Θρησκεία και πίστη παίζουν ρόλο στον προσδιορισμό της παιδικής ταυτότητας
Θεσσαλονίκη: Η θρησκεία και η πίστη παίζουν σημαντικό ρόλο στον προσδιορισμό της ταυτότητας και της ετερότητας των παιδιών, καθορίζει το πώς ζουν, τις σχέσεις τους με την οικογένειά τους και τους άλλους, απέναντι στους οποίους, όμως, εμφανίζουν, σε σημαντικό βαθμό, στάσεις και αντιλήψεις ρατσισμού ακόμη και όταν συναναστρέφονται μαζί τους καθημερινά.
Μια αποκαλυπτική έρευνα, που πραγματοποιήθηκε σε σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της Θεσσαλονίκης και της Κομοτηνής, επιβεβαιώνει ότι, η ανεκτικότητα των μαθητών στη θρησκευτική διαφορετικότητα δεν είναι δεδομένη, ωστόσο, μπορεί να επιτευχθεί στο σχολείο, τόσο μέσα από την παρέμβαση με θεατροπαιδαγωγικά προγράμματα όσο και με την υποχρεωτική θρησκευτική εκπαίδευση, που όμως δεν θα ενέχει χαρακτήρα κατηχητικό, ομολογιακό ή μύησης.
Η έρευνα διήρκεσε από το 2006 έως το 2009, υπό την ευθύνη του εκπαιδευτικού και διδάκτορα Κοινωνιολογίας της Θρησκείας του τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ, Μάριου Κουκουνάρα – Λιάγκη, και τα αποτελέσματά της παρουσιάζονται στο βιβλίο του, «Ο Θεός, ο δικός μου, ο δικός σου. Πολιτισμός, Εκπαίδευση, Ετερότητα. Έρευνα για την διαπολιτισμική επικοινωνία» (εκδ.Γρηγόρη).
Στηρίχθηκε στην εφαρμογή μιας θεατροπαιδαγωγικής παρέμβασης μέσα στην τάξη και σε μετρήσεις, που έγιναν, με διάφορες μεθόδους (ερωτηματολόγια, παρατήρηση με βιντεοσκόπηση, προσωπικές συνεντεύξεις, ημερολόγια), τόσο πριν όσο και μετά τη συγκεκριμένη παρέμβαση, ώστε να αποτυπωθεί η μεταστροφή στη στάση και τις αντιλήψεις των μαθητών για τη θρησκευτική ετερότητα και να συγκριθούν τα δύο αποτελέσματα.
Συμμετείχαν πάνω από 300 μαθητές (ορθόδοξοι) και περισσότεροι από 20 εκπαιδευτικοί ελληνικών σχολείων, κάθε τύπου (γυμνάσιο, λύκειο, ΕΠΑΛ, μουσικό, μειονοτικό).
Στη θεατροπαιδαγωγική δράση χρησιμοποιείται μία ιστορία: τα παιδιά συναντούν έναν μαθητή της Γ’ Λυκείου, που πιστεύει σε άλλο Θεό. Τη διαφορετικότητά του τονίζουν όλοι γύρω του, η μητέρα, ο πατέρας, οι φίλοι, με τον τρόπο που μιλούν και συμπεριφέρονται.
Ο μαθητής, μέσα από διάφορα περιστατικά, συγκρούεται με τους γονείς του, μ’ έναν φίλο του, αλλά και με μια φίλη του, με την οποία δεν μπορεί να είναι μαζί, επειδή είναι διαφορετικοί.
Οι μαθητές χωρίζονται σε ομάδες και δουλεύουν πάνω στην ιστορία, μέσα από δραστηριότητες εξερεύνησης και εκπαιδευτικού δράματος.
Το 70% των παιδιών δηλώνουν πιστοί, αλλά δεν εκκλησιάζονται.
Πριν από τη θεατροπαιδαγωγική δράση, οι μαθητές καλούνται να απαντήσουν σε μία σειρά από ερωτήσεις:
– Πιστεύουν, σήμερα, οι νέοι;
– Ποια είναι η σχέση τους με την εκκλησία;
– Τι πιστεύουν για τους μουσουλμάνους και τις άλλες θρησκείες;
– Πόσο ανεκτικοί και πόσο ρατσιστές είναι;
– Αλλάζουν οι στάσεις και οι αντιλήψεις τους για την ετερότητα;
Όπως προέκυψε, η θρησκεία παίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή τους, κυρίως για τα παιδιά της Θράκης. Πάνω από το 70% των μαθητών της Κομοτηνής δήλωσαν ότι είναι πιστοί και θεωρούν (σε ποσοστό 50%) τους γονείς τους λιγότερο πιστούς από τους ίδιους.
Στη Θεσσαλονίκη, το 55% των μαθητών δηλώνουν πιστοί.
Και οι δύο ομάδες, πάντως, ενώ δηλώνουν ότι πιστεύουν και ότι η θρησκεία αποτελεί προτεραιότητα στην κρίση τους προς τους άλλους, δεν εκκλησιάζονται.
Σε ερώτηση, ποια είναι η πηγή πληροφόρησης για τη θρησκεία τους και για τις άλλες, οι μαθητές αξιολόγησαν, με σειρά προτεραιότητας, το σχολείο, την οικογένεια, την εκκλησία, ενώ ακολουθούν τα μέσα ενημέρωσης.
«Η θρησκευτική εκπαίδευση πρέπει να είναι υποχρεωτική στο σχολείο για όλους, εφόσον ετοιμάζει τα παιδιά, γνωσιακά και διαπολιτισμικά, για τη θρησκεία τους και για τις άλλες, ενώ σε δεύτερο επίπεδο νοηματοδοτεί την ταυτότητά τους, διαμορφώνει στάση σεβασμού απέναντι στο διαφορετικό και τούς προετοιμάζει να γίνουν σωστοί πολίτες», σχολίασε ο κ.Λιάγκης και διευκρίνισε: «γνώση δεν σημαίνει πίστη. Αυτή αφορά την εκκλησία, η οποία θα πρέπει να αναλάβει τον ρόλο της. Το σχολείο διαμορφώνει καλούς πολίτες και η εκκλησία διαμορφώνει πιστούς».
Το 57% εμφανίζονται μη ανεκτικοί στους αλλόθρησκους.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η μεταστροφή της αντίληψης των μαθητών στη θρησκευτική ετερότητα. Πριν από την εφαρμογή του προγράμματος, οι στάσεις των μαθητών, σε μεγάλο ποσοστό, δεν ήταν ανεκτικές απέναντι στους πιστούς άλλων θρησκειών και ο βαθμός ανεκτικότητας ήταν διαφορετικός μεταξύ αυτών που γνώριζαν προσωπικά μουσουλμάνους και σ’ αυτούς που δεν γνώριζαν.
Καθόλου έως μη ανεκτικοί ήταν το 57% των μαθητών- στη Θεσσαλονίκη οι μη ανεκτικοί ήταν πολλοί περισσότεροι (70%) απ’ ό,τι στη Θράκη (40%)- ενώ πολύ ανεκτικοί ήταν το 24,4%.
Μετά το θεατροπαιδαγωγικό πρόγραμμα, το ποσοστό των πολύ ανεκτικών διπλασιάστηκε (53,3%), ενώ μειώθηκαν όλες οι διαβαθμίσεις των αρνητικών στάσεων σε λιγότερο αρνητικές, κατά 20-30%.
Τα παιδιά της Θεσσαλονίκης παραδέχονται ότι, ρόλο στη γνώμη τους παίζει η εικόνα που παρουσιάζουν τα ΜΜΕ για τους μουσουλμάνους (60%), ενώ τα παιδιά της Θράκης το σχολείο. Στη Θράκη, εξάλλου, αν και οι μαθητές δηλώνουν σε ποσοστό 100% ότι γνωρίζουν τους «άλλους», δεν έχουν σχέσεις ουσιαστικής επικοινωνίας μαζί τους (γνωρίζουν το όνομά τους, αλλά δεν πήγαν ποτέ στο σπίτι τους).
«Περνούν μισή μέρα μαζί στο σχολείο, αλλά περίμεναν μία παιδαγωγική δράση για να γνωριστούν πραγματικά μεταξύ τους. Μάλιστα, μετά τη δράση, αλλάζει η αρνητική γνώμη για τους άλλους, από το 42% στο 26%», ανέφερε ο κ.Λιάγκης.
Τρεις μήνες μετά την εφαρμογή του προγράμματος, οι μαθητές, σε ποσοστό πάνω από 90%, το περιγράφουν, χρησιμοποιώντας λέξεις, όπως: κατανόηση, θέληση, ευαισθητοποίηση, αγάπη, δικαίωμα, συγκατάβαση, ισότητα. Το 66% θεωρεί ότι η ομαδική εργασία τούς οδήγησε σε κριτική των στάσεών τους απέναντι στον άλλο και χρησιμοποίησαν εκφράσεις όπως «με έκανε να σκεφτώ», «σου ανοίγει τα μάτια», «το μάθημα γίνεται πιο ευχάριστο» κ.ά.
Η θετική στάση των μαθητών προς το σχολείο αποτυπώθηκε και από τους καθηγητές: «Είπαν ότι, εάν γίνονται έτσι τα μαθήματα, θα έρχονται στο σχολείο με χαρά και ενδιαφέρον», ακόμη και για παιδιά με δυσλεξία ή παιδιά που δεν μιλούν ποτέ στην τάξη: «πρώτη φορά άκουσα τη φωνή του, να εκφράζει άποψη, να συμμετέχει».
«Τα θεατροπαιδαγωγικά προγράμματα μπορούν να συμβάλλουν στην ηθική και πολιτική διαπαιδαγώγηση των νέων σε ευαίσθητα κοινωνικά θέματα, μπορούν να τα επικοινωνήσουν με επιτυχία στο σχολείο και να ενισχύσουν την αλλαγή στάσεων και την καλλιέργεια αξιών», κατέληξε ο κ.Λιάγκης.
ΑΠΕ-ΜΠΕ