Έμφραγμα του μυοκαρδίου: Όταν ο χρόνος παύει να είναι σχετικός
Η σημαντική πρόοδος που έχει συντελεστεί, κυρίως τις τελευταίες δύο δεκαετίες, στην αντιμετώπιση του εμφράγματος του μυοκαρδίου, κυρίως λόγω της οργάνωσης των στεφανιαίων μονάδων εντατικής θεραπείας και των σύγχρονων τεχνικών επείγουσας επαναιμάτωσης (θρομβόλυση και αγγειοπλαστική), συνέβαλε στη μείωση της βραχυπρόθεσμης θνητότητας (δηλαδή του ποσοστού των εμφραγματιών που καταλήγουν) μεταξύ εκείνων που φτάνουν με έμφραγμα στο νοσοκομείο, από 25-30% τη δεκαετία του 1960 σε κάτω από 10% σήμερα.
Ωστόσο, η καλή αυτή εικόνα αποτελεί τη μια όψη του νομίσματος, καθώς παγκοσμίως ένα σημαντικό μέρος των ασθενών, οι οποίοι υφίστανται έμφραγμα του μυοκαρδίου, δεν φτάνει ποτέ στο νοσοκομείο. Στους εμφραγματίες αυτούς το ποσοστό θνητότητας τον πρώτο μήνα από το έμφραγμα είναι 30-50% και οι μισοί από αυτούς τους θανάτους σημειώνονται εντός των πρώτων 2 ωρών.
Εχει μάλιστα διαπιστωθεί ότι παρά τις μεγάλες προόδους της καρδιολογίας η θνητότητα στην ομάδα αυτήν των εμφραγματιών πολύ λίγο έχει μεταβληθεί τα τελευταία 30 χρόνια. Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι από εκείνους που πηγαίνουν τελικά στο νοσοκομείο, τη μεγαλύτερη ωφέλεια από τις σύγχρονες θεραπευτικές τεχνικές έχουν όσοι προσέρχονται τις πρώτες 1-2 ώρες, ενώ πολύ μικρότερο είναι το όφελος για εκείνους που προσέρχονται πάνω από 6 ώρες μετά την εκδήλωση του εμφράγματος.
Τα στοιχεία αυτά καταδεικνύουν τη μεγάλη σημασία που έχει η ταχεία και έγκαιρη προσέλευση στο νοσοκομείο κάθε ατόμου το οποίο έχει υποστεί ένα οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, αφού η όποια καθυστέρηση σκοτώνει. Σχετικές έρευνες έχουν δείξει ότι πολλοί ασθενείς πιστεύουν ότι το έμφραγμα έχει πάντοτε μια πολύ θορυβώδη, «κινηματογραφική» εκδήλωση, με αποτέλεσμα να μην αξιολογούν εγκαίρως εμφράγματα που εκδηλώνονται σταδιακά και σχετικά αθόρυβα.
Άλλοι πιστεύουν ότι τα συμπτώματά τους «θα περάσουν ύστερα από λίγο» και «περιμένουν να δουν» πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση πριν ζητήσουν ιατρική βοήθεια, ενώ σε μερικές περιπτώσεις τα συμπτώματα αποδίδονται σε άλλες καταστάσεις (π.χ. δυσπεψία, αρθρίτιδα, γρίπη).
Επιπλέον, κάποιοι δεν είναι ενημερωμένοι για τη σημασία της ταχείας προσέλευσης στο νοσοκομείο και αισθάνονται ενδεχομένως ντροπή να κινητοποιήσουν τους οικείους τους και τις υπηρεσίες υγείας από φόβο για την περίπτωση που πρόκειται για «λάθος συναγερμό». Επίσης, έχουν διαπιστωθεί «μειωμένα αντανακλαστικά» για άτομα τα οποία θεωρείται ότι βρίσκονται σε μειωμένο καρδιαγγειακό κίνδυνο, όπως γυναίκες και μικρής ηλικίας υγιείς άνδρες.
Η μείωση της θνητότητας στην ομάδα των εμφραγματιών που δεν φτάνουν ποτέ στο νοσοκομείο ή προσέρχονται καθυστερημένα απαιτεί τη δημιουργία μιας «αλυσίδας επιβίωσης» η οποία πρέπει να περιλαμβάνει, όπως είναι ευνόητο, τις υπηρεσίες ιατρικών υπηρεσιών και ιδιαιτέρως τα κέντρα παροχής άμεσης βοήθειας, αλλά πρέπει κατά κύριο και πρώτο λόγο να ξεκινά από τον ίδιο τον ασθενή.
Επομένως, κάθε άτομο, άνδρας ή γυναίκα, ανεξαρτήτως αν θεωρεί ότι ανήκει σε ομάδα υψηλού καρδιαγγειακού κινδύνου, πρέπει στην περίπτωση που αισθανθεί πόνο ή δυσφορία στο στήθος, στον τράχηλο, στο στομάχι ή στους ώμους και/ή δύσπνοια -ιδιαίτερα σε συνδυασμό με εφίδρωση, ναυτία ή ζάλη- να αναζητήσει αμέσως ιατρική βοήθεια.
Το «αμέσως» μεταφράζεται «μέσα στα επόμενα 5 λεπτά το πολύ».
Πηγή: Καρδιολογικό Βήμα