Κατάθλιψη και Διαβήτης
Πολλοί άνθρωποι που πάσχουν από διαβήτη, στην αρχική αλλά και μετέπειτα πορεία της ασθένειάς τους, επιφορτίζονται με σωρό πληροφοριών – συμβουλών, πλήθος φαρμάκων, επισκέψεις γιατρών, τα οποία συνήθως οδηγούν σε ένα αίσθημα ανικανότητας και ασταθή ψυχισμού.
Η κατάθλιψη εμφανίζεται στα άτομα με διαβήτη δύο και τρεις φορές περισσότερο από το γενικό πληθυσμό. Σύμφωνα με έρευνες τουλάχιστον ένα στα πέντε άτομα με διαβήτη παρουσιάζει καταθλιπτική συμπτωματολογία.
Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων όμως το πρόβλημα δεν αναγνωρίζεται, εξαιτίας της σύνδεσης του διαβήτη με ψυχοπιεστικές καταστάσεις που εκλύουν αισθήματα άγχους, ματαίωσης και θλίψης και συχνά προκαλούν συναισθηματική εξουθένωση.
Πολλές φορές διαμορφώνεται η μη ρεαλιστική πεποίθηση ότι είναι φυσικό η ύπαρξη του διαβήτη να δημιουργεί κατάθλιψη. Έτσι το άτομο που υποφέρει από κατάθλιψη συνήθως σκέπτεται ότι «αισθάνομαι κακόκεφος/η επειδή υπάρχει ο διαβήτης» και περιμένει ότι δεν μπορεί να γίνει τίποτα ουσιαστικό για την «κακή» ψυχική διάθεση έχοντας μερικά από τα συμπτώματα της κατάθλιψης όπως είναι άγχος, οξυθυμία, απελπισία, θλίψη, απώλεια ενδιαφέροντος και ευχαρίστησης, αίσθημα παραίτησης, αρνητικές σκέψεις για τον εαυτό, αυτοκαταστροφική συμπεριφορά, διαταραχές της όρεξης και του ύπνου, σωματικά ενοχλήματα που καταδυναστεύουν τη ζωή του.
Κατά την περίοδο της αρχικής προσαρμογής μετά τη διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη, είναι αναμενόμενο λόγω της έκθεσής του στην ψυχοπιεστική κατάσταση ένα άτομο να αισθάνεται θλίψη, αγωνία, φόβο, άγχος, θυμό, ενοχές, απογοήτευση, ή να βιώνει ένα “αίσθημα αβοήθητου”, ή έλλειψη ελπίδας. Αυτό αποτελεί μια φυσιολογική αντίδραση που ωστόσο ποικίλλει, εξαιτίας της μοναδικότητας του κάθε ανθρώπου.
Ωστόσο, αν αυτή η αντίδραση συνεχίζεται για διάστημα αρκετών μηνών με την ίδια ένταση και βαρύτητα, τότε ενδέχεται να αποτελεί καταθλιπτική συμπτωματολογία. Τα αισθήματα θλίψης και η “κακή” διάθεση που μπορεί κάποιος άνθρωπος να βιώνει από καιρού εις καιρό είναι κάτι διαφορετικό από την κατάθλιψη. Όταν η αρνητική συναισθητική κατάσταση επιμένει, απαιτείται η αναζήτηση βοήθειας από τον ειδικό. Η κατάθλιψη αποτελεί μια ιάσιμη κατάσταση και η κατάλληλη βοήθεια μπορεί να φέρει σύντομα ανακούφιση και να διευρύνει την ικανότητα επίλυσης προβλημάτων του ατόμου ώστε να επιτευχθεί η αποτελεσματική αντιμετώπιση των δυσκολιών.
Η κατάθλιψη αποτελεί μια διαταραχή με ευρύ φάσμα εκδηλώσεων και κλινικών τύπων που αν δεν αντιμετωπισθεί εγκαίρως και με τον κατάλληλο τρόπο δεν διαταράσσει μόνο σε μεγάλο βαθμό τη ζωή του ατόμου, αλλά και ενέχει σημαντικούς κινδύνους για το άτομο με διαβήτη, καθώς συσχετίζεται με την ελλιπή ρύθμιση και την εμφάνιση επιπλοκών (αμφιβληστροειδοπάθειας, νευροπάθειας, και καρδιαγγειακών παθήσεων) που συνδέονται με το διαβήτη.
Το γεγονός ότι η κατάθλιψη εμφανίζεται συχνότερα σε άτομα με διαβήτη από ότι στο γενικό πληθυσμό δεν σημαίνει ότι ο διαβήτης προκαλεί κατάθλιψη ή ότι η κατάθλιψη προκαλεί διαβήτη. Δεν έχουν εντοπιστεί συγκεκριμένοι αιτιακοί παράγοντες. Χρειάζεται ειδική διερεύνηση για το συγκεκριμένο άτομο για τη διασαφήνιση των παθογόνων παραγόντων.
Φαίνεται όμως να δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος κατά τον οποίο οι απαιτητικές συνθήκες και οι δυσκολίες που σχετίζονται με το διαβήτη να δημιουργούν καταθλιπτική συμπτωματολογία, η οποία δυσχεραίνει την τήρηση του πλαισίου ρύθμισης αυξάνοντας την πιθανότητα εμφάνισης ή επίτασης συμπεριφορών παραίτησης, περιορισμένης φυσικής δραστηριότητας, υπερφαγίας, παχυσαρκίας, καπνίσματος και μεγεθύνει τα προβλήματα με αποτέλεσμα την επίταση της κατάθλιψης.
Η κατάθλιψη αναστέλλει τον πλέον καθοριστικό παράγοντα για την επίτευξη της ικανοποιητικής ρύθμισης του σακχαρώδη διαβήτη: την ικανότητα για αυτο-φροντίδα.
Η κατάθλιψη δημιουργεί:
• Καταθλιπτικό συναίσθημα και δυσφορική διάθεση.
• Μείωση της ενεργητικότητας, της λειτουργικότητας και της αποτελεσματικότητας.
• Αρνητική αξιολόγηση του εαυτού και της κατάστασης: ο άνθρωπος που πάσχει από κατάθλιψη έχει την πεποίθηση ότι είναι ανεπαρκής, επικρατεί μέσα του η αίσθηση ότι τα πράγματα έχουν χάσει πια τη σημασία τους, θεωρεί ότι τίποτα δεν μπορεί πια να του προσφέρει ικανοποίηση και ευχαρίστηση και αντιμετωπίζει τις δυσκολίες με τη βεβαιότητα ότι η κάθε προσπάθεια δεν έχει νόημα, γιατί πιστεύει ότι ουσιαστικά τίποτα δεν μπορεί να φέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα και περιμένει ότι το μέλλον θα είναι αρνητικό.
Οι προαναφερόμενοι παράγοντες δημιουργούν αποθάρρυνση, τάση παραίτησης και σημαντική ελάττωση της δυνατότητας του ατόμου να φροντίσει επαρκώς τον εαυτό του. Στην κατάθλιψη αμβλύνονται ή εκλείπουν δυο συνιστώσες θεμελιώδεις για την αποτελεσματική επίλυση των προβλημάτων: η ικανότητα του ατόμου να αξιολογεί ρεαλιστικά την κατάσταση, και η δυνατότητα του να διατηρεί υψηλό κίνητρο αναφορικά με την ενεργητική συμμετοχή του για την από κοινού αντιμετώπιση των δυσκολιών.
Υπάρχει επίσης ένας παράγοντας του οποίου η αντιμετώπιση αποτελεί προτεραιότητα. Συνήθως ο άνθρωπος που πάσχει από κατάθλιψη εμφανίζει μια άμεσα ή έμμεσα εκφραζόμενη αυτοκαταστροφική συμπεριφορά. Επομένως θα πρέπει να διερευνάται η πιθανότητα αυτοκτονικού ιδεασμού ή κάποιας απονενοημένης ενέργειας.
Είναι πολύ δύσκολο για ένα άτομο με διαβήτη που πάσχει από κατάθλιψη να φροντίσει επαρκώς τον εαυτό του και να τηρήσει τους κανόνες ρύθμισης που θα τον φέρουν πιο κοντά στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Είναι αποδεδειγμένο ότι η κατάθλιψη συνδέεται με την επιδείνωση του γλυκαιμικού ελέγχου. Ακολούθως, είναι πιθανόν, η δυσχέρεια επίτευξης ικανοποιητικής ρύθμισης ενός ατόμου να οφείλεται στην κατάθλιψη η οποία δεν έχει καταλλήλως διαγνωστεί και αντιμετωπιστεί.
Πολλές φορές καταθλιπτική συμπτωματολογία (π.χ. κοινωνική απόσυρση, απάθεια, ευερεθιστότητα, αντικοινωνική ή επιθετική συμπεριφορά) ερμηνεύεται ως “αντίδραση”, ή “τεμπελιά”, ή ένδειξη “κακού χαρακτήρα” με αποτέλεσμα το άτομο αντί για την απαιτούμενη θεραπευτική υποστήριξη να δέχεται “τιμωρητικές” στάσεις από το περιβάλλον που επιδεινώνουν την κατάσταση διαμορφώνοντας ένα φαύλο κύκλο.
Η κατάλληλη διερεύνηση και αξιολόγηση των δυσκολιών και η δημιουργία ενός προστατευτικού και διευκολυντικού πλαισίου που θα χαρακτηρίζεται από κατανόηση των βαθύτερων αιτιακών παραγόντων και όχι από “εισβολές” στα προσωπικά όρια του ατόμου με διαβήτη και άσκηση πίεσης, έχουν αποφασιστική σημασία για την επίλυση των προβλημάτων, την προσαρμογή του ατόμου και την επίτευξη της ικανοποιητικής ρύθμισης.
Πηγή:mednet.gr