Σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα.
Πρόκειται για πρόβλημα που εκδηλώνεται με μούδιασμα των δαχτύλων του ενός ή και των δύο χεριών. Συνήθως μουδιάζουν τα τρεισήμισι δάχτυλα, δηλαδή ο αντίχειρας, ο δείκτης ο μέσος δάχτυλος και η μία πλευρά του παράμεσου δαχτύλου. Αυτό οφείλεται στο ότι ο μικρός δάχτυλος και η μία πλευρά του παράμεσου νευρώνονται από άλλο νεύρο, το ωλένιο, ενώ τα τρεισήμισι δάχτυλα νευρώνονται από το μέσο νεύρο.
Όταν η νόσος χειροτερεύσει, αρχίζει ο ασθενής να μην μπορεί να χρησιμοποιήσει σωστά τα χέρια του. Προστίθεται έτσι στο μούδιασμα αδυναμία στα χέρια και αργότερα του πέφτουν από τα χέρια πράγματα που κρατά.
ΑΙΤΙΑ
Αιτίες του συνδρόμου μπορεί να είναι η υπερβολική κούραση των χεριών, τραυματισμοί της περιοχής, όπως συμβαίνει στους χειριστές κομπρεσέρ, ανωμαλίες στην κατασκευή της περιοχής του καρπιαίου σωλήνα, εκφυλιστικές αλλοιώσεις που δημιουργούν ¨άλατα¨ και διάφορες παθήσεις όπως ο διαβήτης, ο υποθυρεοειδισμός και κάποιες αρθρίτιδες. Οι παθήσεις αυτές οδηγούν στην εναπόθεση κάποιων ουσιών μέσα στο κανάλι του καρπιαίου σωλήνα.
Προσοχή πρέπει να δίνει ο γιατρός στην περίπτωση που το πρόβλημα αφορά και τα δύο χέρια, επειδή η κατάσταση αυτή σημαίνει πάντοτε ότι το σύνδρομο οφείλεται σε γενικευμένη πάθηση.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις στενεύει ο χώρος μέσα στον οποίο υπάρχει το μέσο νεύρο. Αποτέλεσμα είναι να πιέζεται το νεύρο και η πίεση είναι που προκαλεί ¨βραχυκύκλωμα¨ στο νεύρο. Το βραχυκύκλωμα αυτό εκδηλώνεται με μουδιάσματα και αδυναμία και τέλος με το να πέφτουν πράγματα από τα χέρια.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ
Υπάρχει η δυνατότητα να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα με δύο τρόπους:
Συντηρητικά και Χειρουργικά.
Η συντηρητική αγωγή είναι τα φάρμακα και η τοπική ένεση.
Τα φάρμακα που χορηγεί ο γιατρός είναι τα αντιφλεγμονώδη. Φάρμακα δηλαδή που μπορεί να βοηθήσουν τους τένοντες γύρω από το νεύρο αλλά και το ίδιο το νεύρο να ξεπριστούν. Και να αφήσουν έτσι περισσότερο χώρο στον καρπιαίο σωλήνα. Το νεύρο τότε παύει να πιέζεται και να δημιουργεί προβλήματα.
Αν αποτύχουν τα φάρμακα τότε η μέθοδος που προτιμάται είναι η ένεση τοπικά, μέσα δηλαδή στο σωλήνα του καρπού, μιας μικρής ποσότητας κορτιζόνης. Η κορτιζόνη είναι το πιο ισχυρό αντιφλεγμονώδες φάρμακο που έχουμε. Όταν μάλιστα χορηγείται τοπικά με ένεση και μάλιστα σε πολύ μικρή δόση, τότε ουσιαστικά οι παρενέργειες είναι ελάχιστες ενώ το όφελος πολύ. Η θεραπεία αυτή είναι υπόθεση ρουτίνας για έναν Ρευματολόγο και είναι εύκολη. Ο πόνος είναι μικρότερος και από μια ένεση που γίνεται στον γλουτό.
Αν αποτύχει και η ένεση ή αν υπάρχουν τοπικά άλατα ή άλλες ουσίες που πρέπει να αφαιρεθούν, ή ανατομικά προβλήματα στην περιοχή, τότε παρεμβαίνει ο χειρουργός, για να τα διορθώσει.
Πρέπει όμως πριν γίνει οποιαδήποτε θεραπεία, φαρμακευτική ή χειρουργική, να διευκρινιστεί η αιτία του συνδρόμου. Αυτό γίνεται ακόμη σημαντικότερο στην περίπτωση αμφοτερόπλευρου συνδρόμου, επειδή αυτό πάντοτε κρύβει κάποια άλλη πάθηση, η οποία πρέπει να αντιμετωπισθεί. Πολύ συχνά η μη ανεύρεση της άλλης πάθησης, μπορεί να γίνει η αιτία, που μια χειρουργική επέμβαση, αν και άριστη τεχνικά, αργά ή γρήγορα αποτυχαίνει και το σύνδρομο καρπιαίου εμφανίζεται ξανά.