Τροπονίνη
Πώς χρησιμοποιείται?
Ο προσδιορισμός της τροπονίνης παραγγέλλεται κυρίως σε ασθενείς με πόνο στο στήθος, με σκοπό να ελεγχθεί εάν αυτοί εμφανίζουν καρδιακό έμφραγμα (heartattack) ή κάποια άλλη καρδιακή βλάβη. Κατά την παραγγελία του προσδιορισμού της τροπονίνης μπορεί να εκτελεστεί ο προσδιορισμός είτε της τροπονίνης I είτε της τροπονίνης T; ένα εργαστήριο συνήθως εκτελεί τον έναν από τους δύο προσδιορισμούς. Ο προσδιορισμός της τροπονίνης μπορεί να παραγγελθεί είτε αυτοτελώς είτε σε συνδυασμό με τον προσδιορισμό άλλων καρδιακών βιοχημικών δεικτών (cardiacbiomarkers) όπως της κρεατινοκινάσης (CK), του ισοενζύμου CK–MB, και της μυοσφαιρίνης (myoglobin). Οι προσδιορισμοί της τροπονίνης I και της τροπονίνης T σταδιακά αντικαθιστούν τους προσδιορισμούς της κρεατινοκινάσης ( CK) και του ισοενζύμου CK – MB επειδή είναι πιο ειδικοί για την καρδιακή βλάβη (έναντι της μυοσκελετικής βλάβης) και παραμένουν αυξημένοι για μεγάλη χρονική περίοδο, αλλά πολλοί γιατροί εξακολουθούν να προτιμούν και την επιπρόσθετη πληροφορία που έχουν παραγγέλλοντας περισσότερους από έναν καρδιακούς βιοχημικούς δείκτες.
Ο προσδιορισμός της τροπονίνης συνήθως παραγγέλλεται όταν ένας ασθενής έρχεται για πρώτη φορά στο τμήμα επειγόντων και μπορεί να παραγγελθεί ξανά στις 6 και στις 12 ώρες. Ο προσδιορισμός της τροπονίνης χρησιμοποιείται στη διάγνωση του καρδιακού εμφράγματος, στην ανίχνευση και την αξιολόγηση της καρδιακής βλάβης σαν ήπια έως σοβαρή, καθώς και στη διαφοροποίηση κλινικών συμπτωμάτων όπως πόνο στο στήθος που οφείλεται σε άλλα αίτια. Σε ασθενείς που έχουν ξεκινήσει καθυστερημένα θεραπευτική αγωγή και παρουσιάζουν πόνο στο στήθος ο οποίος σχετίζεται με την καρδιά, ή έχουν δυσφορία, ή άλλα συμπτώματα όπως εφίδρωση, ή πόνο που εκτείνεται στους βραχίονες, στους ώμους, στις γνάθους, στο λαιμό, ή ναυτία, και/ή ελαφρύς πονοκέφαλος για περισσότερο από μια ημέρα, ο προσδιορισμός της τροπονίνης είναι προσδιορισμός επιλογής. Ο λόγος είναι ότι τα επίπεδα της τροπονίνης θα παραμένουν υψηλά στο αίμα για μεγάλο χρονικό διάστημα εάν τα συμπτώματα οφείλονται/ταν σε καρδιακή βλάβη.
Πότε παραγγέλλεται?
Ο προσδιορισμός της τροπονίνης συνήθως παραγγέλλεται, συχνά μαζί με άλλους καρδιακούς προσδιορισμούς όπως της κρεατινοκινάσης (CK), του ισοενζύμου CK–MB, ή της μυοσφαιρίνης (myoglobin), όταν ο ασθενής εμφανίζει παρατεταμένο πόνο στο στήθος ή άλλα συμπτώματα που θα μπορούσαν να σχετισθούν με καρδιακή βλάβη. Τυπικά, ο προσδιορισμός της τροπονίνης εκτελείται 2 ή 3 φορές κατά τη διάρκεια μιας περιόδου 12 έως 16 ωρών. Σε ασθενείς με σταθερή στηθάγχη (stableangina) (αναμενόμενα επεισόδια πόνου στο στήθος ο οποίος σχετίζεται με ανεπαρκή ροή του αίματος προς την καρδιά η οποία διορθώνεται με ανάπαυση και/ή φαρμακευτική αγωγή), ο προσδιορισμός της τροπονίνης μπορεί να παραγγέλλεται όταν τα συμπτώματα του ασθενούς κλιμακώνονται, ή συμβαίνουν όταν ο ασθενής βρίσκεται σε ανάπαυση, και/ή δεν αμβλύνονται με θεραπευτική αγωγή, ενδείξεις ότι η στηθάγχη μετατρέπεται σε ασταθή, θέτοντας τον ασθενή σε πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο να εμφανίσει καρδιακό έμφραγμα (heartattack) ή κάποιο άλλο σοβαρό καρδιακό πρόβλημα στο εγγύς μέλλον.
Τι σημαίνει το αποτέλεσμα αυτού του προσδιορισμού?
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Πρότυπα όρια αναφοράς για αυτόν τον προσδιορισμό δεν είναι διαθέσιμα. Επειδή οι τιμές αναφοράς εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες, όπως ηλικία, φύλο, πληθυσμιακό δείγμα και μέθοδο προσδιορισμού, τα αριθμητικά αποτελέσματα του προσδιορισμού έχουν διαφορετική σημασία σε διαφορετικά εργαστήρια. Το δικό σας εργαστηριακό αποτέλεσμα πρέπει να περιλαμβάνει τα επακριβή όρια αναφοράς για τον δικό σας προσδιορισμό. Τα “ Lab Tests Online ” ιδιαιτέρως συστήνουν να συζητάτε τα αποτελέσματα σας με τον γιατρό σας. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με όρια αναφοράς, διαβάστε το σχετικό “Όρια αναφοράς και τι σημαίνουν” (ReferenceRangesandWhatTheyMean).
Φυσιολογικά, τα επίπεδα της τροπονίνης είναι πολύ χαμηλά; ακόμη και ελαφρά αύξηση των επιπέδων μπορεί να υποδεικνύει κάποιο βαθμό βλάβης της καρδιάς. Πρέπει να τονισθεί σε αυτό το σημείο ότι είναι αναγκαίο ο αναλυτής στον οποίον εκτελούνται οι μετρήσεις της τροπονίνης να είναι επιμελώς βαθμονομημένος ιδίως στις τιμές κλινικού ενδιαφέροντος, οι οποίες βρίσκονται πλησίον των μηδενικών τιμών αυτής, ώστε να αποφεύγεται το πρόβλημα της προσθήκης αναλυτικού «θορύβου» στα αποτελέσματα. Το πρόβλημα της αξιολόγησης των μετρήσεων της τροπονίνης πέριξ των τιμών κλινικού ενδιαφέροντος εντείνεται και λόγω της έλλειψης προτύπου διαλύματος βαθμονόμησης για τον προσδιορισμό της τροπονίνης.
Όταν ο ασθενής εμφανίζει σημαντικά αυξημένα επίπεδα τροπονίνης και άλλα κλινικά ευρήματα, όπως ένα παθολογικό ηλεκτροκαρδιογράφημα (ECG), τότε είναι πολύ πιθανόν ότι ο ασθενής εμφανίζει καρδιακό έμφραγμα (heartattack). Εάν τα επίπεδα της κρεατινοκινάσης (CK), του ισοενζύμου CK-MB, και της μυοσφαιρίνης (myoglobin) είναι φυσιολογικά αλλά τα επίπεδα της τροπονίνης είναι αυξημένα, τότε είναι πολύ πιθανόν ότι η καρδιακή βλάβη είτε είναι μικρού βαθμού είτε έλαβε χώρα τουλάχιστον 24 ώρες πριν. Εάν τα αποτελέσματα του πρώτου προσδιορισμού της τροπονίνης είναι φυσιολογικά αλλά τα επακόλουθα (6 και 12 ωρών) εμφανίζονται αυξημένα, τότε η βλάβη της καρδιάς είναι πολύ πιθανόν να συνέβη εντός δύο ωρών πριν από τον πρώτο προσδιορισμό και δεν υπήρχε χρόνος να αυξηθούν τα επίπεδα. Όταν τα επίπεδα της κρεατινοκινάσης ( CK) εμφανίζονται αυξημένα αλλά τα επίπεδα του ισοενζύμου CK – MB (το οποίο είναι πιο κάρδιο-ειδικό από την CK) και της τροπονίνης είναι φυσιολογικά, τότε είναι πολύ πιθανόν ότι όποια συμπτώματα εμφανίζονται οφείλονται σε άλλο αίτιο, όπως μυοσκελετική βλάβη. Όταν ασθενής με πόνο στο στήθος και/ή διαγνωσμένη σταθερή στηθάγχη εμφανίζει φυσιολογικά επίπεδα τροπονίνης, κρεατινοκινάσης ( CK), και ισοενζύμου CK – MB, τότε είναι πολύ πιθανόν ότι η καρδιά του δεν έχει υποστεί βλάβη.
Τα επίπεδα της τροπονίνης θα παραμένουν υψηλά για 1-2 εβδομάδες μετά το καρδιακό έμφραγμα. Η τροπονίνη γενικά δεν επηρεάζεται από βλάβη σε άλλους μυς, έτσι μυϊκές ενέσεις, ατυχήματα, επίπονη άσκηση, και φάρμακα που μπορεί να προκαλέσουν μυϊκή βλάβη δεν επηρεάζουν τα επίπεδα της τροπονίνης.
Υπάρχει τίποτε άλλο που θα έπρεπε να γνωρίζω?
Τα αυξημένα επίπεδα της τροπονίνης δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν από μόνα τους για διάγνωση ή αποκλεισμό ενός καρδιακού εμφράγματος (heartattack). Η ιατρική εξέταση, ένα κλινικό ιστορικό και ένα ηλεκτροκαρδιογράφημα (ECG) είναι εξίσου σημαντικά. Κάποιοι ασθενείς με καρδιακό έμφραγμα θα έχουν φυσιολογικά επίπεδα τροπονίνης, και κάποιοι άλλοι με αυξημένα επίπεδα τροπονίνης δεν παρουσιάζουν την αναμενόμενη καρδιακή βλάβη. Τα επίπεδα της τροπονίνης μπορεί επίσης να εμφανίζονται αυξημένα λόγω κάποιας οξείας ή χρόνιας κατάστασης όπως μυοκαρδίτιδα (καρδιακή φλεγμονή), συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια (congestiveheartfailure), βαρύτατες λοιμώξεις, ηπατική νόσο (kidneydisease), δερματομυοσίτιδα, και πολυμυοσίτιδα.
http://www.labtestsonline.gr