ΚΑΡΔΙΑΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ
Η καρδιακή ανεπάρκεια είναι ένα άλυτο μέχρι σήμερα πρόβλημα τόσο για την καρδιολογία όσο και για την κοινωνία.
Καρδιακή ανεπάρκεια είναι το κλινικό σύνδρομο που οφείλεται στην αδυναμία της καρδιάς να διατηρήσει ανεπαρκή αιμάτωση για τις μεταβολικές ανάγκες των ιστών. Η συμπτωματολογία της νόσου είναι πολυσύνθετη και οφείλεται τόσο στη χαμηλή παροχή αιμάτωσης όσο και στη στάση του αίματος στο φλεβικό σύστημα.
Οι αιτίες της καρδιακής ανεπάρκειας είναι πολλές, με κυριότερη από αυτές τη στεφανιαία νόσο, ιδιαίτερα μετά από έμφραγμα μυοκαρδίου. Ακολουθούν οι μυοκαρδιοπάθειες, οι αρρυθμίες, αλλά και διάφορες εξωκαρδιακές αιτίες, όπως οι παθήσεις του θυρεοειδούς αδένα (υποθυρεοειδισμός), των επινεφριδίων, των νεφρών, η ακτινοθεραπεία, η χημειοθεραπεία, οι περικαρδίτιδες, οι πνευμονοπάθειες.
Επιγραμματικά τα συμπτώματα της καρδιακής ανεπάρκειας είναι τα εξής: δύσπνοια, έντονη καταβολή, εύκολη κόπωση και υπνηλία, στηθάγχη, κοιλιακά άλγη και άλλα που εξατομικεύονται σε κάθε ασθενή.
Τα κλινικά ευρήματα είναι ποικίλα, εκ των οποίων τα πιο συνηθισμένα είναι: οιδήματα κάτω άκρων, διογκωμένο ήπαρ, ακροαστικοί υγροί ήχοι από τους πνεύμονες, διάφορα φυσήματα από την καρδιά, ταχυκαρδία και συνήθως υπόταση.
Η διάγνωση της καρδιακής ανεπάρκειας είναι σημαντικό να γίνεται στα πρώτα στάδια της νόσου, έτσι ώστε να είναι δυνατή τόσο η αντιμετώπιση της αιτίας όσο και η πρόληψη από την εξέλιξη της νόσου και τις επιπλοκές της. Η διάγνωση είναι απλή. Γίνεται συνήθως από την προσεκτική εξέταση του ασθενούς και επιβεβαιώνεται από το τρίπλεξ καρδιάς. Χρήσιμες είναι και άλλες καρδιολογικές και μη εξετάσεις για τη διάγνωση της αιτίας αλλά και για την εκτίμηση της κλινικής κατάστασης του ασθενούς.
Θεραπευτικά το σημαντικότερο στην καρδιακή ανεπάρκεια είναι η αντιμετώπιση της αιτίας (όσο αυτό είναι εφικτό). Η βελτίωση του υποκείμενου νοσήματος θα βελτιώσει και την κλινική εικόνα του ασθενούς, ενώ ταυτόχρονα θα σταματήσει για κάποιο χρονικό διάστηκα την πορεία της νόσου. Δεύτερη, αλλά εξίσου σημαντική, είναι η φαρμακευτική αγωγή του ασθενούς, η οποία ως στόχους έχει: α) τη βελτίωση της ποιότητας ζωής της κλινικής εικόνας, β) την πρόληψη των επιπλοκών, γ) την παράταση της επιβίωσης.
Η πολυπλοκότητα του συνδρόμου της καρδιακής ανεπάρκειας καθιστά δυσχερή την καθιέρωση ιδανικής αντιμετώπισης των ασθενών και η φαρμακευτική αγωγή πρέπει πάντα να εξατομικεύεται και να προσαρμόζεται στις ανάγκες του ασθενούς. Δεν θα αναφερθούμε στις κατηγορίες των φαρμάκων, γιατί πρόκειται για μεγάλο αριθμό κατηγοριών και σκευασμάτων. Πρόκειται για ουσίες που βοηθούν τους νεφρούς να αυξήσουν την αποβολή υγρών, πράγμα που οδηγεί στη μείωση του κυκλοφορούντος όγκου υγρών, ο οποίος είναι υπεύθυνος για τα περισσότερα συμπτώματα, όπως τα οιδήματα των κάτω άκρων, τη δύσπνοια, την αύξηση βάρους. Έτσι τα διουρητικά παρέχουν ανακούφιση και βελτίωση της ποιότητας ζωής, ενώ οι τελευταίες μελέτες δείχνουν την πιθανή παράταση της επιβίωσης με τη χορήγηση κάποιων από αυτά.
Σημαντική όμως είναι και η μη φαρμακευτική αντιμετώπιση: μείωση της κατανάλωσης άλατος, των λιπαρών, απώλεια βάρους, διακοπή καπνίσματος, άσκηση, ψυχική υποστήριξη. Από πολλές μελέτες έχει διαπιστωθεί η μεγάλη αξία της άσκησης, που βοηθά στην καλή λειτουργία των μυών του αγγειακού ενδοθηλίου, αλλά και στη βελτίωση της καρδιακής συχνότητας και της αναπνευστικής λειτουργίας. Τέλος, υπάρχουν ειδικές θεραπείες, όπως το by-pass για τους στεφανιαίους ασθενείς, η εμφύτευση μόνιμου αμφικοιλιακού βηματοδότη, η κοιλιοπλαστική (μέθοδος Batista) και η μεταμόσχευση καρδιάς. Η μεταμόσχευση καρδιάς είναι πολλές φορές η τελευταία ελπίδα του ασθενούς με καρδιακή ανεπάρκεια, αλλά αν και η εξέλιξη της τεχνικής, η κατάρτιση των χειρουργών και τα φάρμακα έχουν εξελιχθεί, ωστόσο ο μικρός αριθμός δοτών καθιστά δύσκολο το να βρεθεί συμβατό μόσχευμα.
Συνοπτικά η καρδιακή ανεπάρκεια είναι ένα κλινικό σύνδρομο με ποικίλη αιτιολογία, διαφορετική κλινική σημειολογία, εξατομικευμένη θεραπεία και υψηλή θνητότητα, καθώς και ιδιαίτερα σημαντικό κοινωνικό και οικονομικό κόστος. Όλα τα παραπάνω καθιστούν την πρόληψη και την έγκαιρη διάγνωση σημαντικούς παράγοντες, καθώς την ίδια στιγμή η συνέπεια του ασθενούς και της οικογένειάς του στη θεραπεία θεωρείται επιβεβλημένη.