Σακχαρώδης Διαβήτης και κατάθλιψη
Η επίδραση των χρόνιων νοσημάτων στην ψυχική υγεία του ανθρώπου είναι σημαντική και πολλές φορές τόσο ή περισσότερο σοβαρή από τα ίδια τα νοσήματα. Ο σακχαρώδης διαβήτης ως νόσος έχει συνδεθεί με πολλές ψυχικές διαταραχές όπως κατάθλιψη, άγχος, φοβίες, διαταραχές διατροφής, σχιζοφρένεια-διπολική διαταραχή.
Ο σακχαρώδης Διαβήτης είναι νόσος που λαμβάνει στην εποχή μας επιδημικές διαστάσεις. Η επίπτωση του είναι 285.000.000 ασθενείς παγκοσμίως το 2010 (+39.000.000 από το 2007) και υπολογίζεται στα 439.000.000 το 2030. Είναι νόσος που κοστίζει σε ζωές (3.900.000 θάνατοι το 2010 (6,8% της παγκόσμιας θνησιμότητας)) και χρήμα (232.000.000.000 $ παγκόσμιο κόστος το 2007 (data by IDF 2009))
Εδώ και τρείς αιώνες ο Dr Tomas Willis ανέφερε ότι ο διαβήτης είναι «αποτέλεσμα λύπης ή μακράς θλίψης». Έκτοτε έχει φανεί ότι διαβήτης και κατάθλιψη παρουσιάζουν συσχέτιση καθώς η κατάθλιψη σε διαβητικούς είναι 2-3 φορές πιο συχνή έναντι του γενικού πληθυσμού, 1 στους 5 διαβητικούς έχει καταθλιπτική συμπτωματολογία, ενώ η σχέση είναι αμφίδρομη.
Η κατάθλιψη προσβάλει 340.000.000 ασθενείς παγκοσμίως (J.Clan.Psychiatry 2003) και θεωρείται η 4η αιτία νοσηρότητας στις γυναίκες και η 7η αιτία νοσηρότητας στους άνδρες. Σε πρόσφατες μελέτες καταγράφηκε 11% μείζων, 31% κλινικά εμφανής και 45% αδιάγνωστη κατάθλιψη σε διαβητικούς (Diabetes Care 24 (6) (2001) 1069-1078, Diabetes Res Clan Pract (2) (2009) 268-279), ενώ υπολογίστηκε 38% υψηλότερη επίπτωση κατάθλιψης σε διαβητικούς (J.Psychosom. Res. 65 (6) (2008) 571-580). Ίσως αυτό να εξηγείται από πολλούς παράγοντες: Απαιτείται από τον ασθενή με ΣΔ να μεταβάλει συνήθειες και τρόπο ζωής, προσδίδεται το στίγμα του χρόνιου ασθενούς αλλά και η νόσος προκαλεί μικρό-αγγειακές βλάβες που επηρεάζουν το νευρικό σύστημα και κατά συνέπεια τον ψυχισμό. Σίγουρα «καταθλιπτικές» είναι και οι επιπλοκές του διαβήτη όπως οι διαταραχές στύσης που οδηγούν σε έντονα προσωπικά αλλά και οικογενειακά προβλήματα, το διαβητικό πόδι και πιθανός ακρωτηριασμός αλλά και η τύφλωση.
Από την άλλη μεριά οι καταθλιπτικοί παρουσιάζουν 37% αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης ΣΔ2 ίσως επειδή η κατάθλιψη σχετίζεται με ανθυγιεινή συμπεριφορά (κάπνισμα, χαμηλή φυσική δραστηριότητα, υψηλή πρόσληψη θερμίδων), κεντρική παχυσαρκία και διαταραγμένη ανοχή αλλά και διαταραχές του υποθάλαμο-υπόφυσιο-επινεφριδικού άξονα, του συμπαθητικού και των προφλεγμονωδων κυτοκινών που οδηγούν σε αντίσταση στην ινσουλίνη. Η κατάθλιψη σημαίνει αναστολή ικανότητας για αυτό-φροντιδα δηλ. του σημαντικότερου παράγοντα για επίτευξη ικανοποιητικής ρύθμισης ΣΔ. Συνεπεία αυτού η κατάθλιψη σχετίζεται με επιδείνωση του γλυκαιμικού ελέγχου. Αντίστοιχα πολύ σημαντική είναι η θεραπευτική αντιμετώπιση της καταθλιπτικής συνδρομής για την βελτίωση του γλυκαιμικού ελέγχου (ας κρατήσουμε βέβαια στο μυαλό μας ότι κάποια φάρμακα (άτυπα αντιψυχωσικά) μπορεί να αυξάνουν έως 30% τον κίνδυνο διαβήτη (J Nerv Ment Dis 193:387-395, 2005)).
Θα πρέπει να αναφέρουμε ότι και ο διαβήτης τύπου 1 αλλά και ο διαβήτης κύησης σχετίζονται με κατάθλιψη. Παιδιά με τύπου 1 διαβήτη έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο κατάθλιψης έναντι παιδιών ίδιας ηλικίας χωρίς διαβήτη. Ίσως η εμφάνιση της νόσου σε νεαρές άρα συναισθηματικά ανώριμες ηλικίες αλλά και απαιτήσεις από τον ασθενή να αναλάβει ευθύνες που ίσως ακόμα δεν αντιλαμβάνεται και σημαντικές στερήσεις σε σχέση με συνομήλικους επηρεάζουν τον ψυχισμό του παιδιού.
Έγκυες με διαβήτη (προϋπάρχοντα ή διαβήτη κύησης) έχουν μεγαλύτερες (έως και διπλάσιες) πιθανότητες για επιλόχεια κατάθλιψη, ενώ η θεραπευτική παρέμβαση στο ΣΔΚ μειώνει την πιθανότητα της (JAMA, 2009, 301: 842 – 847, N Engl J Med 2005, 352:2477-2486).
Συμπερασματικά πρέπει να θυμόμαστε ότι ο σακχαρώδης διαβήτης ως νόσημα σχετίζεται με ψυχικές διαταραχές και ιδιαίτερα με την κατάθλιψη, οι ασθενείς με καταθλιπτική συνδρομή παρουσιάζουν συχνότερα διαταραχές στο μεταβολισμό της γλυκόζης και επιπλοκές του διαβήτη αλλά και ότι οι ψυχικές διαταραχές συχνά διαδράμουν αδιάγνωστες σε διαβητικούς ασθενείς. Έχει αποδειχθεί ότι η αντιμετώπιση της κατάθλιψης μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερα αποτελέσματα στη θεραπεία του διαβήτη και βελτιώνει το γλυκαιμία έλεγχο, βελτιώνει τη συμμόρφωση σε άλλες φαρμακευτικές αγωγές, βελτιώνει την λειτουργία του ασθενούς και αναβαθμίζει την ποιότητα ζωής του, ελαττώνει τη θνησιμότητα ειδικά στους πιο ηλικιωμένους και μειώνει τη νοσηλευτική δαπάνη και το κόστος υγείας. Η συνεργασία ειδικοτήτων (ενδοκρινολόγος/διαβητολόγος – ψυχίατρος) προκειμένου να διαγνωσθούν και να αντιμετωπιστούν με τον καλύτερο τρόπο αυτά τα δύο αλληλο-διαπλεκόμενα νοσήματα, είναι επιβεβλημένη.