Τι είναι η οστεοπόρωση;
Η οστεοπόρωση είναι η νόσος εκείνη του οστού που χαρακτηρίζεται από τη μείωση της οστικής μάζας. Στο οστεοπορωτικό κόκαλο παρατηρείται μεγάλη διαταραχή της μικροαρχιτεκτονικής κατασκευής του που χαρακτηρίζεται από αραίωση της πυκνότητας του , “πορώδη” (σαν σπόγγος) σύσταση και διαταραχή της συνοχής των οστικών δοκίδων (εικ.1). Όλα αυτά, οδηγούν στην μείωση της οστικής αντοχής στις φορτίσεις και στις δυνάμεις παραμόρφωσης που ασκούνται κάθε στιγμή, με αποτέλεσμα τα οστά να γίνονται εύθραυστα και ως εκ τούτου να εκδηλώνονται κατάγματα σε διάφορα σημεία του σκελετού.
Φυσιολογικό Οστεοπορωτικό κόκαλο
Η οστεοπόρωση θεωρείται “σιωπηλή νόσος”, γιατί η οστική απώλεια προηγείται και εξελίσσεται αθόρυβα χρόνια πριν την τελική διαμόρφωση εκείνης της διαταραχής της ποιότητας του οστού που θα οδηγήσει το
κόκαλο στα όρια του καταγματικού κινδύνου.
Το ασβέστιο του οργανισμού μας και ο σκελετός
Στην πράξη ο σκελετός είναι μια τεράστια αποθήκη ασβεστίου, όπου το ασβέστιο με την μορφή σύμπλοκων αλάτων, που σχηματίζουν κρυστάλλους (εικ.2 ), επικάθονται σε μαλακό υπόστρωμα, τον κολλαγόνο ιστό, σε συγκεκριμένες θέσεις του και με συγκεκριμένη διάταξη όπου μαζί και με άλλες ουσίες δημιουργούν την χαρακτηριστική δομή του οστίτου ιστού.
Εικ.2 Κρύσταλλοι αλάτων ασβεστίου (υδροξυαπατίτης) οργανωμένοι πάνω στα ινίδια του οστικού κολλαγόνου
Το ασβέστιο των οστών όμως, εκτός από την συμμετοχή του ως θεμελιώδες δομικό υλικό του οστίτου ιστού , είναι και εκείνο που θα κινητοποιηθεί άμεσα και γρήγορα για να απελευθερωθεί προς την κυκλοφορία όποτε δημιουργηθούν ανάγκες από τον οργανισμό, συμμετέχοντας στην διατήρηση σταθερών των επιπέδων του ασβεστίου στο αίμα. Παρότι το ποσοστό του ασβεστίου του αίματος αντιπροσωπεύει μόλις το 1/1000 του συνολικού ασβεστίου του οργανισμού εν τούτοις είναι πολύ μεγάλης σημασίας γιατί αποτελεί βασικό συστατικό των κύτταρων των διαφόρων ιστών και οργάνων, όντας καθοριστικός παράγων για την λειτουργία τους.
Το ασβέστιο, που απελευθερώθηκε αρχικά από τα οστά θα αναπληρωθεί με την εναπόθεση νέας ποσότητας ασβεστίου στο κόκαλο, η οποία απορροφάται από το έντερο, έτσι ώστε να διατηρείται σταθερή η περιεκτικότητα του στον οστίτη ιστό. Οι ημερήσιες ανάγκες σε ασβέστιο ποικίλουν ανάλογα με την ηλικία , το φύλο, τη φάση της αναπαραγωγικής ζωής της γυναίκας (εφηβεία, εγκυμοσύνη, θηλασμός, εμμηνόπαυση) και θα επανέλθουμε παρακάτω.
Σχηματισμός οστού και παράγοντες που το επηρεάζουν
Η οστική μάζα, δηλαδή η ποσότητα των οστών, αυξάνεται στην αρχή κατά την εμβρυική και νηπιακή ηλικία και μετά ο ρυθμός της αύξησης μειώνεται μέχρι την ηλικία της εφηβείας. Στην φάση αυτή , ταυτόχρονα με την εφηβεία και την κατά μήκος αύξηση του σώματος εκδηλώνεται και τεράστια αύξηση του σχηματισμού του οστού και της οστικής πυκνότητας. Η αύξηση σχεδόν ολοκληρώνεται κατά το 18ο με 20ο έτος της ζωής, αργότερα στα αγόρια από τα κορίτσια, ενώ από την ηλικία αυτή και μετά μια μικρή ποσότητα οστού σχηματίζεται μέχρι και την ηλικία των 28-30 ετών.
Η οστική αυτή μάζα αντιπροσωπεύει την Κορυφαία (Μέγιστη) Οστική Μάζα που επιτυγχάνει το άτομο και ποικίλει πολύ επηρεαζόμενη από διαφόρους παράγοντες. Στη συνέχεια διατηρείται για αρκετά χρόνια σταθερή και αρχίζει να ελαττώνεται με την πρόοδο της ηλικίας τόσο στις γυναίκες όσο και στους άνδρες. Η έναρξη της απώλειας της αναπτύσσεται πολύ νωρίτερα στις γυναίκες από τους άνδρες σαν αποτέλεσμα της εμμηνόπαυσης.
Η Κορυφαία Οστική Μάζα είναι η « προίκα» του οστού που έχει ο καθένας μας και με αυτήν προχωρούμε στην ενήλικο ζωή. Αυτό το ¨depot¨ οστού, με την λογική της εφεδρείας, είναι από τις κύριες καθοριστικές παραμέτρους στην πιθανή ανάπτυξη οστεοπόρωσης αργότερα κάτω από την επίδραση διαφόρων επιβαρυντικών παραγόντων, όπως αμηνόρροια, εμμηνόπαυση, υπερθυρεοειδισμός ή και άλλων αιτίων που ευνοούν την οστική απώλεια.
Οι παράγοντες που επηρεάζουν την Κορυφαία Οστική Μάζα είναι πολλοί, όπως:
α) η κληρονομική επιβάρυνση που συμμετέχει σε πολύ υψηλό ποσοστό (μέχρι και 70-80%) ,
β) οι ορμόνες των ωοθηκών (οιστρογόνα) και των όρχεων (τεστοστερόνη ). Οι ορμόνες αυτές έχουν καθοριστική σημασία για την διαμόρφωση και διατήρηση της υγείας του οστού. Γεγονότα όπως, έλλειψη ή καθυστέρηση έναρξης της εφηβείας που συνεπάγεται έλλειψη ή καθυστερημένη χρονικά αύξηση των αντιστοίχων ορμονών στο αγόρι ή το κορίτσι, ή η ύπαρξη διαστημάτων με αμηνόρροια ήτοι χρονικές περίοδοι με χαμηλά επίπεδα ορμονών, έχουν αρνητική επίπτωση στην διαμόρφωση της Κορυφαίας Οστικής Μάζας.
γ) η ύπαρξη διαταραχών στην αυξητική ορμόνη
δ) οι περιβαλλοντογενείς παράγοντες όπως
i) προβλήματα διατροφής (συνθήκες υποσιτισμού είτε λόγω κοινωνικών συνθηκών είτε λόγω επιλογής κακού διαιτολογίου με περιορισμό και θερμίδων, και μειωμένης ποσότητας σε ασβεστίου και βιταμίνης D),
ii) προβλήματα συνύπαρξης άλλων συστηματικών νοσημάτων
iii) μειωμένη σωματική δραστηριότητα και
iv) διάφορες επιβλαβείς συνήθειες όπως το αλκοόλ και το κάπνισμα.
Στα νεαρά άτομα που εκφράζονται οι παράγοντες αυτοί υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να ξεκινήσουν την ενήλικο ζωή με οστική μάζα σαφώς επηρεασμένη σε σχέση με τους συνομηλίκους τους, και ως εκ τούτου βρίσκονται σε πολύ μεγάλο κίνδυνο να αναπτύξουν αργότερα οστεοπόρωση ή οστεοπενία.
Μηχανισμοί Διατήρησης Υγιούς και Ισχυρού Οστού κατά την Ενήλικο Ζωή
Τα οστά εικοσιτέσσερις ώρες το 24ωρο, υφίστανται μικροκακώσεις που οφείλουν να αποκατασταθούν. Είναι προφανές ότι δεν θα ήταν δυνατό να επιβιώσουμε με το ίδιο εκείνο κόκαλο που αποκτήσαμε κάποτε στην παιδική ηλικία, ακριβώς λόγω της συνεχούς φθοράς που υφίσταται.
Το κόκαλο είναι ένας ζωντανός ιστός ακριβώς όπως τα νεφρά, η καρδιά, και τα άλλα όργανα του σώματος που αναδιαμορφώνεται – ανακατασκευάζεται συνεχώς. Η συνεχής αυτή ανακατασκευή αποσκοπεί τόσο στην αποκατάσταση και διατήρηση της ανατομικής και λειτουργικής ακεραιότητας του οστού αντιμετωπίζοντας την οποιαδήποτε φθορά – ζημιά που συνεχώς προκαλείται, όσο και στην διατήρηση της μέγιστης οστικής μάζας. Έτσι, μέσα σε μια δεκαετία έχει γίνει πλήρης αντικατάσταση όλου του οστίτου ιστού.
Η διαδικασία αυτή της αποκατάστασης του φθαρμένου με νέο οστού αποκαλείται ¨ανακατασκευή¨.
Η ανακατασκευή είναι υπό τον έλεγχο διαφόρων ορμονών, και συνίσταται α) στον κατακερματισμό και απορρόφηση των απειροελάχιστων οστικών προϊόντων της φθοράς του οστού , αφήνοντας τελικά μια ¨τρύπα¨ στο κόκαλο, και μετά β) στην αποκατάσταση της βλάβης, το γέμισμα της τρύπας, με νέο υγιές οστούν.
Η πρώτη διεργασία ονομάζεται «απορρόφηση» και επιτελείται από κύτταρα που υπάρχουν στην εσωτερική επιφάνεια του οστού, τους οστεοκλάστες. Η δεύτερη διεργασία ονομάζεται « επανασχηματισμός» του οστού και επιτελείται από τους οστεοβλάστες , που βρίσκονται σε άμεση γειτονία με τους οστεοκλάστες.Ανάμεσα στα κύτταρα αυτά υπάρχει συνεργασία και αλληλοεπίδραση έτσι ώστε οι οστεοβλάστες να ενεργοποιούνται από τους οστεοκλάστες για να διορθώσουν την ζημία που προκάλεσαν οι τελευταίοι. Η εργασία των οστεοβλαστών συνίσταται, στην παραγωγή της «μήτρας¨- του ¨πλέγματος¨ – του οστού, που είναι ιστός μαλακός με ινίδια που διαπλέκονται με συγκεκριμένο τρόπο , ο λεγόμενος κολλαγόνος ιστός, πάνω στον οποίο μετά θα εναποτεθούν τα άλατα του ασβεστίου και θα παραχθεί το ώριμο κόκαλο.
Η χρονική διάρκεια, όμως, για την περάτωση των δύο αυτών διεργασιών διαφέρει πάρα πολύ. Έτσι, ενώ η δραστηριότητα των οστεοκλαστών είναι ταχυτάτη εκείνη των οστεοβλαστών είναι πάρα πολύ αργή, και ως εκ τούτου υπάρχει μια επισφαλής ισορροπία ανάμεσα στην καταστροφή και στον επανασχηματισμό του οστού. Με την πρόοδο της ηλικίας, τρίτη ηλικία, η ισορροπία αυτή διαταράσσεται και ο σχηματισμός του οστού αδυνατεί να αντιμετωπίσει τη απώλεια του. Έτσι, οδηγούμεθα σε οστούν περισσότερο πορώδες, λεπτό και τελικά εύθραυστο με αποτέλεσμα η συχνότητα των καταγμάτων να αυξάνεται κατά γεωμετρική πρόοδο μετά την έβδομη δεκαετία της ζωής.
Ουσίες που παράγονται από τα δύο αυτά είδη κυττάρων (οστεοκλάστες, οστεοβλάστες) , καθώς και προϊόντα αποδόμησης του οστίτου ιστού ονομάζονται δείκτες ανακατασκευής- ή μεταβολισμού του οστού. Οι δείκτες αυτοί είναι ¨εργαλεία¨ τόσο για την διερεύνηση της οστεοπόρωσης όσο και την παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας των αντι-οστεοπορωτικών αγωγών.
Οι ίδιοι παράγοντες που επηρεάζουν τον σχηματισμό του οστού κατά την εφηβεία , συμμετέχουν και στην διατήρηση της υγείας του οστού κατά την ενήλικο ζωή και αυτοί είναι:
α) H λειτουργία των ωοθηκών στην γυναίκα και των όρχεων στον άνδρα είναι θεμελιώδους σημασίας γιατί και τα οιστρογόνα καθώς και η τεστοστερόνη επιδρούν θετικά στον σχηματισμό νέου οστού. Έχει ήδη προαναφερθεί η πολύ μεγαλύτερη επίπτωση της οστεοπόρωσης στην γυναίκα σε σχέση με τον άνδρα. Η εμμηνόπαυση σηματοδοτεί την έναρξη, πλέον, μιας πολύ μακράς περιόδου της ζωής του γυναικείου οργανισμού, η οποία χαρακτηρίζεται από την παντελή πρακτικά έλλειψη των οιστρογόνων και της θετικής επίδρασης τους στο κόκαλο. Στην φάση αυτή, και κυρίως κατά την διάρκεια της πρώτης πενταετίας-δεκαετίας μετά την εμμηνόπαυση, παρατηρείται πολύ γρήγορη απώλεια της οστικής μάζας. Σε τελική ανάλυση, ο γυναικείος σκελετός εκτίθεται από την 4η δεκαετία και μετά σε δυσμενέστατες συνθήκες για την διατήρηση του σωστού του μεταβολικού ρυθμού του, χρονικό διάστημα πολύ μεγάλο και το οποίο αντιπροσωπεύει, πρακτικά, το 1/3 της ζωής της γυναίκας.
Τα γεγονότα αυτά μας εξηγούν τόσο την κατά 80% μεγαλύτερη επίπτωση της οστεοπόρωσης στην γυναίκα σε σχέση με τον άνδρα, όσο και την αυξημένη επίπτωση των καταγμάτων στην γυναίκα, και τέλος τις συνέπειες που έχει στην υγεία του γυναικείου σκελετού η πρώιμη εμμηνόπαυση (πριν το 40ο έτος) είτε αυτή επισυμβαίνει φυσιολογικά, είτε χειρουργικά, είτε μετά από χορήγηση συγκεκριμένων φαρμακευτικών αγωγών, που στοχεύουν στην παύση της ωοθηκικής λειτουργίας όπως μπορεί αυτό να επιβάλλεται μέσα στο πλαίσιο της θεραπευτικής αντιμετώπισης διαφόρων νοσημάτων.
Αντίθετα στον άνδρα η λειτουργικότητα των όρχεων προς παραγωγή τεστοστερόνης διατηρείται επί μακρόν. Μόλις κατά την τρίτη ηλικία αναπτύσσεται μορφή ήπιας ανεπάρκειας της τεστοστερόνης, χωρίς όμως το κόκαλο να εκτίθεται επί μακρόν στην πλήρη έλλειψη της ανδρικής ορμόνης με τις επακόλουθες επιπτώσεις πάνω στην ακεραιότητας του, όπως συμβαίνει στην γυναίκα
β) Η ακέραια λειτουργία των αδένων που ρυθμίζουν το κύκλωμα του ασβεστίου (παραθυρεοειδείς ), και η επάρκεια της βιταμίνης D
γ) η σωματική άσκηση
Σημασία της σωματικής άσκησης στην διατήρηση της ακεραιότητας του οστού
Το παράδειγμα του ανεπτυγμένου μυϊκού συστήματος των αθλητών που ασχολούνται με την άρση βαρών, μας δίνει την εικόνα της ανταπόκρισης του μυοσκελετικού συστήματος όποτε εφαρμόζονται ισχυρές δυνάμεις καταπόνησης του.
Έτσι, και το κόκαλο στις δυνάμεις που ασκούνται πάνω του, και κυρίως εκείνες κατά τον επιμήκη του άξονα όπως το έλκουν οι καταφύσεις των μυών, τελικά θα ανταποκριθεί με την ενίσχυση του, ήτοι με τον σχηματισμό νέου οστού. Δύο απλά παραδείγματα καταδεικνύουν την σημασία που έχει η ασκούμενη πίεση πάνω στο κόκαλο, τόσο εκείνη που προκαλείται από την καθημερινή μας κίνηση όσο και εκείνη της όποιας σωματικής άσκησης. Το πρώτον παράδειγμα είναι η απώλεια της οστικής μάζας που παρατηρείται σε ασθενείς χρόνια κατακλιμένους και η οποία είναι αποτέλεσμα της άρσης της εφαρμογής των καθημερινά εξασκούμενων, φυσιολογικών, δυνάμεων. Και το δεύτερο παράδειγμα, η αυξημένη οστική πυκνότητα που παρατηρείται στους αθλητές σε σχέση με τον κανονικό ενήλικα.
Οι ασκήσεις εκείνες που έχει αποδειχθεί ότι είναι ευνοϊκές για το οστούν είναι εκείνες που ασκείται βάρος πάνω στα κόκαλα, όπως γρήγορο περπάτημα ή ελαφρό τρέξιμο (jogging), ασκήσεις aerobic, βαράκια, καθώς και ο χορός. Ως προς το κολύμπι, παρότι ενισχύεται εντυπωσιακά το μυϊκό σύστημα, πιστεύεται ότι λόγω της μειωμένης πίεσης που δέχονται τα οστά, σαν συνέπεια της άνωσης του νερού, τελικά δεν ενισχύεται ιδιαίτερα το οστούν. Όμως , το ενισχυμένο μυϊκό σύστημα, και κυρίως σε άτομα της τρίτης ηλικίας, είναι ένας από τους στόχους της σωματικής άσκησης ,γιατί αυξάνεται η ευστάθεια τους, μειώνεται ο αριθμός των πτώσεων τους αλλά και προστατεύεται το οστούν από την επιφάνεια του ισχυρού μυϊκού συστήματος που το καλύπτει.
Τέλος, πρέπει να υποσημειωθεί ότι, το υπερβολικό δεν είναι και αποτελεσματικό. Η υπερβολικά έντονη και βαρεία άσκηση και η φόρτιση του οστού μπορεί να οδηγήσουν ορισμένες φορές σε αντίθετα αποτελέσματα. Σαν παραδείγματα αναφέρονται τα stress κατάγματα των χορευτριών του μπαλέτου ή εκείνα των δρομέων, η και εκείνα που προκαλούνται από την αιφνίδια άσκηση καταπόνησης σε μη εξασκημένο άτομο .