Υγιή νεφρά για υγιή καρδιά
Η υγεία των νεφρών αποδεικνύεται τελευταία ότι έχει καταλυτική σημασία για την υγεία της καρδιάς.
Η μικροαλβουμινουρία, ένας δείκτης επιβαρυμένης νεφρικής λειτουργίας, θεωρείται πλέον παράγων κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο (όπως π.χ. η υψηλή χοληστερόλη ή το υψηλό σάκχαρο), ενώ οι επιστήμονες αναγνωρίζουν τελευταία μια νέα νόσο, το λεγόμενο καρδιονεφρικό σύνδρομο.
«Τα νεφρά πρέπει να θεωρούνται όργανα του καρδιαγγειακού συστήματος!», τονίζει ο κ. Kωνσταντίνος Τσιούφης, λέκτωρ της Α’ Πανεπιστημιακής Καρδιολογικής Κλινικής και υπεύθυνος της Μονάδας Υπέρτασης στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Αθηνών.
«Πολύ συχνά συνυπάρχουν στον ίδιο ασθενή η συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, η διαταραχή της νεφρικής λειτουργίας και η αναιμία. Mια πάσχουσα καρδιά έχει πολυάριθμες δυσμενείς επιπτώσεις στη νεφρική λειτουργία, ενώ παράλληλα η νεφρική δυσλειτουργία μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την καρδιακή και αγγειακή λειτουργία, οδηγώντας σε έμφραγμα του μυοκαρδίου, καρδιακή ανεπάρκεια ή αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο.
»Αυτή η στενή και αμφίδρομη σχέση μεταξύ της καρδιάς και των νεφρών, παρότι είναι γνωστή από πολύ παλαιότερα, αποτυπώθηκε τελευταία ως μία νέα νοσολογική οντότητα που ονομάζεται καρδιονεφρικό σύνδρομο. Το καρδιονεφρικό σύνδρομο ορίζεται ως παθοφυσιολογική διαταραχή της καρδιάς και των νεφρών, σύμφωνα με την οποία η οξεία ή χρόνια δυσλειτουργία στο ένα όργανο μπορεί να προκαλέσει οξεία ή χρόνια δυσλειτουργία στο άλλο όργανο».
Υπολογίζεται ότι έως και το 50% των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια έχουν επηρεασμένη τη νεφρική λειτουργία τους. Και η καρδιαγγειακή θνησιμότητα σε άτομα με χρόνια νεφρική νόσο είναι 15 έως και 30 φορές μεγαλύτερη από ό,τι στον γενικό πληθυσμό.
Αλληλεξάρτηση νεφρικής και καρδιακής λειτουργίας
«Παρά το μικρό σχετικό μέγεθός τους, οι νεφροί δέχονται πολύ πλούσια αιμάτωση που αντιστοιχεί στο 20% – 25% της καρδιακής παροχής», λέει ο κ. Τσιούφης. «Δηλαδή, το ένα τέταρτο του εξωθούμενου από την καρδιά όγκου αίματος ανά λεπτό καταλήγει στους νεφρούς.
»Οι νεφροί λόγω της πολύ σύνθετης λειτουργίας αποβολής των ούρων, αλλά και της πλειάδα των ουσιών που παράγουν, κατέχουν κεντρικό ρόλο στη ρύθμιση της ηλεκτρολυτικής ισορροπίας του οργανισμού, του όγκου αίματος και των επιπέδων της αρτηριακής πίεσης. Η κατανόηση αυτών των μηχανισμών οδήγησε σε σημαντικές εξελίξεις, τόσο για τη διάγνωση όσο και για τη θεραπεία των καρδιαγγειακών νοσημάτων».
Η καρδιαγγειακή και η νεφρική νόσοι εμφανίζουν παράλληλη εξελικτική πορεία. «Και οι δύο νόσοι έχουν ως αφετηρία, στις περισσότερες περιπτώσεις, την έκθεση του ατόμου στους ίδιους παράγοντες κινδύνου όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, η υπέρταση και η πρόοδος της ηλικίας», επισημαίνει ο κ. Τσιούφης.
«Σήμερα υπολογίζεται ότι ο σακχαρώδης διαβήτης ευθύνεται για το 40% των περιπτώσεων ασθενών που οδηγούνται σε τεχνητό νεφρό και η αρρύθμιστη υπέρταση για το 20% αυτών».
Σε μελέτη μεγάλου δείγματος πληθυσμού στις ΗΠΑ, η συχνότητα εμφάνισης της χρόνιας νεφρικής νόσου ήταν 4,4%, ενώ σε υπερτασικούς ασθενείς η συχνότητα είναι μεγαλύτερη (10%-15%).
Αντίστοιχα, η συχνότητα εμφάνισης της μικροαλβουμινουρίας στον γενικό πληθυσμό στις ΗΠΑ κυμαίνεται από 6% έως 9%, ενώ ανάλογες ευρωπαϊκές μελέτες δίνουν ποσοστά της τάξεως του 5% – 7% και σε υπερτασικούς ασθενείς φτάνουν σε 10% – 40%. Στον ελληνικό χώρο, βάσει δεδομένων από τη μελέτη Hippokration Hellenic Hypertension (3H), το 12% των υπερτασικών ασθενών έχει μικροαλβουμινουρία.
Πόσο αυξάνεται ο καρδιαγγειακός κίνδυνος
Η εκτίμηση της νεφρικής λειτουργίας στις περισσότερες περιπτώσεις μπορεί να βασιστεί σε δύο απλά τεστ:
_ Τη μέτρηση του ρυθμού σπειραματικής διήθησης (GFR).
_ Τη μέτρηση της αποβαλλόμενης αλβουμίνης ούρων.
Με βάση αυτά τα στοιχεία, ως χρόνια νεφρική νόσος ορίζεται είτε η επιμένουσα λευκωματουρία είτε η μειωμένη τιμή GFR. «Τιμές λόγου αλβουμίνης ούρων προς κρεατινίνη ούρων μικρότερες από 30 mg/g χαρακτηρίζουν τη μικροαλβουμινουρία, ενώ πάνω από 300 mg/g χαρακτηρίζουν την πρωτεϊνουρία και σε κάθε περίπτωση υποδηλώνουν αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο και πρέπει να ακολουθηθεί επιθετική θεραπευτική αγωγή», συνιστά ο κ. Τσιούφης.
Σήμερα, υπάρχουν και νέες εξετάσεις όπως π.χ. η μέτρηση της συστατίνης.
«Ακόμη και μικρή επιδείνωση της νεφρικής λειτουργίας σχετίζεται με σημαντική παράλληλη αύξηση του καρδιαγγειακού κινδύνου, ανεξάρτητα από τους καθιερωμένους παράγοντες κινδύνου», προειδοποιεί ο κ. Τσιούφης.
«Πρόσφατα δεδομένα από μελέτη 1,1 εκατ. ατόμων έδειξαν ότι χαμηλότερες τιμές GFR σχετίζονται με τριπλασιασμό του κινδύνου για θάνατο από το καρδιαγγειακό σύστημα. Η επηρεασμένη νεφρική λειτουργία σχετίζεται με δυσμενή πρόγνωση ύστερα από οξύ ισχαιμικό επεισόδιο ή διαδερμική επέμβαση επαναγγείωσης (αγγειοπλαστική ή αορτοστεφανιαία παράκαμψη).
»Μείωση του GFR συνοδεύτηκε από αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακού θανάτου κατά 26% και συνεπώς η μείωση του ρυθμού σπειραματικής διήθησης θεωρείται ανεξάρτητος παράγων καρδιαγγειακού κινδύνου».
Δεδομένα από 1.650 υπερτασικούς ασθενείς στη Μονάδα Υπέρτασης της Α’ Πανεπιστημιακής Καρδιολογικής Κλινικής τα οποία δημοσιεύθηκαν πρόσφατα, επιβεβαιώνουν και επεκτείνουν τη γνώση σχετικά με την προγνωστική αξία της επηρεασμένης νεφρικής λειτουργίας ως σημαντικού παράγοντος ολικής θνητότητας και καρδιαγγειακής νοσηρότητας.
Ειδικότερα, οι υπερτασικοί ασθενείς που είχαν ταυτόχρονα υπερτροφία της αριστερής κοιλίας και χρόνια νεφρική νόσο σε σχέση με αυτούς χωρίς αντίστοιχες βλάβες, παρουσίασαν δυόμισι φορές μεγαλύτερη πιθανότητα για έμφραγμα του μυοκαρδίου και τέσσερις φορές πιο αυξημένο κίνδυνο για αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο.
«Από την άλλη, η μικροαλβουμινουρία αποτελεί ανεξάρτητο προγνωστικό παράγοντα καρδιαγγειακού κινδύνου σε διάφορες πληθυσμιακές ομάδες (γενικός πληθυσμός, υπερτασικοί, διαβητικοί, ηλικιωμένοι)», υπογραμμίζει ο κ. Τσιούφης. «Η παρουσία μικροαλβουμινουρίας διπλασιάζει τον κίνδυνο να εμφανιστεί στεφανιαία νόσος και συνεπώς η αναζήτησή της σε πληθυσμούς ασθενών με παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο (π.χ. διαβητικοί, υπερτασικοί) έχει ως αποτέλεσμα τη βελτιωμένη πρόγνωση του κινδύνου».
Αντιμετώπιση
Για την καλύτερη διάγνωση και θεραπεία αυτών των ασθενών απαιτείται συνδυασμένη προσέγγιση από τους καρδιολόγους, τους νεφρολόγους, τους εντατικολόγους κ.ά., όπως τονίστηκε και στο πρόσφατο Διεθνές Συμπόσιο για τη «Νεφρική δυσλειτουργία και τις καρδιαγγειακές παθήσεις 2010», το οποίο οργανώθηκε στην Αθήνα από την Α’ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, υπό την προεδρία του καθηγητή κ. Χ. Στεφανάδη.
«Μεγαλύτερη προσοχή απαιτείται να δοθεί στη μείωση των παραγόντων κινδύνου που οδηγούν στο καρδιονεφρικό σύνδρομο όπως είναι ο σακχαρώδης διαβήτης και η υπέρταση, αλλά και στη στενή παρακολούθηση της νεφρικής λειτουργίας σε κάθε ασθενή με καρδιολογικό πρόβλημα», τονίζει ο κ. Τσιούφης.
«Σήμερα, για την αντιμετώπιση του καρδιονεφρικού συνδρόμου έχουμε στη διάθεσή μας περισσότερα μέσα, τόσο φαρμακευτικά (π.χ. αναστολείς του συστήματος ρενίνης – αγγειοτασσίνης – αλδοστερόνης σε διάφορα επίπεδα, ερυθροποιητίνη για τη διόρθωση της συνοδού αναιμίας κ.λπ.) όσο και παρεμβατικά (περιτοναϊκή κάθαρση, συσκευές υποβοήθησης της αριστεράς κοιλίας κ.λπ.), που συμβάλουν σημαντικά στην επιτυχή αντιμετώπιση αυτών των νόσων.
»Η πλημμελής θεραπεία του καρδιονεφρικού συνδρόμου μπορεί να έχει μοιραίες συνέπειες για τον ασθενή, αλλά και τεράστιες κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις σε επίπεδο δημόσιας υγείας».
Πηγή : ΤΑ ΝΕΑ Ένθετο Υγεία