Βαλπροϊκό οξύ
γνωστό ως: Depakote, Depakine
Πως χρησιμοποιείται η εξέταση;
Η εξέταση αυτή γίνεται για να μετρηθούν τα επίπεδα του φαρμάκου στο αίμα και να ρυθμισθούν ανάλογα οι δόσεις του βαλπροϊκού, που λαμβάνει ο ασθενής. Αναλόγως με τα αποτελέσματα της ανάλυσης η δόση πιθανόν να τροποποιηθεί. Η εξέταση επαναλαμβάνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα, ώστε να διατηρούνται οι θεραπευτικές συγκεντρώσεις του φαρμάκου στο αίμα. Εάν ο ασθενής παρουσιάσει υποτροπή των συμπτωμάτων, εξαιτίας των οποίων λαμβάνει βαλπροϊκό, όπως ημικρανία, διπολική διαταραχή, επιληψία ή εάν προστεθούν ή μειωθούν τα συγχορηγούμενα με το βαλπροϊκό οξύ φάρμακα, τότε επίσης πρέπει να ξαναμετρηθούν τα επίπεδα του φαρμάκου στο αίμα, για να διαπιστωθεί εάν μεταβλήθηκε η συγκέντρωσή του. Η παρακολούθηση και ρύθμιση των επιπέδων του βαλπροϊκού, αποτρέπει την εμφάνιση των πιθανών παρενεργειών του φαρμάκου. Οι παρενέργειες αυτές μπορεί να είναι μεμονωμένες ή συνδυασμός των κατωτέρω:
* Γαστρεντερικές διαταραχές όπως ναυτία, έμετος, διάρροια
* Ίλιγγος
* Ασυνήθιστη απώλεια ή αύξηση του βάρους
* Τρόμος
* Διαταραχές της όρασης (θολή όραση ή δυσχρωματοψία);
* Μεταβολές της διάθεσης
* Μώλωπες ή αιμορραγίες
* Εξανθήματα
* Αλωπεκία
* Σπανίως ηπατική βλάβη ή παγκρεατίτιδα
Σε πολύ νέους ή σε ηλικιωμένους ασθενείς ίσως παρουσιασθούν εντονότερες ανεπιθύμητες ενέργειες, που σε κάποιες φορές μπορεί να οδηγήσουν σε αλλαγή της θεραπείας.
Πότε ζητείται η εξέταση
Τα επίπεδα του βαλπροϊκού μετρώνται στην έναρξη της θεραπείας και εάν αλλάξει η φαρμακευτική αγωγή του ασθενούς (προστεθούν καινούργια φάρμακα, μεταβληθεί η δοσολογία ή ακόμη διακοπεί η χορήγηση κάποιου φαρμάκου). Όταν το συγκέντρωση το βαλπροϊκού βρίσκεται στο θεραπευτικό παράθυρο, τότε η εξέταση επαναλαμβάνεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, ώστε να βεβαιωθούμε ότι παραμένει μέσα στα επιθυμητά όρια.
Εάν ο ασθενής δεν ανταποκρίνεται στο χορηγούμενο φάρμακο, ο γιατρός ζητά τη μέτρηση των επιπέδων του στο αίμα, για να διαπιστώσει τι συμβαίνει, δηλαδή εάν η συγκέντρωση είναι χαμηλή ή το φάρμακο είναι αναποτελεσματικό ή εάν ο ασθενής δεν συμμορφώνεται με τις οδηγίες λήψης του φαρμάκου. Επίσης επιβάλλεται η μέτρηση του βαλπροϊκού οξέος στο αίμα εάν εμφανισθούν ανεπιθύμητες ενέργειες. Η μέτρηση του βαλπροϊκού στο αίμα, αποκλείει την περίπτωση εμφάνισης των τοξικών επιπέδων.
Ο ασθενής πρέπει να συνεννοηθεί σχετικά με τον χρόνο της αιμοληψίας. Συνήθως προτιμάται η αιμοληψία να γίνεται ακριβώς πριν τη λήψη της επόμενης δόσης ( επίπεδα κατωφλίου). Έτσι διασφαλίζεται ότι διατηρείται η ελάχιστη αποτελεσματική συγκέντρωση του φαρμάκου στο αίμα.
Τι σημαίνει το αποτέλεσμα της εξέτασης;
Το θεραπευτικό παράθυρο του βαλπροϊκού είναι 50 – 120 µg/mL. Όταν η συγκέντρωση του φαρμάκου βρίσκεται σε αυτή την περιοχή, συνήθως δεν παρουσιάζονται παρενέργειες, όμως η δράση του φαρμάκου ποικίλει από άνθρωπο σε άνθρωπο. Κάποιοι θα παρουσιάσουν επιληπτικά επεισόδια, μεταβολές της διάθεσης ή ημικρανίες ακόμη και αν βρίσκονται στις χαμηλότερες τιμές του θεραπευτικού παραθύρου. Εάν βρίσκονται στις υψηλότερες τιμές του θεραπευτικού παραθύρου ίσως εμφανίσουν ανεπιθύμητες ενέργειες. Ο καθορισμός της δοσολογίας που οδηγεί σε θεραπευτικές συγκεντρώσεις και βέλτιστο φαρμακολογικό αποτέλεσμα προκύπτει μετά από στενή συνεργασία γιατρού και ασθενούς.
Εν γένει εάν η τιμή του βαλπροϊκού βρίσκεται μέσα στο θεραπευτικό παράθυρο και ο ασθενής δεν έχει επιληπτικά επεισόδια, μεταβολές της διάθεσης ή ημικρανίες ή παρενέργειες από το φάρμακο, η λαμβανόμενη δόση θεωρείται επαρκής. Οι ασθενείς δεν θα πρέπει να διακόπτουν ή να αυξομειώνουν το χορηγούμενο φάρμακο χωρίς να προηγηθεί επικοινωνία με το γιατρό τους, γιατί μπορεί να αυξηθούν οι πιθανότητες ενός επιληπτικού επεισοδίου ή να επηρεαστεί η δράση άλλων φαρμάκων που λαμβάνουν. Η ρύθμιση της δόσης είναι εξατομικευμένη και αφορά κάθε άτομο προσωπικά.
Τι άλλο πρέπει να γνωρίζω;
Το βαλπροϊκόπαρεμποδίζει το μεταβολισμό άλλων αντιεπιληπτικών φαρμάκων όπως καρβαμαζεπίνη, φαινυτοΐνη,λαμοτριγίνη, και φαινοβαρβιτάλη., με αποτέλεσμα την αύξηση της συγκέντρωσής τους στο αίμα. Εάν ο ασθενής λαμβάνει περισσότερα από ένα αντιεπιληπτικά ή άλλα φάρμακα πιθανόν να πρέπει και γι’ αυτά να γίνει μέτρηση της συγκέντρωσής τους στο αίμα.
Οι ηπατικές βλάβες είναι σπάνιες, όμως ποσοστό 20% όσων λαμβάνουν βαλπροϊκό παρουσιάζουν μέτρια αύξηση ηπατικών ενζύμων (AST και ALT). Μετά τη διακοπή του φαρμάκου οι τιμές των ενζύμων επανέρχονται εντός των τιμών αναφοράς.
Όσες έγκυες λαμβάνουν βαλπροϊκό κατά τη διάρκεια της κύησης, κυοφορούν έμβρυα με αυξημένο κίνδυνο συγγενών ανωμαλιών του νευρικού συστήματος, όπως το σύνδρομο δισχιδούς ράχης (spina bifida). Όσες γυναίκες παίρνουν βαλπροϊκό και επιθυμούν να μείνουν έγκυες, θα πρέπει να συμβουλευτούν σχετικά το γιατρό τους.
http://www.labtestsonline.gr