ΓΛΩΣΣΑ –ΔΙΓΛΩΣΣΙΑ – ΠΟΛΥΓΛΩΣΣΙΑ:
Πολιτισμικοί και ψυχοκοινωνικοί παράμετροι στην Ελλάδα και Κύπρο για την ενσωμάτωση μεταναστών
Η γλώσσα είναι ένα συμβολικό σύστημα, είναι όπως είπε ο καθηγητής κος Μπαμπινιώτης, «ένα αξιακό μέγεθος και το όχημα που σε φέρνει σε κάθε λαό, είναι μια άλλη ματιά έκφρασης-προσέγγισης στον κόσμο» στην ομιλία του στο Μοντεβιδέο, Ουρουγάη, στο ίδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού Μαρία Τσάκος, με πρακτικές, πολιτιστικές, κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις.
Είναι αναπόσπαστο μέρος της διαδικασίας ενσωμάτωσης σε μια κοινωνία και ταυτόχρονα μια από τις πρώτες ικανότητες που καλείται να αποκτήσει ο μετανάστης. Αυτή η διαδικασία μπορεί να διευκολύνεται από την πολιτεία ή ακόμα και να επιβάλλεται μέσω της κυβερνητικής πολιτικής.
Κάνουμε συχνά λόγο για πρώιμα δίγλωσσους, όταν η γλώσσα διδάχτηκε σε πολύ νεαρή ηλικία, και από αυτούς διαχωρίζουμε την ταυτόχρονη ή κατά άλλους γνήσια διγλωσσία, όταν οι 2 ή περισσότερες γλώσσες μαθαίνονται ταυτόχρονα ή επάλληλη αν η 2η μαθαίνεται μετά την εκμάθηση της 1ης .
Οι όψιμα δίγλωσσοι, μαθαίνουν μια ξένη γλώσσα μετά την εφηβεία.
Αν οι 2 γλώσσες έχουν υψηλό κύρος, τότε η διγλωσσία αποτελεί προσόν και ονομάζεται προσθετική.
Πχ ένα παιδί που μιλάει και Ελληνικά και Αγγλικά. Αναφέρεται επίσης η
αφαιρετική διγλωσσία, στην περίπτωση που η μία εκ των δύο γλωσσών δεν θεωρείται τόσο σημαντική. (Παπαπαύλου 1997).
Όπως αναφέρθηκε και σε ημερίδα με θέμα την Διαπολιτισμική Εκπαίδευση και
Αντιρατσιστική Κουλτούρα, (2004) «η εκμάθηση της δεύτερης γλώσσας πρέπει να
βασίζεται στην βελτίωση της μητρικής γλώσσας μέσω της προσθετικής διγλωσσίας
(additive bilingual enrichment principle) καθώς δεν προκύπτει καμιά γλωσσική σύγχυση ή μειονέκτημα αν τα προγράμματα εξυπηρετούν αποτελεσματικά τη συνεχή ανάπτυξη ακαδημαϊκών δεξιοτήτων και στις δύο γλώσσες. Και σύμφωνα με την αρχή της αλληλεξάρτησης των γλωσσών (linguistic interdependence principle) ή της κοινής υποκειμενικής ικανότητας (common underlying proficiency), το να μαθαίνουμε να διαβάζουμε είναι μία και μόνο διαδικασία σε δύο γλώσσες, οι οποίες ενισχύουν η μία την άλλη.»
Η Κύπρος ως πολυπολιτισμική χώρα έχει δύο επίσημες γλώσσες, την Ελληνική και την Τουρκική αλλά και ανεπίσημα την Αγγλική, που χρησιμοποιείται ως lingua franca (και ειδικά προ της εισβολής) σε πολλές κυβερνητικές υπηρεσίες όπως στο Νοσοκομείο Λευκωσίας και άλλους τομείς. Παράλληλα στην Κύπρο ομιλούνται κι άλλες γλώσσες, χωρίς να έχουν την επίσημη κατοχύρωση από το κράτος, όπως τα Αραβικά από την Μαρωνίτικη κοινότητα και την Λιβανική κοινότητα που δημιουργήθηκε μετά τους πολέμους της Εγγύς Ανατολής αλλά και η Ιταλική από Λατίνους. Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια, μετά την μετανάστευση στο νησί Ρωσόφωνων αλλά και μεταναστών από την Γεωργία , σε συνδυασμό με τον μεγάλο αριθμό Κυπρίων που σπούδασαν σε χώρες της Πρώην Σοβιετικής Ένωσης, είχαν σαν αποτέλεσμα να υπάρχει μεγάλη μερίδα ρωσόφωνων αλλά και γλωσσών όπως τα Γεωργιανά. Σ’ αυτό συντέλεσαν επίσης οι ευνοϊκοί όροι μεταχείρισης, ταξιδιωτικών οδηγιών και διευκολύνσεων προς τους Ρώσους υπηκόους και οι στενές σχέσεις σε όλα τα επίπεδα με τη Ρωσική Ομοσπονδία.
Περαιτέρω στο νησί ομιλούνται ένας μεγάλος αριθμός άλλων γλωσσών όπως η Γερμανική από αρκετούς γερμανόφωνους που διαμένουν στο νησί, Σουηδικά, Σερβο-κροάτικα, Βουλγάρικα αλλά και μεγάλος αριθμός νότιο-ασιατικών γλωσσών όπως Ινδικά αλλά και Κινέζικα από φοιτητές και εργάτες που εγκαταστάθηκαν τα τελευταία χρόνια στην Κύπρο.
Στην Κύπρο δεν δίνεται όπως αναφέραμε πρωτύτερα η ευκαιρία σε όλους τους μετανάστες να μεταφέρουν την οικογένειά τους στο νησί, γεγονός που περιορίζει σε μεγάλο βαθμό τον αριθμό των μεταναστών που έχουν παιδιά στην Κύπρο.
Η μητρική γλώσσα διατηρείται και μεταφέρεται κυρίως από την μητέρα ως αναφέρεται. Έρευνες έχουν αποδείξει ότι για να υπάρχει ικανή και σε βάθος εκμάθηση της γλώσσας της κοινωνίας υποδοχής, ως προς το λεξιλόγιο και τις εκφράσεις, απαιτείται ικανή γνώση της μητρικής γλώσσας από τα παιδιά των μεταναστών.
Σε χώρες όπως τις ΗΠΑ, η παλαιότερη και σε κάποιες περιπτώσεις και η σημερινή τακτική ήταν να πείθεται ο γονέας ότι δεν πρέπει να ομιλείται η μητρική γλώσσα στο σπίτι αλλά να ομιλείται αποκλειστικά η γλώσσα της κοινωνίας υποδοχής, σε μια προσπάθεια δημιουργίας εθνικής ομοιογένειας. Ο μετανάστης παρουσιάζεται στην ουσία με τις δυνατότητες είτε να διδάξει στο παιδί του την μητρική του γλώσσα αλλά και την τοπική γλώσσα, να μην διδάξει καθόλου την τοπική γλώσσα στο παιδί είτε να επιλέξει ως γλώσσα αποκλειστικά την τοπική γλώσσα.
Η κάθε επιλογή, συμβαδίζει σύμφωνα με τη θεωρία του Berry και τις αντίστοιχες
στρατηγικές επιπολιτισμού που επιλέγονται.
Η απόρριψη της μητρικής γλώσσας σημαίνει ότι οι προσωπικές εμπειρίες δεν μπορούν να μεταδοθούν στα παιδιά.
Το ίδιο ισχύει και για την κουλτούρα προέλευσης η οποία μεταδίδεται αναπόσπαστα με την μητρική γλώσσα.
Η γλώσσα πολλές φορές χρησιμοποιείται και ως μέσο διακριτού διαχωρισμού θεμιτό από τους μετανάστες και ως προμετωπίδα ταυτότητας εντός της κοινωνικής τους ομάδας, ενώ για τις υπόλοιπες συναναστροφές με την τοπική κοινωνία χρησιμοποιούν την επικρατέστερη γλώσσα.
Παρατηρούνται διαφορές σε παιδιά που μιλούν την μητρική γλώσσα και που λαμβάνουν μαθήματα της μητρικής γλώσσας και διατηρούν ικανά πολιτισμικά στοιχεία της μητρικής προέλευσης και ανάμεσα σε παιδιά που μπορεί μεν η γλώσσα να χρησιμοποιείται σε άλλοτε άλλο βαθμό, ενδο-οικογενειακά, αλλά κατά βάθος δεν έχουν καμία περαιτέρω σχέση και πιθανότατα δεν θα είναι μελλοντικά πραγματικά δίγλωσσοι. Συνήθως τα παιδιά αυτά εφαρμόζουν εν μέρει κάποιες πολιτισμικές επιταγές, τις οποίες έχουν ήδη επιλέξει οι γονείς τους και δεν είναι ολοκληρωμένες.
Η διγλωσσία μπορεί να είναι πραγματική με την έννοια της μεταφοράς των πολιτισμικών στοιχείων και επιτείνεται με την εκπαίδευση των παιδιών μεταναστών, αποκλειστικά στην μητρική γλώσσα. Η διγλωσσία μπορεί όμως να είναι και επίκτητη ή soustractif καθώς η μητρική δεν διδάσκεται και επιλέγεται μόνο για συγκεκριμένες περιπτώσεις.
Τα άτομα και οι οικογένειες που επιλέγουν την χρήση της γλώσσας της πλειοψηφίας και όχι την μητρική, συνήθως απορρίπτουν τα πολιτισμικά στοιχεία της κουλτούρας τους και αντιμετωπίζουν αρκετά εκπαιδευτικά αλλά και ψυχοπιεστικά προβλήματα. (Langues et identite, Ahmed Mohamed –2003).
Το επίπεδο ομιλίας έχει αναδειχθεί σε πολλές χώρες ως διακριτό σημείο ανώτερης
μόρφωσης και νοητικής ικανότητας, όπως στις ΗΠΑ, όπου εκτιμάται ιδιαίτερα ένας
εύγλωττος ομιλητής.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Μπάρακ Ομπάμα που θεωρείται ότι κέρδισε το προεδρικό χρίσμα λόγω ακριβώς της ευγλωττίας του.
Η εκπαιδευτική πολιτική έχει άμεση εμπλοκή στο θέμα γλώσσας καθώς τα εκπαιδευτικά συστήματα έχουν υπαρκτά διλήμματα στην ενσωμάτωση ή όχι της μητρικής γλώσσας
των παιδιών στο δημόσιο σχολείο ως μέρος του εκπαιδευτικού κορμού.
Προς το παρόν, στις περισσότερες χώρες δίνεται η δυνατότητα στα παιδιά-μετανάστες να διδάσκονται την μητρική γλώσσα ως απογευματινά φροντιστηριακά μαθήματα και όχι ως κύριο μάθημα, πόσο μάλλον ως κύρια γλώσσα μαθημάτων.
Σε πολλές περιπτώσεις η γλώσσα αναδεικνύεται σε σημείο πολιτικής έριδας όπως στην περίπτωση πχ του γαλλόφωνου Κεμπέκ και των φλαμανδικών περιοχών της Ολλανδίας που κατά καιρούς έχουν ζητήσει απόσχιση από τις συνομοσπονδίες στις οποίες ανήκουν , με κύριο κριτήριο επιλογής εθνικότητας (και όχι υπηκοότητας ) την γλώσσα. Δηλαδή η γλώσσα αναδεικνύεται σε πολιτικό εργαλείο με άλλοτε θετικές και άλλοτε αρνητικές επιδράσεις.
Στις επόμενες δεκαετίες, χώρες όπως η Ελλάδα και σε λιγότερο βαθμό η Κύπρος, θα
αντιμετωπίσουν αντικειμενικά το πρόβλημα της γλώσσα σε πρακτικές απόψεις της
κρατικής τους λειτουργίας.
Η Κύπρος αντίστοιχα, έχει το πλεονέκτημα του αποικιοκρατικού παρελθόντος και της γνώσης πολιτικών και μη ελιγμών γύρω από το καίριο αυτό θέμα, αλλά υπάρχει
εδραιωμένη και μια τρίγλωσση στην ουσία πολιτική (Ελληνικά, Τούρκικα, Αγγλικά),
επιτρέποντας έτσι την επέκταση της τοπικής γλωσσικής συνείδησης. Στις Ασσίζες
αναφέρεται ότι κατά περιοχές υπήρχαν από αρχαιοτάτων χρόνων περιοχές όπου οι
κάτοικοι ήταν έως και πεντάγλωσσοι!
Τα σύγχρονα δεδομένα αναφορικά με την πολυγλωσσία και τα παιδιά υπογραμμίζουν ότι ένα παιδί δεν έχει κανένα πρόβλημα να μάθει στην ουσία πολλές γλώσσες μαζί, χωρίς να υπάρχει καμία νοητική σύγχυση όπως κυριαρχεί στην λαϊκή αντίληψη.
Επαναλαμβάνουμε όμως πως για την εις βάθος αντίληψη οποιασδήποτε άλλης γλώσσας, απαιτείται άριστη γνώση της μητρικής.
Άρα επιβάλλεται η εκμάθηση της μητρικής γλώσσας σε σχολικό και δημόσιο επίπεδο για να έχουμε καλύτερα αποτελέσματα στην εκμάθηση.
Επιπλέον θα ήθελα να προσθέσω ότι, λόγω της μειωμένης γνώσης της τοπικής γλώσσας απ τους γονείς-μετανάστες, τα παιδιά συνήθως λειτουργούν ως μεταφραστές ή ενδιάμεσοι όταν χρειάζεται σε περιπτώσεις εργασιών ή γραφειοκρατικών διαδικασιών με κυβερνητικές υπηρεσίες όπως στην επίσκεψη στο νοσοκομείο. Αυτό αποτυπώνεται μετέπειτα και με έρευνά μας, με την επιλογή της γλώσσας αλλά και το πώς αισθάνονται οι γονείς αναφορικά με την αυτοδυναμία των παιδιών τους.
Τελικά θα ήθελα να προσθέσω μια τελευταία άποψη της γλώσσας, την θρησκευτική, που δεν έχει γίνει ακόμη συνειδητή στον δυτικό κόσμο. Η γλώσσα χρησιμοποιείται πολλές φορές ως σημείο αναφοράς θρησκευτικών πεποιθήσεων, καθιστώντας την αναπόσπαστο μέρος της ανατροφής ενός παιδιού. Αν και δεν είναι άμεσα αντιληπτό, αυτό συμβαίνει πολύ έντονα.
Όπως τα Ελληνικά θεωρούνται αναπόσπαστο μέρος της Ορθόδοξης λειτουργίας στην Εκκλησία, είτε αυτό αφορά μέρος της λειτουργίας ή ολόκληρη, ακόμα και με την ένταξη μεταφρασμένων μερών, είναι σημείο κατατεθέν της Ελληνορθόδοξης Χριστιανοσύνης.
Πολύ περισσότερο διακριτός όμως είναι ο ρόλος των Αραβικών και των θρησκευτικών σχολείων τα οποία αναπτύσσονται για την εκμάθηση του Κορανίου, το οποίο είναι κείμενο δύσκολο, με συμπυκνωμένο νόημα, που προσφέρει βαθειά μόρφωση και κατανόηση επιπλέον της γλώσσας.
Το ίδιο συμβαίνει με πολλές άλλες γλώσσες όπως τα Ιταλικά για τους Καθολικούς, τα Εβραϊκά για τους απανταχού Εβραίους, που ακόμα κι αν δεν γνωρίζουν την γλώσσα, μαθαίνουν απαραίτητα τις βασικές προσευχές στα Εβραϊκά.
Το γεγονός έρχεται να υπογραμμίσει το ρόλο της γλώσσας και να μας θυμίσει ότι, σε μια διαπολιτισμική κοινωνία η γλώσσα και η θρησκεία θα πάνε μαζί, άρα και δεν πρέπει να υποτιμούνται.