Τα ύδατα της Στυγός
Η Στύγα
Το αθάνατο νερό
Τρεις ώρες δρόμο – πορεία κόπου και κίνδυνου – από το γραφικό χωριό Μεσορρούγι, γενέτειρα του Περεσιάδη, φτάνουν για να τερματίσει κανείς το σκαρφάλωμα στο πέτρινο βουνό κατά τα Νοτιοδυτικά, στην κρεμασμένη στα σύννεφα κορφή του Χελμού, τ’ Αροάνεια όρη των αρχαίων. Εκεί βρίσκεται η Νωνακρία πηγή, τα λεγόμενα ύδατα της Στυγός, το σημερινό Μαυρονέρι.
Είναι η περιφέρεια της αρχαίας Νωνάκριδος, που η μυθολογική γενεαλογία τη θέλει -την Νώνακριν- γυναίκα του Λυκάονος, βασιλιά της αρκαδικής Αζανίας.
Η Στυγα (Στυξ = σκοτεινή), κόρη του Ωκεανού και της Τιθύος, γέννησε από τον Πάλλοντα τέσσερα παιδιά: τον Ζήλο, το Κράτος, τη Βία και τη Νίκη.
Το αρχαίο πνεύμα, τόσο εφευρετικό σε όμορφους μύθους, δημιουργούσε με την μετουσίωση και ωραιοποίηση των φυσικών φαινομένων, τη φωτεινή θρησκεία του και με την ίδια τη μορφή της φύσης, έπλαθε και μετέπλαθε τα πανέμορφα σχήματα των θεών και των γιγάντων του, εξυψώνοντας τα σε αρμονίες και ωραιότητες πρωτόγνωρες και μεταμόρφωνε με την αστραπή της αφελούς, της χαρούμενης και χαμογελούσας μεγαλοφυίας του, το μεγαλοπρεπές σε σαγηνευτικό και το τραχύ σε τιτανικό.
Πώς λοιπόν μπορούσε να μη ζυμώσει τούτο το βουνό με το δικό του νερό και να μη δημιουργήσει στο αντίκρυσμα της επιβλητικής θέας του αιώνιου βράχου και της εξωτικής πηγής, να μην πλέξει το θρύλο της Στύγας, του αθάνατου νερού;
Θα προσπαθήσω να δώσω μια κάποια εικόνα και περιγραφή του χιλιοτραγουδισμένου τούτου μέρους από τις γιγάντινες λύρες των αρχαίων κι από το απαλό φύσημα της γλυκειάς φλογέρας, τις ειδυλλιακές νότες του δημοτικού μας τραγουδιού.
Καθισμένος στη βάση ενού κάθετου βράχου, ψηλού πάνω από εκατό μέτρα, βλέπεις κάτω τις χαράδρες και τις κορφές σαν κλίμακα γιγάντων, σαν ένα σίφουνα πελώριων όγκων που κοιτώντας αιώνια προς τη θάλασσα, πέτρωσε σε μια στιγμή από το θαύμα της πηγής που τρέχει τα κρυσταλλένια νάματά της ψηλά σου.
Ένας ίλιγγος σ’ αδράχνει και σε τινάζει σα στάλα δροσιάς στη ριπή του ανέμου, σε τινάζει αδύναμο στο βάραθρο των δυο χιλιάδων μέτρων, που πολύπτυχο ξανοίγεται στην αλληλουχία των αβύσσων.
Πέρα, δασόφυτη, πυκνή και παρθένα η πλαγιά -στης Γκόλφως την Ιτιά- στέλνει στ’ αυτιά σου το παράξενο βουητό της, σμιγμένο με το βρόντο του καταρράχτη και το μουγκρητό της περήφανης βουνοκορφής στην πρόσκληση των ανέμων, αντιλαλεί και σκορπίζει την αχώ του χίλιες φορές τριγύρω στις αγκαλιές και στους κόλπους του δυνατού βουνού. Στις ρεματιές αστράφτουν φεγγοβόλα τα κάτασπρα σπλάχνα του παγωμένου χιονιού, σαν σταλαχτίτες ουράνιας σπηλιάς.
Από τα πόδια σου μέχρι τριάντα μέτρα πάνω, μια γερτή πλάκα, φιλημένη, θωπευμένη και δαρμένη από τα νερά, νικήτρια και νικημένη, λουσμένη, σμιλεμένη, αστραφτοκοπούσα, απλώνει, ξεχειλίζει, ξεγλυστρά, δέχεται, σκορπίζει, κατανέμει, αγκαλιάζει και στρώχνει σαν αυλάκι τα ύδατα της Στύγας που πέφτουν στην άκρη της και τα στέλνει από μιαν αόρατη σχεδόν πτυχή, ανάμεσα σε τρόχαλα και συντρίμια πέτρας, στα έγκατα της γης. Είναι η πλάκα εκείνη το προμηθεϊκό ακόνι, που πάνω της ακονίστηκε και γίνηκε κοφτερό το αρχαίο πνευματικό σπαθί κι ο μέγας νους.
Εκεί που σώνεται η πλάκα, ανοίγει στη βάση του ο βράχος και δημιουργείται η σπηλιά, το “Άνιγρον άντρον” (εκεί μέσα ο Μελάμπους εθεράπευσε τις μαινόμενες Προιτίδες, δίνοντάς τους κρασί να πιούν και λούζοντάς τες με νερό), που στο βάθος του ξεφεύγει λίγο ξάστερο νάμα κατάψυχρο από μια χαράδρα και χωνεύει κι αυτό μέσα στις πέτρες.
Στο μέρος της συμβολής της σπηλιάς και του πάνω μέρους της πλάκας, πέφτει σαν βροχή, σε μήκος πτώσης είκοσι και βάθους πέντε μέτρων, το νερό της Στύγας.
Η πηγή βρίσκεται στην κορφή του βράχου, εκατό μέτρα πάνω από σένα.
Το νερό της λίγο, μόλις ένα αυλάκι μικρό.
Πριν φτάσει στο σημείο της πτώσης του, απλώνει σ’ ένα δόντι του βράχου και κατεβαίνει από το ιλιγγιώδες εκείνο ύψος σε πολυπληθή καταμερισμό, αλλού γλύφοντας τη γυαλιστερή πέτρα και ξαπλώνοντας αστραφτερό πάνω της, αλλού ραντιζόμενο σαν άμμος ασημένιος, αλλού με τη βιασύνη θεϊκής κλεψύδρας, αλλού θρυματισμένο σε δροσοσταλίδες, αλλού σε αναπηδήσεις χιλιόμορφες αναγκασμένο κι αλλού σαν ψιλόβροχο ριγμένο, ανάλογα με τις μικρές κι αόρατες ανωμαλίες του λιθοκορμού.
Το πλάτος της πτώσης ή του κάθετου αυλακού είναι είκοσι μέτρα, με δύο πιο έντονα κοιλώματα στις άκρες του σχεδόν, σαν τα ίχνη που αφήνουν οι τροχοί γιγάντιων αρμάτων στους ολύμπιους δρόμους. Πάνω σε άρμα τέτοιο θα κατέβηκεν η Θέτις, μέσα στις αστραπές και τις βροντές του νερού, για να βαφτίσει το γιό της.
Αν τραβηχτείς πιο μακρυά, δε φαίνεται καθόλου το νερό, μήτε σαν βροχή και τότε, επειδή ο βράχος με την εναπόθεση σιδηρούχων αλάτων γίνηκε σκούρος στο διάβα των αλλεπάλληλων χιλιετηρίδων κι επειδή οι πλαγινές του συνέχειες -προεκτάσεις- είναι αλλού πυρρές κι αλλού λευκές, τονίζοντας έτσι την αντίθεση, φαίνεται το μέρος που περνά το νερό, που πέφτει να πούμε, σαν μια τεράστια μαύρη πλάκα, στενόμακρη, σαν μια ζοφερή πόρτα του Αδη, που από κει μπαίναν οι αρχαίοι στα Τάρταρά του.
‘Οταν ο ήλιος χτυπά στο νερό που απλώνει σ’ όλο το βράχο, οι ακτίνες του, αντανακλώμενες, φτιάχνουν ένα αδύναμο, κι όμως τόσο μαγευτικό μες στην αχλύ του, ουράνιο τόξο, κάνοντας υπερκόσμια γέφυρα στα στέρνα του χάους.
Κάτω, πέρα από το σκοτεινό άνοιγμα της σπηλιάς, γίνεται, σχηματίζεται το δεύτερο, το έντονο, το λαμπρό της Στύγας στεφάνι, το ουράνιο τόξο της, αστραποβόλο και φανταχτερά πολύχρωμο, που κρέμεται σαν περιδέριο μυθικό στα κρυστάλλινα στήθη της.
Όμως, ψηλά στην κορφή του βράχου δυναμώνει το ρεύμα του αέρα κι αρχίζει τώρα τις συστροφές και τις ανώσεις του. Και βλέπεις κάτι το φαντασμαγορικό, το αντάξιο της αθάνατης πηγής, το απαράμιλλο και το ασύγκριτο φαινόμενο.
Όταν οι στάλες του νερού χτυπώντας στις πέτρες γίνουνται ψιχάλες, τις αρπάζει ο αέρας, τις μετεωρίζει, τις κάνει σύννεφο κάτασπρο, ομίχλη λευκή σαν πέπλο, καταχνιά, μιαν αγκαλιά φτερών κύκνου, μια τουλούπα χιονάτου μαλλιού που ξεφτά, που πετά πέρα και κείθε, που κατεβαίνει με ρίγη και με χάδια και με σπασμούς, που πλαγιάζει κι ανατινάζεται, που λοξοδρομεί και σταματά και γυρίζει και ξεκινά και συστρέφεται κι αναδιπλώνεται, που χυμά στα βάθη χωρίς να φτάνει, που φτερουγίζει κλονούμενο, περιδινούμενο, που φεύγει τρεμάμενο πάλι προς τα πάνω, που κυνηγιέται με τ’ άλλο, που ρίχνεται ψηλά στους αιθέρες σαν βολίδα για μια στιγμή κι ύστερα κόβεται η βιασύνη του σε κάποιον απαλό δισταγμό και πάλι χαϊδεύει το βράχο κι απλώνει και μαζεύεται, και τυλίγεται και ξεδιπλώνεται, πυκνώνει και διαλύεται, σφίγγει και χαλαρώνεται και κάποτε θολώνει το φως, αλλά χρυσώνεται κι απ’ αυτό. Κι άλλοτε, που τα ρεύματα είναι πιο δυνατά, τότε λες κι ένα ηφαίστειο ξερνά τους καπνούς του, λες και τυλίγει το βράχο το νέφος του υπερπέραν. Τότε καπνίζει το βουνό, καθώς να φλέγουνται τα σπλάχνα του κι η ανάσα του νάναι καταχνιά κι αχνός κι αντάρα, σάμπως οι λέβητες των Θεών ν’ αχνίζουν στην εστία του προμηθεϊκού πυρός, βράζοντας την αμβροσία τους.
Είναι το σύννεφο αυτό μια τεράστια ηλακάτη, μια γιγάντινη ρόκα με κατάλευκα μαλλιά, που εκεί οι αιώνες με το χέρι της μεθυσμένης ψυχής, γνέθουν του θρύλου το νήμα, για να πλέξει η ξάστερη σκέψη τον άρραφο χιτώνα του πάγκαλου μύθου, της χρυσής ιστορίας την υπέροχη αισθήτα, τον εξωτικό πέπλο της άφθαρτης ισορροπίας.
Εδώ δεν υπάρχει τίποτα το ξέφρενο, το έξαλλο, το παράφορο. Εδώ είναι όλα μεγαλόπρεπα, συγκρατημένα, κλασσικά, επιβλητικά, παλλόμενα με ρυθμό και δημιουργημένα με τη στιβαρή, την υποβλητική αρχιτεκτονική που ρυθμίζει τους παλμούς της γης.
Είπαμε πως η Στύγα έκαμε τέσσαρα παιδιά με τον Πάλλαντα. Ας τολμήσουμε να δώσουμε μια εξήγηση, της ονοματολογίας τουλάχιστον του μύθου, γιατί παράδοση είναι η πρωτόγονη μυθιστορία και Μύθος η εμβρυώδης φιλοσοφία. Μπορούμε λοιπόν να βρούμε τα αχνάρια της αληθινής πορείας, της σκέψης που δέον να μαντευτεί μέσα στην αλληγορική σύνθεση.
Ο κραδασμός της ηφαιστειώδους Νωνάκριδος (Πάλλας) έσμιξε με τη χάρη της αβυσσαλέας, της ωκεάνειας ομορφιάς και γέννησε τη δύναμη της αρμονικής ύλης (Κράτος), την άμιλλα στο ώρθωμα των απροσπέλαστων κορφών (Ζήλος), το δέος και την κυριαρχία της ανάγκης μέσα στο άτεγκτο, το άσπλαχνο χάος (Βία) και την κατάχτηση τούτων όλων με το πνεύμα των αγώνων (Νίκη).
Το νερό ήταν αθάνατο. Γινόταν ποτάμι και αφού πήγαινε στον Άδη, έσμιγε με τ’ άλλα φοβερά ρεύματα του Κωκυτού και του Πυριφλεγέθοντα.
Στα νερά της Στύγας έκαναν οι θεοί του Ολύμπου τον πιο φοβερό τους όρκο, καθώς αναφέρει ο Όμηρος.
«…ίστω νυν τόδε γαία και ούρανός εύρύς ύπερθεν
καί τό κατειβόμενον Στυγός ϋδωρ, ός τε μέγιστος όρκος
δεινότατός τε πέλει μακάρεσσι θεοίσι».
(Οδ. Ε. 184-186)
Εκεί, γυμνωμένη η νεράιδα Θέτις, βάφτισε το γιό της στο αθάνατο νερό, αλλά πειδή τον κρατούσε βουτώντας τον στα νάματα από τη φτέρνα, εκείνη δε βράχηκε κι έτσι ήταν το μόνο μέρος που ο ήρωας πληγωμένος θα έβρισκε το θάνατο.
Όμοιες βέβαια περιπτώσεις έχουμε και στις ξένες μυθολογίες και στις πιο παλιές της προϊστορικής Ελλάδας και στις νεώτερες από την εποχή της: Τρωτή η φτέρνα του Κρίσνα (Ινδική Μαχαβαράτα) και τροπή η πλάτη του Ζίγκφριντ (Γερμανικό έπος των Νιμπελούγγεν).
Η όψη του μεγαλοπρεπούς θεάματος, η έκσταση και το δέος που δημιουργεί το αντίκρυσμα της Στύγας, ανταμείβει πλούσια τους κόπους και τους κίνδυνους του ταξιδιού μέχρις εκεί. Γιατί, αν τα νερά δεν είναι για τη σημερινή φιλύποπτη λογική μας και τον πεζό σκεπτικισμό μας, δεν είναι μαγικά να δώσουν την αιώνια ζωή σ’ αυτόν που θα τα πιεί, είναι μόνα τους αθάνατα, δημιουργώντας και χαρίζοντας την αιώνια σκέψη, την ατελεύτητη μνήμη, μένοντας απέθαντα μες στην καρδιά μας που γίνεται βράχος ομορφιάς, μένοντας άφθαρτα μες στην ψυχή μας που μεταμορφώνεται σε πηγή θαυμάτων, μένοντας ολοζώντανα μες στο νου μας, το νου μας που γιγαντώνεται σε άβυσσο στοχασμού.
Κι ο νους με την καρδιά λουσμένοι στη δροσάτη φλόγα των θείων οραμάτων της Στύγας -που γίνηκε χιλιόπηχο σκαλοπάτι για την ανάβαση των Θεών στον Όλυμπο πιο ψηλά, να υψωθεί το Δωδεκάθεο στη λαμπρή μορφή της φωτεινότερης θρησκείας της γης-, λουσμένοι στο νάμα της πανάρχαιης ιδέας, σηκώνουν πολύβουο και βροντερόν ύμνο, που ξεπερνά τις κορφές και τα ουρανοθέμελα του Χελμού, ύμνο στην αθανασία των θαυμάτων και στο θαύμα της αθανασίας.
Θέμης Σπηλιόπουλος