Υποθερμιδική δίαιτα. Ασφάλεια και Αποτελεσματικότητα.
Μετά από την πληθώρα των ανορθόδοξων και στερητικών διαιτών που έχουν κυκλοφορήσει τα τελευταία χρόνια, οι οποίες υπόσχονται δραματική απώλεια σωματικού βάρους με μόνο αποτέλεσμα, όμως να απογοητεύουν τους ανθρώπους, είναι δύσκολο να πιστέψει κάποιος πως θα υπάρξει ποτέ κάποια συνταγή αδυνατίσματος. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει μία και μοναδική δίαιτα αδυνατίσματος, η οποία μπορεί να είναι αποτελεσματική για όλους. Διαφορετικοί άνθρωποι χρειάζονται διαφορετική διαιτολογική προσέγγιση. Για καλύτερα αποτελέσματα πρέπει να επικεντρωθείτε σε μεθόδους που είναι αποτελεσματικές για εσάς και εξαρτώνται από την αιτιολογία της παχυσαρκία σας, τη σοβαρότητα του προβλήματός σας και άλλες σχετικές νόσους που ίσως να συνυπάρχουν, όπως σακχαρώδης διαβήτης, υπέρταση, δυσλιπιδαιμία, κατάθλιψη κ.α. Αυτό που χρειάζεται όμως να προσέξετε είναι η αποφυγή πολύ αυστηρών διαιτών. Σε καμιά περίπτωση ένας ενήλικας άνδρας δεν πρέπει να προσλαμβάνει λιγότερες από 1200 θερμίδες την ημέρα και μια ενήλικη γυναίκα αντίστοιχα λιγότερες από 1000 θερμίδες την ημέρα.
Μία πολύ αυστηρή δίαιτα (υποθερμιδική), ίση ή / και κάτω των 800 θερμίδων την ημέρα, δεν είναι αποτελεσματική και κρίνεται και ανασφαλής για την υγεία του ατόμου επειδή χαρακτηρίζεται από διατροφική ανισορροπία. Πιο συγκεκριμένα, τέτοιου είδους δίαιτα είναι σημαντικά επιβαρυντική για τον οργανισμό και αν χορηγείτε για μακρά χρονικά διαστήματα είναι δυνατόν να χαρακτηριστεί ως αιτία για την πρόκληση σοβαρών παθήσεων του ατόμου. Συνήθως, μια πολύ αυστηρή δίαιτα είναι φτωχή σε βιταμίνες, μέταλλα και ιχνοστοιχεία. Επομένως, συχνά παρατηρείται ανεπάρκεια βιταμινών του συμπλέγματος Β, βιταμίνης Ε, ασβεστίου, σιδήρου, ψευδαργύρου και άλλων σημαντικών μικροθρεπτικών συστατικών. Η μακροχρόνια χορήγηση αυτής της δίαιτας συχνά προκαλεί πολυουρία, αφυδάτωση, οστεοπόρωση, ξηροδερμία υπερουριχαιμία (αυξημένο ουρικό οξύ αίματος λόγω έντονου καταβολισμού) και αμηνόρροια και μεταλλάξεις. Οι τελευταίες μπορεί να οδηγήσουν σε διάφορους τύπους καρκίνου. Ακόμη, οι στερητική δίαιτα συχνά προκαλεί ναυτία, υπόταση και έντονη καταβολή.
Συχνά αυτού του τύπου δίαιτα δεν αποδίδει την απαραίτητη γλυκόζη στον οργανισμό, με συνέπεια αυτός να καταβολίζει πρωτείνες, δομικές και σπλαχνικές, για να πάρει την ενέργεια που χρειάζεται. Με άλλα λόγια, καταβολίζει τη μυϊκή του μάζα, με αποτέλεσμα να μειώνεται ο βασικός μεταβολισμός του ατόμου και έτσι το χαμένο σωματικό βάρος χάρις σε αυτή τη δίαιτα να επαναποκτάται πολύ γρήγορα. Μάλιστα, το νεαποκτηθέν σωματικό βάρος συχνά υπερβαίνει το προ της δίαιτας βάρος. Εάν η αυστηρή δίαιτα προσομοιάζει την χημική ή πρωτεϊνική δίαιτα (δίαιτα πλούσια σε λίπος και πρωτείνες και φτωχή σε υδατάνθρακες), τότε αποδίδει πολύ χοληστερόλη και κορεσμένο λίπος, με αποτέλεσμα να είναι επικίνδυνη για την ανάπτυξη αθηροσκλήρωσης και την εκδήλωση στεφανιαίας νόσου.
Επιπλέον, αυτού του τύπου η δίαιτα προκαλεί μία μη φυσιολογική κατάσταση που λέγεται κέτωση, κατά την οποία το σώμα παράγει κετόνες, χημικά παραπροϊόντα της διαδικασίας καύσης του λίπους. Η κέτωση βραχυπρόθεσμα μπορεί να μη δημιουργήσει προβλήματα, αλλά αν συνεχιστεί περισσότερο από μερικές εβδομάδες, μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές στην υγεία του ατόμου. Πρώτα από όλα, μπορεί να προκαλέσει αρθρίτιδα και πέτρα στα νεφρά σε άτομα με προδιάθεση. Δευτερευόντως, όταν οι κετόνες φτάσουν σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο, το σώμα προσπαθεί να απαλλαγεί από αυτές απεκκρίνοντας νάτριο και κάλιο. Η απώλεια αυτών των σημαντικών ηλεκτρολυτών μπορεί να επιφέρει αφυδάτωση, καρδιακή αρρυθμία κα.
Σύγχρονες μελέτες έχουν δείξει ότι η δραστική μείωση των θερμίδων σε ένα διαιτολόγιο μπορεί να βοηθήσει να χαθεί βάρος βραχυπρόθεσμα-και πολλοί το πετυχαίνουν. Μακροπρόθεσμα, όμως, αυτές οι στερητικές δίαιτες είναι καταδικασμένες σε αποτυχία, γιατί οι άνθρωποι δεν μπορούν να τις τηρήσουν για πολύ. Είναι πολύ πιθανόν το άτομο που ακολουθεί μια στερητική δίαιτα να αρχίσει να επιθυμεί τα λεγόμενα ‘’απαγορευμένα’’ γι αυτόν φαγητά, όπως ζυμαρικά, ψωμί, γλυκά εδέσματα, λιπαρά τυριά και κρέατα κ.α. Αυτές οι επιθυμίες σταδιακά θα γίνονται πιο έντονες και θα ωθήσουν το άτομο να εγκαταλείψει την υποθερμιδική δίαιτα, και στη συνέχεια, θα ξαναπάρει το χαμένο σωματικό βάρος. Ένα άλλο σημείο που πρέπει να τονιστεί είναι ότι οποιοδήποτε διατροφικό πλάνο και αν επιλεγεί, αυτό θα πρέπει να είναι αρκετά ελκυστικό, ώστε να μπορεί να ακολουθηθεί. Δυστυχώς, ένα αυστηρό υποθερμιδικό πρόγραμμα δεν παρέχει μεγάλη ποικιλία τροφίμων, είναι μονότονο και κουραστικό, με αποτέλεσμα να εγκαταλείπετε αρκετά γρήγορα.
Συμπερασματικά, οι υποθερμιδικές δίαιτες είναι αποτελεσματικές βραχυπρόθεσμα, καθώς οι άνθρωποι χάνουν κατά μέσο όρο 20 κιλά σε 3 μήνες. Αλλά μακροπρόθεσμα, είναι λιγότερο αποτελεσματικές από τις συμβατικές ολιγοθερμιδικές δίαιτες των 1200 και άνω θερμίδων. Μετά από τρία χρόνια, τα άτομα ανακτούν το 95% περίπου του βάρους που έχασαν με την υποθερμιδική δίαιτα. Επιπρόσθετα, οι υποθερμιδικές δίαιτες έχουν συνδεθεί με βιοχημικές αλλαγές το σώμα και καρδιακές αρρυθμίες. Εξαιτίας της μέτριας μακροπρόθεσμης επιτυχίας τους και των επιπλοκών τους, οι υποθερμιδικές δίαιτες έπαψαν να είναι δημοφιλείς. Αντίθετα, τα κλινικά προγράμματα των διαιτολόγων-διατροφολόγων τείνουν πλέον να προτείνουν λιγότερο αυστηρές ολιγοθερμιδικές δίαιτες σε συνδυασμό με κάποιο πρόγραμμα γυμναστικής και αλλαγής στη συμπεριφορά ως προς το φαγητό. Τα κλινικά αυτά προγράμματα διευθύνονται από επαγγελματίες του χώρου της υγείας (διαιτολόγους-διατροφολόγους, ιατρούς εξειδικευμένους ως προς την επιστήμη της διατροφής, είτε σε ιδιωτικά γραφεία, είτε σε νοσοκομειακά κέντρα).