Ο Φόβος «συστατικό» του Άγχους
Ο φόβος είναι ένα συναίσθημα, όπως η χαρά, η λύπη κλπ. Το άγχος είναι μία κατάσταση όπου το μυαλό μας βρίσκεται το ίδιο, και θέτει τον οργανισμό μας, σε μία κατάσταση «συναγερμού» και ετοιμότητας αντίδρασης, σε οτιδήποτε αυτό θεωρεί ως απειλή. Επομένως το άγχος είναι μία λέξη που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε μία κατάσταση, η οποία περιλαμβάνει και συναισθήματα όπως ο φόβος, αναφέρεται όμως σε μία γενικότερη κατάσταση του οργανισμού.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορούμε για παράδειγμα να πούμε ότι όταν νιώθουμε άγχος για τις πανελλήνιες εξετάσεις που πρόκειται να δώσουμε, υπάρχει «στο κέντρο αυτού του άγχους», το συναίσθημα του φόβου. Στο συγκεκριμένο παράδειγμα, το συναίσθημα του φόβου δημιουργείται από σκέψεις που κάνουμε γύρω από το συγκεκριμένο θέμα. Σκεφτόμαστε πχ ότι αν δεν πετύχουμε στις εξετάσεις, θα απογοητεύσουμε τους δικούς μας ανθρώπους, ή τουλάχιστον έτσι νομίζουμε. Η σκέψη αυτή είναι ικανή να «δημιουργήσει» το συναίσθημα του φόβου και επομένως να μας βάλει σε μία κατάσταση διαρκούς άγχους. «Υπεύθυνος» για τα συναισθήματα που νιώθουμε είναι ο λεγόμενος συναισθηματικός εγκέφαλος.
Όπως έχουμε αναφέρει σε σχετικά άρθρα, αποσκοπεί στο να μας προστατεύσει από μία άμεση ή έμμεση απειλή, γι αυτό και αντιδρά πρώτος όταν βρεθούμε σε κίνδυνο, πχ μπροστά σε ένα επικίνδυνο ζώο. Το συναίσθημα του φόβου λοιπόν, όσο περίεργο κι αν φαίνεται, σκοπό έχει να μας προστατέψει. Να «ενεργοποιήσει» την κατάσταση του άγχους, ώστε να είμαστε σε ετοιμότητα να «παλέψουμε» ή να «τρέξουμε» μακριά από τον κίνδυνο που μας απειλεί.
Α) Ένας τρόπος λοιπόν που δημιουργούνται τα συναισθήματα που νιώθουμε, είναι από τις σκέψεις που κάνουμε (τότε λέμε ότι δημιουργήθηκαν από εσωτερικές καταστάσεις) πχ. σκέφτομαι ότι θα βγω σήμερα με έναν παλιό μου συμμαθητή και νιώθω χαρά. Τα συναισθήματα με την σειρά τους επηρεάζουν τις σκέψεις που κάνουμε, σε έναν συνεχή κύκλο. Έτσι επειδή νιώθω χαρά λόγω του παραπάνω γεγονότος, σκέφτομαι πιο αισιόδοξα και «βλέπω» με λιγότερο άγχος εκείνη την στιγμή τα προβλήματα στον εργασιακό μου χώρο. Αν η συναισθηματική μου διάθεση ήταν μελαγχολική, τα ίδια προβλήματα μπορεί σε άλλη στιγμή να τα «έβλεπα» ως ανυπέρβλητα και το άγχος που ένιωθα να ήταν ιδιαίτερα μεγάλο. Το ίδιο ισχύει και για το συναίσθημα του φόβου. Η ένταση του φόβου που θα νιώσουμε εξαρτάται από το αν θα μπορέσουμε να «επιβάλλουμε» την λογική μας σκέψη και να τον σταματήσουμε ή έστω να τον ελέγξουμε. Βιολογικά αυτό μπορούμε να τον κάνουμε μια και ο λογικός μας εγκέφαλος, συνεργάτης του συναισθηματικού, είναι πολύ «ισχυρός» και μπορεί να «επιβληθεί» και να «τιθασεύσει» συναισθήματα όπως ο φόβος. Αυτό βεβαίως δεν μπορούμε εύκολα να το κάνουμε από μόνοι μας. Αντιθέτως μέσα από την επαφή με τον ψυχολόγο, το μυαλό μας «μαθαίνει» να αναγνωρίζει πως λειτουργούν οι εγκεφαλικές λειτουργίες της σκέψης και των συναισθημάτων και πως αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, καθώς και πως ο ίδιος ο άνθρωπος μέσα από μία «εκπαίδευση» μπορεί να επηρεάζει σε τεράστιο βαθμό την αλληλεπίδραση αυτή.
Β) Τα συναισθήματα που νιώθουμε πολύ συχνά δημιουργούνται από εξωτερικά ερεθίσματα που δεχόμαστε, πχ αντιλαμβανόμαστε στο εργασιακό μας κλίμα, ότι υπάρχει κίνδυνος απόλυσης μας και νιώθουμε φόβο. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να τονίσουμε ότι δεν μπορούμε να ελέγξουμε τι συναισθήματα θα νιώσουμε, δεν είμαστε ρομπότ για να ρυθμίζουμε συνεχώς την σκέψη μας, ούτε μπορούμε να ασκήσουμε έλεγχο στα εξωτερικά ερεθίσματα και να κάνουμε να μην συμβούν. Αυτό όμως που μπορεί να ελέγξει και να ρυθμίσει ο εγκέφαλός μας είναι το πόσο θα διαρκέσει ένα συναίσθημα. Είναι ένας πανίσχυρος υπολογιστής που συνεχώς μαθαίνει, δεν είναι δυνατόν όμως συχνά από μόνος του να «ανακαλύψει» τις δεξιότητες που διαθέτει από μόνος του. Θα ήταν σαν ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής που αγοράσαμε, να μπορεί να ανακαλύψει από μόνος του όλα τα πιθανά προγράμματα που θα χρειαστεί καθώς και αυτά που θα θέλαμε εμείς, και να τα «εγκαταστήσει από μόνος του». Για τον λόγο αυτό λέμε ότι η αυτοανάλυση που μπορεί να κάνουμε στον εαυτό μας συχνά δεν είναι σωστή, μια και επηρεάζεται από κίνητρα, επιθυμίες μας, μηχανισμούς κλπ που ασυνείδητα τοποθετεί το μυαλό μας στον εαυτό μας.
Κατ΄αυτόν τον τρόπο πολύ συχνά, νιώθουμε φόβο για καταστάσεις ή αντικείμενα που φαινομενικά μας φαίνεται αδιανόητο γιατί μας φοβίζουν. Αυτό να σημαίνει ότι για κάθε άνθρωπο ισχύει πάντα η ίδια ερμηνεία. Πολύ συχνά το μυαλό μας χρησιμοποιεί το μηχανισμό της μετάθεσης του φόβου από κάτι που πραγματικά φοβόμαστε, σε κάποιο άλλο «αντικείμενο» το οποίο είναι πιο ορατό και αντιμετωπίσιμο. Έτσι για παράδειγμα, μπορεί να είμαστε αγχωμένοι για την δουλειά μας, χωρίς καν να το έχουμε συνειδητοποιήσει, αλλά κάποια στιγμή, να αρχίσουμε να φοβόμαστε για την υγεία μας και να τρέχουμε για εξετάσεις δίνοντας σημασία στο παραμικρό οργανικό σύμπτωμα. Έτσι μεταθέτουμε τον φόβο στο θέμα της υγείας μας. Σε ένα αντικείμενο δηλαδή που ασυνείδητα το μυαλό μας θεωρεί ότι είναι πιο «χειροπιαστό» να επηρεάσει, απ’ ότι το θέμα της εργασίας. Οι ιατρικές εξετάσεις εξαρτάται από εμάς το να τις κάνουμε και να προλάβουμε κάτι, στην δουλειά μας δεν μπορούμε να πούμε στον διευθυντή μας να μην μας απολύσει.
Θα ήταν σημαντικό στο σημείο αυτό να αναφέρουμε ένα ενδεικτικό παράδειγμα για το πως η ηθική μας, «αποθηκευμένη» σε μεγάλο βαθμό στο ασυνείδητό μας, μπορεί να μας δημιουργήσει το συναίσθημα του φόβου και την κατάσταση του άγχους.
Τρανταχτό παράδειγμα είναι η οικονομική κρίση που βιώνει η Ελλάδα το 2010 και η αδυναμία πολλών ανθρώπων να πληρώσουν τις υποχρεώσεις τους. Οι άνθρωποι που έχουν μεγαλώσει σε ένα οικογενειακό περιβάλλον όπου έμαθαν σε αυτό το οικογενειακό περιβάλλον ότι η συνέπεια αυτή είναι μία σημαντικότατη αξία, βιώνουν φόβο και άγχος, καθώς νιώθουν ότι η εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους ως «αξιοπρεπείς», απειλείται να καταρρεύσει. Προκύπτει δηλαδή μία σύγκρουση μεταξύ της ηθικής αξίας η οποία είναι «αποθηκευμένη» στο μυαλό μας και η οποία μόνο με ειδικό μπορεί να τροποποιηθεί, και της πραγματικότητας που είναι η αδυναμία να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους.
Στην παρούσα περίπτωση, ο φόβος αφορά την απειλή κατάρρευσης μιας θεμελιώδους αξίας, όπως αυτή έχει αποθηκευτεί στο μυαλό μας και έχει γίνει πια παγιωμένος τρόπος σκέψης , τον οποίο το άτομο, δεν μπορεί να τροποποιήσει, χωρίς μάλιστα την εκτίμηση ενός ειδικού, μπορεί να μην την έχει ούτε συνειδητοποιήσει. Επιπλέον, το ανθρώπινο μυαλό διαθέτει έμφυτους μηχανισμούς που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την κατάσταση του άγχους, θα το λέγαμε πρόχειρα, «κρύβοντας» από το συνειδητό μας αυτό που πραγματικά μας φοβίζει, με την «δημιουργία» κάποιου νέου φόβου, πχ φόβο για την υγεία μας.
Ένα άλλο πολύ συχνό παράδειγμα είναι ότι πολλές φορές η αυστηρής ηθικής σεξουαλική ανατροφή από τους γονείς μπορεί για παράδειγμα να δημιουργήσει ενοχές για την σεξουαλική επαφή, οι οποίες μπορεί να είναι εμφανείς σωματικά, πχ. πόνοι κατά την σεξουαλική επαφή, παρ’ όλα αυτά, η αιτία των πόνων να παραμένει «καλά κρυμμένη» από το συνειδητό μας. Έτσι μπορεί να δημιουργηθεί φόβος ή και αποφυγή της σεξουαλικής επαφής. Για τον λόγο αυτό, δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με ελαφρότητα τέτοιοι φόβοι, προσπαθώντας το άτομο να τους ξεπεράσει μόνο του.
Η άγνοια δυστυχώς για την επιστήμη της ψυχολογίας, έχει κάνει τους ανθρώπους συχνά να νιώθουν ως αδύναμοι χαρακτήρες, αν δεν «παλέψουν» κάτι μόνοι τους. Θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε την προσπάθεια αυτή με έναν άνθρωπο που επειδή τον πονάει το στομάχι του, προσπαθεί να κάνει μόνος του γαστροσκόπηση, ενώ πιθανά η γνώμη του γαστρεντερολόγου θα ήταν ότι δεν χρειάζεται αυτό ς ο τρόπος θεραπείας, ή θα την έκανε σωστά ως ειδικός. Το μυαλό μας διαθέτει την ικανότητα επίσης να «εφευρίσκει υποκατάστατα» για να αντιμετωπίσει προσωρινά διάφορες φοβίες. Έτσι κάποιος μπορεί να αφιερωθεί σε υπερβολικό βαθμό σε κάποιο χόμπι, επειδή φοβάται, λόγω της φοβίας του να βγαίνει συχνά έξω από το σπίτι. Μπορεί επίσης να μετράει πολλές φορές μέσα στην ημέρα την πίεση του, ενώ το πραγματικό του άγχος προκύπτει από την οικονομική του δυσχέρεια. Είναι αυτονόητο ότι αυτά τα «υποκατάστατα» δεν βοηθούν στην μόνιμη αντιμετώπιση και ίαση μιας φοβίας, αλλά την συντηρούν.
Συμπερασματικά πρέπει να τονίσουμε ότι το τι σημαίνουν οι φοβίες μας και πως τις «χρησιμοποιεί» το μυαλό μας, ποικίλλει από προσωπικότητα σε προσωπικότητα και δεν πρέπει τα παραδείγματα που αναφέραμε να χρησιμοποιηθούν ως διάγνωση από μη ειδικούς. Θα ήταν σαν να δίνουμε την ίδια αντιβίωση σε έναν άνθρωπο που έχει παρόμοια συμπτώματα με κάποιον άλλον, χωρίς να τον έχουμε εξετάσει.
Στην Ιατρική και στην Ψυχολογία, η λέξη «παρόμοια» δεν αρκεί για την διάγνωση ενός ειδικού. Απαιτείται ως υπεύθυνος επιστήμων να δει σε προσωπική επαφή τον άνθρωπο και να κρίνει.