ΤΟ ΠΡΟΦΙΛ ΤΟΥ ΑΤΟΜΟΥ ΠΟΥ ΚΑΚΟΠΟΙΕΙ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
Έρευνες σε διάφορες χώρες δείχνουν ότι τουλάχιστον 7% των γυναικών και 3% των ανδρών έχουν κάποια εμπειρία σεξουαλικής κακοποίησης κατά την παιδική ηλικία. Οι κοινωνικές επιπτώσεις αναγνωρίζονται όλο και περισσότερο, αφού έχει φανεί ότι μπορεί να προκληθούν ποικίλες ψυχολογικές διαταραχές όπως, κατάχρηση ουσιών, σεξουαλική εκδραμάτιση, και αυτοκτονική συμπεριφορά. Υπάρχει έντονη τάση να υπο-αναφέρεται η δράση των ατόμων αυτών, ενώ συγχρόνως υπάρχει αυξημένη τάση υποτροπής σε παρόμοια δράση μετά την σύλληψή τους.
Τα άτομα που κακοποιούν σεξουαλικά τα παιδιά ομαδοποιούνται συχνά σύμφωνα με το φύλο του θύματος και τη σχέση τους με το θύμα. Διαχωρίζονται λοιπόν στα άτομα που διαπράττουν αιμομιξία και στα άτομα που δεν έχουν κάποια βιολογική ή νομική σχέση με το θύμα. Επίσης, διαχωρίζονται ανάλογα με το φύλο του θύματος, σε ετεροφυλόφιλους και ομοφυλόφιλους. Αυτό όμως περιπλέκει την κατάσταση περισσότερο εάν σκεφτεί κανείς ότι η αναλογία ετεροφυλόφιλων και ομοφυλόφιλων, σύμφωνα με την επιθυμία έναντι ενηλίκων γυναικών, είναι 2:1. Θα πρέπει επίσης να γίνεται διαχωρισμός ανάλογα με την ύπαρξη ή όχι παιδοφιλίας των ατόμων που κακοποιούν τα παιδιά. Δεν είναι παιδόφιλοι όλοι αυτοί που κακοποιούν σεξουαλικά τα παιδιά, ενώ μπορεί να υπάρχουν παιδόφιλοι που δεν έχουν κακοποιήσει ποτέ παιδιά. Είναι προφανές ότι ο ορισμός του DSM-IV δεν είναι σε θέση να οριοθετήσει και να διαγνώσει επαρκώς τα περιστατικά. Επιπλέον αυτών, σύμφωνα με τον κλασσικό ορισμό που απαιτεί ώστε ο δράστης να είναι τουλάχιστον 16 ετών και 5 χρόνια μεγαλύτερος από το θύμα, υπάρχει δυσκολία στην ταξινόμηση των εφήβων δραστών.
Σκοπός της μελέτης αυτής ήταν η σκιαγράφηση του προφίλ των ατόμων που κακοποιούν σεξουαλικά τα παιδιά (child molesters) στον ελλαδικό χώρο. Συγκεκριμένα, στόχος ήταν η καταγραφή των δημογραφικών στοιχείων, η ανεύρεση των ψυχιατρικών διαγνώσεων και η διερεύνηση στοιχείων από το κοινωνικό, εγκληματολογικό και σεξουαλικό ιστορικό, ατόμων που καταδικάστηκαν για σεξουαλική κακοποίηση έναντι των παιδιών.
ΜΕΘΟΔΟΣ
Μελετήθηκαν 37 κρατούμενοι της Φυλακής Τρίπολης, που είχαν καταδικαστεί με την κατηγορία της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού.
Οι 26 από αυτούς ήταν περιστατικά παιδοφιλίας και οι 11 περιστατικά αιμομιξίας. Από τα 26 περιστατικά παιδοφιλίας, στα 15 το θύμα ήταν κορίτσι και στα 11 το θύμα ήταν αγόρι. Επίσης, από τα 11 περιστατικά αιμομιξίας, στα 8 το θύμα ήταν κορίτσι και στα 3 το θύμα ήταν αγόρι. Ως ομάδα ελέγχου χρησιμοποιήθηκαν 25 υγιείς άνδρες.
Καταγράφηκαν: 1. Tα δημογραφικά στοιχεία, 2. Το κοινωνικό ιστορικό, 3. To εγκληματολογικό ιστορικό, 4. Το σεξουαλικό ιστορικό, και 5. Οι διαγνώσεις του Άξονα Ι και ΙΙ με βάση το SCID.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
α. Το κοινωνικό προφίλ
Η ηλικία των ατόμων που καταδικάστηκαν για σεξουαλική κακοποίηση παιδιού ήταν 42,3±10,4 έτη. Ελληνική υπηκοότητα είχε το 73%, Ορθόδοξοι Χριστιανοί δήλωσαν το 81%, ενώ αναλφάβητοι ήτα το 5% .
Από τη λήψη του κοινωνικού ιστορικού βρέθηκε ότι το 46% ήταν έγγαμοι, το 57% μεγάλωσαν σε πόλη, το 76% ανέφεραν φυσιολογικές συνθήκες τοκετού, ενώ το 89% ανέφεραν ανατροφή από φυσικούς γονείς. Το 57% δήλωσαν σταθερή εργασία και το 43% ότι εργάζονταν ως εργάτες χωρίς συγκεκριμένη ειδίκευση. Το 32% ανέφεραν ότι οι γονείς χτυπούσαν ο ένας τον άλλον, ενώ ως “πιο δυναμικός” περιγράφηκε ο πατέρας, σε σχέση με τη μητέρα, από το το 57%. Έγγαμοι εξακολουθούν να είναι οι γονείς του 43%, ενώ η οικονομική κατάσταση της πατρικής οικογένειας αναφέρθηκε ως “κακή” από το 27%. Τέλος, ως εργάτες, χωρίς συγκεκριμένη ειδίκευση, εργάζονταν ο πατέρας του 41% του δείγματος.
Το δείγμα που μελετήσαμε παρουσίασε ιδιαίτερα χαμηλούς δείκτες κοινωνικών δεξιοτήτων. Η επίτευξη των εκπαιδευτικών στόχων υποδεικνύει συχνά τις νοητικές και ψυχολογικές δυνατότητες του ατόμου. Εάν μάλιστα οι δυσκολίες παρακολούθησης και η έλλειψη στόχων επιδρούν στην εξέλιξη της θεραπείας, τότε υποδεικνύεται η ανάγκη συμπληρωματικής εκπαιδευτικής παρέμβασης. Η βιβλιογραφία δείχνει πράγματι ότι οι βιαστές τείνουν να έχουν ασταθές εργασιακό ιστορικό σε ανειδίκευτες εργασίες. Το εργασιακό ιστορικό, συγκεκριμένα η σταθερότητα και το είδος εργασίας, το επίπεδο επιδεξιότητας και υπευθυνότητας και η γενικότερη στάση απέναντι στη δουλεία σχετίζεται με ψυχολογικά χαρακτηριστικά όπως επιμονή, ικανότητα ανοχής στη ματαίωση και ικανότητα σχεδιασμού και επίτευξης στόχων.
Τα άτομα με σεξουαλική παραπτωματικότητα που μελετήθηκαν παρουσιάζουν ιδιαίτερα χαμηλούς κοινωνικούς δείκτες, γεγονός που πιθανότατα να απετέλεσε έναν σημαντικό κρίκο στην αλυσίδα του σεξουαλικού τους εγκλήματος. Εκπαιδευτικά και υποστηρικτικά προγράμματα, καθώς και προγράμματα κοινωνικών δεξιοτήτων κατά τη διάρκεια κράτησής τους στη φυλακή, αναμένεται ότι θα μειώσουν την πιθανότητα υποτροπής στο μέλλον.
β. Το Εγκληματολογικό προφίλ
Ο μέσος όρος επιβληθείσης ποινής ήταν 17,2±22,8 έτη. Η ηλικία των θυμάτων ήταν 10,4±3,0 έτη, ενώ πάνω από 5 διαφορετικά θύματα είχε το 19% του δείγματος. Πολλαπλή κακοποίηση με το ίδιο θύμα διαπράχθηκε από το 54%, ενώ ως συνηθέστερος τρόπος κακοποίησης ήταν ο πεο-αιδειικός. Ψυχολογική βία για κάμψη της αντίστασης του θύματος χρησιμοποιήθηκε από το 32%, ενώ το 57% χρησιμοποίησαν σωματική βία. Μόνο σε 3 περιστατικά δεν υπήρξε συνοδός σωματική βλάβη του θύματος. Το 22% ήταν άτομα άγνωστα στο θύμα, ενώ στο φιλικό περιβάλλον ανήκε το 30%. Συνεργός υπήρχε στο 8%, ενώ στο 92% υπήρξε προσχεδιασμός της διάπραξης. Συχνότερο μέρος διάπραξης σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού ήταν το σπίτι του δράστη (54%). Στο χρονικό διάστημα από 13.00’ έως 24.00’ έγινε το 95% των σεξουαλικών κακοποιήσεων παιδιού. Το 30% είχαν κάνει χρήση ουσιών, συνήθως κατάχρηση αλκοόλ, λίγο πριν τη διάπραξη. Τέλος, το 65% αρνούνται τελείως τη διάπραξη της κακοποίησης.
Διερευνώντας τους παράγοντες που προηγούνται του σεξουαλικού παραπτώματος, είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται εάν υπήρχε προσχεδιασμός της πράξης. Προηγούμενες έρευνες έδειξαν ότι η μη προσχεδιασμένη διάπραξη φαίνεται να περιλαμβάνει περιπτώσεις στις οποίες η σεξουαλική επίθεση είναι παρορμητική και πραγματοποιείται παράλληλα με τη διάπραξη και άλλου τύπου εγκλημάτων. Η κατάχρηση αλκοόλ φαίνεται να προηγείται πολύ συχνά. Οι μισοί περίπου από τους κρατούμενους για βιασμό βρέθηκε να έχουν καταναλώσει υπερβολική ποσότητα αλκοόλ λίγο πριν το βιασμό, ενώ η χρήση αλκοόλ βρέθηκε να σχετίζεται με σεξουαλική επιθετικότητα. Η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ επίσης, όχι μόνο από τον άνδρα ως δράστη αλλά και από τη γυναίκα ως θύμα, βρέθηκε να αυξάνει σημαντικά την πιθανότητα να συμβεί βιασμός. Επίσης, η χρήση αλκοόλ φαίνεται να σχετίζεται περισσότερο με περιστασιακές σεξουαλικές επιθέσεις, καθώς και με αυξημένη χρήση βίας.
γ. Το Σεξουαλικό Προφίλ
Η ηλικία 1ης σεξουαλικής επαφής ήταν 16,1±3,2 έτη. Το 27% είχε την 1η σεξουαλική επαφή με πόρνη, στο 92% το φύλο της 1ης σεξουαλικής επαφής ήταν γυναίκα, ενώ στο 65% η εμπειρία περιγράφηκε ότι έγινε με τη θέλησή τους. Το 22% ανέφεραν σεξουαλική κακοποίηση στη διάρκεια της παιδικής τους ηλικίας στην ηλικία των 9,7±2,5. Αποκλειστικά ετεροφυλικές σχέσεις ανάφερε το 68%. Αποκλειστικά ετεροφυλικού τύπου φαντασιώσεις αναφέρθηκαν από το 49%. Το 57% είχε κάποιου τύπου ομοφυλοφιλική εμπειρία. Επίσης, το 46% δεν χρησιμοποιούν προφυλακτικό, ενώ το 27% έχουν ιστορικό μόλυνσης από σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα. Τέλος, το 14% δεν είχε ερωτικό σύντροφο κατά την περίοδο που διέπραξαν τη σεξουαλική κακοποίηση, ενώ το 24%, ανέφερε ελλειπή σεξουαλική ικανοποίηση κατά την περίοδο αυτή.
Αρκετοί ερευνητές παρατήρησαν ότι οι σεξουαλικοί παραπτωματίες είναι κοινωνικά απομονωμένοι με λίγες στενές ερωτικές σχέσεις. Εκείνοι μάλιστα οι σεξουαλικοί παραπτωματίες που έχουν πολλές σχέσεις, τις περιγράφουν ως επιφανειακές. Έχει βρεθεί ότι κοινό στοιχείο της σεξουαλικής συμπεριφοράς των σεξουαλικών παραπτωματιών αποτελεί η αποτυχία επίτευξης στενής ερωτικής σχέσης, η οποία οδηγεί σε βίωση μοναξιάς. Οι σεξουαλικοί παραπτωματίες παρουσιάζουν σημαντικά μεγαλύτερες δυσκολίες στην ανάπτυξη στενής ερωτικής σχέσης, καθώς και σημαντικά υψηλότερα επίπεδα αίσθησης μοναξιάς, συγκρινόμενοι ξεχωριστά με μη σεξουαλικούς παραπτωματίες καθώς και με γενικό πληθυσμό. Τα άτομα που κακοποιούν σεξουαλικά τα παιδιά βρέθηκε να είναι πιο ευαίσθητα στην απόρριψη, πιο θετικά απέναντι στη σύντροφό τους και λιγότερο ικανοποιημένα με τις σεξουαλικές τους σχέσεις, σε σύγκριση με τους βιαστές. Οι βιαστές βρέθηκε να έχουν την αίσθηση ότι δε λαμβάνουν υποστήριξη από τη σύντροφό τους τείνουν να την εκτιμούν αρνητικά, γεγονός που υποδεικνύει ότι στα άτομα αυτά υπάρχουν πιο αρνητικά μοντέλα διεργασίας για τους άλλους και ειδικότερα για τις ερωτικές σχέσεις. Αποτελεί συχνό εύρημα επίσης, ένας σημαντικός αριθμός βιαστών να έχουν κακοποιηθεί σεξουαλικά κατά την παιδική ηλικία ή να υπήρξαν μάρτυρες παρεκκλίνουσας σεξουαλικής δραστηριότητας.
δ. Το Ψυχιατρικό Προφίλ
i. Ψυχιατρική Διάγνωση, Άξονας Ι
Το ψυχιατρικό ιστορικό των ατόμων έδειξε ότι το 51% είχαν ιστορικό χρήσης τοξικών ουσιών. Τα ποσοστά για συλλήψεις που αφορούν ξυλοδαρμό, κλοπές και οπλοφορία ήταν 57%, 41% και 24%, αντίστοιχα. Επίσης στο 3% υπήρχε ιστορικό καταδίκης για ανθρωποκτονία. Ανέφεραν απόπειρα αυτοκτονίας σε ποσοστό 22%, με πιο συχνή την απόπειρα απαγχονισμού. Το 16% είχαν ιστορικό ψυχιατρικής νοσηλείας και το 62%, ιστορικό χρήσης ψυχιατρικής αγωγής, συνήθως κατά τη διάρκεια κράτησής τους σε φυλακή.
Προηγούμενες έρευνες έδειξαν υψηλή παρουσία ψυχικών διαταραχών σε διάφορες ομάδες ατόμων με σεξουαλική επιθετικότητα. Συγκεκριμένα, το ένα τρίτο δείγματος βιαστών έλαβε διάγνωση κατάθλιψης, ενώ τα δύο τρίτα διάγνωση κατάχρησης ή εξάρτησης από αλκοόλ. Άλλη έρευνα έδειξε υψηλή συχνότητα διαταραχών άγχους, ενώ άλλη βρήκε 7% σχιζοφρένεια, 2% σχιζοσυναισθηματική διαταραχή, 3% μείζων κατάθλιψη, και 6% οργανικό ψυχοσύνδρομο. Πρόσφατη έρευνα σε άτομα που καταδικάστηκαν για βιασμό, έδειξε ότι το 58% πληρούσε τα κριτήρια διάγνωσης του Άξονα Ι, κατά DSM-III-R, χωρίς μάλιστα να ληφθούν υπ’ όψη η κατάχρηση από αλκοόλ ή άλλες ουσίες. Γενικά πάντως, τα ποσοστά ψυχιατρικής νοσηρότητας που έχουν βρεθεί στους σεξουαλικούς παραπτωματίες θεωρούνται υψηλότερα από το μέσο όρο του συνολικού πληθυσμού των φυλακών.
Παρόμοια, υψηλά ποσοστά ψυχιατρικής νοσηρότητας βρέθηκαν και στη διερεύνηση του παρόντος δείγματος. Το ένα τρίτο (12 άτομα) παρουσίαζε δια βίου διαταραχή της διάθεσης και το ένα τέταρτο (9 άτομα) δια βίου διαταραχές άγχους. Η χρήση τοξικών ουσιών βρέθηκε στο ένα έκτο (6 άτομα). Το ποσοστό απόπειρας αυτοκτονίας ήταν 22%, ενώ το ποσοστό βαρειάς απόπειρας αυτοκτονίας, όπως απαγχονισμός, 11%. Τα ευρήματα αυτά βρίσκονται σε αντιστοιχία με τα ευρήματα πρόσφατης έρευνας σε δείγμα παιδόφιλων στις ΗΠΑ, τα οποία έδειξαν ιδιαίτερα υψηλή συχνότητα διαταραχών της διάθεσης.
Είναι εμφανές ότι τα υψηλά ποσοστά ψυχιατρικής νοσηρότητας του παρόντος δείγματος υποδεικνύουν την ανάγκη θεραπευτικής προσέγγισης των ατόμων αυτών. Η θεραπεία ψυχιατρικών καταστάσεων που συνυπάρχουν με τη σεξουαλική επιθετικότητα θεωρείται ότι αναστέλλει τον κύκλο επανάληψης της σεξουαλικής βίας, πραγματοποιώντας έτσι ένα σημαντικό κομμάτι στην πρόληψη της σεξουαλικής κακοποίησης.
.
ii. Ψυχιατρική Διάγνωση, Άξονας ΙΙ
Βρέθηκε ότι συχνότερες διαταραχές προσωπικότητας ήταν η η Μεταιχμιακή (11 άτομα), η Αντικοινωνική (11 άτομα), και η Παθητική-Επιθετική (8 άτομα). Προηγούμενες έρευνες έδειξαν ότι τα ποσοστά διαταραχής προσωπικότητας των σεξουαλικών παραπτωματιών κυμαίνονται από 35% έως 90%, ενώ τα μοντέλα σεξουαλικής επιθετικότητας εστιάζουν κυρίως στα αντικοινωνικά χαρακτηριστικά προσωπικότητας των ατόμων αυτών. Έχοντας υπόψη ότι η σεξουαλική συμπεριφορά αποτελεί βασικό συστατικό αλλά και εκδήλωση της προσωπικότητας του ατόμου, η ανίχνευση των παθολογικών χαρακτηριολογικών στοιχείων και η ανάλογη θεραπευτική τους προσέγγιση θεωρείται ότι θα δρούσε αποτελεσματικά στη μείωση της σεξουαλικής επιθετικότητας. Τέτοιου είδους θεραπευτικές παρεμβάσεις δρουν στον πυρήνα της πρόληψης και αποτελούν τη βάση της πρωτογενούς πρόληψης της σεξουαλικής κακοποίησης .
ε. Συννοσηρότητα με Μη Σεξουαλική επιθετικότητα
Μελέτες έδειξαν ότι οι βιαστές παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά μη σεξουαλικής εγκληματικής δραστηριότητας, ενώ το γεγονός αυτό φαίνεται να ισχύει και για τους έφηβους βιαστές. Βρέθηκε συγκεκριμένα ότι οι μισοί τουλάχιστον από τους βιαστές έχουν καταδικαστεί συγχρόνως και για άλλες μη σεξουαλικές εγκληματικές πράξεις, ενώ σχεδόν όλοι τους έχουν διαπράξει τουλάχιστον μία μη σεξουαλικού τύπου επίθεση. Στην ανάλυση του παρόντος δείγματος βρέθηκε πράγματι ότι το 57% είχαν τουλάχιστον μία καταδίκη για μη σεξουαλική επιθετική πράξη. Πιο συγκεκριμένα, τουλάχιστον οι μισοί είχαν καταδίκες για ξυλοδαρμό, ληστεία ή οπλοφορία, ενώ ένας είχε καταδικαστεί στο παρελθόν για ανθρωποκτονία που δεν σχετίζονταν με τη σεξουαλική παραπτωματικότητα. Τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ότι η σεξουαλική επιθετικότητα αποτελεί συχνά μέρος της ευρύτερης παραπτωματικότητας του ατόμου. Σε κάποιες από τις περιπτώσεις αυτές ενδέχεται σεξουαλική και γενική επιθετικότητα να συνυπάρχουν, όπως για παράδειγμα βιασμός με κλοπή. Η γνώση της συχνότητας της σεξουαλικής επιθετικότητας στα άτομα με γενική παραπτωματικότητα στη χώρα μας θα προσέθετε σημαντικά στοιχεία στην ανίχνευση πιθανών συσχετίσεων μεταξύ των δύο αυτών φαινομένων.
στ . Το φαινόμενο της άρνησης και έλλειψης ανάληψης ευθύνης
Αποτελεί κοινό εύρημα πολλών ερευνών ότι οι βιαστές, αλλά και γενικότερα οι σεξουαλικοί παραπτωματίες, αρνούνται την ανάληψη ευθύνης της εγκληματικής τους πράξης. Φαίνεται ότι το φαινόμενο της έλλειψης ανάληψης ευθύνης συνδέεται στενά με το φαινόμενο της σεξουαλικής επιθετικότητας. Από το δείγμα των σεξουαλικών παραπτωματιών που μελετήθηκε βρέθηκε ότι, μόνο το 2% αποδεχόταν πλήρως τη διάπραξη για την οποία είχε καταδικαστεί, το 10% αποδεχόταν ένα μεγάλο μέρος, το 34% αποδεχόταν ένα μικρό μέρος, ενώ το 53% παρουσίαζε πλήρη έλλειψη αποδοχής. Όπως φάνηκε και σε άλλες έρευνες, οι σεξουαλικοί παραπτωματίες αρνούνται πολλές πλευρές της κατηγορίας, χωρίς μάλιστα να αντιπαραθέτουν σοβαρά επιχειρήματα, τείνοντας να ελαχιστοποιούν την έκταση της διάπραξης και τις συνέπειες αυτής. Συχνά επίσης αποδίδουν τη διάπραξη σε άλλους παράγοντες, όπως κατάχρηση αλκοόλ, προβλήματα γάμου ή ψυχολογική ένταση, ενώ είναι συχνή επίσης η άρνηση κάθε πιθανής μελλοντικής διάπραξης. Επιπλέον της άρνησης και της ελαχιστοποίησης, παρουσιάζουν διαστροφή στην αντίληψη της συμπεριφοράς των θυμάτων, γεγονός που ενισχύει την στάση τους να δικαιολογούν τη συμπεριφορά τους. Επίσης, αντιλαμβάνονται την παθητικότητα ή το τρόμαγμα των θυμάτων σαν επιθυμία ή ευχαρίστηση. Όλες αυτές οι εκλογικεύσεις και οι γνωσιακές διαστροφές αντανακλούν την άρνηση στο να αναλάβουν την προσωπική ευθύνη της διάπραξης. Τα γενικά αυτά χαρακτηριστικά της έλλειψης ανάληψης ευθύνης συνδέονται στενά με τη σεξουαλική επιθετικότητα και τα άτομα τείνουν να αποδίδουν ίση ευθύνη ή ακόμη και όλες τις ευθύνες στα θύματά τους.
ζ. Ο Τρόπος Γονεϊκής Ανατροφής
Η διερεύνηση με τη βοήθεια της κλίμακας του τρόπου γονεϊκής ανατροφής (measurement of parental style, MOPS) έδειξε ότι τα επίπεδα της αναφερόμενης από κακοποίησης από τη μητέρα, ήταν σημαντικά αυξημένα σε σχέση με τους μάρτυρες. Τα ευρήματα της παρούσας έρευνας δείχνουν αρκετές ομοιότητες με ευρήματα προηγούμενων ερευνών. Σε αρκετές ομάδες σεξουαλικών παραπτωματιών έχουν βρεθεί αυξημένα επίπεδα σωματικής και σεξουαλικής κακοποίησης κατά την παιδική ηλικία. Άλλες έδειξαν αυξημένα επίπεδα κακοποίησης από τους γονείς με συνοδά, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο, αυξημένα επίπεδα ελέγχου, σε άτομα με κατάθλιψη, παραβατικότητα, χρήση ουσιών, και διαταραχή προσαρμογής.
η. Το Προφίλ Προσωπικότητας
Το ερωτηματολόγιο ιδιοσυγκρασίας και χαρακτήρα (Temperament and Character Inventory, TCI), του Cloninger (Cloninger, 1994) μετρά τις κυρίως κληρονομούμενες διαστάσεις της ιδιοσυγκρασίας Αναζήτηση Νέων Εμπειριών (ΑΝΕ) (Novelty Seeking), Αποφυγή Βλάβης (ΑΒ) (Harm Avoidance) , Εξάρτηση από Επιβράβευση (ΕΕ) (Reward Dependence) και Επιμονή (ΕΠ) (Persistence), καθώς και τις, κυρίως διαμορφούμενες από το περιβάλλον, διαστάσεις του χαρακτήρα Αυτοπροσδιορισμός (ΑΠ) (Self-Directedness), Συνεργασιμότητα (ΣΕ) (Cooperativeness) και Αυτοϋπέρβαση (ΑΥ) (Self-Transcendence). Η διάσταση αναζήτηση νέων εμπειριών περιλαμβάνει συμπεριφορές αναζήτησης εμπειριών, παρόρμησης και αποφυγής της ματαίωσης, η διάσταση αποφυγή βλάβης χαρακτηρίζεται κυρίως από απαισιόδοξη στάση απέναντι σε μελλοντικά θέματα, η διάσταση εξάρτηση από επιβράβευση μετρά συμπεριφορές που βασίζονται στην αποδοχή και την επιβράβευση από τους άλλους, και η διάσταση επιμονή χαρακτηρίζεται από συνεχή τάση προσπάθειας. Οι τρεις διαστάσεις του χαρακτήρα υποδεικνύουν τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως αυτόνομα άτομα (αυτοπροσδιορισμός), ως μέρος της ανθρωπότητας (συνεργασιμότητα) ή ως μέρος του σύμπαντος (αυτοϋπέρβαση).
Βρέθηκε σημαντικά μεγαλύτερη τιμή της διάστασης της ιδιοσυγκρασίας αναζήτηση νέων εμπειριών, σε σχέση με τους μάρτυρες. Αυτό υποδεικνύει την ύπαρξη μίας ιδιοσυγκρασίας ευέξαπτης, που δεν ανέχεται τη ρουτίνα της καθημερινότητας, καθώς και την καθυστερημένη επιβράβευση. Η σημαντικά μειωμένη τιμή της διάστασης της ιδιοσυγκρασίας εξάρτηση από επιβράβευση, που βρέθηκε, υποδηλώνει την τάση τους να παραμένουν απομονωμένοι, απόμακροι και χωρίς ιδιαίτερα στενές σχέσεις, και συγχρόνως την τάση να εγκαταλείπουν την προσπάθεια πριν να καταβάλλουν τη μέγιστη δυνατή προσπάθεια. Οι σημαντικά χαμηλότερες τιμές των διαστάσεων του χαρακτήρα αυτοπροσδιορισμός και συνεργασιμότητα, σε σχέση με τους μάρτυρες, υποδεικνύουν συμπεριφορές που, αφενός απορρέουν περισσότερο από εξωτερικά ερεθίσματα, παρά από εσωτερικούς σκοπούς και αξίες, και αφετέρου από τη δυσκολία αποδοχής των άλλων, γεγονός που μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε εχθρικότητα.
Έχοντας υπόψη τη θεωρία του Cloninger μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι υπάρχει ένα προφίλ ιδιοσυγκρασίας (temperament) που χαρακτηρίζεται από συμπεριφορά αναζήτησης νέων εμπειριών, παρορμητικότητα, ευερεθιστότητα, ενεργό αποφυγή της ματαίωσης και έλλειψη στενών διαπροσωπικών σχέσεων. Ο χαρακτήρας (character) επιπλέον διακρίνεται από συμπεριφορές από τις οποίες αντλείται ευχαρίστηση χωρίς τη δυνατότητα ελέγχου, εάν χρειαστεί.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ & ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Η ανεύρεση ιδιαίτερα επιβαρημένων κοινωνικών δεικτών στο παρόν δείγμα σεξουαλικών παραπτωματιών υποδεικνύει την ανάγκη ανάπτυξης προγραμμάτων κοινωνικής στήριξης και εκπαίδευσης των ατόμων αυτών, ακόμη και κατά τη διάρκεια κράτησής τους στη φυλακή. Έχοντας υπόψη ότι ο παράγοντας κοινωνικός αποκλεισμός αποτελεί έναν σημαντικό κρίκο στην αλυσίδα ανάπτυξης του εγκλήματος, τα προγράμματα εκπαίδευσης σε κοινωνικές δεξιότητες, απασχόλησης και ψυχοκοινωνικής στήριξης θεωρείται ότι θα δρούσαν ανασταλτικά στην ανάπτυξη του σεξουαλικού εγκλήματος. Η ανεύρεση επίσης ιδιαίτερα υψηλής ψυχοπαθολογίας στο παρόν δείγμα, υποδεικνύει παράλληλα την ανάγκη τόσο της έγκαιρης ανίχνευσης όσο και της αντιμετώπισή της. Είναι ευνόητο ότι η θεραπευτική αντιμετώπιση των ψυχιατρικών διαταραχών που προδιαθέτουν ή εμφανίζουν ως κύριο στοιχείο τη σεξουαλική επιθετικότητα θα λειτουργήσει ως πρωτογενής πρόληψη της σεξουαλικής κακοποίησης. Τέτοιου τύπου παρέμβαση θα μπορούσε να αναπτυχθεί στη διάρκεια όλων των σταδίων εμφάνισης της σεξουαλικής επιθετικότητας. Συγκεκριμένα, θα μπορούσε να αναπτυχθεί έγκαιρη θεραπευτική παρέμβαση σε άτομα με συνύπαρξη παρεκκλίνουσας σεξουαλικής διέγερσης και υψηλών επιπέδων παρορμητικότητας πριν ακόμη αυτά προχωρήσουν στη διάπραξη του σεξουαλικού εγκλήματος. Θα μπορούσε επίσης να υπάρξει θεραπευτική παρέμβαση μέσα στο χώρο της φυλακής, με στόχο την πρόληψη της υποτροπής μετά την αποφυλάκιση. Επίσης, η τακτική παρακολούθηση σε ειδικά κέντρα αποφυλακισθέντων σεξουαλικών παραπτωματιών θεωρείται ότι θα μείωνε ακόμη περισσότερο τον κίνδυνο υποτροπής. Η μορφή αυτή κοινοτικής παρέμβασης θα μπορούσε να συμπεριλάβει και τους σεξουαλικούς δράστες που βρίσκονται υπό δικαστική επιτήρηση ή παρακολούθηση (probation). Η ανάπτυξη παρόμοιων ολοκληρωμένων προγραμμάτων στη Βόρειο Αμερική, τα οποία βασικά στοχεύουν στην πρωτογενή πρόληψη της σεξουαλικής κακοποίησης, έδειξε να μειώνει σημαντικά την υποτροπή.
Βιβλιογραφία
– Abel G. (1999). Paraphilias: Prevalence, characteristics, evaluation, and cognitive-behavior tratment. In: Dangerous sex offenders: A task force report of the American Psychiatric Association. Zonana H (ed), American Psychiatric Association, Washington, p: 43-81.
– Finkelhor, D. (1994). The international epidemiology of child sexual abuse. Child Abuse and Neglect, 18, 409-417.
– Giotakos O. Markianos M, Vaidakis N, Christodoulou GN. (2003) Aggression, impulsivity, plasma sex hormones, and biogenic amine turnover in a forensic population of rapists. Journal of Sex & Marital Therapy, 2003, 29(3): 215-225.
– Giotakos O, Bourtsoukli P, Paraskevopoulou T, Spandoni P, Stasinos S, Boulougouri D, Spirakou E. (2003) Prevelance of and risk factors for HIV and hepatitis B and C, in a forensic population of rapists and child molesters. Journal of Epidemiology and Infection, 130 (3): 497-500
– Marshall W, Fernandez Y, Hudson S, Ward T (1998). Sourcebook of Treatment Programs for Sexual Offenders. Plenum Press, New York and London.
– Marshall, W. J. ( 1996). Assessment, treatment, and theorizing about sex offenders. Criminal Justice and Behavior, 23, 162-199 .
– Shaw JA. Sexually aggressive behavior. In: Sexual Aggression, Shaw JA (Ed), American Psychiatric Press, Washington, 1999, pp: 3-41.
– Ward, Τ., Louden, Κ., Hudson, S. Μ., & Marshall, W. L. ( 1995). Α descriptive model of the offense chain for child molesters. Journal of lnterpersonal Violence, 10, 452-472.