Ηδονοβλεψία
ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ
Ορισμός: Γενικά, ηδονοβλεψία είναι η παρακολούθηση κάποιας σεξουαλικής δραστηριότητας
με συνοδό σεξουαλική διέγερση.
Για να χαρακτηριστεί σαν σεξουαλική διαταραχή ή παραφιλία, η ηδονοβλεψία πρέπει να παρουσιάζει παρακολούθηση ανυποψίαστων ατόμων, συνήθως ξένων, που είναι γυμνά ή επιδίδονται σε σεξουαλική δραστηριότητα, με σκοπό τη σεξουαλική διέγερση.
Συνήθως ο ηδονοβλεψίας δεν επιζητά σεξουαλική επαφή με το παρακολουθούμενο άτομο.
Οργασμός πραγματοποιείται μέσω αυνανισμού, τη στιγμή της παρακολούθησης ή λίγο αργότερα.
Συνήθως υπάρχει η φαντασίωση της σεξουαλικής πράξης με το παρατηρούμενο άτομο,
αλλά αυτό σπάνια καταλήγει να συμβεί. Ο Freud (1962), υποστήριξε ότι για να μετατραπεί
η φυσιολογική ηδονοβλεψία σε παθολογική θα πρέπει αυτή, από προδιαθεσική της σεξουαλικής διέγερσης, να την υποκαταστήσει. Άλλοι όροι που έχουν χρησιμοποιειθεί αντί της ηδονοβλεψίας είναι:”peepers” (Gebhard et al, 1965), “inspectionalism” (Coleman, 1964), και “mixoscopia” (Money, 1996).
Επιπλέον, έχουν περιγραφεί διάφορες σχετικές διαταραχές που περιλαμβάνουν την ηδονοβλεπτική δραστηριότητα, όπως, Scoptolagnia ή scoptophilia (σεξουαλική ευχαρίστηση από την παρακολούθηση σεξουαλικής δρστηριότητας άλλων), Scopophilia (η σεξουαλική ανάγκη να παρακολουθεί άλλους να γδύνονται), Troilism ή triolism (η ευχαρίστηση κάποιου
να παρακολουθεί κρυφά την/τον σύντροφό του/της να επιδίδεται σε σεξουαλική δραστηριότητα με τρίτο άτομο), Pictophilia (η εξάρτηση κάποιου στη παρακολούθηση πορνογραφικού υλικού) (Money, 1996).
Διαγνωστικά κριτήρια Τα διαγνωστικά κριτήρια για την ηδονοβλεψία σύμφωνα με το DSM-IV
(American Psychiatric Association, 1994), είναι:
“Α. Επαναλαμβανόμενες και έντονες σεξουαλικά διεγείρουσες φαντασιώσεις, τάσεις ή συμπεριφορές που περιλαμβάνουν ηδονοβλεπτική δραστηριότητα”, και “Β. Οι σεξουαλικές φαντασιώσεις, τάσεις ή συμπεριφορές προκαλούν σημαντική κλινική δυσφορία ή διαταραχή στην κοινωνική, εργασιακή, ή άλλη σημαντική περιοχή της λειτουργικότητας”.
Για μερικά άτομα η ηδονοβλεψία αποτελεί τη μοναδική πλευρά της σεξουαλικής δραστηριότητας.
Για άλλους, οι φαντασιώσεις αυτές προτιμώνται, αλλά δεν είναι η μόνη πηγή διέγερσης.
Σε άλλους, οι φαντασιώσεις αυτές έρχονται κυρίως σε περιόδους ψυχικής έντασης.
Αρκετά άτομα περιλαμβάνουν ηδονοβλεπτικές φαντασιώσεις στο φάσμα των σεξουαλικών τους φαντασιώσεων.
Σύμφωνα με το DSM-IV, όταν οι φαντασιώσεις αυτές γίνονται το κύριο πεδίο σεξουλικού ενδιαφέροντος, διαρκούν τουλάχιστον έξι μήνες, και προκαλούν δυσφορία ή διαταραχή στη ζωή κάποιου, τίθεται η διάγνωση της ηδονοβλεψίας σαν παραφιλική διαταραχή.
Ηλικία έναρξης Σύμφωνα με το DSM-IV η έναρξη της ηδονοβλεπτικής δραστηριότητας είναι συνήθως πριν τα 15 και η πορεία τείνει να είναι χρόνια. Οι Abel & Rouleau (1990), μελετώντας ένα μεγάλο δείγμα σεξουαλικών παραπτωματιών βρήκαν ότι στο 50% η έναρξη της παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς ήταν πριν τα 15. Σε δείγμα 133 ηδονοβλεψιών, βρέθηκε ότι η μέση ηλικία έναρξης της ηδονοβλεπτικής δραστηριότητας ήταν 18, ενώ το ποσοστό αυτών που παρουσίασαν κάποια παραφιλική δραστηριότητα μέχρι την ηλικία των 17 ετών ήταν 65% (Abel et al, 1993). Επιδημιολογία Αρχικά θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι, το σεξουαλικό ενδιαφέρον για παρακολούθηση γυμνής γυναίκας ή άνδρα δεν θα πρέπει να θεωρείται παρέκκλιση,
αφού πρόκειται για ένα αναπόσπαστο και σημαντικό κομμάτι της σεξουαλικής διεργασίας.
Έρευνα σε γενικό πληθυσμό έδειξε ότι το 50% των ανδρών έχουν τη φαντασίωση να παρακολουθούν άλλους σε σεξουαλική δράση (Crepault & Couture, 1980).
Άλλη έρευνα σε άρρενες μαθητές κολλεγίου έδειξε ότι το 53% είχε κάποιο ηδονοβλεπτικό ενδιαφέρον και το 42% κάποια ηδονοβλεπτική δραστηριότητα (Templeman & Stinnett, 1991).
Όταν το ηδονοβλεπτικό ενδιαφέρον καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της σεξουαλικής δραστηριότητας του ατόμου αναφερόμαστε στην ηδονοβλεψία σαν παραφιλική διαταραχή.
Η ακριβής έκταση του φαινομένου είναι άγνωστη, δεδομένου ότι η πράξη διώκεται ποινικά και οι δράστες φοβούνται να το αναφέρουν.
Κάποια στοιχεία προέρχονται από το διακαστικό σύστημα, αλλά αυτά σίγουρα δεν είναι αξιόπιστα,
δεδομένου ότι πολλοί ηδονοβλεψίες δεν συλλαμβάνονται.
Από στοιχεία σε δείγμα γυναικών (Meyer, 1995), φάνηκε ότι το 20% των γυναικών έχουν υπάρξει
θύματα επιδειξιομανίας ή ηδονοβλεψίας. Μία άλλη πηγή δεδομένων είναι τα κέντρα θεραπείας των παραφιλικών, τα οποία φυσικά δεν αναπαριστούν όλο το δείγμα. Από τους παραφιλικούς αυτούς που ζήτησαν θεραπεία σαν εξωτερικοί ασθενείς σε κλινική της Ατλάντα, το 13,9 % των εφήβων και το 12,9% των ενηλίκων ήταν ηδονοβλεψίες.
Ο μέσος αριθμός αναφερόμενων ηδονοβλεπτικών πράξεων ανά ασθενή ήταν 17 (Abel, 1989).
Η ακριβής έκταση του φαινομένου της ηδονοβλεψίας στις γυναίκες είναι επίσης άγνωστη.
Υπολογίζεται ότι το 90% των σεξουαλικών εγκλημάτων γενικά πραγματοποιούνται από άνδρες (Finkelhor, 1986), οι δε γυναίκες που εμπλέκονται σαυτά συνήθως πάσχουν από σοβαρές ψυχικές διαταραχές ή προηγούμενη σεξουαλική κακοποίηση (McCarty, 1986).
Οι γυναίκες σεξουαλικές παραπτωματίες είναι ένα ελάχιστα μελετημένο δείγμα, ενώ συγχρόνως δείχνει να έχει σταματήσει η μελέτη του φαινομένου της ηδονοβλεψίας σαυτές.
Έχοντας υπόψιν την ήπια μορφή με την οποία εμφανίζεται η σεξουαλική διαστροφή στις γυναίκες,
καθώς και την πολιτισμική ανοχή στα γυναικεία ισοδύναμα των παραφιλικών δραστηριοτήτων,
ο Meyer (1995, σελ. 1346), υποστήριξε χαρακτηριστικά ότι, “εάν ένας άνδρας σταματήσει σε ένα παράθυρο για να παρακολουθήσει μία γυναίκα να γδύνεται, θα συλληφθεί για ηδονοβλαψία, ενώ αν μία γυναίκα κάνει το ίδιο για να παρακολουθήσει έναν άνδρα να γδύνεται, τότε ο άνδρας θα συλληφθεί σαν επιδειξίας”.
Χαρακτηριστικά στοιχεία του ηδονοβλεψία Οι παραφιλίες τείνουν να είναι πολλαπλές, αλλά και να παρουσιάζουν υψηλή συχνότητα πράξεων ανά άτομο. Για παράδειγμα βρέθηκε ότι 411 παραφιλικοί πραγματοποίησαν 218.900 σεξουαλικά παραπτώματα σε 138.137 θύματα. Από την ομάδα αυτή 13% (62 άνδρες) διαγνώστηκαν σαν ηδονοβλεψίες, οι οποίοι ανέφεραν 52.669 ηδονοβλεπτικές πράξεις σε 55.887 θύματα (Abel & Rouleau, 1990).
Από τη ομάδα αυτή των ηδονοβλεψιών, σχεδόν όλοι ανέφεραν συνοδές παραφιλικές δραστηριότητες. Συγκεκριμένα, το 37% είχε διαπράξει βιασμό, το 52% παιδοφιλική δραστηριότητα σε κορίτσια, το 63% επιδειξιομανική, και το 11% σαδιστική δραστηριότητα.
Σε άλλη μελέτη βρέθηκε ότι η ηδονοβλεψία ήταν η αρχική παραφιλική δραστηριότητα στο 9% των βιαστών, και στο 3% των παιδόφιλων. Συνολικά, το 20% των βιαστών και το 14% των παιδόφιλων είχαν παράλληλα ηδονοβλεπτική δραστηριότητα (Abel et al, 1985).
Λίγα δεδομένα υπάρχουν σχετικά με τα χαρακτηριστικά του ηδονοβλεψία.
Γενικά, συμπτώματα κατάθλιψης είναι συχνά, τόσο σε εφήβους όσο και σε ενήλικες
παραφιλικούς (Kafka & Prentky, 1994). Βρέθηκε επίσης αυξημένη συχνότητα ιστορικού παιδικής
κακοποίησης (Becker et al, 1986), σεξουαλικής δυσλειτουργίας (Marshal & Eccles, 1991),
καθώς και έλλειμα ενσυναισθησίας (Finkelhor, 1984). Οι Gebhard et al (1965), στους ηδονοβλεψίες που μελέτησαν βρήκαν ότι αυτοί ποτέ δεν είχαν παρακολουθήσει γνωστή γυναίκα και ότι το 45% ήταν έγγαμοι.
Επίσης, το 30% αυτών είχαν συλληφθεί σαν έφηβοι, αλλά μόνο στο 11% το παράπτωμα ήταν σεξουαλικό.
Οι γνωσιακές διαστροφές και η τάση για εκλογίκευση είναι ένα συχνό εύρημα στους παραφιλικούς, αλλά και στους ηδονοβλεψίες ειδικότερα. Αναφέρουν για παράδειγμα: “Πολύς κόσμος αφείνει τα στόρια ανοιχτά γιατί τους αρέσει να γδύνονται και να τους βλέπουν”, “Δεν υπάρχει τίποτα κακό στο να παρακολουθείς ένα κορίτσι ναλλάζει ρούχα”, “Δεν παθαίνει κανένα κακό μία γυναίκα όταν την παρακολουθείς να κάνει το μπάνιο της”.
Κάποιοι έδωσαν έμφαση στο στοιχείο του “απαγορευμένου” που ενέχει η ηδονοβλεπτική δραστηριότητα, και το θεώρησαν βασικό στοιχείο του σεξουαλικού ενδιαφέροντος του ηδονοβλεψία (Yalom, 1960).
Αυτό όμως αργότερα αμφισβητήθηκε έντονα. Ο Kutchinsky (1976) για παράδειγμα, ανέφερε ότι όταν στη Κοπεγχάγη επιτράπηκε ελεύθερα η κυκλοφορία πορνογραφικών εντύπων, η ετήσιες αναφορές της αστυνομίας για αδικήματα ηδονοβλεψίας μειώθηκαν σημαντικά.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ
Ψυχαναλυτικές απόψεις: Η ψυχαναλυτική θεωρία βλέπει τη διαστροφή σαν σύμπτωμα ψυχοπαθολογίας η οποία πηγάζει από ανεπίλυτες συγκρούσεις στη διάρκεια της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης (Freud, 1969).
O Freud τονίζει ότι η διαστροφή αναπαριστά πιθανόν μία παλλινδρόμηση σένα προηγούμενο επίπεδο ανάπτυξης που έρχεται για να προλάβει και να προστατέψει από την είσοδο απειλητικών ενορμήσεων στο συνειδητό.
Ο Meyer (1995), τονίζει ότι το αντικείμενο της διαστροφής επιλέγεται έτσι ώστε να διευκολυνθεί
η υποκατάσταση της μητέρας, σαν αντίδραση στο άγχος αποχωρισμού και ευνουχισμού.
Ο ηδονοβλεψίας παρακολουθεί τη γυναίκα ώστε να αντιληφθεί την ακριβή φύση των γεννητικών της οργάνων και να ταυτοποιηθεί μαζί της. Κατόπιν επιβεβαιώνει τον εαυτό του, μέσω του αυνανισμού διαπιστώνοντας ότι το πέος του είναι άθικτο. Θεωρία κοινωνικής μάθησης Η θεωρία αυτή τονίζει ότι, το είδος των ερεθισμάτων που προκαλούν σεξουαλική διέγερση προσδιορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τη μάθηση, η δε ανοιχτή συμπεριφορά με την οποία εκφράζεται η διέγερση εξαρτάται κυρίως από την προηγούμενη εμπειρία του ατόμου (Ford & Beach, 1951). Οι Laws & Marshal (1990), υπέθεσαν ότι η παρκκλίνουσα σεξουαλική συμπεριφορά μαθαίνεται με τον ίδιο τρόπο που μαθαίνεται και η μη-παρεκκλίνουσα.
Τα πρότυπα σεξουαλικής διέγερσης εγκαθίστανται μέσω μηχανισμών εξαρτημένης μάθησης και τροποποιούνται ανάλογα με τις περιστάσεις.
Ο αυνανισμός και ο οργασμός αυξάνει την υψηλής τάξης εξαρτημένη μάθηση και ενισχύει τη συμπεριφορά.
Η θεωρία διαταραχής της ερωτικής σχέσης Η ηδονοβλεψία έχει προταθεί να συγκαταλέγεται σαν διαταραχή της ερωτικής σχέσης (courtship disorder), μαζί με τη επιδειξιομανία, την εφαψιομανία και τον preferential βιασμό (Freund & Blanchard, 1986, Freund, 1990).
Περιγράφηκαν 4 φάσεις ερωτικής αλληλεπίδρασης: Ο εντοπισμός του πιθανού συντρόφου, η προ της αφής φάση, όπως κοίταγμα, χαμόγελο, και ομιλία, η φάση της αφής, και η φάση της γεννετήσιας ένωσης.
Με βάση τη θεωρία αυτή, η ηδονοβλεψία έχει ειδωθεί σαν διαταραχή της πρώτης φάσης, δηλαδή της επιλογής μέσω της όρασης του δυνητικού ερωτικού συντρόφου. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός της υψηλής συνύπαρξης
ηδονοβλεψίας, επιδειξιομανίας και εφαψιομανίας, γεγονός που υποδεικνύει κάποιο κοινό μηχανισμό έναρξης και διατήρησης του φαινομένου (Hanson & Harris, 1997). Βιολογικά ευρήματα Πρόσφατα, έχει υποστηρηχθεί ότι οι βιολογικοί παράγοντες παίζουν κάποιο ρόλο στην ανάπτυξη της παραφιλίας.
Αρκετοί ερευνητές έχουν μελετήσει το ρόλο των ανδρογόνων, κυρίως της τεστοστερόνης, στην σεξουαλική συμπεριφορά (Bradford & McLean, 1984). Άλλοι χρησιμοποίησαν οξεική μεδρόξυπρογεστερόνη για τη μελέτη της ανδρικής σεξουαλικής ορμής (Money, 1970), και θεραπεία με αντιανδρογόνα για τη θεραπεία των σεξουαλικών παραπτωματιών (Berlin & Meinecke, 1981), και άλλοι μελέτησαν την ύπαρξη χρωμοσωματικών ανωμαλιών σε
σεξοαλικούς παραπτωματίες (Schiavi et al, 1984). O Flor-Henry (1987), υποστήριξε ότι υπεύθυνες για τις παραφιλίες είναι κάποια νευροψυχολογικά ελλείματα. Τέλος, η έρευνα στο χώρο των υποδοχέων φαίνεται να υπόσχεται πολλά, μετά τις ενδείξεις ότι οι εκλεκτικοί αναστολείς της σεροτονίνης, αντιμετωπίζουν τις παραφιλίες, περιλαμβανομένης της ηδονοβλεψίας (Bradford et al, 1992).