Σάκχαρο

Facebooktwitterpinterest

Πως χρησιμοποιείται;
Ο προσδιορισμός της γλυκόζης στο αίμα ζητείται για να μετρηθεί η ποσότητα της γλυκόζης στο αίμα τη στιγμή ακριβώς της συλλογής του αίματος. Χρησιμοποιείται για να εντοπίσει την υπεργλυκαιμία (hyperglycemia) και την υπογλυκαιμία (hypoglycemia) και για να συμβάλλει στη διάγνωση του διαβήτη (diabetes). Η γλυκόζη του αίματος μπορεί να μετρηθεί μετά από νηστεία (το δείγμα συλλέγεται μετά από νηστεία 8 έως 10 ωρών), τυχαία (οποτεδήποτε), μετά από γεύμα, και/ή στα πλαίσια μίας καμπύλης ζαχάρου. Μία καμπύλη ζαχάρου είναι μία σειρά προσδιορισμών γλυκόζης αίματος. Συλλέγεται δείγμα γλυκόζης μετά από νηστεία. Στη συνέχεια ο ασθενής πίνει ένα διάλυμα που περιέχει μία σταθερή ποσότητα γλυκόζης ώστε να”ενεργοποιήσει” τον μηχανισμό μεταβολισμού της γλυκόζης στον οργανισμό του. Ακολουθούν ένας ή περισσότεροι επί πλέον προσδιορισμοί γλυκόζης που πραγματοποιούνται σε σταθερά χρονικά διαστήματα ώστε να ανιχνευτούν τα επίπεδα γλυκόζης του αίματος με την πάροδο του χρόνου. Η καμπύλη ζαχάρου ζητείται για τη διάγνωση του διαβήτη και για την παρακολούθηση ενός υψηλού ζαχάρου στο αίμα.
Η Αμερικανική Διαβητολογική Ενωση συνιστά είτε τον προσδιορισμό γλυκόζης μετά από νηστεία, είτε την καμπύλη ζαχάρου για τη διάγνωση του διαβήτη αλλά υποστηρίζει πως ο προσδιορισμός θα πρέπει να γίνεται δύο φορές, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, προκειμένου να επιβεβαιωθεί η διάγνωση του διαβήτη.
Οι περισσότερες έγκυες γυναίκες ελέγχονται για διαβήτη κύησης (gestational diabetes), ένα προσωρινό είδος υπεργλυκαιμίας, που εκδηλώνεται μεταξύ της 24ης και της 28ης εβδομάδας της κύησης (pregnancy) χρησιμοποιώντας μία παραλλαγή της καμπύλης ζαχάρου, την καμπύλη ζαχάρου ενός σημείου (μετά από μία ώρα). Αν είτε η γλυκόζη νηστείας, είτε ένα τυχαίο δείγμα γλυκόζης μίας εγκύου βρεθεί πάνω από τις τιμές που χρησιμοποιούνται για να διαγνώσουν το διαβήτη σε όσες δεν είναι έγκυες, αυτή θεωρείται πως έχει διαβήτη κύησης (gestational diabetes) και δεν χρειάζεται ούτε άλλος έλεγχος ούτε καμπύλη ζαχάρου. Αν η καμπύλη ζαχάρου ενός σημείου (μετά από μία ώρα) είναι υψηλότερη από την καθορισμένη τιμή, πραγματοποιείται μία καμπύλη ζαχάρου μεγαλύτερης χρονικής διάρκειας προκειμένου να ξεκαθαρίσει η κατάσταση της ασθενούς.
Οι διαβητικοί θα πρέπει να παρακολουθούν τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα τους, αρκετές φορές την ημέρα, για να προσδιορίσουν πόσο πάνω ή κάτω από τα φυσιολογικά όρια είναι το ζάχαρό τους καθώς επίσης και τι αντιδιαβητικά φάρμακα ή ινσουλίνη μπορεί να χρειάζεται να πάρουν. Αυτό συνήθως γίνεται αφού τσιμπήσουν το δέρμα τους με μία μικρή βελόνα, τοποθετήσουν μία σταγόνα από το αίμα τους σε μία ταινία γλυκόζης και στη συνέχεια βάλουν την ταινία σε ένα μετρητή γλυκόζης, μία μικρή συσκευή που καταγράφει ψηφιακά το επίπεδο της γλυκόζης στο αίμα.
Οσοι είναι πιθανόν να έχουν υπογλυκαιμία, τα επίπεδα γλυκόζης χρησιμοποιούνται ως «τριάδα του Whipple» προκειμένου να επιβεβαιωθεί μία διάγνωση. (Βλέπε την παράγραφο «Υπάρχει κάτι άλλο που θα έπρεπε να ξέρω;»). Η γλυκόζη των ούρων σπανίως ζητείται μόνη της. Κάποτε, χρησιμοποιείτο για την παρακολούθηση των διαβητικών, αλλά αντικαταστάθηκε σε μεγάλο βαθμό από την περισσότερο ευαίσθητη γλυκόζη του αίματος. Ωστόσο, η γλυκόζη των ούρων είναι μία από τις ουσίες που μετρώνται όταν γίνεται γενική εξέταση ούρων (urinalysis). Μία γενική ούρων γίνεται συνήθως στα πλαίσια μίας ιατρικής εξέτασης, όταν ο γιατρός υποψιάζεται πως ένας ασθενής μπορεί να έχει μόλυνση του ουροποιητικού συστήματος (urinary tract infection), ή για μία σειρά άλλων λόγων. Αν το ζάχαρο των ούρων είναι αυξημένο, ο γιατρός μπορεί να ζητήσει ένα προσδιορισμό γλυκόζης στο αίμα.

[Back to top]

Πότε ζητείται ;
Ο προσδιορισμός της γλυκόζης του αίματος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εξεταστούν υγιή, ασυμπτωματικά άτομα για διαβήτη (diabetes) και προ-διαβητική κατάσταση (pre-diabetes) δεδομένου ότι ο διαβήτης είναι μία συνήθης ασθένεια που αρχίζει με λίγα συμπτώματα. Τέτοιου είδους προσδιορισμοί γίνονται κατά τη διάρκεια μιας διαφημιστικής καμπάνιας για τη δημόσια υγεία ή στα πλαίσια εκδηλώσεων και προγραμμάτων υγείας στους χώρους εργασίας. Μπορεί επίσης να ζητηθεί μετά από μία κλινική εξέταση ρουτίνας. Ο προσδιορισμός είναι ιδιαίτερα σημαντικός για άτομα που έχουν υψηλό κίνδυνο να εμφανίσουν διαβήτη, όπως είναι όσα έχουν οικογενειακό ιστορικό διαβήτη, όσα είναι υπέρβαρα, και όσα είναι άνω των 40 έως 45 ετών.
Ο προσδιορισμός της γλυκόζης του αίματος μπορεί επίσης να ζητηθεί για να βοηθήσει στη διάγνωση του διαβήτη όταν κάποιος έχει συμπτώματα υπεργλυκαιμίας (hyperglycemia), όπως:

* Αυξημένη δίψα
* Αυξημένη διούρηση
* Κόπωση
* Θαμπή όραση
* Μολύνσεις που επουλώνονται δύσκολα

ή συμπτώματα υπογλυκαιμίας (hypoglycemia), όπως:

* Εφίδρωση
* Αίσθημα πείνας
* Τρεμούλα
* Ανησυχία
* Σύγχυση
* Θαμπή όραση

Ο προσδιορισμός της γλυκόζης του αίματος πραγματοποιείται επίσης σε επείγουσες καταστάσεις για να εκτιμηθεί αν το χαμηλό ή το υψηλό ζάχαρο συμβάλλει στην εμφάνιση συμπτωμάτων όπως λιποθυμία ή έλλειψη συνείδησης. Αν ένας ασθενής έχει προ-διαβητική κατάσταση (ο οποίος χαρακτηρίζεται από επίπεδα γλυκόζης μετά από νηστεία ή καμπύλη ζαχάρου υψηλότερα από τα φυσιολογικά αλλά χαμηλότερα από αυτά που ορίζουν κάποιον ως διαβητικό), ο γιατρός θα ζητήσει ένα προσδιορισμό γλυκόζης σε τακτά χρονικά διαστήματα για να παρακολουθεί την κατάσταση του ασθενούς. Για αποδεδειγμένα διαβητικούς, οι γιατροί θα ζητήσουν προσδιορισμούς γλυκόζης σε συνδυασμό με άλλους προσδιορισμούς όπως γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη HbA1c (hemoglobin A1c) για να καταγράφουν τα επίπεδα της γλυκόζης σε μία ορισμένη χρονική περίοδο. Κατά διαστήματα, ένας προσδιορισμός γλυκόζης αίματος μπορεί να ζητηθεί μαζί με προσδιορισμό ινσουλίνης (insulin) και C-πεπτιδόυ (C-peptide) για την παρακολούθηση της παραγωγής ινσουλίνης.
Οι διαβητικοί μπορεί να χρειαστεί να ελέγχουν οι ίδιοι το ζάχαρό τους, μία ή περισσότερες φορές την ημέρα, να παρακολουθούν τα επίπεδα γλυκόζης και να καθορίζουν τις θεραπευτικές επιλογές που τους έχει συστήσει ο γιατρός τους.
Εγκυες γυναίκες ελέγχονται συνήθως για διαβήτη κύησης (gestational diabetes), σε φάση προχωρημένης εγκυμοσύνης, εκτός και αν έχουν πρόδρομα συμπτώματα ή είχαν κατά το παρελθόν διαβήτη κύησης. Όταν μία γυναίκα έχει διαβήτη κύησης, ο γιατρός της θα ζητήσει συνήθως προσδιορισμό ζαχάρου σε όλη τη διάρκεια της υπόλοιπης εγκυμοσύνης της (pregnancy) και παρακολούθηση της κατάστασής της μετά τον τοκετό.

[Back to top]

Τι σημαίνει το αποτέλεσμα της εξέτασης;
Υψηλά επίπεδα γλυκόζης πολύ συχνά υποδηλώνουν διαβήτη (diabetes), ωστόσο αρκετές άλλες ασθένειες και καταστάσεις μπορεί επίσης να είναι η αιτία ενός υψηλού ζαχάρου. Οι πληροφορίες που ακολουθούν συνοψίζουν τη σημασία των εργαστηριακών αποτελεσμάτων. Βασίζονται στις υποδείξεις σύμφωνα με την κλινική πρακτική της Αμερικανικής Διαβητολογικής Ενωσης.

Γλυκόζη νηστείας

Από 70 έως 99 mg / dL (3.9 έως 5.5 mmol/L)
Φυσιολογική ανοχή γλυκόζης (μετά από φόρτιση)

Από 100 έως 125 mg / dL (5.6 έως 6.9 mmol/L)
Διαταραγμένη (ελαφρώς αυξημένη) γλυκόζη νηστείας (προ-διαβητική κατάσταση)

126 mg / dL (7.0 mmol/L) και πάνω σε περισσότερους από έναν προσδιορισμούς
Διαβήτης

Καμπύλη ζαχάρου
[εκτός εγκυμοσύνης]
(2 ώρες μετά τη λήψη διαλύματος 75-γραμ. γλυκόζης)

Λιγότερο από 140 mg / dL (7.8 mmol /L)
Φυσιολογική ανοχή γλυκόζης (μετά από φόρτιση)

Από 140 έως 200 mg / dL (7.8 έως 11.1 mmol /L)
Διαταραγμένη (ελαφρώς αυξημένη) καμπύλη ζαχάρου (προ-διαβητική κατάσταση)

Ανω των 200 mg / dL (11.1 mmol /L) σε περισσότερους από έναν προσδιορισμούς
Diabetes

Ελεγχος διαβήτη κύησης: Καμπύλη ζαχάρου ενός σημείου
(1 ώρα μετά τη λήψη διαλύματος 50-γραμ. γλυκόζης)

Λιγότερο από 140* mg / dL (7.8 mmol /L)
Φυσιολογική ανοχή γλυκόζης (μετά από φόρτιση)

140* mg / dL (7.8 mmol /L) και άνω
Παθολογικά, απαιτείται καμπύλη ζαχάρου (βλέπε παρακάτω)

* Ορισμένοι χρησιμοποιούν ως όριο το >130 mg / dL (7.2 mmol / L) διότι αυτό εντοπίζει το 90% των γυναικών με διαβήτη κύησης, σε σύγκριση με το 80% που εντοπίζεται αν χρησιμοποιηθεί ως όριο το >140 mg / dL (7.8 mmol / L).

Πως γίνεται η διάγνωση για τον Διαβήτης κύησης:
Με καμπύλη ζαχάρου
(μετά τη λήψη διαλύματος 100-γραμ. γλυκόζης)

Μετά από νηστεία*
95 mg/dL (5.3 mmol/L)

1 ώρα μετά από ορισμένη ποσότητα* γλυκόζης
180 mg/dL (10.0 mmol/L)

2 ώρες μετά από ορισμένη ποσότητα * γλυκόζης
155 mg/dL (8.6 mmol/L)

3 ώρες μετά από ορισμένη ποσότητα *** γλυκόζης
140 mg/dL (7.8 mmol/L)

* Αν δύο ή περισσότερες τιμές υπερβαίνουν τα όρια, η διάγνωση είναι διαβήτης κύησης.
** Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ποσότητα γλυκόζης 75-γραμ., παρότι η μέθοδος αυτή δεν είναι τόσο καλά τεκμηριωμένη όσο η καμπύλη ζαχάρου των 100-γραμ. Δεν γίνεται αιμοληψία για το δείγμα των 3 ωρών αν χρησιμοποιηθούν 75 γραμμάρια.

Μερικές από τις άλλες ασθένειες και καταστάσεις που μπορεί να προκύψουν όταν τα επίπεδα της γλυκόζης είναι υψηλά, είναι οι εξής:

• Ακρομεγαλία (Acromegaly)
• Έντονο stress (επακόλουθο τραύματος, καρδιακής προσβολής (heart attack), και εγκεφαλικής συμφόρησης (stroke) για παράδειγμα)
• Χρόνια νεφρική ανεπάρκεια
• Σύνδρομο Cushing (Cushing syndrome)
• Φάρμακα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται τα: κορτικοστεροειδή, τρικυκλικά και αντικαταθλιπτικά, διουρητικά, επινεφρίνη, οιστρογόνα (αντισυλληπτικά χάπια και υποκατάστατα ορμονών), λίθιο, φενυντοϊνη (Dilantin), σαλικυλικά,
• Πρόσληψη υπερβολικής τροφής
• Υπερθυρεοειδισμός (Hyperthyroidism)
• Καρκίνος του παγκρέατος (Pancreatic cancer)
• Παγκρεατίτιδα (Pancreatitis)

Χαμηλές έως μη-ανιχνεύσιμες τιμές ζαχάρου στα ούρα θεωρούνται φυσιολογικές. Οτιδήποτε αυξάνει τα επίπεδα της γλυκόζης του αίματος μπορεί επίσης να αυξήσει και τα επίπεδα της γλυκόζης στα ούρα. Αυξημένα επίπεδα γλυκόζης στα ούρα μπορεί να εμφανιστούν με ορισμένα φάρμακα, όπως οιστρογόνα και ένυδρος χλωράλη, καθώς επίσης και σε μερικές μορφές νεφρικής νόσου (renal disease).
Μετρίως αυξημένα επίπεδα μπορεί να εμφανιστούν στην προ-διαβητική κατάσταση. Αν αυτή η κατάσταση δεν αντιμετωπιστεί, οδηγεί συχνά δε διαβήτη τύπου 2 (type 2 diabetes).

Χαμηλά επίπεδα γλυκόζης (υπογλυκαιμία) εμφανίζονται επίσης σε:

• Ανεπάρκεια των επινεφριδίων (Adrenal insufficiency)
• Λήψη οινοπνεύματος
• Φάρμακα, όπως ακεταμινοφαίνη και αναβολικά στεροειδή
• Εκτεταμένη ηπατική βλάβη (liver disease)
• Διαταραχές της υπόφυσης
• Υποθυρεοειδισμό (Hypothyroidism)
• Λήψη υπερβολικός δόσης ινσουλίνης
• Ινσουλίνωμα (παγκρεατικοί όγκοι που παράγουν ινσουλίνη)
• Ασιτία

[Back to top]

Τι άλλο πρέπει να γνωρίζω;
Η υπογλυκαιμία (hypoglycemia) χαρακτηρίζεται από πτώση της γλυκόζης του αίματος σε ένα επίπεδο όπου στην αρχή προκαλεί συμπτώματα του νευρικού συστήματος (εφίδρωση, αίσθημα παλμών, αίσθημα πείνας, τρεμούλα, και ανησυχία), και στη συνέχεια αρχίζει να επιδρά στον εγκέφαλο (προκαλώντας σύγχυση, παραισθήσεις, θαμπή όραση, και μερικές φορές ακόμα και κώμα και θάνατο). Μία σύγχρονη διάγνωση της υπογλυκαιμίας απαιτεί την ικανοποίηση της «τριάδας Whipple ». Τα τρία αυτά κριτήρια περιλαμβάνουν:

* Αποδεδειγμένα χαμηλά επίπεδα γλυκόζης (λιγότερο από 40 mg / dL (2.2 mmol / L) με συχνά ταυτόχρονο προσδιορισμό των επιπέδων της ινσουλίνης (insulinlevels) και μερικές φορές του C -πεπτιδίου (C-Peptidelevels)
* Συμπτώματα υπογλυκαιμίας
* Αναστροφή των συμπτωμάτων όταν τα επίπεδα γλυκόζης του αίματος επανέλθουν στο φυσιολογικό.

Πρωτοπαθής υπογλυκαιμία είναι σπάνια και συχνά διαγιγνώσκεται στη βρεφική ηλικία. Οι άνθρωποι μπορεί να έχουν συμπτώματα υπογλυκαιμίας χωρίς να έχουν πραγματικά χαμηλό ζάχαρο αίματος. Στις περιπτώσεις αυτές, διαιτητικές αλλαγές όπως το να τρώσει κανείς συχνά μικρά γεύματα και αρκετά snacks την ημέρα και το να επιλέγει σύνθετους υδατάνθρακες αντί για απλά ζάχαρα μπορεί να είναι αρκετό για να αμβλύνει τα συμπτώματα. Οσοι έχουν υπογλυκαιμία μετά από νηστεία μπορεί να χρειάζονται ενδοφλέβια χορήγηση γλυκόζης αν τα διαιτητικά μέτρα είναι ανεπαρκή

Facebooktwitterpinterest

Στείλτε τις απορίες σας

Στείλτε τις απορίες σας στο Γιατρό - Συγγραφέα του παραπάνω άρθρου
  • This field is for validation purposes and should be left unchanged.