Το δίκαιο υιοθεσίας, επιτροπείας ανηλίκων, αναδοχής και δικαστικής συμπαράστασης.
Με το νόμο 2447/1996 ολοκληρώθηκε η μεταρρύθμιση του ελληνικού οικογενειακού δικαίου. Οι αναχρονιστικές διατάξεις για την υιοθεσία, την επιτροπεία ανηλίκων και τη δικαστική απαγόρευση, αντικαταστάθηκαν από ρυθμίσεις προσαρμοσμένες στις σύγχρονες κοινωνικές συνθήκες και αντιλήψεις, οι οποίες με σεβασμό στην προσωπικότητα, φιλελεύθερο πνεύμα και ευκαμψία επιχειρούν να δώσουν ικανοποιητικές λύσεις σε δυσχερή προβλήματα.
Από τις νέες αυτές ρυθμίσεις, οι διατάξεις περί υιοθεσίας ήσαν εκείνες, στις οποίες κατεξοχήν έπεσε το φως της δημοσιότητας, εγείροντας, μάλιστα, και σοβαρές αμφισβητήσεις. Τούτο είναι ευεξήγητο, δεδομένου του ενδιαφέροντος που προκαλεί ένας θεσμός, ο οποίος θέτει κρίσιμα κοινωνικά, ηθικά, αλλά και νομικά ερωτήματα. Ωστόσο, τόσο η νέα ρύθμιση για την επιτροπεία ανηλίκων και την αναδοχή, όσο, κυρίως, ο νέος θεσμός της δικαστικής συμπαράστασης, αποτελούν πραγματική τομή στο ελληνικό οικογενειακό δίκαιο και αξίζουν μεγαλύτερης προσοχής.
________________________________________
2. Η υιοθεσία
2.1. Βασικά χαρακτηριστικά της νέας ρύθμισης
Σημαντική καινοτομία του νέου δικαίου της υιοθεσίας αποτελεί ασφαλώς η, κατ’ ουσία, κατάργηση της υιοθεσίας των ενηλίκων, η οποία δεν είναι πλέον δυνατή, παρά μόνο όταν υιοθετείται ενήλικο τέκνο του συζύγου εκείνου που υιοθετεί.
Σχετικά με την υιοθεσία ανηλίκων, ο νέος νόμος τροποποιεί τις διατάξεις που αναφέρονται τόσο στις προϋποθέσεις, όσο και στα αποτελέσματα της υιοθεσίας. Οι τροποποιήσεις αυτές, αποβλέποντας στο συμφέρον του υιοθετούμενου τέκνου, αποσκοπούν στο να διευκολύνουν την ένταξή του στη νέα του οικογένεια.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο νέος νόμος δεν κατήργησε τις λεγόμενες “ιδιωτικές” υιοθεσίες, εκείνες, δηλαδή, που γίνονται με απευθείας επαφή των ενδιαφερομένων, χωρίς τη μεσολάβηση κοινωνικής υπηρεσίας. Υποστηρίζεται η άποψη ότι η “εμπορευματοποίηση” των υιοθεσιών -φαινόμενο, ασφαλώς, παθολογικό, που συνδέεται με την ανισορροπία ανάμεσα σε ζήτηση και προσφορά παιδιών για υιοθεσία- μπορεί να αντιμετωπισθεί με την καθιέρωση ενός είδους μονοπωλίου κρατικών ή κοινωνικών υπηρεσιών. Ωστόσο, ανεξάρτητα από τις συνταγματικές επιφυλάξεις που παρόμοιο μονοπώλιο εγείρει, είναι πολύ αμφίβολο το αν ο αποκλεισμός των “ιδιωτικών” υιοθεσιών θα οδηγήσει σε εξάλειψη του εμπορίου βρεφών. Αντίθετα, θα υπάρχει ο κίνδυνος να εξαπλωθεί το ακόμη απεχθέστερο φαινόμενο των “εικονικών” τοκετών.
2.2. Η υιοθεσία ανηλίκων
2.2.1. Προϋποθέσεις
Με το νόμο 2521/1996 (άρθρο 19) ορίζεται ότι όταν η υιοθεσία γίνεται από δύο συζύγους οι προϋποθέσεις των άρθρων 1543 και 1544 αρκεί να συντρέχουν στο πρόσωπο μόνο του ενός.
Σε σχέση με το προηγούμενο δίκαιο, ο νόμος 2447/1997 επέφερε τις ακόλουθες μεταβολές :
2.2.1.1. Μέγιστη ηλικία
Αυτός που προτίθεται να υιοθετήσει πρέπει να μην έχει υπερβεί το 60ο έτος της ηλικίας του (ΑΚ 1453). Κρίσιμο χρονικό σημείο είναι ο χρόνος κατά τον οποίο κατατίθεται η σχετική αίτηση. Τυχόν καθυστερήσεις στη διαδικασία, που δεν οφείλονται στον υιοθετούντα, δε μπορεί να αποκλείσουν την υιοθεσία.
2.2.1.2. Μέγιστη διαφορά ηλικίας
Αυτός που υιοθετεί όχι μόνο πρέπει να υπερβαίνει τον υιοθετούμενο κατά 18 τουλάχιστο έτη, αλλά, σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση (ΑΚ 1544), και να μην έχει από αυτόν διαφορά ηλικίας μεγαλύτερη των 45 ετών. Και για την προϋπόθεση αυτή, κρίσιμο χρονικό σημείο είναι ο χρόνος υποβολής της αίτησης για υιοθεσία.
2.2.1.3. Ύπαρξη βιολογικού κατιόντος
Η ύπαρξη βιολογικού κατιόντος δεν αποτελεί πλέον εμπόδιο για την υιοθεσία. ?λλωστε, το σχετικό κώλυμα του προηγούμενου δικαίου είχε καταργηθεί από το άρθρο 12 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την υιοθεσία ανηλίκων (κύρωση με το νόμο 1049/1980). Η επιφύλαξη της Ελλάδας έπαψε να ισχύει, αφού δεν ανανεώθηκε (βλ. σχετική ανακοίνωση ΦΕΚ Α/266/29.12.1995).
2.2.2. Διαδικασία
2.2.2.1. Συναινέσεις
Οι απαιτούμενες συναινέσεις για την υιοθεσία δίνονται με αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του δικαστηρίου και, συγκεκριμένα, ενώπιον μέλους της σύνθεσης του δικαστηρίου που, τελεί την υιοθεσία (ΑΚ 1549, νέο άρθρο 800§2 ΚΠολΔ). Οι συναινέσεις παρέχονται σε ιδιαίτερο γραφείο, χωρίς δημοσιότητα.
Όπως και κατά το προηγούμενο δίκαιο, έτσι και με το νέο, η συναίνεση των γονέων για υιοθεσία δεν επιτρέπεται να δοθεί, πριν να συμπληρωθούν τρεις μήνες από τη γέννηση του τέκνου (ΑΚ 1551). Η ρύθμιση αυτή αποβλέπει στο να προστατεύσει τους γονείς -και, ιδιαίτερα, την άγαμη μητέρα- από εσπευσμένες αποφάσεις, οφειλόμενες στη συγκινησιακή φόρτιση από τη γέννηση του παιδιού (βλ. και Ευρωπαϊκή Σύμβαση, άρθρο 5 παρ.4).
Ο νέος νόμος κατήργησε την αμφίβολης συνταγματικότητας διάταξη του προηγούμενου δικαίου, περί παροχής γενικής και αμετάκλητης συναίνεσης των γονέων για την υιοθεσία του τέκνου τους.
2.2.2.2. Κοινωνική έρευνα
Η έκθεση της κοινωνικής υπηρεσίας αποτελεί, όπως και κατά το προηγούμενο δίκαιο, απαραίτητη προϋπόθεση για να τελεσθεί υιοθεσία ανηλίκου, χωρίς, ωστόσο, το πόρισμά της να δεσμεύει το δικαστήριο, το οποίο απλώς τη συνεκτιμά, κατά την κρίση του περί του αν η υιοθεσία είναι προς το συμφέρον του ανηλίκου. Σύμφωνα με το νέο δίκαιο, αν η έκθεση δεν υποβληθεί εγκαίρως, τότε το δικαστήριο δικάζει χωρίς έκθεση (άρθρο 7 παρ.3 του ν. 2447/1996).
2.2.2.3. Αποκλεισμός της δημοσιότητας
Σύμφωνα με το (νέο) άρθρο 800 παρ.6 ΚΠολΔ, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει η κύρια διαδικασία της υιοθεσίας να γίνεται “κεκλεισμένων των θυρών” (βλ. και άρθρο 20 παρ.2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την υιοθεσία ανηλίκων).
2.2.2.4. Προσβολή της υιοθεσίας
Αποδεχόμενος την κρατούσα, υπό το κράτος του προηγούμενου δικαίου, άποψη, ο νέος νόμος ορίζει ότι η υιοθεσία (=η δικαστική απόφαση περί υιοθεσίας) προσβάλλεται μόνο με τα προβλεπόμενα ένδικα μέσα και βοηθήματα, τα οποία, μάλιστα, ασκούνται σε σύντομες προθεσμίες. Η προσβολή αυτή είναι δυνατή, όταν δεν τηρήθηκαν οι νόμιμοι όροι για την υιοθεσία, καθώς και όταν κάποια από τις συναινέσεις ήταν άκυρη ή ακυρώσιμη (ΑΚ 1569, 1570, ΚΠολΔ 800 παρ. 3 και 4).
2.2.3. Αποτελέσματα
Τα αποτελέσματα της υιοθεσίας ανηλίκων μπορούν να συνοψισθούν σε δύο προτάσεις: α) Πλήρης ένταξη του θετού τέκνου στην οικογένεια του θετού γονέα β) Πλήρης ρήξη των δεσμών του με τη βιολογική του οικογένεια.
2.2.3.1. Πλήρης ένταξη στην οικογένεια του θετού γονέα
Το ανήλικο θετό τέκνο εντάσσεται πλήρως στην οικογένεια του θετού του γονέα. Δημιουργείται, δηλαδή, συγγενικός δεσμός, με όλες τις παρεπόμενες συνέπειες, μεταξύ το υιοθετουμένου (και των κατιόντων του) και του θετού γονέα, καθώς και όλων των βιολογικών συγγενών του τελευταίου (π.χ. το θετό τέκνο είναι συγγενής β΄ βαθμού με το βιολογικό τέκνο του θετού γονέα). Αν έχουν υιοθετηθεί περισσότερα παιδιά, δημιουργείται μεταξύ τους συγγένεια όμοια με εκείνη που υπάρχει ανάμεσα σε αδέλφια (ΑΚ 1561).
2.2.3.2. Πλήρης ρήξη με τη βιολογική οικογένεια
Με την υιοθεσία καταργείται κάθε συγγενικός δεσμός του θετού τέκνου με τη βιολογική του οικογένεια, με εξαίρεση τα κωλύματα γάμου, τα οποία διατηρούνται (ΑΚ 1561).
2.2.4. Λύση της υιοθεσίας
Καινοτομία του νέου δικαίου αποτελεί η δυνατότητα συναινετικής λύσης της υιοθεσίας, μετά την ενηλικίωση του θετού τέκνου. Η συναινετική αυτή λύση διαπλάθεται κατά το πρότυπο του συναινετικού διαζυγίου. Απαιτείται δικαστική απόφαση, η οποία στηρίζεται στη συναίνεση, για τη λύση της υιοθεσίας, του θετού τέκνου και του θετού γονέα (ΑΚ 1573).
2.3. Η υιοθεσία ενηλίκων
Η υιοθεσία ενηλίκων μόνο κατ’ εξαίρεση είναι πλέον δυνατή. Ο νέος νόμος, ξεκινώντας από τη διαπίστωση ότι η υιοθεσία ενηλίκων δεν αποβλέπει, στη μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων, στην εγκαθίδρυση ζωντανού γονικού δεσμού, αλλά στην καταστρατήγηση άλλων διατάξεων, την επιτρέπει μόνο όταν υιοθετείται τέκνο του συζύγου εκείνου που υιοθετεί.
Στην υιοθεσία εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της υιοθεσίας ανηλίκων, με τις εξής, ωστόσο, αποκλίσεις:
-Δεν υπάρχει μέγιστο όριο ηλικίας για τον υιοθετούντα, ούτε μέγιστη διαφορά ηλικίας μεταξύ υιοθετούντος και υιοθετούμενου.
-Το ενήλικο θετό τέκνο δεν εντάσσεται πλήρως στην οικογένεια του θετού του γονέα, υπό την έννοια ότι δεν δημιουργείται συγγενικός δεσμός μεταξύ του θετού τέκνου και των βιολογικών συγγενών του θετού γονέα. Ο δημιουργούμενος συγγενικός δεσμός περιορίζεται μεταξύ του θετού τέκνου (και των κατιόντων του, που θα γεννηθούν μετά την υιοθεσία) και του θετού γονέα (ΑΚ 1584, 1585).
-Η υιοθεσία δεν διακόπτει το συγγενικό δεσμό με τον άλλο βιολογικό γονέα (που είναι σύζυγος του υιοθετούντος), καθώς και με τους βιολογικούς του συγγενείς (ΑΚ 1584).
________________________________________
3. Η επιτροπεία ανηλίκων
3.1. Βασικά χαρακτηριστικά της νέας ρύθμισης
Η επιτροπεία ανηλίκων, που αποτελεί πλέον τη μοναδική περίπτωση επιτροπείας, αποβλέπει στην προστασία των προσωπικών και περιουσιακών συμφερόντων των ανηλίκων, όταν η γονική μέριμνα δεν υπάρχει ή αδρανεί.
Η επιτροπεία ανηλίκων εξακολουθεί, και μετά το νέο νόμο, να οργανώνεται και να λειτουργεί στο πλαίσιο της οικογένειας. Παράλληλα, ωστόσο, έχει ενισχυθεί ο κοινωνικός έλεγχος, κυρίως με την καθιέρωση σημαντικών αρμοδιοτήτων στην κοινωνική υπηρεσία.
3.2. Περιπτώσεις
Η επιτροπεία ανηλίκων επέρχεται στις εξής περιπτώσεις (ΑΚ 1589):
-Ανυπαρξία γονικής μέριμνας (θάνατος, αφάνεια, έκπτωση και των δύο γονέων ή του μοναδικού γονέα)
-Αδυναμία και των δύο γονέων (ή του μοναδικού γονέα) να ασκήσουν τη γονική μέριμνα.
-Αφαίρεση της άσκησης της γονικής μέριμνας και από τους δύο γονείς ή από τον μοναδικό γονέα.
-Ανάθεση της άσκησης της γονικής μέριμνας σε τρίτο πρόσωπο, μετά το διαζύγιο ή τη διάσταση των γονέων.
-Αναδοχή ανηλίκου (υπό προϋποθέσεις).
3.3. Όργανα
Όργανα της επιτροπείας είναι ο επίτροπος, το επιτροπικό συμβούλιο και το δικαστήριο, ενώ σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η κοινωνική υπηρεσία.
3.3.1. Ο επίτροπος
Ο επίτροπος αποτελεί, όπως και κατά το προηγούμενο δίκαιο, το κεντρικό όργανο της επιτροπείας. Επιμελείται του προσώπου του ανηλίκου, διοικεί την περιουσία του και τον εκπροσωπεί σε κάθε δικαιοπραξία ή δίκη.
Σε σχέση με το προηγούμενο δίκαιο, αξιοσημείωτες είναι οι ακόλουθες καινοτομίες:
– Ο επίτροπος διορίζεται πάντοτε από το δικαστήριο. Ο νέος νόμος δεν προβλέπει τη δυνατότητα ορισμού του επιτρόπου από το γονέα, είτε με τη διαθήκη του, είτε με δήλωση στον ειρηνοδίκη ή στο συμβολαιογράφο. Το δικαστήριο οφείλει να επιλέξει το πρόσωπο του επιτρόπου, τηρώντας την υποδεικνυόμενη από το νόμο σειρά. Ειδικότερα, κατά την επιλογή του επιτρόπου προτιμώνται: α) ο ενήλικος σύζυγος του ανηλίκου, β) το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο υπέδειξε ο γονέας, γ) το κατά την κρίση του δικαστηρίου καταλληλότερο πρόσωπο. Το δικαστήριο, ωστόσο, δεν θα ακολουθήσει τη σειρά αυτή, αν ο προηγούμενος στη σειρά δεν μπορεί να διορισθεί, γιατί στο πρόσωπό του συντρέχει λόγος αποκλεισμού, ή αν αποποιηθεί το διορισμό του, καθώς επίσης και αν κρίνει ότι το συμφέρον του ανηλίκου επιβάλλει την επιλογή άλλου προσώπου (ΑΚ 1592).
– Επίτροπος μπορεί να είναι όχι μόνο φυσικό, αλλά και νομικό πρόσωπο. Βέβαια, ο διορισμός νομικού προσώπου ως επιτρόπου αποτελεί επικουρική, καταρχήν, λύση (ΑΚ 1600, βλ. όμως και ΑΚ 1592).
– Κανόνας εξακολουθεί να είναι ο διορισμός ενός προσώπου ως επιτρόπου. Είναι, όμως, δυνατό να διορισθούν περισσότερα πρόσωπα επίτροποι (συνεπίτροποι), αν τούτο επιβάλλεται από το συμφέρον του ανηλίκου (ΑΚ 1594).
– Το λειτούργημα του επιτρόπου δεν είναι πλέον υποχρεωτικό. Ο διοριζόμενος έχει το δικαίωμα να αποποιηθεί το διορισμό ή και να παραιτηθεί, μετά την ανάληψη των καθηκόντων του (ΑΚ 1599).
– Ο επίτροπος μπορεί, κατά τις περιστάσεις, να δικαιούται αμοιβής, αν τούτο κριθεί σκόπιμο από το δικαστήριο (ΑΚ 1631).
3.3.2. Το εποπτικό συμβούλιο
Το εποπτικό συμβούλιο αντικαθιστά το συγγενικό συμβούλιο του προηγούμενου δικαίου. Αναλόγως με την περίπτωση, το εποπτικό συμβούλιο μπορεί να έχει αμιγώς ιδιωτικό χαρακτήρα (συγκρότηση από συγγενείς ή φίλους των γονέων), μικτό χαρακτήρα (συμμετοχή σε αυτό και οργάνου της κοινωνικής υπηρεσίας) ή και καθαρά δημόσιο χαρακτήρα (άσκηση αρμοδιοτήτων του από όργανο της κοινωνικής υπηρεσίας) (ΑΚ 1634).
3.3.3. Το δικαστήριο
Σημαντικό ρόλο στην οργάνωση και λειτουργία της επιτροπείας επιτελεί και το δικαστήριο, ο δικαστής, δηλαδή, του ειδικού τμήματος του Πρωτοδικείου, ο οποίος θα είναι αρμόδιος για τα θέματα γονικής μέριμνας και επιτροπείας.
3.4. Το περιεχόμενο
Όπως και κατά το προηγούμενο δίκαιο, έτσι και με τις νέες ρυθμίσεις, η επιτροπεία ανηλίκων περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου του τέκνου, τη διοίκηση της περιουσίας του και τη (νόμιμη) αντιπροσώπευσή του. Όταν υπάρχουν περισσότεροι επίτροποι, είναι δυνατή η κατανομή του περιεχομένου μεταξύ τους, ύστερα από απόφαση του δικαστηρίου, με βάση το συμφέρον του τέκνου.
3.5. Η λειτουργία
Ο νέος νόμος δεν έχει επιφέρει σημαντικές μεταβολές στον τρόπο, με τον οποίο λειτουργεί η επιτροπεία ανηλίκων. Η διαχειριστική εξουσία του επιτρόπου υπόκειται σε περιορισμούς, προς χάρη του συμφέροντος του ανηλίκου. Διατηρούνται έτσι οι απαιτήσεις του νόμου για άδεια του εποπτικού συμβουλίου ή και του δικαστηρίου, προκειμένου ο επίτροπος να διενεργήσει σοβαρές διαχειριστικές πράξεις. Ενδιαφέρον, πάντως, παρουσιάζει η νέα ρύθμιση (ΑΚ 1623), σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο, ύστερα από γνωμοδότηση του εποπτικού συμβουλίου, μπορεί να χορηγήσει στον επίτροπο γενική άδεια, προκειμένου αυτός να επιχειρεί πράξεις που απαιτούν άδεια του εποπτικού συμβουλίου, χωρίς να τη ζητά κάθε φορά. Παρόμοια γενική άδεια μπορεί να παρέχεται από το δικαστήριο πάντοτε ύστερα από γνωμοδότηση του εποπτικού συμβουλίου, προκειμένου ο επίτροπος να δανείζεται στο όνομα του ανηλίκου, να αναδέχεται ξένο χρέος ή να παρέχει εγγύηση, στο πλαίσιο της εκμετάλλευσης της επιχείρησης του ανηλίκου. Η γενική αυτή άδεια καθιστά δυνατή την αποτελεσματικότερη διοίκηση της περιουσίας του ανηλίκου και, ιδίως, την εκμετάλλευση επιχείρησης που του ανήκει, αφού απαλλάσσει τον επίτροπο από τη χρονοβόρο διαδικασία της άδειας, κάθε φορά, από το εποπτικό συμβούλιο.
________________________________________
4. Η αναδοχή ανηλίκων
4.1. Έννοια
Θεσμός σχετικά νεοπαγής, η αναδοχή αποσκοπεί στην προστασία των προσωπικών συμφερόντων του ανηλίκου, όταν οι γονείς ή ο επίτροπος δεν είναι σε θέση να φροντίζουν το παιδί. Αντικείμενο, λοιπόν, της αναδοχής είναι η πραγματική φροντίδα του ανηλίκου. Η γονική μέριμνα ή η επιτροπεία παραμένουν, καταρχήν, ανεπηρέαστες από την αναδοχή. Στην ουσία, δηλαδή, πρόκειται για νομοθετική ρύθμιση μιας πραγματικής κατάστασης, η οποία δημιουργείται από την ανάθεση, με συμφωνία των γονέων και της ανάδοχης οικογένειας ή με απόφαση του δικαστηρίου, της πραγματικής φροντίδας του παιδιού σε τρίτον. Με τη νομοθετική αυτή ρύθμιση εισάγεται για πρώτη φορά στον Αστικό Κώδικα ο θεσμός της αναδοχής, ο οποίος μέχρι τώρα διείπετο από αμφίβολης συνταγματικότητας διατάξεις.
4.2. Περιπτώσεις
4.2.1. Συμφωνία των γονέων με την ανάδοχη οικογένεια
Η αναδοχή ανηλίκων μπορεί να επέλθει ύστερα από συμφωνία μεταξύ των γονέων του ανηλίκου και της ανάδοχης οικογένειας. Η συμφωνία αυτή είναι είτε ρητή, είτε και σιωπηρή, συναγόμενη από τη σταθερή και μόνιμη παραμονή του ανηλίκου σε τρίτα πρόσωπα (ΑΚ 1655). Οι γονείς είναι ελεύθεροι να επιλέξουν τους ανάδοχους γονείς. Η συμφωνία, πάντως, πρέπει να αναγγέλλεται, χωρίς καθυστέρηση, στην κοινωνική υπηρεσία (ΑΚ 1665 παρ.2).
4.2.2. Δικαστική απόφαση
Tο δικαστήριο αναθέτει την πραγματική φροντίδα του ανηλίκου σε τρίτους (ανάδοχους γονείς, ανάδοχη οικογένεια), όταν συντρέχει, στο πρόσωπο και των δύο γονέων, κακή άσκηση της γονικής μέριμνας (ΑΚ 1532, 1533) ή όταν ο επίτροπος αποδεικνύεται ακατάλληλος για την ανάπτυξη του ανηλίκου (ΑΚ 1607 παρ.2).
Το δικαστήριο αναθέτει την πραγματική φροντίδα του ανηλίκου σε οικογένεια αποτελούμενη από συζύγους, με παιδιά ή και χωρίς παιδιά, η οποία έχει αναγνωρισθεί με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας κατάλληλη να αναλαμβάνει την αναδοχή ανηλίκων. Παρόμοια αναγνώριση δεν απαιτείται, όταν το δικαστήριο αναθέτει την πραγματική φροντίδα του ανηλίκου σε συγγενική οικογένεια ή και σε άλλη μη συγγενική, που όμως υποδείχθηκε από όποιον ζήτησε τη λήψη του μέτρου. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, την αναδοχή μπορεί να αναλαμβάνει και μεμονωμένο άτομο. Οι ρυθμίσεις αυτές, σχετικά με την επιλογή της ανάδοχης οικογένειας, ισχύουν μόνο για την αναδοχή ύστερα από δικαστική απόφαση και όχι για την αναδοχή από σύμβαση.
4.3. Λειτουργία
Η αναδοχή, είτε στηρίζεται σε σύμβαση, είτε απορρέει από δικαστική απόφαση, δεν επηρεάζει, καταρχήν, τη γονική μέριμνα ή την επιτροπεία του ανηλίκου. Οι ανάδοχοι γονείς έχουν, πάντως, ορισμένα δικαιώματα. Δικαιούνται έτσι να ασκούν όσες αρμοδιότητες είναι απαραίτητες για να αντιμετωπίζουν υποθέσεις του ανηλίκου με τρέχοντα ή επείγοντα χαρακτήρα (ΑΚ 1659). Κατά τα λοιπά, όλες οι αποφάσεις που αφορούν στις προσωπικές ή περιουσιακές υποθέσεις του ανηλίκου εξακολουθούν να λαμβάνονται από τους γονείς ή τον επίτροπο.
Όταν, όμως, η ένταξη του ανηλίκου στην ανάδοχη οικογένεια καθίσταται μονιμότερη, ενώ, παράλληλα, εξασθενούν οι δεσμοί του με τους γονείς του, το δικαστήριο μπορεί να αφαιρέσει, ολικά ή μερικά, την επιμέλεια του ανηλίκου, καθώς και τη διοίκηση της περιουσίας του, από τους γονείς και να την αναθέσει στους ανάδοχους γονείς, οι οποίοι πλέον γίνονται (συν)επίτροποι (ΑΚ 1660). Ανάλογη ρύθμιση ισχύει και για την περίπτωση κατά την οποία η αναδοχή συντρέχει με επιτροπεία (ΑΚ 1661).
4.4. Aρση της αναδοχής
Η αναδοχή αίρεται με ανάκληση της ανάθεσης από τους γονείς, είτε με δικαστική απόφαση.
4.4.1. Ανάκληση της ανάθεσης από τους γονείς ή τον επίτροπο
Όταν η ανάθεση της πραγματικής φροντίδας του ανηλίκου σε ανάδοχη οικογένεια έγινε με τη συμφωνία των γονέων (ή του επιτρόπου), οι γονείς (ή ο επίτροπος) μπορούν να την ανακαλούν οποτεδήποτε. Η ανάκληση αυτή δεν είναι δυνατή, στην περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο έχει αφαιρέσει, ολικά ή μερικά, την άσκηση της γονικής μέριμνας από τους γονείς (ή της επιτροπείας από τον επίτροπο), οπότε οι ανάδοχοι γονείς είναι επίτροποι (ΑΚ 1662).
4.4.2. Aρση με δικαστική απόφαση
Όταν η ανάθεση της πραγματικής φροντίδας του ανηλίκου σε ανάδοχη οικογένεια έγινε με δικαστική απόφαση, το δικαστήριο μπορεί να θέτει τέρμα σε αυτή, ύστερα από αίτηση των βιολογικών γονέων ή του επιτρόπου, εφόσον κρίνει ότι δεν υπάρχουν οι λόγοι που την επέβαλαν (ΑΚ 1662). Η άρση, ωστόσο, δεν είναι δυνατή, στην περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο είχε αφαιρέσει, ολικά ή μερικά, την επιμέλεια ή και τη διοίκηση της περιουσίας από τους φυσικούς γονείς ή τον επίτροπο, οπότε οι ανάδοχοι γονείς είναι επίτροποι (ΑΚ 1662).
Το δικαστήριο μπορεί επίσης να αίρει την ανάθεση από τη συγκεκριμένη ανάδοχη οικογένεια και να εμπιστεύεται την πραγματική φροντίδα του ανηλίκου σε άλλους, αν διαπιστώνει ότι η ανάδοχη οικογένεια δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί στα καθήκοντά της (ΑΚ 1663).
________________________________________
5. Η δικαστική συμπαράσταση
5.1. Έννοια
Με το νόμο 2447/1996 αντικαταστάθηκαν οι αναχρονιστικοί θεσμοί της δικαστικής απαγόρευσης και της δικαστικής αντίληψης από το νέο θεσμό της δικαστικής συμπαράστασης, ενώ, ακόμη, καταργήθηκε η νόμιμη απαγόρευση, θεσμός μη συμβατός με τις αρχές του σύγχρονου νομικού πολιτισμού.
Η δικαστική συμπαράσταση αποβλέπει στην προστασία ενήλικων προσώπων, των οποίων η σωματική, διανοητική ή ψυχική κατάσταση δεν τους επιτρέπει να διαμορφώνουν έννομες σχέσεις χωρίς να κινδυνεύουν τα συμφέροντά τους. Η προστασία αυτή, στο πλαίσιο του αστικού δικαίου, εκδηλώνεται, κατά τρόπο αναπόφευκτο, μέσα από τη στέρηση ή τον περιορισμό της δικαιοπρακτικής ικανότητας. Το μέτρο αυτό, έστω και αν τείνει στην προστασία του προσώπου, δεν παύει να είναι μειωτικό για την προσωπικότητά του και, ακόμη, να εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους καταχρήσεων. Ο νέος νόμος προσπαθεί να προστατεύσει τα ενήλικα αυτά πρόσωπα, εγκαθιδρύοντας ένα εύκαμπτο σύστημα, το οποίο διαπνέεται από την αρχή του σεβασμού στην προσωπικότητα του ατόμου, το οποίο δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν παθητικό αντικείμενο της όλης διαδικασίας, ούτε, βέβαια, να τίθεται στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής.
Η αρχή αυτή εκφράζεται κατά πρώτο λόγο με την κατάργηση της αναχρονιστικής και ιδιαίτερα μειωτικής για το πρόσωπο ορολογίας (δικαστική απαγόρευση και δικαστική αντίληψη) και την εισαγωγή ενός “ουδέτερου”, κατά το δυνατό, όρου, όπως δικαστική συμπαράσταση. Αλλά και η όλη διάρθρωση του νέου θεσμού διακρίνεται από την αναγνώριση κάποιου, μεγαλύτερου ή μικρότερου, αναλόγως των περιπτώσεων, ρόλου στο ενήλικο πρόσωπο, που χρειάζεται προστασία.
5.2. Περιπτώσεις
Η δικαστική συμπαράσταση χωρεί μόνο στις εξής περιπτώσεις (ΑΚ 1666):
-Ψυχική ή διανοητική διαταραχή, καθώς και σωματική αναπηρία, εφόσον οι καταστάσεις αυτές εμποδίζουν το πρόσωπο να φροντίζει τις προσωπικές και περιουσιακές του υποθέσεις.
-“Ασωτία”, τοξικομανία ή αλκοολισμός, εφόσον οι καταστάσεις αυτές εκθέτουν σε κίνδυνο στέρησης είτε το ίδιο το πρόσωπο, είτε το σύζυγο, τους κατιόντες και τους ανιόντες του.
5.3. Διαδικασία
5.3.1. Αίτηση
Η αίτηση για τη θέση του προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση υποβάλλεται είτε από τον ίδιο τον χρήζοντα προστασίας, είτε από τον/την σύζυγο, εφόσον υπάρχει έγγαμη συμβίωση, τους γονείς του και τα τέκνα του. Αίτηση υποβάλλει και ο εισαγγελέας, ενώ, ακόμη, η δικαστική συμπαράσταση μπορεί να προκληθεί και με αυτεπάγγελτη ενέργεια του δικαστηρίου (ΑΚ 1667 παρ.1). Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι, όταν πρόκειται για σωματική αδυναμία, η δικαστική συμπαράσταση αποφασίζεται μόνο ύστερα από αίτηση του ίδιου του προσώπου, που χρειάζεται προστασία (ΑΚ 1667 παρ.2).
5.3.2. Κύρια διαδικασία
Ακολουθείται η εκούσια διαδικασία. Ο συμπαραστατέος καλείται υποχρεωτικά στη δίκη. Η διεξαγωγή της δίκης και, ιδίως, των αποδείξεων, γίνεται χωρίς δημοσιότητα, ύστερα από σχετική απόφαση του δικαστηρίου (ΚΠολΔ 802).
Στο ειδικό βιβλίο, το οποίο τηρείται σε κάθε πρωτοδικείο προκειμένου οι τρίτοι να πληροφορούνται τη θέση προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση και, επομένως, τον αποκλεισμό ή τον περιορισμό της δικαιοπρακτικής του ικανότητας, αναγράφεται μόνο το διατακτικό της απόφασης, έτσι ώστε να μην κοινοποιούνται στοιχεία της ιδιωτικότητάς του.
5.3.3. Αποτελέσματα
Με τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης, που απαγγέλλει τη δικαστική συμπαράσταση, επέρχεται η στέρηση ή ο περιορισμός της δικαιοπρακτικής ικανότητας του συμπαραστατούμενου. Οι συνέπειες της σχετικής απόφασης, στη δικαιοπρακτική ικανότητα του προσώπου, διαφοροποιούνται αναλόγως του είδους της δικαστικής συμπαράστασης, το οποίο επέλεξε, για τη συγκεκριμένη περίπτωση, το δικαστήριο (ΑΚ 1676).
5.3.3.1. Στερητική δικαστική συμπαράσταση
Η στερητική δικαστική συμπαράσταση επιφέρει ολική (πλήρης στερητική δικαστική συμπαράσταση) ή μερική (μερική στερητική δικαστική συμπαράσταση) στέρηση της δικαιοπρακτικής ικανότητας. Η πλήρης στερητική δικαστική συμπαράσταση, που αποτελεί και τη βαρύτερη μορφή, προϋποθέτει ρητή αναφορά στη σχετική δικαστική απόφαση (ΑΚ 1678 παρ.1).
5.3.3.2. Επικουρική δικαστική συμπαράσταση
Η επικουρική δικαστική συμπαράσταση συνεπάγεται περιορισμό της δικαιοπρακτικής ικανότητας του προσώπου, το οποίο για να διενεργήσει είτε όλες (πλήρης επικουρική δικαστική συμπαράσταση) είτε ορισμένες (μερική επικουρική δικαστική συμπαράσταση) δικαιοπραξίες πρέπει να έχει τη συναίνεση του δικαστικού του συμπαραστάτη (ΑΚ 1676).
5.3.3.3. Συνδυασμός στερητικής και επικουρικής δικαστικής συμπαράστασης
Το δικαστήριο μπορεί ακόμη να συνδυάσει τα δύο είδη της δικαστικής συμπαράστασης, επιβάλλοντας για ορισμένες δικαιοπραξίες στέρηση της δικαιοπρακτικής ικανότητας, ενώ για άλλες απλό περιορισμό (απαίτηση συναίνεσης του δικαστικού συμπαραστάτη).
5.3.4. Διορισμός δικαστικού συμπαραστάτη
Όταν η δικαστική απόφαση για τη θέση του προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση καταστεί τελεσίδικη, το δικαστήριο διορίζει δικαστικό συμπαραστάτη, ο οποίος αναλόγως με την περίπτωση, αναπληρώνει την έλλειψη δικαιοπρακτικής ικανότητας του προσώπου ή συμπληρώνει την περιορισμένη δικαιοπρακτική ικανότητα.
Δικαστικός συμπαραστάτης διορίζεται το φυσικό πρόσωπο, το οποίο υπέδειξε ο ίδιος ο συμπαραστατούμενος. Αν, όμως, δεν υπάρχει παρόμοια υπόδειξη ή αν το δικαστήριο κρίνει ότι αυτός που υποδείχθηκε δεν είναι κατάλληλος να αναλάβει το λειτούργημα, η επιλογή γίνεται από το δικαστήριο, το οποίο συνεκτιμά την τυχόν θέληση του συμπαραστατούμενου να αποκλεισθεί συγκεκριμένο πρόσωπο, καθώς και τους δεσμούς του με συγγενικά ή άλλα πρόσωπα (ΑΚ 1669).
Αν δεν βρίσκεται κατάλληλο πρόσωπο, το δικαστήριο αναθέτει τη δικαστική συμπαράσταση σε σωματείο ή ίδρυμα, που έχουν συσταθεί ειδικά για το σκοπό αυτό (ΑΚ 1671).
5.4. Λειτουργία
Στη στερητική δικαστική συμπαράσταση εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις περί επιτροπείας ανηλίκων (ΑΚ 1682). Στην επικουρική δικαστική συμπαράσταση, ο δικαστικός συμπαραστάτης απλώς συναινεί στην επιχείρηση όλων ή ορισμένων δικαιοπραξιών. Η συναίνεση παρέχεται εγγράφως και πριν να επιχειρηθεί η σχετική πράξη. Αν ο δικαστικός συμπαραστάτης αρνείται να συναινέσει, αποφασίζει το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του συμπαραστατούμενου (ΑΚ 1683).
5.5. Aρση
Η δικαστική συμπαράσταση αίρεται με δικαστική απόφαση, ύστερα από αίτηση των προσώπων, που μπορούν να ζητήσουν και τη θέση σε δικαστική συμπαράσταση, ή και αυτεπαγγέλτως (ΑΚ 1685). Κατά συνέπεια, την άρση μπορεί να ζητήσει και ο ίδιος ο συμπαραστατούμενος, έστω και αν έχει στερηθεί της δικαιοπρακτικής του ικανότητας.
________________________________________
6. Δικαστική συμπαράσταση όσων εκτίουν ποινή στερητική της ελευθερίας
Ο νέος νόμος κατήργησε τη νόμιμη απαγόρευση. Αν, όμως, αυτός που εκτίει μακροχρόνια ποινή στερητική της ελευθερίας επιθυμεί να υποβληθεί σε καθεστώς επικουρικής δικαστικής συμπαράστασης, μπορεί να το ζητήσει από το δικαστήριο (ΑΚ 1688).
________________________________________
7. Δικαστική επιμέλεια ξένων υποθέσεων
Ο νόμος 2447/1996 κατήργησε την επιτροπεία απόντος. Στην περίπτωση, πάντως, κατά την οποία η απουσία ενός προσώπου δημιουργεί προβλήματα στη διαχείριση της περιουσίας του, καθώς και όταν ο κύριος μιας υπόθεσης δεν είναι γνωστός ή είναι αβέβαιος, προβλέπεται ο διορισμός από το δικαστήριο επιμελητή ξένων υποθέσεων (ΑΚ 1689επ.).
________________________________________
Βιβλιογραφία
1. Δεληγιάννης, “Η σχεδιαζόμενη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου στον τομέα της επιτροπείας. Ι. Γενική παρουσίαση και φιλοσοφία των νέων ρυθμίσεων”, Αρμ. 46/1995, σ. 1241-1254.
2. Δεληγιάννης (επιμέλεια), Τα πεπραγμένα της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής για τη μεταρρύθμιση των θεσμών της υιοθεσίας και της επιτροπείας, τ.Α, 1993, τ.Β, 1996.
3. Ε. Κουνουγέρη – Μανωλεδάκη, “Υιοθεσία και αναδοχή ανηλίκου”, Αρμ. 51/1997, σ.741 -746.
4. Αχ. Κουτσουράδης, “Η σχεδιαζόμενη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου στον τομέα της επιτροπείας. ΙΙ.Οι προτεινόμενες αλλαγές στο δικονομικό πεδίο ενόψει της μεταρρύθμισης του δικαίου της επιτροπείας”, Αρμ. 46/1995, σ.1255-1267.
5. Ι. Σπυριδάκης, Η μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου (υιοθεσία, επιτροπεία, αναδοχή, δικαστική συμπαράσταση, δικαστική επιμέλεια ξένων υποθέσεων, συναφείς τροποποιήσσεις), Αθήνα-Κομοτηνή, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1997.
6. Ι. Σπυριδάκη, “Η υιοθεσία ανηλίκων”, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1997.
7. Κ. Φουντεδάκη (επιμέλεια), Η μεταρρύθμιση του δικαίου της υιοθεσίας, Εταιρία Νομικών Βορείου Ελλάδος, 27, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Σάκκουλα, 1996.
http://www.ert.gr