Χαμηλό σωματικό βάρος και κίνδυνοι για την υγεία

Facebooktwitterpinterest

Η Διεθνής Ιατρική κοινότητα, το σύνολο των ιατρικών οργανισμών, αλλά και η πλειονότητα των κατοίκων των δυτικών κοινωνιών και οι χρήστες των προγραμμάτων υγείας, επί σειρά ετών είναι ευαισθητοποιημένοι με τα προβλήματα υγείας που προκαλεί η αύξηση του σωματικού βάρους με τη μορφή λίπους που συσσωρεύεται στον οργανισμό του σύγχρονου ανθρώπου. Παραμένει, βασικά, χωρίς ιδιαίτερη έμφαση, υποβαθμισμένο και μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας το ακριβώς αντίθετο πρόβλημα υγείας, που εκφράζεται με τη μείωση του σωματικού βάρους, κάτω από τα στενά καθορισμένα φυσιολογικά όρια και απεικονίζεται μέσω της σιλουέτας του ελλιποβαρούς ατόμου. Οι αναφορές στην κλινική αυτή κατάσταση ανάγονται κυρίως στο παρελθόν, όταν εκτροπές των πολιτικών, κοινωνικών ή οικονομικών συνθηκών (πόλεμοι, λιμοί κλπ) οδηγούσαν σε στρατιές κάτισχνων ατόμων που έφταναν σε υψηλά ποσοστά νοσηρότητας και βεβαίως θνησιμότητας (νωπές είναι ακόμη οι μνήμες από τις συνέπειες του Β’ Παγκόσμιου πολέμου).
Στην σημερινή εποχή δύο μοντέλα ελλιποβαρών ατόμων αντιπροσωπεύουν την πλειονότητα των περιστατικών. Το πρώτο, αφορά άτομα (κυρίως γυναίκες παραγωγικής ηλικίας) στο σύγχρονο δυτικό πολιτισμικό τμήμα της κοινωνίας μας, οι οποίες εμφανίζουν χαμηλό βάρος συγκριτικά με το ύψος τους, σε μια μόνιμη προσπάθεια να ταυτιστούν αισθητικά με τα πρότυπα τους, τις σύγχρονες καλλονές που κατακλύζουν τον περιοδικό τύπο αλλά και όλα τα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Επίσης, άτομα με ψυχιατρικά προβλήματα, τα οποία εκφράζονται μέσω της ίδιας εικόνας (κατάθλιψη, νευρογενής ανορεξία) και σπανίως νοσήματα των ενδοκρινών αδένων (υπερθυρεοειδισμός) του μεταβολισμού (σακχαρώδης διαβήτης), νεοπλασματικά νοσήματα κλπ. Το δεύτερο, αφορά άτομα όλων των ηλικιών και των δύο φύλων, τα οποία ζουν εξαθλιωμένα σε περιοχές του τρίτου κόσμου (χώρες της Αφρικής κυρίως), όπου οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες δεν επιτρέπουν τη φυσιολογική και απρόσκοπτη ανάπτυξη λόγω ελλιπών υγειονομικών και σιτιστικών συνθηκών.
Όμως, ποια άτομα είναι ελλιποβαρή και πως εκτιμάται ο βαθμός του προβλήματος σε κάθε ένα από αυτά; Σε πληθυσμιακό επίπεδο ένας επαρκής, αν και αδρός, τρόπος μέτρησης του βάρους (πάντα σε σχέση με το ύψος) είναι ο Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ). Ορίζεται ως το πηλίκο του βάρους σε kgr προς το τετράγωνο του ύψους σε μέτρα (kgr/m3). Για παράδειγμα, ένας ενήλικας ζυγίζει 100 kgr και έχει ύψος 2m, θα έχει ΔΜΣ: 100/4=25.
Η ταξινόμηση σε άτομα ελλιποβαρή, κανονικού βάρους κλπ σύμφωνα με τον ΔΜΣ παρουσιάζεται ως εξής:

Κατάταξη των ενηλίκων σύμφωνα με το ΔΜΣ

Κατάταξη ΔΜΣ Κίνδυνος επιπλοκών
Ελλιποβαρής <18,5 Μικρός
Κανονικού βάρους 18,5-24,99 Συνήθης
Υπέρβαρος >25 Μέτριος
Παχύσαρκος >30 Αυξημένος

Συνεπώς, η άριστη σωματική κατάσταση, όσον αφορά το σωματικό μας βάρος, σε σχέση με το ύψος, εκφράζεται μέσα από ένα περιορισμένο φάσμα ΔΜΣ μεταξύ 21 και 25. Τιμές μεγαλύτερες του 25 και μικρότερες του 21 σχετίζονται με αυξημένα ποσοστά νοσηρότητας και θνησιμότητας, σε βαθμό που αντιστοιχεί στη βαρύτητα της κλινικής κατάσταση. Δηλαδή, όσο μειώνεται ο ΔΜΣ, τόσο μειώνεται και το προσδόκιμο επιβίωσης, κατάσταση που προσομοιάζει με τον κίνδυνο της αντίπερα όχθης, δηλαδή της αύξησης του ΔΜΣ. Για την καλύτερη κατανόηση των όσων έχουν τεκμηριωθεί από μεγάλες επιδημιολογικές μελέτες, παραθέτω τον πίνακα που δείχνει με ακρίβεια την αύξηση του κινδύνου απώλειας ζωής και από τις δύο όχθες του ποταμού. Θα παρατηρήσετε, συνεπώς, ότι το πρόβλημα είναι αρκετά σοβαρό στην ‘όχθη’ των παχύσαρκων ατόμων και αν σημειωθεί ότι αφορά μετρήσεις πληθυσμιακών ομάδων των μέσων της δεκαετίας του ’80, όταν η παχυσαρκία δεν ενεφάνιζε τέτοιο φρενήρη ρυθμό ανάπτυξης, γίνεται αμέσως αντιληπτό, ότι η ‘όχθη’ της παχυσαρκίας είναι στις μέρες μας πλέον φορτισμένη πληθυσμιακά.
Σε τι συχνότητα όμως εμφανίζεται, στο γενικό πληθυσμό, η κλινική κατάσταση που απορρέει από το χαμηλό σωματικό βάρος σε σχέση με το ύψος; Σε παλαιότερες επιδημιολογικές μελέτες (1971-1974) πιστοποιείται σε ποσοστό 18,1% και 17,8% ανδρών και γυναικών αντίστοιχα, ενώ το 52,4% και 46,7% αντίστοιχα αφορά άτομα με σωματικό βάρος μέσα σε φυσιολογικά επίπεδα, και το υπόλοιπο αφορά παχύσαρκα άτομα σε όλες τις βαθμίδες παχυσαρκίας. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι τιμές αυτές εκφράζουν τη συχνότητα της διαταραχής αυτής σε κοινωνίες του δυτικού κόσμου. Οι λίγες μελέτες καταγραφής της συχνότητας του κλινικού συνδρόμου του πολύ χαμηλού σωματικού βάρους, οι οποίες αφορούν άτομα που κατοικούν σε κοινωνίες του τρίτου κόσμου, εμφανίζουν μια δυναμική η οποία οδηγεί σε εφιαλτικές εικόνες.
Τα αίτια είναι προφανή. Ένα άτομο είναι ελλιποβαρές εξαιτίας της εγκατάστασης μιας μακροχρόνιας περιόδου αρνητικού θερμιδικού ισοζυγίου, που έχει σαν συνέπεια ο οργανισμός να χάνει ενεργειακά αποθέματα, που είναι όχι μόνο λίπος, αλλά και πρωτεϊνικό υλικό (κυρίως μέσω καταβολισμού μυϊκού ιστού) που συμπαρασύρει και άλλα απαραίτητα στοιχεία του οργανισμού (ηλεκτρολύτες, ιχνοστοιχεία, βιταμίνες). Οι συνέπειες στην υγεία έχουν άμεση συσχέτιση με τη διάρκεια της φάσης απώλειας βάρους, καθώς και της ποσότητας και της ποιότητας (σύστασης) του βάρους που χάνει το άτομο, αφορούν δε όλα τα συστήματα του οργανισμού:
-Καρδιαγγειαγγειακό: υπόταση, αρρυθμίες, καρδιακή ανεπάρκεια
-Αίμα: δυσπλασίες, αναιμίες
-Ερειστικό: οστεοπόρωση, οστεομαλάκυνση, κατάγματα
-Πεπτικό: γαστρίτιδες, κολίτιδες
-Δέρμα και εξαρτήματα: μείωση ελαστικότητας, απόπτωση τριχών
-Περιφερικό νευρικό σύστημα: νευρίτιδες
Ένα ιδιαίτερα σημαντικό τμήμα των ελλιποβαρών ατόμων, που απασχολεί τις δυτικές κοινωνίες είναι η κατηγορία των ατόμων που σε κάποια περίοδο της ζωής τους εμφανίζουν σημαντική απώλεια του σωματικού βάρους σε σύντομο χρονικό διάστημα, ή συνηθίζουν να βρίσκονται σε μια κατάσταση συνεχούς αστάθειας σωματικού βάρους (φαινόμενο yo-yo). Μεγάλες επιδημιολογικές μελέτες, όπως οι: MRFIT, Framingham, Harvard Alimni, Honolulu Heart, Nurses Health και άλλες, επισημαίνουν τον κίνδυνο αυξημένης θνησιμότητας με την απώλεια βάρους, κυρίως όταν το βάρος αυτό έχει χαθεί από τον μη λιπώδη ιστό (FFM). Στη σύγχρονη βιβλιογραφία υπήρξε για χρόνια μια σημαντική αντιγνωμία. Σοβαροί μελετητές υποστήριζαν ότι το πρόβλημα δεν είναι τόσο σοβαρό, καθώς παράγοντες όπως το κάπνισμα και κάποια ενδεχόμενα προϋπάρχουσα νόσος, η οποία σχετίζεται άμεσα με την απώλεια βάρους (νεοπλασίες) δεν εκτιμήθηκαν και τα περιστατικά αυτά δεν εξαιρέθηκαν. Είναι γνωστό σε όλους μας ότι η συνήθεια του καπνίσματος οδηγεί σε κακή υγεία και μείωση του προσδόκιμου επιβίωσης, όχι μόνο μέσω καταστρεπτικών ασθενειών, όπως ο καρκίνος του πνεύμονα και της ουροδόχου κύστης. Αυτή η σωστή επισήμανση οδήγησε μεγάλες ομάδες ερευνητών να επανεξετάσουν τους φακέλους των περιστατικών, που είχαν ήδη μελετηθεί, αλλά και να σχεδιάσουν νέες πληθυσμιακές μελέτες για να διαπιστωθεί εκ νέου ότι η μεγάλη και σε σύντομο χρονικό διάστημα απώλεια βάρους…βλάπτει σοβαρά την υγεία.
Η κλινική εμπειρία μας διδάσκει, ότι οι υγιεινές διατροφικές συνήθειες, που προϋποθέτουν συχνά μικρά γεύματα, που περιλαμβάνουν σε ενδεδειγμένη αναλογία όλα τα απαραίτητα συστατικά για τον οργανισμό και στις ποσότητες που απαιτούνται, καθώς και η αύξηση της σωματικής δραστηριότητας και η απαλλαγή βλαπτικών παραγόντων (κάπνισμα, αλκοόλ) οδηγούν σε καλή υγεία και μέσω αυτής σε μακροημέρευση.

Facebooktwitterpinterest

Στείλτε τις απορίες σας

Στείλτε τις απορίες σας στο Γιατρό - Συγγραφέα του παραπάνω άρθρου
  • This field is for validation purposes and should be left unchanged.