήματα και ο Vitet για τη θεραπεία της ψωρίασης, του έρπητα, των διαφόρων λειχήνων και των εκζεμάτων.
Επίσης, αφέψημα φύλλων και φλοιού χρησιμοποιήθηκαν με επιτυχία κατά των οξέων αμυγδαλών και κατά του απλού ρινικού κατάρρου. Το αφέψημα των φύλλων κατεβάζει το σάκχαρο των διαβητικών, καθώς στο διάστημα χρησιμοποιήσεως ινσουλίνης μειώνει το σάκχαρο των ούρων και καθαρίζει το αίμα. Χρησιμοποιείται επίσης για εξωτερικές πλύσεις τραυμάτων και τη θεραπεία των δερματικών φλυκταινών. Όταν προστεθεί στο νερό του λουτρού είναι ευεργετικό για τη ραχίτιδα, τη σήψη και την υπερτροφία των οστών, καθώς και για πυώδης πληγές στα νύχια των ποδιών και των χεριών. Ενδείκνυται για την ακμή, τα ιδρωμένα πόδια και για τις χιονίστρες.
Τα φρέσκα φύλλα διώχνουν τα έντομα και προπαντός τους κοριούς.
Ένα απλό έγχυμα φύλλων μπορεί να σκοτώσει ή να απομακρύνει τα μυρμήγκια. Αν αλείψουμε με το έγχυμα αυτό τα άλογα, δεν θα τα πλησιάζουν αλογόμυγες. Επίσης, το βάμμα που φτιάχνεται από τα νωπά φύλλα χρησιμοποιείται εναντίον της φυματιώδους λεμφαδενοπάθειας, του ραχιτισμού, της παθήσεως των αρθρώσεων και της γαστρεντερίτιδας.
Πρόσφατες έρευνες υποστηρίζουν τις αντιμυκητιακές και αντισηπτικές τους ιδιότητες.
Τα αποξηραμένα φύλλα, αναμιγμένα με κρασί, χρησιμοποιούνται κατά του ίκτερου. Το γιατρικό των ανθέων συνίσταται για περιόδους μεταβολών, όπως η εμμηνόπαυση.
Το σαρκώδες πράσινο εξωκάρπιο είναι ταινιοκτόνο και ελμινθοκτόνο σαν έγχυμα, όπως και το αφέψημα των φύλλων.
Ο Γαληνός χρησιμοποιούσε τον οπό του φλοιού αυτού αραιωμένο σε στυπτικούς γαργαρισμούς και κατά της πυόρροιας των αμυγδαλών. Συνίσταται ακόμη κατά των διαλειπόντων πυρετών και εξαιτίας της ναφθοκινόνης που περιέχει, του αποδίδεται ενέργεια ερυθραντική επί του δέρματος και θεραπευτική κατά των εκζεμάτων, των κηρίων, των πυοδερματίτιδων, της ψωριάσεως και της φθειριάσεως. Επίσης, αποτελεί τη βάση της «αντιαφροδισιακής πτισάνης του Pollisi» και σε μορφή σκόνης, είναι εκδοριακός, ενώ μπορεί να χρησιμοποιηθεί αντί των κανθαρίδων. Ο χυμός των φλοιών χρησιμοποιείται με επιτυχία και κατά των κρεατοελιών, ενώ κοπανισμένος (ο φλοιός) βγάζει τους κάλους.
Η λεπτή, κίτρινη μεμβράνη που περιβάλει την ψίχα, σε μορφή σκόνης, αποτελεί θεραπεία για κωλικούς.
Τα καρύδια συνιστώνται στους αδύναμους οργανισμούς, τους φυματικούς, τους σακχαροδιαβητικούς (περιέχουν μικρή ποσότητα υδατανθράκων) και σε πολλές παθήσεις. Το «γλυκό καρυδάκι» είναι αξιοσύστατο για αδύνατους, φυματικούς και αιμοπτοϊκούς, γιατί περιέχει σημαντική ποσότητα δεψικών ουσιών.
Θεωρούνται επίσης, τα κατ’ εξοχήν φάρμακα κατά των δηλητηριάσεων και ως αντίδοτο των ύπουλων ιών και σύμφωνα με τον Hartwell (1967-1971), χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία του καρκίνου, του ψευδάνθρακα, τους όγκους και ειδικά τον καρκίνο του στήθους, καθώς και για τη θεραπεία τους άσθματος, τον πόνο στην πλάτη, το συφιλιδικό έλκος, τους κωλικούς, την επιπεφυκίτιδα, το βήχα, την καούρα, την εκσπερμάτωση, την ανικανότητα και τους ρευματισμούς.
Είναι εξαιρετικό φάρμακο κατά της υπερπτητικότητας του αίματος.
Η ξερή ψίχα συνίσταται για όλους τους πνευματικά εργαζόμενους καθώς και τους ορειβάτες αθλητές και γενικά τα άτομα που υποβάλλονται σε μεγάλες σωματικές και πνευματικές κοπώσεις.
Το καρυδέλαιο, είναι γνωστό από τον Διοσκουρίδη ως ανθελμινθικό και ταινιοκτόνο. Το 1916, ο De Surel επιβεβαίωσε τις ανθελμινθικές του ιδιότητες που αυξάνονται με τη συμμετοχή του σκόρδου. Χρησιμοποιείται και ως καθαρτικό. Σταματά επίσης τον πονόδοντο και είναι ευεργετικό στις πληγές και στα χελώνια (6, 7, 12, 13, 16, 17).
7. ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΞΙΑ
Το ξύλο της καρυδιάς είναι ανεκτίμητο. Χρησιμοποιείται στην επιπλοποιία, την ξυλουργική, την ξυλογλυπτική, την οπλοποιία και την τορνευτική. Το ξύλο αυτό έχει χρησιμοποιηθεί παλαιότερα για ρόδες και για σώματα των λεωφορείων.
Ο φλοιός της καρυδιάς και η ρίζα δίνουν ωραία πυρόξανθη ή καστανόχρωμη βαφή για υφάσματα και δέρματα και χρησιμοποιείται από τις γυναίκες για το βάψιμο των μαλλιών.
Η πράσινη εξωτερική φλούδα της καρυδιάς δίνει πράσινο ωραίο χρώμα που βάφουν τα αυγά της Λαμπρής. Με το φλοιό επίσης του καρπού οι επιπλοποιοί βάφουν το ξύλο των επίπλων με κάρυνο χρώμα. Επίσης, από τον φλοιό παρασκευάζεται ένα τονωτικό και ευστόμαχο ηδύποτο (Ratafia, Ρατάφια).
Το περίφημο λάδι της χρησιμοποιείται εκτός από τη μαγειρική και τη ζαχαροπλαστική, στη βιομηχανία της σαπωνοποιίας και της βερνικοποιίας.
Χρησιμοποιείται στη ζωγραφική για την ανάμιξη χρωμάτων με το βερνίκι και ως έλαιο λαμπτήρων. Από 35 κιλά καρυδιών, παράγονται 6 κιλά ξεφλουδισμένα καρύδια, από τα οποία παράγεται 3 κιλά λάδι.
Τα υπολείμματα του καρυδιού, ύστερα από την έκθλιψή τους με την οποία βγαίνει το καρυδέλαιο, είναι πολύ θρεπτικά και χρησιμοποιούνται για ζωοτροφή.
Ο καρπός της γίνεται ωραιότατο και τονωτικότατο γλυκό που έχει θρεπτική αξία ίση με αυτή του τυριού. Χρησιμοποιείται στις βιομηχανίες ζαχαρωδών προϊόντων, για αρωματική ουσία και τρώγεται νωπός ή ξηρός, ψημένος ή αλατισμένος.
Με τον άγουρο καρπό της ανακατεμένο, σε αναλογία 2:1, με χυμό από άγουρα σταφύλια ή με καλό ξύδι, μπορεί να παρασκευαστεί ένα επιδόρπιο, ενώ με τα πράσινα φύλλα της καρυδιάς λικέρ.
Από το χυμό της καρυδιάς που είναι άφθονος και διαυγής, ο Γάλλος φαρμακοποιός Banon παρασκεύασε το 1811 ένα άριστο σάκχαρο. Η εργασία της παρασκευής και η αποκρυστάλλωση του σακχάρου του χυμού της καρυδιάς μοιάζει με του σακχάρου του τεύτλου και του καλαμοσάκχαρου (7, 13, 17, 18).
Ενέργεια
Εάν οι αποδόσεις των 7.500 κιλών καρυδιών ανά εκτάριο παρήγαγαν όλο το 65% (63-67%) του λαδιού που περιέχουν, υπάρχει μια πιθανή παραγωγή λαδιού σχεδόν 5000 τόνων το χρόνο, ένας πολύ σημαντικός στόχος, εάν είναι εφικτό.
Μετά από την εξαγωγή της βιταμίνης C και της τανίνης, τα υπολείμματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμη ύλη ή αιθανόλη. Τα κλαδέματα των δέντρων μπορούν να συμβάλουν άλλους 5000 τόνους βιομάζας το χρόνο (17).
8. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΔΟΣΟΛΟΓΙΑ
Τα φύλλα χρησιμοποιούνται παρασκευάζοντας: α) έγχυμα από 15-30 γρ. ψιλοκομμένων φρέσκων φύλλων σε 500 ml νερό με ημερήσια κατανάλωση 2-5 φλιτζάνια, το οποίο χρησιμοποιείται για δερματικά προβλήματα και φλεγμονές των ματιών (πλύσεις), σαν πεπτικό τονωτικό για την ανορεξία.
Χρησιμοποιείται επίσης για το έκζεμα ή για πληγές και εκδορές, β) αφέψημα πρόσφατων και ξερών φύλλων στην ίδια αναλογία, γ) εκχύλισμα, 40-80 εκατοστά του γρ. την ημέρα, δ) αφέψημα και εκχύλισμα εξωτερικής χρήσεως ως λοσιόν (50:1000) για χιονίστρες και κατά των ελκών, ε) σιρόπι με εκχύλιση 35-50 γρ. φύλλων (για ημερησία κατανάλωση), στ) σαν τονωτικό του πεπτικού σωλήνα και για θεραπεία της διάρροιας μπορούμε να ρίξουμε 2-4 γρ. ξηρά και κονιοποιημένα φύλλα σε 150 γρ. λευκό κρασί και να παραμείνουν 12 ώρες, ζ) κολλύριο από 192 γρ. αφεψήματος φύλλων, 1 γρ. μπελαντόνα και 1 γρ. λάβδανο, η) βάμμα από νωπά φύλλα κατά της φυματιώδους λεμφαδενοπάθειας, του ραχιτισμού, της γαστρεντερίτιδας κ.α., και θ) ως κατάπλασμα για πληγές. Επίσης 100 γρ. φύλλων μπορούν να προστεθούν σε κάθε λουτρό για την καταπολέμηση κυρίως δερματικών παθήσεων.
Από το πράσινο εξωκάρπιο παρασκευάζονται: α) έγχυμα από φρέσκο φλοιό 20 γρ. σε 1 λίτρο νερό, για τη χρόνια διάρροια ή ως τονωτικό για την αναιμία και για την τριχόπτωση με ξέπλυμα των μαλλιών, ενώ σε αναλογία 10 γρ. σε 100 γρ. νερό είναι ταινιοκτόνο και ελμινθοκτόνο, β) αφέψημα 32 γρ. φλοιού σε 500 ml νερό, γ) βάμμα με την προσθήκη πράσινων φλοιών σε οινόπνευμα με αναλογία 1:6, 20-30 γρ. τη μέρα και δ) εκχύλισμα με οινόπνευμα.
Από το άγουρο καρύδι παρασκευάζεται α) έλαιο, 2 κουταλιές ελαίου καθημερινά ως συμπληρωματικό της διατροφής, για τις εμμηνορροϊκές διαταραχές ή το ξηρό λεπιδώδες έκζεμα, αλλά και ως κατάπλασμα, β) γλυκό του κουταλιού, και γ) ηδύποτο, όπου μπορούμε να πίνουμε 1 κουταλάκι ημερησίως (πολύ τονωτικό) (5, 6, 7, 13, 19).
9. ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ – ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ
Η καρυδιά και τα προϊόντα της γενικά δεν προκαλούν ιδιαίτερα προβλήματα. Τα φύλλα της μπορεί να είναι επιβλαβή για ευαίσθητα άτομα με αλλεργίες και η γύρη των ανθέων, κοινό αλλεργιογόνο, μπορεί να προκαλέσει πυρετό. Τοξικά προβλήματα στον άνθρωπο δεν έχουν αναφερθεί, παρά μόνο ότι προκαλεί βαθύ ύπνο σε όσους κοιμούνται υπό τον ίσκιο της εξαιτίας της οσμής που εκπέμπει.
Εντούτοις, είναι τοξική σε κάποια φυτά, εξαιτίας της γιουγκλόνης που περιέχει, η οποία είναι η κύρια αλληλοπαθητική χημική που είναι υπεύθυνη για την αναστολή της ανάπτυξης μερικών φυτικών ειδών που φυτρώνουν σε μέρη όπου αυτή βρίσκεται σε μεγάλη συγκέντρωση. Απελευθερώνεται από τις ρίζες της καρυδιάς και επειδή είναι δυσδιάλυτη στο νερό, δεν ταξιδεύει εύκολα στο χώμα, ώστε να είναι γρήγορη η απομάκρυνσή της απ’ αυτό και μπορεί να παραμείνει ενεργή σε αυτό για αρκετά χρόνια αφότου αφαιρεθούν οι καρυδιές. Επηρεάζει κυρίως τις ντομάτες, τις μαύρες σημύδες, το τριφύλλι, τις μηλιές, τα δημητριακά, τα φασόλια, τις πατάτες κ.ά, γι’ αυτό κάποια κηπευτικά είδη δε θα πρέπει να καλλιεργούνται κοντά σε καρυδιές.
10. Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΦΥΤΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΑΡΥΔΙΑΣ
Το να γνωρίζει κανείς την χρήση των φαρμακευτικών φυτών και να θεραπεύει με τη δύναμη της φύσης, ήταν και εξακολουθεί να είναι εντυπωσιακό από την αρχαιότητα. Αν και υπήρχε πάντα μια διστακτικότητα και αμφιβολία από πολλούς ανθρώπους για τη χρήση τους, κυρίως λόγο άγνοιας, εντούτοις τα φυτά αυτά παίζουν και πάλι σημαντικό ρόλο στη ζωή μας.
Είναι βασικό να αντιληφθεί κανείς ότι τα φαρμακευτικά φυτά μπορούν να είναι και τροφή και φάρμακο μαζί.
Σήμερα οι άνθρωποι, διαπιστώνοντας τις ευεργετικές τους ιδιότητες, τα χρησιμοποιούν ολοένα και περισσότερο, είτε με την άμεση χρήση τους, είτε με την παρασκευή φαρμάκων με βάση διάφορα φυτικά συστατικά.
Η καρυδιά είναι ένα δέντρο που μπορεί να προσφέρει πάρα πολλά στον άνθρωπο με την αξιοποίηση όλων των μερών της και σε συνδυασμό με την επιστήμη να δώσει καλύτερα φάρμακα, μιας και ο φυτικός κόσμος εξακολουθεί ν’ αποτελεί σημαντική πηγή για την ανακάλυψη καινούριων φαρμακευτικών ουσιών, η φύση αποτελεί το μεγαλύτερο φαρμακείο (1, 2, 18).
12. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. http://www.dikaiosnet.gr/dikaios/07Farm_fyta_sel_75_118.doc
2. http://www.likno.gr/about.html
3. http://www.diarlos.gr/samos/herbs/istoriagr.html
4. http://www.etherio.gr/aromatics.html
5. Penelopy Ody, Πλήρης οδηγός φαρμακευτικών βοτάνων, Εκδόσεις Γιαλλέλης, Αθήνα 1994, (σελ. 71).
6. Πρινέα Κ. Ιωάννα, Σφακιανάκης Μ. Ανάργυρος, Βοτανοθεραπευτική, Εκδοτικός Οίκος Κ. Μακρύς, Αθήνα, (σελ. 133-139).
7. Σπύρος Π. Λάμπρος, Τα βότανα και οι θεραπευτικές τους ιδιότητες, Αθήνα 1984, (σελ. 263- 265).
8. http://plants.usda.gov/cgi_bin/plant_profile.cgi?symbol=JURE80
9. Μπαμπαλώνας Δ., Κόκκινη Σ., Συστηματική βοτανική, (σελ. 164, 170)
10. http://www.scs.leeds.ac.uk/cgi_bin/pfaf/arr_html?Jugalns+regia
11. http://bodd.cf.ac.uk/BotDermFolder/BotDermJ/JUGL.html
12. Schauenberg Paul, Paris Ferdinand, Οδηγός των φαρμακευτικών φυτών, Εκδόσεις Μόσχος Γκιούρδας, Αθήνα 1981, (σελ. 202).
13. Ανάσης Σ. Εμμανουήλ, Τα φαρμακευτικά βότανα της Ελλάδας, Αθήνα 1976, (σελ.156-159).
14. http://www.uga.edu/fruit/walnut.htm
15. http://prasino.gr/greek-trees/juglans.htm
16. Ζαχαρόπουλος Μ. Ιγνάτιος, Σύγχρονη πλήρης θεραπευτική με τα βότανα, Εκδόσεις Ψύχαλου, (σελ. 144).
17. http://www.hort.purdue.edu/newcrop/duke_energy/Juglans_regia.html
18. Τρέμπεν Μαρία, Υγεία από το φαρμακείο του Θεού, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2002, (σελ. 38 -39).
19. http://prometheus.telemachos.gr/
schools/usrpages.nsf/0/324dc1375
adcb7e842256825003d3f6c?
OpenDocument