Ανοσοσφαιρίνες
Οι ανοσοσφαιρίνες ή αντισώματα είναι γλυκοπρωτεΐνες που εμφανίζουν εξειδίκευση στη σύνδεση με συγκεκριμένα αντιγόνα ή τοξίνες εισβολέων. Με τη σύνδεση αυτή το ανοσοποιητικό σύστημα επιδιώκει την εξουδετέρωση της δράσης των ανεπιθύμητων τοξινών και διευκολύνει τη φαγοκυττάρωση των μικροοργανισμών που φέρουν στην επιφάνειά τους το συγκεκριμένο αντιγόνο.
Παράγονται από τα πλασματοκύτταρα, τα οποία είναι προϊόν διαφοροποίησης των Β-λεμφοκυττάρων. Μόλις το κατάλληλο Β-λεμφοκύτταρο, του οποίου οι μεμβρανικοί υποδοχείς ταιριάζουν με το συγκεκριμένο αντιγόνο, έλθει σε επαφή με αυτό, ευαισθητοποιείται, πολλαπλασιάζεται και διαφοροποιείται σε πλασματοκύτταρο, το οποίο εξειδικεύεται στην παραγωγή της συγκεκριμένης ανοσοσφαιρίνης. Η διαδικασία αυτή απαιτεί και την ενεργητική συμμετοχή των βοηθητικών/επαγωγικών Τ-λεμφοκυττάρων. Η πρώτη επαφή του οργανισμού με το αντιγόνο επάγει τον πολλαπλασιασμό και τη διαφοροποίηση των Β-λεμφοκυττάρων, αλλά τα αντισώματα παράγονται σε σχετικά μικρές ποσότητες (ευαισθητοποίηση). Με τη δεύτερη επαφή του οργανισμού με το συγκεκριμένο αντιγόνο, το ανοσοποιητικό σύστημα είναι σε θέση να παράγει τα αντισώματα γρηγορότερα και σε μεγαλύτερες ποσότητες.
Οι ανοσοσφαιρίνες συμβολίζονται με τα γράμματα Ig (immunoglobulins). Κάθε μόριο ανοσοσφαιρίνης έχει μια βασική δομή που μοιάζει με το γράμμα «Υ». Αποτελείται από συνδυασμό δύο βαριών αλυσίδων (H, heavy) και δύο ελαφρών αλυσίδων (L, light). Οι αλυσίδες αυτές ενώνονται μεταξύ τους με δισουλφιδικούς δεσμούς. Υπάρχουν 5 διαφορετικοί τύποι βαριάς αλυσίδας που συμβολίζονται με τα γράμματα γ, α, μ, δ και ε. Οι προκύπτουσες ανοσοσφαιρίνες συμβολίζονται αντίστοιχα ως IgG, IgA, IgM, IgD και IgE. Κάθε τάξη ανοσοσφαιρίνης συμμετέχει διαφορετικά στην ανοσολογική απάντηση. Η ελαφρά αλυσίδα μπορεί να είναι δύο τύπων είτε κ, είτε λ. Σε κάθε μόριο ανοσοσφαιρίνης διακρίνουμε μια μεταβλητή περιοχή (στα σκέλη του γράμματος Υ) στην οποία συμμετέχουν τμήματα των ελαφρών και των βαριών αλυσίδων. Η περιοχή αυτή δίνει την εξειδίκευση στο αντίσωμα. Διακρίνουμε και μια σταθερή περιοχή, στην οποία συμμετέχουν επίσης τμήματα των ελαφρών και των βαριών αλυσίδων. Η περιοχή αυτή χρησιμεύει για τη σύνδεση με μεμβρανικούς υποδοχείς κυττάρων, αλλά και για τη σύνδεση με συστατικά του συστήματος του συμπληρώματος. Μερικές τάξεις ανοσοσφαιρινών εκκρίνονται ως πολυμερή της βασικής αυτής δομής.Οι τάξεις ανοσοσφαιρινών IgG και IgA διακρίνονται περαιτέρω σε υποτάξεις.
Η ανοσοσφαιρίνη IgG είναι η κύρια ανοσοσφαιρίνη στο αίμα. Κατά την ηλεκτροφόρηση των πρωτεϊνών του αίματος σχηματίζει στο ηλεκτροφόρημα το έπαρμα γ. Για το λόγο αυτό συνηθίζεται να αποκαλείται και γ-σφαιρίνη. Περνάει τον πλακούντα και μέσω αυτής μεταβιβάζεται η παθητική ανοσία από τη μητέρα στο κύημα. Συμμετέχει ενεργά στη δευτερογενή απάντηση στο συγκεκριμένο αντιγόνο, αφού έχει προηγηθεί η ευαισθητοποίηση.
Η ανοσοσφαιρίνη IgA είναι η κύρια ανοσοσφαιρίνη των εκκρίσεων των βλεννογόνων, όπου ο οργανισμός έρχεται σε άμεση επαφή με τους μικροοργανισμούς του περιβάλλοντος. Ανιχνεύεται στο σάλιο, στους βλεννογόνους του αναπνευστικού, στο κολπικό υγρό κ.α..
Η ανοσοσφαιρίνη IgM συμμετέχει στην πρώτη επαφή του οργανισμού με το συγκεκριμένο αντιγόνο. Σταδιακά δίνει τη θέση της στην IgG. Η παρουσία της σε αυξημένες ποσότητες ερμηνεύεται ως πρόσφατη λοίμωξη από μικροοργανισμό στον οποίο δεν είχε προηγηθεί ευαισθητοποίηση.
Η ανοσοσφαιρίνη IgD ανιχνεύεται κυρίως στη μεμβράνη των λεμφοκυττάρων και σε μικρή ποσότητα στο αίμα. Συμμετέχει στη διαφοροποίηση των λεμφοκυττάρων μετά από την επαφή τους με το αντιγόνο, αλλά ο ρόλος της δεν είναι επαρκώς κατανοητός.
Η ανοσοσφαιρινη IgE έχει υποδοχείς για τη σύνδεση με τη μεμβράνη των βασεόφιλων και των μαστοκυττάρων (ή σιτευτικών κυττάρων). Τα κύτταρα αυτά έχουν την ικανότητα έκκρισης ισταμίνης, μόλις η ανοσοσφαιρίνη συνδεθεί με το αντίστοιχο αντιγόνο. Οι ποσότητες της ανοσοσφαιρίνης IgE είναι αυξημένες σε άτομα σε ατοπικά νοσήματα, δηλαδή σε νοσήματα αλλεργικής αιτιολογίας. Στις περιπτώσεις αυτές τα συμπτώματα οφείλονται στην ανεξέλεγκτη παραγωγή και έκκριση ισταμίνης. Η ανοσοσφαιρίνη IgE αυξάνει επίσης και σε άτομα με παρασιτικά νοσήματα.
http://panacea.med.uoa.gr