ΚΑΤΕΨΥΓΜΕΝΑ ΕΜΒΡΥΑ
Όταν ένα ζευγάρι υπόκειται σε εξωσωματική γονιμοποίηση η γυναίκα λαμβάνει μια ποσότητα ορμονών η οποία προκαλεί ελεγχόμενη διέγερση των ωοθηκών έτσι ώστε αυτές να παράγουν περισσότερα από ένα ωάρια. Αυτός είναι ένας από τους στόχους των γιατρών γιατί ένα μόνο ωάριο δεν γονιμοποιείται πάντα και κυρίως δεν δίνει πάντα ένα καλό έμβρυο.
Όσα περισσότερα ωάρια –μέχρις ενός ορίου- παραχθούν από τη γυναίκα και συλλεχθούν από τον γυναικολόγο, τόσα περισσότερα από αυτά θα είναι κατάλληλα για γονιμοποίηση από το σπέρμα του συζύγου. Κατά συνέπεια είναι μεγαλύτερες οι πιθανότητες κάποια από τα έμβρυα αυτά να είναι καλής και πολλής καλής ποιότητας ώστε όταν μεταφερθούν πίσω στη μήτρα της γυναίκας να υπάρχουν καλές πιθανότητες εγκυμοσύνης.
Τι γίνεται όμως όταν παραχθούν παραπάνω καλά έμβρυα από όσα χρειάζονται;
Κατ’ αρχήν να διευκρινίσουμε πως τις περισσότερες φορές αυτό είναι επιθυμητό. Τούτο διότι έχουμε πλέον την δυνατότητα να καταψύχουμε τα έμβρυα και να τα συντηρούμε σε βαθιά κατάψυξη. Ταυτόχρονα η μεταφορά στη μήτρα «κατεψυγμένων» εμβρύων είναι μια διαδικασία πολύ πιο απλή από την εξωσωματική γονιμοποίηση γιατί η γυναίκα δεν χρειάζεται να λάβει γοναδοτροπίνες και κατά συνέπεια δεν παίρνει μεγάλες δόσεις ορμονών και τις περισσότερες φορές δεν χρειάζεται να κάνει ενέσεις.
Στην διαδικασία της κρυοσυντήρησης του εμβρύου, αφαιρείται το νερό που περιέχει το έμβρυο και αναπληρώνεται με ένα ειδικό ψυκτικό μείγμα ώστε να προστατεύσει τα κύτταρα κατά την διάρκεια της κατάψυξης του. Η κατάψυξη και απόψυξη ενός εμβρύου γίνονται σταδιακά και με αργούς ρυθμούς ώστε να αποφευχθούν τυχόν βλάβες των κυττάρων. Παρ’ όλα αυτά, ανάλογα και με την ποιότητα των εμβρύων που καταψύχονται, κάποια από αυτά δεν επιβιώνουν μετά τη διαδικασία της απόψυξης.
Η κατάψυξη λοιπόν των εμβρύων έχει γίνει καθημερινή πράξη για τις Μονάδες Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής. Όταν μια γυναίκα δεν μείνει έγκυος με την εξωσωματική γονιμοποίηση και έχει κατεψυγμένα έμβρυα τότε τα χρησιμοποιούμε στην επόμενη φάση θεραπείας, τη «Μεταφορά Κρυοκατεψυγμένων Εμβρύων». Εδώ χρησιμοποιούνται μερικά ή και όλα τα έμβρυα που έχουν καταψυχθεί.
Τι γίνεται όμως αν η γυναίκα μείνει έγκυος με την πρώτη προσπάθεια ή αν δεν χρησιμοποιηθούν όλα τα κατεψυγμένα έμβρυα στη δεύτερη;
Στην Αγγλία το 1990 ψηφίσθηκε ένας νόμος (Human Fertilization and Embryology Act 1990), ο οποίος οριοθετούσε το νομικό πλαίσιο κλινικής πρακτικής και έρευνας στην εξωσωματική γονιμοποίηση. Ο νόμος αυτός όριζε ότι έμβρυα σε κρυοσυντήρηση πρέπει να διατηρούνται μόνο για μια περίοδο πέντε (5) ετών. Μετά το τέλος αυτής της περιόδου και μετά την συγκατάθεση και των δύο γονέων η περίοδος αυτή μπορεί αν παραταθεί για άλλα πέντε (5) χρόνια.
Το 1996, με την πάροδο της πρώτης πενταετίας από το πέρασμα του νόμου, ήταν ανάγκη να αποφασιστεί η τύχη των εμβρύων που βρίσκονταν σε κρυοσυντήρηση σε κλινικές εξωσωματικής γονιμοποίησης. Το θέμα αυτό προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον στην κοινή γνώμη και καλύφθηκε εκτενώς από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Την 1η Αυγούστου 1996 περίπου 3.000 έμβρυα καταστράφηκαν από τις κλινικές!!
Όλη αυτή η κατάσταση και διεργασία έφερε στην επικαιρότητα πολλά ερωτηματικά, θέματα ηθικής καθώς και μεγάλη σύγκρουση απόψεων.
Ποιος θα μπορούσε να θεωρηθεί ο καταλληλότερος χρόνος για την συντήρηση των εμβρύων;
Δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι το χρονικό περιθώριο που μπορεί να κρυοσυντηρηθεί ένα έμβρυο είναι δεκάδες φορές μεγαλύτερο από τα 5 χρόνια και κάνουν λόγο έως και για 1.000 χρόνια. Πολλοί υποστηρίζουν ότι τα 5 χρόνια δεν είναι επαρκή και ότι θα ήτανε πιο σωστό να επεκταθεί το όριο συντήρησης σε 10 χρόνια, ενώ πολλοί έκαναν λόγο για συντήρηση των εμβρύων μέχρις ότου φτάσει η “μητέρα” στο 55ο έτος της ηλικίας της, δηλαδή περίπου στο τέλος του φυσιολογικού οικογενειακού προγραμματισμού ή σε κάθε περίπτωση στο ανώτερο ηλικιακό όριο που επιτρέπει ο νόμος.
Από την άλλη μεριά σημαντικό ρόλο παίζει και η στάση των “γονέων”. Θα πρέπει να υπάρχει η συγκατάθεση τους και να καταγράφεται γραπτώς η τύχη των εμβρύων τους, έτσι ώστε να γίνονται γνωστές οι προθέσεις τους μετά το πέρας της χρονικής περιόδου κρυοσυντήρησης των εμβρύων τους. Η διαδικασία αυτή θα πρέπει να ολοκληρώνεται και τα κατάλληλα έγγραφα να συμπληρώνονται πριν την κατάψυξη των εμβρύων ενώ συγχρόνως να καταγράφονται και οι πιθανές εκδοχές όπως π.χ. δωρεά σε άλλους αποδέκτες, δωρεά για έρευνα ή η ολική τους καταστροφή.
Τι γίνεται όμως σήμερα στην Ελλάδα?
Στην Ελλάδα, πάνω σε αυτό το θέμα, έγινε πρόσφατα νομοθετική ρύθμιση με μέγιστο χρόνο κρυοσυντήρησης τα 5 χρόνια. Αυτό έγινε προκείμενου να μην υπάρξουν πια στο μέλλον έμβρυα για τα οποία για διάφορους λόγους κάποιος από τους «γονείς» τους δεν έχει ενδιαφερθεί για την τύχη τους.
Το ίδιο πρόβλημα αντιμετώπιζαν και τα εργαστήρια εξωσωματικής γονιμοποίησης με αποτέλεσμα να υπάρχουν “έμβρυα δίχως αύριο” δηλαδή έμβρυα που δεν είχαν αναζητηθεί ποτέ από ζευγάρια που έκαναν εξωσωματική γονιμοποίηση. Και αυτό ήταν αποτέλεσμα πολλών παραμέτρων όπως:
Κάποια από αυτά τα ζευγάρια είχαν επιτυχία, δηλαδή η σύζυγος έμεινε έγκυος, απέκτησαν απογόνους και δεν θέλησαν να αποκτήσουν άλλους. Από την προσπάθεια τους όμως κάποια έμβρυα έμειναν παγωμένα στην κατάψυξη και δεν παρέστη ανάγκη να χρησιμοποιηθούν.
Άλλα ζευγάρια χώρισαν και δεν προχώρησαν στην απόκτηση παιδιού. Η προσπάθειά τους όμως με εξωσωματική έγινε πριν το διαζύγιο και απέφερε κάποια έμβρυα το οποία βρίσκονται ακόμα στην κρυοσυντήρηση.
‘Ένας από τους δύο “γονείς” απεβίωσε. Στην περίπτωση αυτή ο νόμος ορίζει ότι τα έμβρυα πρέπει να χρησιμοποιηθούν σε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
Σήμερα λοιπόν υπάρχουν νομοθετικά πλαίσια για τις παραπάνω περιπτώσεις. Πρέπει όμως πάντα τα ζευγάρια να ενημερώνονται για τις πιθανές νομικές προεκτάσεις του να αφήνουν κατεψυγμένα έμβρυα χωρίς να ενδιαφέρονται για αυτά.