Οι συνέπειες της διάγνωσης χρόνιας νόσου στην εφηβεία
Σ’ ένα σώμα που αλλάζει, η ανατροπή των δεδομένων που επιφέρει η διάγνωση μίας χρόνιας νόσου – ας υποθέσουμε μη απειλητικής για τη ζωή του ασθενή – είναι καταλυτικής σημασίας. Το «πάσχον σώμα» είναι αναμφισβήτητα ένα θεμελιώδες κεφάλαιο για οποιαδήποτε ηλικία, για οποιαδήποτε στιγμή στη ζωή του ανθρώπου.
Στα παιδιά είναι θέμα κεντρικής σημασίας στη ζωή τους, μίας και μπορεί να μην επιτρέψει τη δημιουργία μίας ολοκληρωμένης εικόνας του σωματικού «εγώ». Στους εφήβους όμως, στο ηλικιακό φάσμα που καλύπτει η εφηβεία, μπορούμε με σχετική ασφάλεια να υποθέσουμε ότι κάποια βασικά θέματα για την ψυχική και σωματική ανάπτυξη του ατόμου έχουν ήδη κατακτηθεί.
Μολαταύτα ο έφηβος καλείται να «πενθήσει», να αποχωριστεί το παιδικό του σώμα – αλλά και τις παιδικές του ψυχοσεξουαλικές ανάγκες – και να προχωρήσει στη δημιουργία μίας νέας, συμπαγούς ταυτότητας που όχι μόνο περιλαμβάνει αλλά βασίζεται στη νέα του σωματική εικόνα. Οι ορμονικές αλλαγές του, η έμμηνος ρήση στα κορίτσια, η τριχοφυΐα, η αλλαγή της φωνής στ\’ αγόρια, το γενικότερο «μεγάλωμα», εκβιάζουν την ενσωμάτωσή τους στις ψυχικές λειτουργίες του εφήβου.
Όταν σχεδόν ταυτόχρονα μ\’ αυτές τις αλλαγές αποκαλύπτεται (διαγιγνώσκεται) μία σοβαρή ευαλωτότητα αυτού του σώματος, το οποίο δεν πάσχει μόνο από τις αλλαγές του αλλά και επί του πραγματικού νοσεί, τότε οι ψυχικοί αμυντικοί μηχανισμοί που λαμβάνουν χώρα για να κατανοηθεί η νέα κατάσταση είναι πολλοί και πολύπλοκοι. Υπάρχει ο κίνδυνος η νόσος να εκληφθεί ως «τιμωρία» συνυφασμένη με τη σεξουαλικότητα που έρχεται στο προσκήνιο με ορμή. Ακόμη, η ίδια η σεξουαλικότητα μπορεί να «ταυτιστεί» με τη νόσο (η «άρρωστη σεξουαλικότητά» μου). Τα συναισθήματα που προκαλεί η εφηβεία πιθανόν να ενταθούν (επιθετικότητα, καταστροφικότητα) ή να κατασταλούν (απόσυρση, απομόνωση). Σίγουρα όμως, η χαρά και η δύναμη της εφηβείας ανακόπτονται μπροστά στη θέα ενός δύσκολου μέλλοντος, φτωχού σε όνειρα και οραματισμούς.
Το χαρακτηριστικό των χρόνιων νοσημάτων είτε αυτά είναι ενδοκρινολογικά (π.χ. διαβήτης), είτε ρευματολογικά (π.χ. ρευματοειδής αρθρίτιδα) ή ακόμα πνευμονολογικά (π.χ. άσθμα) είναι η χρόνια λήψη θεραπείας αλλά και η ανάγκη διαφοροποίησης της καθημερινότητας του ασθενή.
Αυτοί και μόνο οι παράγοντες θέτουν απαραβίαστα όρια στους εφήβους-ασθενείς τα οποία έχουν την τάση οι έφηβοι εξ\’ ορισμού να τα παραβιάζουν, να τα ανατρέπουν ή να τα ακυρώνουν. Είναι εξαιρετικά δύσκολο άρα να αφομοιωθούν όλ\’ αυτά τα νέα δεδομένα, ειδικά σε μία ηλικία που δεν έχει ακόμη κατακτήσει την ωριμότητα.
Η εμφάνιση μίας χρόνιας νόσου στη διάρκεια της εφηβείας, αν υποθέσουμε ότι υπάρχει η γενετική προδιάθεση γι\’ αυτό, μπορεί ακόμη να είναι και αποτέλεσμα μίας έντονης ενδοψυχικής σύγκρουσης που βιώνει ο έφηβος. Για να δεχτούμε μία τέτοια άποψη (που δεν μπορεί προς στιγμήν ν\’ αποδειχθεί) θα πρέπει να δώσουμε τη μεγαλύτερη έμφαση στην ψυχική διάσταση του ατόμου, θέμα που δεν αναλύεται στα πλαίσια ενός σύντομου περιγραφικού άρθρου.
Ο ασθενής-έφηβος έχει πολύ μεγαλύτερη ανάγκη στήριξης για να κατανοήσει τι του συμβαίνει και πρωτίστως για να μπορέσει να πορευθεί ανεμπόδιστος στην ενήλικη ζωή του. Χρειάζεται περισσότερα εφόδια και ψυχικά εργαλεία για να καταφέρει ν\’ απολαύσει το σώμα του και τη ζωή του χωρίς την αίσθηση της μόνιμης, επιβεβλημένης στέρησης.
Για να καταφέρει τελικά να χαράξει τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στη «διαφορετικότητά» του και την ομοιότητά του με τους «άλλους» τους μη νοσούντες συνομηλίκους του. Το οικογενειακό πλαίσιο θα έχει την τάση να τον προστατεύσει. Οι συνομήλικοί του ίσως όχι – δεν φημίζονται όλοι οι έφηβοι για την ευαισθησία τους στα προβλήματα των άλλων. Μόνο όμως ο ίδιος ο έφηβος-ασθενής μπορεί και πρέπει ν\’ ανακαλύψει τα προσωπικά του όρια: τα σωματικά, τα ψυχικά, τα όρια των αντοχών του. Στο δύσκολο αυτό ταξίδι του δεν ωφελούν οι παραινέσεις, οι νουθεσίες, οι υπενθυμίσεις. Αυτό που προέχει είναι η στήριξή του στις δυσκολίες που προκύπτουν από την ψυχική του ανασφάλεια και όχι από τη σωματική ευαλωτότητα, μίας και η ψυχική του συγκρότηση θα τον βοηθήσει μακροπρόθεσμα να στηρίξει το σώμα του.
Πηγή: ΓΝΑ Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός, Τμήμα Ενδοκρινολογίας,