Η µορφολογία και φυσιολογία του παιδικού καταρράκτη
«Καταρράκτης» λέγεται το θάµπωµα του φυσικού φακού του µατιού.
Ένας διαυγής φακός µέσα στον οφθαλµό βοηθά στην εστίαση του φωτός. Αυτό επιτρέπει στις εικόνες να είναι ορατές µε µεγάλη οξύτητα. Στον καταρράκτη, ο φακός θαµπώνει και γίνεται λευκός ή κιτρινωπός. Το θάµπωµα αυτό διαχέει ή εµποδίζει το φως που περνά µέσα στο µάτι. Ως
αποτέλεσµα, οι εικόνες φαίνονται θολές.
Ο καταρράκτης είναι ένα φαινόµενο της γήρανσης, µπορεί να παρατηρηθεί όµως και κατά την παιδική ηλικία ή ως φαινόµενο εκ γενετής.
Η µορφή που θα έχει ο εκ γενετής καταρράκτης εξαρτάται από τον συγχρονισµό ορισµένων παραγόντων ανάπτυξης και από την φύση της αιτίας. Ρόλο επίσης παίζει η ανατοµία του φακού και του περιφακίου – της “θήκης”του -, η ανάπτυξη του καταρράκτη και οι αλλαγές σε αυτήν την
κατάσταση µε το πέρασµα του χρόνου.
Η µορφή του καταρράκτη µπορεί να επηρεάσει την πρόγνωση της κατάστασης µε διάφορους τρόπους. Μπορεί επίσης να δώσει µία ιδέα για την αιτία της δηµιουργίας του καθώς και για την ηλικία στην οποία µπορεί να παρουσιαστεί. Μερικές φορές ακόµα, µπορεί να φανεί ότι και η
κληρονοµικότητα είναι ένας από τους παράγοντες εµφάνισης παιδικού καταρράκτη.
Υπάρχουν πάρα πολλές διαφορετικές µορφές καταρράκτη. Προκειµένου να τις κατανοήσουµε χρειάζεται να τις κατατάξουµε ανάλογα µε την περιοχή του φακού που έχει επηρεαστεί. Έπειτα, τις υποδιαιρούµε ανάλογα µε το σχήµα και την εµφάνιση του καταρράκτη. Με την χρήση των γενετικών παραγόντων έχουν αναγνωρισθεί και κατηγοριοποιηθεί πολλές από τις διάφορες µορφές.
Οι µορφές καταρράκτη στην παιδική ηλικία µπορούν να αφορούν ολόκληρο τον φακό και σε αυτήν την περίπτωση ονοµάζονται ολοκληρωτικοί, morgagnian ή δισκοειδείς. Μπορούν επίσης να επηρεάσουν µόνο το κέντρο του φακού, οπότε και ονοµάζονται πυρηνικοί, oil droplet, φλοιώδεις ή στεφανιαίοι. Οι καταρράκτες που αφορούν την πρόσθια πλευρά του φακού είναι ο προσθιο-αξονικός, ο πρόσθιος υποκαψικός και ο πρόσθιος φακοειδής. Η οπίσθια όψη του φακού µπορεί να εµφανίσει µορφή καταρράκτη mittendorf’s dot που αποτελεί το υπόλειµµα της
υαλωδικής αρτηρίας οπίσθιο φακοειδή, οπίσθιους φλοιώδεις καταρράκτες ή οπίσθιο υποκαψικό. Υπάρχουν ακόµη πέντε µορφές καταρράκτη που εξετάζονται ξεχωριστά: οι έντονες θολερότητες του φακού, οι καταρράκτες µε µορφή ραφών, οι καταρράκτες µε κοραλλιοειδή ή κρυσταλλική
µορφή, αυτοί µε µορφή σφηνοειδούς σχήµατος και αυτοί που προέρχονται από πρωτογενή υπερπλασία του υαλοειδούς, συνήθως σε µικροφθαλµία. Μετά την κατηγοριοποίηση των διάφορων µορφών, η µελέτη τους πραγµατοποιείται αφού καθορισθεί η αιτία, η µελλοντική εξέλιξη της όρασης και ο τρόπος χειρισµού του καταρράκτη.
Ο καταρράκτης δεν µπορεί να θεραπευθεί µε φάρµακα. Η χειρουργική παραµένει ακόµη η µόνη θεραπευτική επιλογή. Κατά την επέµβαση ο θαµπός φακός αφαιρείται και αντικαθίσταται συνήθως µε έναν διαυγή, τεχνητό ενδοφθάλµιο φακό (IOL). Αυτό που έχει τη µέγιστη σηµασία σε
νεογνά, είναι η παρουσία ή όχι καταρράκτη και στα δύο µάτια. Όσο παράφοξο και αν ακούγεται, η παρουσία καταρράκτη καί στα δύο µάτια έχει πολύ καλύτερη πρόγνωση από ότι αυτή σε µόνο ένα.
Αυτό γιατί ο µονόπλευρος καταρράκτης κάνει πολύ γρήγορα αµβλυωπία (τεµπέλικο µάτι), κάτι που δύσκολα θεραπεύεται. Η καλύτερη αντιµετώπιση είναι βέβαια η έγκαιρη διάγνωση είτε από τους γονείς (στραβισµός, δυσκολία όρασης από το ένα µάτι) είτε από τον παιδίατρο ή οφθαλµίατρο. Τα πρόωρα νεογνά και ειδικά αυτά µε βάρος γέννησης λιγότερο από 1500 γραµµάρια, χρειάζονται ειδική εξέταση στη θερµοκοιτίδα από εξειδικευµένο οφθαλµίατρο.
Η χειρουργική του καταρράκτη αποτελεί µία από τις πιο συχνές και αξιόπιστες επεµβάσεις. Κάθε χρόνο, περισσότεροι από 50,000 άνθρωποι στην Ελλάδα παρατηρούν βελτίωση στην όρασή τους µετά από επέµβαση καταρράκτη. Σήµερα, η τεχνική της µικροσκοπικής τοµής που χρησιµοποιείται από το 2001 πλέον και στην Ελλάδα, καθιστά τη διαδικασία ακόµη πιο ασφαλή από πρωτύτερα και επιταχύνει την ανάρρωση.