Το Σύμπτωμα στο Παιδί και στον Έφηβο
Τα παιδιά είναι μέλη ενός συστήματος, αυτού της οικογένειας, και εκφράζουν με τον τρόπο, τις λέξεις, ή το σώμα τους τις διάφορες συναισθηματικές διακυμάνσεις όχι μόνο του ευατού τους αλλά και του συστήματος αυτού – θετικές και αρνητικές. Ειδικά στις πολύ μικρές ηλικίες που η λεκτική έκφραση δεν είναι αρκετά ανεπτυγμένη ώστε να μπορεί να εξυπηρετήσει όλες τους τις επικοινωνιακές ανάγκες, το κορμί γίνεται μέσο έκφρασης συναισθημάτων, όπως άλλωστε λειτουργεί και σαν υποδοχέας τους.
Το παιδί δέχεται μεγάλο μέρος της επικοινωνίας των γονιών του μέσα από το σώμα του. Σαν βρέφος, η μητέρα το ταϊζει, το πλένει, το χαιδέυει, το μυρίζει, ή το αγγίζει πολλές φορές εκεί που φαντάζεται ότι μπορεί να πονάει για να του απαλύνει τον πόνο. Όμως και τα αρνητικά συναισθήματα εκφράζονται μέσα από το σώμα. Οι τιμωρίες μπορεί να έχουν να κάνουν με τη στέρηση σωματικής ευχαρίστησης, όπως μιας αγκαλιάς ή ενός παγωτού το καλοκαίρι ή ακόμα με τη χειροδικεία πάνω στο παιδί. Είναι λοιπόν αναμενόμενο και το παιδί να χρησιμοποιήσει συνειδητά ή ασυνείδητα το σώμα του για να εκφράσει τα δικά του συναισθήματα. Αυτό μπορεί να πάρει διάφορες μορφές άλλοτε φυσιολογικές, όπως το να εκφράσει την αγάπη του με μια αγκαλιά, και άλλοτε παθολογικές. Στην περίπτωση της παθολογίας, το σύμπτωμα του παιδιού, όταν δεν συντρέχει κάποιος άλλος ιατρικός λόγος, τότε ενδέχεται να εκπροσωπεί, να εκφράζει, μια κρυμμένη δυσκολία στον ψυχισμό του παιδιού.
Κάποιες πολύ γνωστές διαταραχές είναι αυτή της δυσκολίας συγκέντρωσης και υπερκινητικότητας του παιδιού, η βραδυνή ενούρηση, οι πονοκέφαλοι, οι διαταραχές ύπνου, η ονυχοφαγία, το σύνδρομο της χρόνιας κόπωσης, και οι διαταραχές πρόσληψης τροφής που συνήθως αρχίζουν με την ήβη. Σίγουρα για κάποιες από αυτές τις διαταραχές που ενδέχεται να έχουν και ιατρική υπαιτιότητα, θα πρέπει ο γονιός να απευθύνεται στον παιδίατρο για να αποκλείονται τα όποια βιοπαθολογικά αίτια πριν κανείς στρέψει την προσοχή του στα ψυχολογικά. Ενώ η ανορεξία, για παράδειγμα, είναι κατά κανόνα δείγμα ψυχολογικής διαταραχής, όταν το παιδί παρουσιάζει ιδιαιτερότητες στην πρόσληψη τροφής σε μικρή ηλικία, καλό είναι να εξετάζονται πιθανές αιτιολογίες όπως αυτή της τροφικής δυσανεξίας σε κάποια είδη τροφής ή τυχόν προβλημάτων του πεπτικού του συστήματος. Επίσης, ήδη υπάρχοντα προβλήματα υγείας όπως, για παράδειγμα, το άσθμα ή το έκζεμα τείνουν να χειροτερεύουν υπό την πίεση ψυχολογικών προβλημάτων στο παιδί και στον έφηβο που δεν βρίσκουν άλλη δίοδο έκφρασης αυτού που τους βασανίζει.
Εφόσον ο παιδίατρος έχει αποκλείσει το ενδεχόμενο το σύμπτωμα του παιδιού να πηγάζει από παθολογικά αίτια, τότε θα πρέπει ο ίδιος να κατευθύνει το γονιό σε έναν ειδικό ψυχικής υγείας. Με αυτό τον τρόπο ο γονιός θα μπορέσει έγκαιρα κατ’αρχήν να κατανοήσει και στη συνέχεια να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του παιδιού του. Όσο πιο σύντομα προσφερθεί αυτή η φροντίδα τόσο καλύτερη θα είναι η πρόγνωση για το πρόβλημα και βέβαια το παιδί θα αισθανθεί ασφάλεια στη συνειδητοποίηση ότι κάποιος είδε το κρυφό του «παράπονο», που έχει πάρει μορφή σωματικού συμπτώματος, και μεριμνά γι’ αυτό. Από μόνη της η κίνηση αυτή, το να ζητήσει δηλαδή κανείς βοήθεια αναγνωρίζοντας ότι κάτι δεν πάει καλά, λειτουργεί αναλγητικά. Απεναντίας, η παθητικότητα, η άρνηση, αλλά και η άγνοια όσον αφορά στην αντιμετώπιση του προβλήματος θα το επιδεινώσουν. Το παιδί, εάν αισθανθεί αγνοημένο ή και φορές κατηγορούμενο για το πρόβλημά του, πιθανόν να εντείνει την εκτόνωση του δύσκολου συναισθήματός του μέσα από το σύμπτωμά του, ενισχύοντας έτσι ένα φαύλο κύκλο που καθίσταται όλο και πιο δύσκολο να σπάσει.
Η ψυχολογική δυσκολία του παιδιού ή του εφήβου μπορεί να σχετίζεται με μια σειρά γεγονότων ή ακόμα και με ένα μεμονομένο τραυματικό περιστατικό που έχουν προκύψει εντός ή εκτός της οικογένειας. Ο εντοπισμός της πηγής του προβλήματος είναι πολύ σημαντικός. Ακόμα σημαντικότερο είναι όμως το να συμβούν οι απαραίτητες αλλαγές στη ζωή του παιδιού που θα το φέρουν σε καλύτερη ψυχική ισορροπία, είτε αυτές αφορούν στην δομή και λειτουργία της οικογένειας, είτε σε εξωγενείς παράγοντες. Σε κάθε περίπτωση, ο γονιός οφείλει να σκύψει με την κατάλληλη φροντίδα πάνω στο παιδί του. Αυτό συχνά προϋποθέτει το να ζητήσει και ο γονιός τη βοήθεια ενός ψυχοθεραπευτή.
Οι περισσότεροι επαγγελματίες ψυχικής υγείας για το παιδί αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα της εμπλοκής του γονιού στο θεραπευτικό πλάνο για το παιδί του. Ανάλογη με τη φύση του προβλήματος θα είναι και η συμμετοχή των γονιών στο θεραπευτικό πρόγραμμα που θα συστήσει ο ειδικός. Συχνά οι γονείς μπορεί να υποφέρουν από την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το παιδί τους και να αισθάνονται αβοήθητοι και ανίκανοι να παρέχουν τη πρέπουσα στήριξη. Μπορεί επίσης να έχουν οι ίδιοι προβλήματα που είτε να τους επιβαρύνουν περεταίρω είτε να συντελλούν στην άσχημη ψυχολογική κατάσταση του παιδιού. Αν, για παράδειγμα η σχέση των γονιών είναι διαταραγμένη ή το παιδί κακοποιείται μέσα στην οικογένεια, εννοείται ότι η συμμετοχή των γονιών στη θεραπεία του παιδιού τους θα τεθεί – δικαίως – ως προϋπόθεση για την έναρξη της θεραπείας του παιδιού. Η έγκαιρη διάγνωση και η οργανωμένη αντιμετώπιση αποτελούν τα απαραίτητα συστατικά για ένα επιτυχημένο θεραπευτικό αποτέλεσμα με προληπτική δράση για το μέλλον από το οποίο βέβαια θα ωφεληθεί σαφώς το παιδί αλλά και το σύνολο της οικογένειας.