Γενική θεώρηση σχέσεως θύματος – δράστη

Facebooktwitterpinterest

“Οι ουτοπικές κοινωνίες όπου οι άνθρωποι δεν θα πάλευαν ή δεν θα συναγωνίζονταν μεταξύ τους θα ήταν αφάνταστα βαριές: μαζικές συναθροίσεις ακαθόριστων ασημαντοτήτων. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ξεφύγει από την πάλη παρά μέσα στην μήτρα ή στον τάφο: είναι και τα δύο ωραίοι και ιδιωτικοί χώροι που μπορούμε να τους επιθυμούμε ή να τους νοσταλγούμε. Αλλά στον έναν η δυναμική της ζωής μόλις που έχει αρχίσει ενώ στον άλλο έχει χαθεί για πάντα’’

Σύμφωνα με τις απόψεις που επικρατούν σήμερα στην επιστήμη ως προς τη φύση και την έννοια του εγκλήματος, το έγκλημα, έπαυσε πλέον να θεωρείται ως μια απλή πράξη ή παράλειψη, που αποδίδεται μόνο στο δράστη. Αντίθετα κρίνεται ότι φέρει τη μορφή βιοτικής σχέσεως μεταξύ περισσοτέρων ατόμων, έχοντας κοινωνική διάσταση.
Ιδιαίτερα ερευνάτε το έγκλημα ως προϊόν της συμπράξεως θετικά ή αρνητικά του δράστη ή του θύματος του. Κατά την κρατούσα θεωρία της κοινωνικής άμυνας, τόσο ο δράστης, όσο και το θύμα αποτελούν προϊόν του ιδιαίτερου κοινωνικού περιβάλλοντος στο οποίο ζουν, από το οποίο επηρεάζονται, σε τρόπο, ώστε το έγκλημα να εμφανίζεται ως το πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων θύματος – δράστη, με ιδιαίτερη επίδραση της προσωπικότητας και των δύο αυτών παραγόντων του εγκλήματος. Τόσο στενή είναι η σχέση μεταξύ θύματος – δράστη, ώστε στις πλείστες των περιπτώσεων, χωρίς την επενέργεια του θύματος, θα ήταν αδύνατη η επίδειξη δραστηριότητας από μέρους του δράστη.
Από στατιστικά στοιχεία των πέντε τελευταίων χρόνων προκύπτουν αυξητικές τάσεις των φαινομένων βίαιης αντίδρασης των γυναικών που σκοτώνουν.
Στην θεογονία του Ησίοδου το Κράτος και η Βία είναι αδέρφια, παιδία της φοβερής και τρομερής Στύγας που βοήθησαν το Δια στην πάλη του για τη κατάκτηση της θεϊκής εξουσίας.
Το κράτος σημαίνει τη δύναμη, την ισχύ, ενώ η Βία σημαίνει και τον εξαναγκασμό. Το κράτος χωρίς τη Βία είναι νοηματικά ανύπαρκτο και η Βία χωρίς το Κράτος δεν έχει λόγο ύπαρξης.
Ζούμε μέσα σ’ ένα κόσμο Βίας, η Κοινωνία μας υφίσταται καταιγισμό από βίαιες εικόνες και μηνύματα. Είμαστε σε καθημερινή βάση παθητικοί αποδέκτες των διάφορων μορφών βίας που διοχετεύονται μέσα από τα Μ.Μ.Ε. και τις διαφημίσεις.
Πολλές φορές το ίδιο το θύμα είναι η αιτία και η αφορμή του εγκλήματος και συνήθως το θύμα είναι το αποτέλεσμα των κοινωνικών και των ανθρωπίνων σχέσεων. Το άτομο γίνεται πολλές φορές θύμα του κοινωνικού του περιβάλλοντος. Η συμμετοχή του σε μια κοινωνική ομάδα, εθνική, πολιτική, αθλητική, θρησκευτική, συγγενική ή φιλική το κάνει να γίνεται αναγκαστικά θύμα.
Η Κοινωνία αποτελείται από ένα σύνολο ανθρώπων μεγάλης ποικιλίας από άποψη ορθολογιστικών ιδεών, παραδοσιακών αντιλήψεων, προσωπικών ιδιοτήτων, σωματικών διαμορφώσεων, δυνατότητα προσαρμογής προς τους κανόνες της συλλογικής διαβιώσεως και ικανότητα συμμορφώσεως προς τα πλαίσια μιας ομαλής εξέλιξης των θεσμών.
Το ψυχοσωματικό πεδίο του ανθρώπου είναι εύπλαστο, όταν δεν έχει διαμορφωθεί και δεν έχει αναπτυχθεί. Το ψυχικό πεδίο δεν είναι έννοια ουσιαστικώς υποστατή, καταληπτή, αλλά ιδεατή.
Το ψυχικό πεδίο αποτελεί το κάτοπτρο της προσωπικότητας. Είναι ανάγκη να τονισθεί ότι ο ψυχισμός του ανθρώπου δεν είναι εύκολο να ερευνηθεί και να εξαχθούν αναμφισβήτητα συμπεράσματα.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι δεν υπάρχουν σταθερά, αμετάβλητα κριτήρια ώστε να γίνεται σύγκριση των πραγματικών περιστατικών και να γίνεται αλληλεξάρτηση με τα κύρια χαρακτηριστικά του προσώπου. Όλοι οι άνθρωποι έχουν ένα πεδίο δράσεως. Στις προσβολές ο καθένας αντιδρά τελείως διαφορετικά. Σαν αιτία αυτής της ποικίλης συμπεριφοράς είναι :
Η ερεθιστικότητα του προσώπου, ή ενεργητικότητα των σωματικών ή διανοητικών δυνάμεων, η ανθεκτικότητα αμέσου αντιδράσεως του θύματος, η χαλαρότητα της σκέψεως, η ανεκτικότητα, η αδυναμία αμυντικής δράσεως. Επίσης ως αιτία αξιολογούνται η ένταση και ο βαθμός της προσβολής, η εκδήλωση αντιδραστικής κακότητας του θύματος, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της γενικής αναπτύξεως του οργανισμού, σε συνδυασμό με τις προσωπικές ιδέες περί συνυπάρξεως και συμμετοχικής συλλογικής συνεργασίας. Η έρευνα των ψυχολογικών αντιδράσεων του θύματος αποσκοπεί να εξακριβωθούν σημαντικά στοιχεία αφορώντας στην προσωπικότητα δράστη και θύματος, στα αίτια της προσβολής, στις συνθήκες προπαρασκευής και εκτελέσεως και στην αλληλεπίδραση των επί μέρους όρων.
Όμως, παρατηρείται διάφορη ψυχική κατάσταση στην γυναίκα και διάφορη στον άνδρα. Η φύση έχει διαπλάσσει τα δύο φύλλα με τελείως διαφορετικούς υποστατικούς κανόνες. Η γυναίκα είναι περισσότερο ευαίσθητη και ευπαθής στους εξωτερικούς επηρεασμούς. Συγκινείται ευχερέστερα και εκδηλώνει συναισθήματα συμπόνιας και ευεργεσίας σε μεγαλύτερο βαθμό. Ενθουσιάζεται ταχύτερα και ζητάει κάποια προστασία στην κοινωνική ζωή. Έχει οξεία διαίσθηση, η οποία πολλές φορές ενορά και μαντεύει σκέψεις και κινήσεις. Παρακολουθεί με επιφύλαξη και καταγράφει ενδιαφέρουσες προβλέψεις. Η κυριάρχηση της είναι εμφανής στον αισθηματικό τομέα. Σταχυολογεί συζητήσεις και διακρίνει τυχόν εκδηλουμένη αδιαφορία δύο προσώπων διαφόρου φύλου.
Αντιθέτως ο άνδρας εμφανίζεται περισσότερο σωματικώς ισχυρός. Εμφορείται από σκληρότητα, ενίοτε αναλγησία και γίνεται πρόξενος σοβαρών αδικημάτων. Εκδικείται και πολυμηχανεύεται. Επιτίθεται αδικαιολόγητα. Επιδιώκει να ικανοποιήσει τις ορέξεις του αδιαφορώντας για την βλάβη τρίτου. Θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο, χωρίς να είναι. Δημιουργεί επεισοδιακές καταστάσεις. Όμως πολλές φορές παρουσιάζει ανικανότητα και δεν μπορεί να προβλέψει το μέλλον. Ουσιώδης παράγοντας με την εξέλιξη της ψυχικής σφαίρας είναι και η ηλικία. Τα παιδία εμφανίζουν έλλειψη εμπειρίας, νοητικής αναπτύξεως και μορφώσεως. Το συναισθηματικό είναι ανεξέλεγκτο και παρατηρείται μεγάλος επηρεασμός. Έχει έντονες φοβίες και σοβαρές αναστολές. Υπακούει εύκολα και ακολουθεί χωρίς σκέψη. Υποβάλλεται με ευχέρεια και υποχρεώνεται σε πράξεις ή παραλείψεις με απλή επενέργεια τρίτων. Αποδέχεται χωρίς έλεγχο. Σφάλλει στην εκτίμηση καταστάσεων ή γεγονότων και δεν μπορεί να ορθοτομήσει. Έχει άμεση ανάγκη προστασίας.
Η μέση ηλικία έχει ήδη εξελιχθεί και ότι έπρεπε να αποκτηθεί απεκτήθη. Βεβαία το άτομο δεν είναι τέλειο. Παρουσιάζει ελλείψεις, παραμορφώσεις και πολλές διαφορές σε σχέση με άλλα πρόσωπα. Η σκέψη του είναι ώριμη, η μνήμη του ανεπτυγμένη. Όμως κάθε άτομο έχει διάφορη σκέψη, κρίση, ικανότητα αντιλήψεως, διηγήσεως και εκφράσεως. Έτσι δημιουργείται και η σφαίρα κινήσεως και αντιδράσεως στην κοινωνία. Αυτά όλα δεν σημαίνουν ότι δεν υποκύπτουν σε αξιόποινες πράξεις. Οι προχωρημένης ηλικίας έχουν σαν κύριο χαρακτηριστικό τη μείωση της μνήμης. Είναι οξύθυμα, έχουν πρόδηλες εσφαλμένες αναγνωρίσεις και ροπή προς μυθοπλασία. Αναπολούν παρωχημένα γεγονότα. Δεν ενθυμούνται όμως καλώς τα πρόσφατα γεγονότα, διότι υπόκεινται στις συνέπειες της πρεσβυοφρενίας. Οι ψυχολογικές αντιδράσεις του θύματος είναι δυνατόν να διαιρεθούν σε δύο κατηγορίες. Αντιδράσεις άμεσες και αντιδράσεις έμμεσες:
α) Άμεσες ψυχολογικές αντιδράσεις είναι η απότομη έξαψη του θυμικού με σύστοιχη διέγερση του βουλητικού. Το πεδίο προσβολής του θύματος ενεργοποιείται εσωτερικώς, ανεξαρτητοποιείται το δραστικό τμήμα και υλοποιείται με κινήσεις ορατές και βαθμιαία εξελισσόμενες.
β) Μόνο από έμμεσα στοιχεία μπορούμε να χαρακτηρολογήσουμε το θύμα. Η θέα του πτώματος, η έρευνα ορισμένων έκδηλων εμφανών χαρακτηριστικών μας δίνει τη δυνατότητα να προσδιορίσουμε το πεδίο αντιδράσεων. Οι συσπάσεις του προσώπου, η κατάσταση των οφθαλμών, η έκσταση της φοβίας, η θέση των χειρών, η κλίση της κεφαλής, το ανώμαλο των τριχών της κεφαλής, η συνοφρύωση σαν κατάσταση οριστική, το είδος του τραύματος, ο τρόπος δολοφονίας, ο προηγηθείς χρόνος προπαρασκευής, το μέσον καταστροφής.
Τελειώνοντας, θύμα και δράστης είναι ισοδύναμα. Δεν δικαιολογείται καμία διαφοροποίηση. Τότε μόνο θα δεχθούμε διαφορά αντιμετωπίσεως όταν οι αληθινές συνθήκες το επιβάλλουν. Η έρευνα όμως της συγκρίσεως πρέπει να είναι αντικειμενική, ορθολογιστική και αμερόληπτη.
Ένα τελευταίο θέμα είναι, εάν υπάρχει δυνατότητα να περιγράψουμε το ψυχικό κόσμο του θύματος από φωτογραφίες. Είναι δεδομένο ότι ο δικαστής δεν είναι δυνατόν να ελέγξει το θύμα, κατά τον χρόνο τελέσεως του αδικήματος. Άρα επιβάλλεται να έχει κάποια προσωπική αντίληψη του θύματος για να αντιμετωπίσει τα σχετικά προβλήματα.

Σαν συμπέρασμα, η θυματολογία δεν ερευνά με τρόπο στατικό το θύμα. Εισχωρεί πολύ βαθιά στα ψυχολογικά αίτια, στον ανεξερεύνητο κόσμο της ανθρώπινης προσωπικότητας. Είναι μια διεισδυτική παραστατική επιστήμη, φωτογραφίζει και αναπαριστά το ψυχικό πεδίο, συγκρίνει και παραλληλίζει τις εκδηλωτικές διαθέσεις και προσπαθεί να περιγράψει τις ενδιάθετες σκέψεις από γεγονότα, συνθήκες ή εκφράσεις και χαρακτηριστικά έκδηλα του θύματος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
1. Νικ. Ανδρουλάκη: Ποινικού Δίκαιου Γεν. Μέρος, 1970, σελ. 90
2. Accarias: Precis de droit Romain, τομ. 2, σελ. 375
3. Αργυροπούλου: Δικαστική ψυχολογία, 1932, σελ. 216
4. Γ. Σταθέα: Εγχειρίδιον Ανακριτικής, 1973, σελ. 116

Facebooktwitterpinterest

Στείλτε τις απορίες σας

Στείλτε τις απορίες σας στο Γιατρό - Συγγραφέα του παραπάνω άρθρου
  • This field is for validation purposes and should be left unchanged.