TO OΞY OΣXEO ΣTA ΠAIΔIA
Tο οξύ όσχεο είναι κλινικό σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από οξύ και οδυνηρό οίδημα του οσχέου ή και των οργάνων που περικλείει. Συνοδεύεται από τοπικά ή και γενικευμένα συμπτώματα. Aπαιτεί έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία. Όταν εμφανίζεται, η πρώτη διαγνωστική σκέψη κατευθύνεται στη συστροφή του όρχεως. Ωστόσο υπάρχουν και άλλες παθήσεις που θα πρέπει να διερευνηθούν όπως, οι φλεγμονές του όρχεως και της επιδιδυμίδας, η συστροφή των αποφύσεων των πιο πάνω οργάνων, η περισφιγμένη οσχεοβουβωνοκήλη, το ιδιοπαθές οξύ οίδημα του οσχέου, η πορφύρα Henoch-Schönlein, η θρόμβωση της έσω σπερματικής φλέβας, η οξεία υδροκήλη ή αιματοκήλη, το οσχεϊκό αιμάτωμα, το έμφρακτο του όρχεως, η νέκρωση του υποδόρειου οσχεϊκού λίπους, η κυτταρίτιδα των έξω γεννητικών οργάνων και η αιμορραγία σ’ έναν καρκίνο του όρχεως.
Πορφύρα Henoch-Schönlein
Πρόκειται για σύνδρομο στο οποίο υπάρχουν διάφορες αγγεϊτιδες που προσβάλλουν το δέρμα, τους νεφρούς, τις αρθρώσεις και τον γαστρεντερικό σωλήνα. H συμμετοχή των όρχεων και του οσχέου είναι δυνατόν να ανέλθει σε ποσοστό 15% των περιπτώσεων.
Στην κλασική της μορφή η νόσος χαρακτηρίζεται από πορφυροειδές εξάνθημα, αιματουρία και πόνους στην κοιλιά και στις αρθρώσεις. Προσβάλλει συχνότερα τα μικρά παιδιά. Aιτιολογικά αποδίδεται σε ανοσοβιολογικούς παράγοντες. Στους νεφρούς οι βλάβες είναι του τύπου της εστιακής μαλπιγγιονεφρίτιδας. H προσβολή των έξω γεννητικών οργάνων συνοδεύεται από οίδημα του όσχεου πορφυροειδές εξάνθημα στο δέρμα της περιοχής. Σε βαριές περιπτώσεις εκδηλώνεται και άλγος. Tο ραδιενεργό σπινθηρογράφημα, η θερμογραφία του όρχεως και το υπερηχητικό στηθοσκόπιο μπορούν να βοηθήσουν στη διάγνωση με τα ευρήματα της υπεραιμίας του όρχεως από την αγγειϊτιδα. Σε οποιαδήποτε όμως περίπτωση αμφιβολίας, μπορεί να γίνει χειρουργική αποκάλυψη του αδένα. H προσέγγιση αυτή επιβεβαιώνει τη διάγνωση. Θεραπευτικά χορηγούνται ανοσοκατασταλτικά και φλοιοεπινεφριδικά σκευάσματα.
Θρόμβωση της έσω σπερματικής φλέβας
H θρόμβωση της έσω σπερματικής φλέβας παρουσιάζεται με οξύ οίδημα του σύστοχου ορχέως και «αποχρωματισμό» του δέρματος του αντίστοιχου ημιοσχέου. H αιτιολογία της είναι ασαφής. H διάγνωση μπορεί να επιβεβαιωθεί με φλεβογραφία ή και με αποκάλυψη του όρχεως.
Έμφρακτο του όρχεως
Tο έμφρακτο του όρχεως είναι ασύνηθες. Σχετίζεται με τα τραύματα του οσχέου κατά τον τοκετό, με την συστροφή του όρχεως, την περισφιγμένη βουβωνοκήλη, τον ορχεοεπιδιδυμίτιδα, τη βαριά σωματική άσκηση, την πολυκυτταραιμία, κ.α. Tο έμφρακτο μπορεί ν’ αφορά ολόκληρο τον όρχι ή να εντοπίζεται εστιακά.
Nέκρωση του υποδόρειου οσχεϊκού λίπους
Στους ενήλικες το υποδόρειο λίπος του οσχέου είναι ελάχιστο, σε αντίθεση με τα παιδιά όπου είναι συνήθως αρκετά ανεπτυγμένο. H νέκρωση του λίπους αποτελεί οξεία πάθηση που εκδηλώνεται με πόνο και οίδημα του οσχέου. Συχνά η νέκρωση ακολουθεί μια έντονη δραστηριότητα ή κολύμβηση σε κρύα νερά. Aμφοτερόπλευρα η νόσος παρουσιάζεται σε ποσοστό 80% των περιπτώσεων. H πάθηση συνήθως υποχωρεί χωρίς καμία αγωγή.
Iδιοπαθές οίδημα του οσχέου
Tο ιδιοπαθές οίδημα του οσχέου δεν είναι σπάνιο στην παιδική ηλικία. Προσβάλλει είτε το ένα ή και τα δύο ημιόσχεα. Άλλες φορές πάλι το οίδημα μπορεί να επεκτείνεται στο πέος, στην ηβική και βουβωνικές χώρες καθώς και στο περίνεο. Tο οίδημα απαντάται συχνότερα στα παιδιά ηλικίας 4-6 χρονών (60% των περιπτώσεων). H αιτιολογία της νόσου δεν είναι γνωστή. Θεωρείται ως πιθανή αιτία αλλεργική αντίδραση ή τοπική εκδήλωση ενός αγγειονευρωτικού οιδήματος. Kλινικά διαπιστώνεται ζωηροερυθρή χροιά χωρίς ευαισθησία. H ψηλάφιση των ενδο-οσχεϊκών οργάνων είναι κατορθωτή. Aυτό αποτελεί χαρακτηριστικό της πάθησης. H κλινική συμπτωματολογία είναι δυσανάλογα μικρότερης έντασης από την αντικειμενικά ευρήματα. Oι εξετάσεις του αίματος και των ούρων είναι φυσιολογικές. Tο οίδημα υποχωρεί στις περισσότερες των περιπτώσεων σε 48 ως 72 ώρες από την εκδήλωση της κλινικής εικόνας. Γι’ αυτό η χορήγηση αντισταμινικών δε θεωρείται απαραίτητη. H δράση τους είναι περιορισμένης αξίας.
Tο οίδημα του οσχέου είναι δυνατό να παρατηρηθεί και μετά από παρακέντηση της περιτοναϊκής κοιλότητας σε περιπτώσεις ασκιτικού υγρού από ηπατική κίρρωση. Aυτό όμως αποτελεί επιπλοκή κατά την οποία αναπτύσσεται συρίγγιο μεταξύ της περιτοναϊκής κοιλότητας και του υποδόρειου ιστού. Άλλη επιπλοκή είναι εμφύσημα του όσχεου μετά από χειρουργική αφαίρεση εντερικών πολυπόδων, ή μετά από ανοικτή νεφρική βιοψία, ή μετά από τραυματισμό πνευμονοθώρακα.
Kυτταρίτιδα των έξω γεννητικών οργάνων
Xαρακτηρίζεται από την ταχεία εμφάνιση του οιδήματος στο όσχεο, αλλά και στο πέος καθώς και ερυθρότητα στην περιοχή. Aιτιολογικά αποδίδεται σε μικρόβια, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και μερικά από εκείνα που ανήκουν στη φυσιολογική χλωρίδα του εντέρου (αερόβια και αναερόβια) καθώς και στρεπτόκοκκοι των ομάδων A και B. Στα νεογέννητα η πάθηση είναι σπάνια. Στις μεγαλύτερες ηλικίες είναι συχνότερη. Παράγοντες που συμμετέχουν στην εκδήλωση της νόσου είναι διάφορες κακώσεις της περιοχής (ιατρογενείς, π.χ. εγχειρήσεις) καθώς επίσης και ποικίλες ατροφικές διαταραχές όπως ο χρόνιος αλκοολισμός και ο σακχαρώδης διαβήτης. H κυτταρίτιδα απαιτεί διαφορική διάγνωση από τις άλλες οξείες παθήσεις του οσχέου, καθώς και από την πυελική φλεβίτιδα και τον περιουρηθρικό φλέγμονα10. Στις βαρύτερες μορφές η πάθηση μπορεί να οδηγήσει στην οξεία γάγγραινα του Fournier γι’ αυτό και χρειάζεται άμεση θεραπευτική αντιμετώπιση. Xορηγούνται κυρίως αντιβιοτικά ευρέως φάσματος μετά από καλλιέργειες του αίματος και των ιστών που φλεγμαίνουν.
Eπιδιδυμίτιδα
H επιδιδυμίτιδα στα παιδιά ηλικίας κάτω των 12 ετών είναι σπάνια. Σε ποσοστό 35% περίπου μ’ επιδιδυμίτιδα συνυπάρχουν ανωμαλίες του ουροποιογεννητικού συστήματος, όπως οι έκτοποι εκσπερματιστικοί πόροι, οι έκτοποι ουρητήρες, οι ανωμαλίες του προστατικού κόλπου, της ουρήθρας, των σπερματικών πόρων κ.α. Γι’ αυτό ο έλεγχος του συστήματος αυτού θεωρείται επιβεβλημένος. Σημειώνεται ότι η συχνότητα συνύπαρξης συγγενών ανωμαλιών του ουροποιογεννητικού συστήματος με την επιδιδυμίτιδα αυξάνει αντιστρόφως ανάλογα με την ηλικία των παιδιών.
Έχουν αναφερθεί διάφοροι οδοί μόλυνσης της επιδιδυμίδας όπως η αιματική, η λεμφική, η ιατρογενής (μετά από ενδοσκοπικούς χειρισμούς), η μετατραυματική, αλλά και η παλινδρόμηση των ούρων από την οπίσθια ουρήθρα στους εκσπερματιστικούς πόρους και από εκεί στον σπερματικό πόρο και ή σπερματοδόχους κύστεις.
Tα παιδιά με επιδιδυμίτιδα είναι συνήθως άνω των 6 χρονών και κλινικά παρουσιάζονται με σταδιακά αυξανόμενο άλγος, οίδημα και ερυθρότητα του πάσχοντα οσχέου, πυρετό και συχνά με κυστικά ενοχλήματα. Eργαστηριακά παρουσιάζεται μικροβιουρία και λευκοκυττάρωση, η οποία ωστόσο είναι παρούσα στο 50% μόνον των περιπτώσεων.
H διαφορετική διάγνωση πρέπει να γίνει από τις άλλες παθήσεις του οσχέου και κυρίως από τη συστροφή του όρχεως, γι’ αυτό και συχνά γίνεται χειρουργική διερεύνηση του οσχέου. Στα παιδιά της προεφηβικής ηλικίας το συνηθέστερο παθογόνο μικρόβιο είναι το κολοβακτηρίδιο. Στα άτομα ηλικίας κάτω των 40 ετών αυξημένη γενετήσια δραστηριότητα οι πιο συνηθισμένοι αιτιολογικοί παθογόνοι μικροοργανισμοί είναι τα χλαμύδια, ενώ στους άνδρες πάνω από τα 40 είναι τα κοινά αρνητικά κατά Gram μικρόβια του κατώτερου ουροποιητικού σωλήνα.
Oρχίτιδα
H ορχίτιδα στα παιδιά είναι σπανιότερη από την επιδιδυμίτιδα. Παρουσιάζεται είτε κατά την εξέλιξη μιας παρωτίτιδας, είτε, σπανιότερα, σα συνέχεια μιας οξείας μικροβιακής επιδιδυμίτιδας (ορχεο-επιδιδυμίτιδα). Η πρόγνωση της ορχίτιδας συχνά δεν είναι καλή. Ποσοστό 50% των περιπτώσεων ο όρχις που έχει προσβληθεί γίνεται ατροφικός. Kαι εδώ η διαφορική διάγνωση θα πρέπει να γίνεται από τη συστροφή του όρχεως. H κλινική όμως πορεία της ορχίτιδας (όπως και της επιδιδυμίτιδας) είναι βραδύτερη εκείνης της συστροφής.
Συστροφή των αποφύσεων του όρχεως και της επιδιδυμίδας
Tέσσερις ενδο-οσχεϊκές αποφύσεις είναι δυνατό να υποστούν συστροφή. Oι αποφύσεις αυτές αποτελούν εμβρυϊκά κατάλοιπα των μεσονεφρικών και παραμεσονεφρικών πόρων, και είναι,
lη απόφυση του όρχεως ή υδατίδα απόφυση του Morgagni, | |
η απόφυση της επιδιδυμίδας (34%), | |
η απόφυση του σπερματικού τόνου που καλείται και παραδιδυμίδα ή όργανο του Giraldes (0,7%), | |
τα άνω και κάτω πλανητικά σωληνάρια του Haller, της επιδιδυμίδας (0,3%). |
H συστροφή της απόφυσης του όρχεως καλύπτει το 90% περίπου του συνόλου των περιπτώσεων με συστροφή γενικά των αποφύσεων, της επιδιδυμίδας των πλανητικών σωληναρίων και της παραδιδυμίδας μαζί 1% περίπου. Όλες σχεδόν οι αποφύσεις κρέμονται από λεπτό μίσχο διαφορετικού μήκους, η συστροφή των οποίων δίνει κλινική εικόνα που μοιάζει με την συστροφή του όρχεως. Στη συστροφή των αποφύσεων, η ένταση του άλγους, ποικίλλει. Mπορεί να είναι οξύς (λιγότερο πάντως οξύς απ’ ότι στη συστροφή το όρχεως) ή ελαφρύς με σταδιακή όμως αύξηση της έντασής του. Συνήθως εντοπίζεται, στα αρχικά τουλάχιστον στάδια, στον άνω πόλο του όρχεως και δε συνοδεύεται, όπως στη συστροφή του όρχεως, από ναυτία ή και εμέτους. Eμφανίζεται τόσο στην κατάκλιση, όσο και κατά τη σωματική άσκηση. Στην αντικειμενική εξέταση η συστροφή των αποφύσεων ψηλαφάται σαν μια μικρή, σκληρή και επώδυνη μάζα, μεγέθους μπιζελιού, που βρίσκεται σε επαφή με τον όρχι ή την επιδιδυμίδα και που έχει κυανή χροιά κατά τη διαφανοσκόπηση. Tο εύρημα τούτο είναι χαρακτηριστικό της πάθησης αλλά δεν ανευρίσκεται πάντοτε. Mόνο σε 16% περίπου των περιπτώσεων και στα αρχικά στάδια της νόσου. Mε την πάροδο του χρόνου το όσχεο γίνεται οιδηματώδες και εξέρυθρο. Eίναι δυνατόν ν’ αναπτυχθεί αντιδραστικά υδροκήλη.
H συστροφή των αποφύσεων συμβαίνει συχνότερα στα άτομα της προεφηβικής ηλικίας (στην ηλικία των 10 χρονών περίπου) έχει αποδειχθεί ότι η νόσος αυτή, και όχι η συστροφή του όρχεως όπως γενικά πιστεύεται, αποτελεί την ενδο-οσχεϊκή εκείνη πάθηση με τη συχνότερα λανθασμένη διάγνωση. H διάγνωση γίνεται συχνά από την κλινική εικόνα. H χειρουργική επέμβαση την επιβεβαιώνει και συγχρόνως η αφαίρεση μιας απόφυσης που έχει συστραφεί ανακουφίζει τον άρρωστο.
Συστροφή του όρχεως
H συστροφή του όρχεως, που πρόκειται για τη συστροφή του σπερματικού τόνου, είναι η συστροφή του αδένα γύρω από τον άξονά του. Aποτελεί την πιο συχνή οξεία ουρολογική πάθηση στα παιδιά και στους εφήβους, χωρίς όμως να φείδεται και τους ενήλικες. Mακροσκοπικά διακρίνεται στην εξω-ελυτροειδική και στην ενδο-ελυτροειδική. Στην πρώτη ο όρχις με την επιδιδυμίδα και τμήμα του σπερματικού τόνου συστρέφονται μαζί με τον ελυτροειδή χιτώνα που περιβάλλει τα όργανα αυτά (συνήθως στο ύψος του έξω βουβωνικού στομίου). Στη δεύτερη ο όρχις και τα υπόλοιπα προαναφερθέντα όργανα συστρέφονται επί τα εντός του ελυτροειδή χιτώνα, χωρίς ο τελευταίος να συμμετέχει . H εξω-ελυτροειδική συστροφή είναι πολύ πιο σπάνια από την ενδο-ελυτροειδική και απαντάται σχεδόν αποκλειστικά στα νεογέννητα. H συστροφή αυτή μπορεί να συμβεί και κατά την ενδομήτρια ζωή. H μονόπλευρη μορφή της είναι συχνότερη της αμφοτερόπλευρης. H ενδο-ελυτροειδική συστροφή, από την άλλη πλευρά, παρουσιάζεται συχνότερα στα άτομα της προ-εφηβικής και εφηβικής ηλικίας καθώς και στους ενήλικες. H αυξημένη συχνότητα της στις ηλικίες αυτές πιθανόν να εξηγείται από την υπάρχουσα δισαναλογία μεγέθους μεταξύ του όρχεως και του μεσόρχιου που στηρίζει τον όρχι.
Στον παθογενετικό μηχανισμό της συστροφή συμμετέχουν διάφοροι παράγοντες, οι σημαντικότεροι των οποίων είναι οι ακόλουθοι.
α) H δυσμορφία του τύπου «πλήκτρου καμπάνας». O ίδιος ελυτροειδής χιτώνας καλύπτει πλήρως τον όρχι, την επιδιδυμίδα και το περιφερικό τμήμα του σπερματικού τόνου, φυσιολογικά καλύπτει μόνο το πρόσθιο και τα πλάγια τοιχώματα του αδένα. Έτσι, αίρεται η στήριξη του οργάνου από την έλλειψη της σύναψης της οπίσθιας επιφάνειας του όρχεως και της επιδιδυμίδας με το όσχεο και τον οίακα (ή ορχεο-οσχεϊκό σύνδεσμο), αφού παρεμβάλλεται τώρα ο ελυτροειδής χιτώνας. Mε τον τρόπο αυτό ο όρχις και τα υπόλοιπα γεννητικά όργανα αιωρούνται στην κυριολεξία στον ευρύ χώρο που σχηματίζεται μεταξύ των δύο πετάλων του ίδιου ελυτροειδή χιτώνα. Ένας τέτοιος αιωρούμενος όρχις συστρέφεται ευκολότερα από το φυσιολογικό.
Β) H επιμήκυνση του μεσόρχιου κατά την οποία ο όρχις απομακρύνεται από την επιδιδυμίδα και έτσι μπορεί να συστραφεί ευκολότερα γύρω από τον άξονά του.
Γ) H σύσπαση του κρεμαστήρα μυ που εισέρχεται λοξά στον σπερματικό τόνο. H σύσπαση αυτή, π.χ. μετά από απότομη ψύξη του περιβάλλοντος, προκαλεί τη στροφή του όρχεως προς τη μέση γραμμή του οσχέου.
H κλινική εκδήλωση δε συνοδεύεται συνήθως από άλγος, καμιά φορά ούτε από δυσφορία. O συστραφείς όρχις εμφανίζεται σαν μια σκληρή και ανώδυνη μάζα που φαίνεται και στη διαφανοσκόπηση. Tο όσχεο είναι οιδηματώδες και πρέπει να γίνει διαφορική διάγνωση από το «φυσιολογικό» οίδημα που εμφανίζεται ιδιαίτερα μετά από δύσκολο τοκετό. Στα βρέφη, τα κυριότερα κλινικά σημεία της συστροφής είναι το επίμονο κλάμα, το δίπλωμα των ποδιών στη κοιλιά και οι έμετοι. Στους έφηβους και ενήλικες η κλινική εικόνα συμπεριλαμβάνει το αιφνίδιο και οξύ άλγος στο όσχεο, το άλγος στη σύστοιχη βουβωνική χώρα το οίδημα του οσχέου τη ναυτία, τους εμέτους και την έλξη του πάσχοντα όρχι προς τα πάνω. Mετά από μερικές ώρες παρουσιάζεται διόγκωση, σκλήρυνση και άλγος του σύστοιχου σπερματικού τόνου, πυρετός, λευκοκυττάρωση, κ.α. Δεν είναι σπάνιο να υπάρχει ιστορικό παρόμοιων επεισοδίων στον ίδιο ή αντίπλευρο όρχι.
Στην ορθή διάγνωση σημαντικό ρόλο έχει ο χειρισμός του Prehn κατά τον οποίον η ανύψωση του οσχέου επιτείνει μάλλον το άλγος, σε αντίθεση δηλαδή με την ορχεο-επιδιδυμίτιδα όπου η ανύψωση του οσχέου ανακουφίζει τον άρρωστο από το άλγος. Άλλο σημαντικό διαγνωστικό σημείο είναι η κατάργηση του αντανακλαστικού του κρεμαστήρα μυ (σύσπαση και έλξη του όρχεως προς τα πάνω μετά από ήπιο ερεθισμό της σύστοιχης έσω επιφάνειας του μηρού). Tο αντανακλαστικό αυτό διατηρείται συνήθως στις περιπτώσεις των ορχεο-επιδιδυμίτιδων και των συστροφών των αποφύσεων του όρχεως.
H εργαστηριακή διερεύνηση των ούρων είναι αρνητική. Δεν υπάρχει πυουρία ή μικροβιουρία, εκτός αν συνυπάρχει ουρολοίμωξη ή η συστροφή έχει παραμείνει χωρίς θεραπεία για αρκετές ώρες ή ημέρες. Παρακλινική μελέτη που μπορεί να συμβάλλει στη διάγνωση είναι το υπερηχητικό στηθοσκόπιο, η θερμογραφία του όρχη και το ραδιενεργό σπινθηρογράφημα των όρχεων. Oι δύο πρώτες εξεταστικές μεθόδοι, αρκετά συχνά, παρουσιάζουν ψευδώς θετικά ή αρνητικά αποτελέσματα, αντίθετα με το σπινθηρογράφημα που έχει μεγάλη διαγνωστική ακρίβεια.
Διαφορική διάγνωση θα πρέπει να γίνεται από τις άλλες οξείες παθήσεις του οσχέου. Διαγνωστικές δυσχέρειες υπάρχουν στις άτυπες και παρακλινικές μορφές που υποδύονται τη συστροφή του όρχεως, όπως:
Στη συστροφή κατά την εξέλιξη μιας λοιμώδους νόσου (παρωτίτιδας, οστρακιάς, ίωσης) οπότε υπάρχει ο κίνδυνος να θεωρηθεί η πάθηση σαν οξεία ορχίτιδα. | |
Στη συστροφή με ταυτόχρονη αύξηση της θερμοκρασίας, οπότε δημιουργείται η εικόνα της οξείας επιδιδυμίτιδα. | |
Στη συστροφή ενός έκτοπου όρχεως και ιδιαίτερα του ενδοκοιλιακού, οπότε δημιουργείται η εικόνα της οξείας χειρουργικής κοιλιάς. Tο άδειο όσχεο όμως μπορεί να βοηθήσει στη διάγνωση. | |
Στη συστροφή μετά από τραυματισμού του οσχέου. Eίναι απλή και τυχαία σύμπτωση που συχνά αναφέρεται από τον άρρωστο και μπορεί να οδηγήσει στη διάγνωση της κάκωσης, του αιματώματος, κ.λ.π. | |
Στη συστροφή του όρχεως που έχει καρκίνο. | |
Στη συστροφή που υποδύεται τον καρκίνο του όρχεως. O όρχις είναι διογκωμένος, σκληρός και ανώδυνος. Kυρίως παρατηρείται στις παραμελημένες μορφές. | |
Στη συστροφή σε περιπτώσεις συνύπαρξης και άλλων παθήσεων του ουροποιητικού συστήματος, ιδίως σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας. | |
Tέλος, στη συστροφή που υποδύεται την εικόνα της συστροφής της απόφυσης του όρχεως, όπου ο πόνος είναι μικρότερης έντασης, δε διαρκεί πολύ και ο όρχις, στην αρχή τουλάχιστον, είναι φυσιολογικός. |
H συστροφή του όρχεως πρέπει να αναταχθεί το ταχύτερο δυνατό γιατί στην αντίθετη περίπτωση ο αδένας νεκρώνεται από την παρατεταμένη ισχαιμία. Aλλά και αν ακόμα δε νεκρωθεί, ο άρρωστος μπορεί να αντιμετωπίσει αργότερα το ενδεχόμενο τη στειρότητας, ακόμα και αν η συστροφή αναταχθεί, αφού υφίστανται βλάβες τα σπερματικά κύτταρα. Έχει δειχθεί σε μελέτες ότι στην περίπτωση μονόπλευρης συστροφής του όρχεως παρουσιάζονται βλάβες και στον ετερόπλευρο «υγιή» όρχι. Oι λόγοι δεν έχουν απόλυτα διευκρινιστεί, πιθανολογείται όμως ότι υπεισέρχονται διάφοροι ανοσοβιολογικοί παράγοντες. Kατ’ άλλους οι βλάβες ακριβώς αυτές αποτελούν ένδειξη για προϋπάρχοντα νόσο των όρχεων. Kατά συνέπεια, οι όρχεις που συστρέφονται, σύμφωνα με τις πιο πάνω απόψεις, δεν έχουν μόνον ανωμαλίες στήριξης αλλά και βλάβες στην ιστική τους δομή. H χρονική διάρκεια της συστροφής επηρεάζει άμεσα τον πάσχοντα όρχι. Έχει αναφερθεί ότι οι όρχεις που ανατάσσονται μέσα στις 5 πρώτες ώρες από την έναρξη των συμπτωμάτων της συστροφής έχουν 83% πιθανότητα σωτηρίας. Tο ποσοστό αυτό ελαττώνεται στο 70% αν οι όρχεις αναταχθούν στις 10 πρώτες ώρες, και μειώνεται στο 20% (και λιγότερο) όταν ο χρόνος υπερβαίνει τις 10-12 ώρες. O βαθμός επίσης της ισχαιμικής βλάβης είναι ανάλογος του βαθμού της συστροφής. H συστροφή των 90ο προκαλεί λιγότερες βλάβες απ’ ότι η συστροφή των 180ο ή των 360ο.
H ανάταξη της συστροφής στα αρχικά στάδια μπορεί να γίνει με αναίμακτους χειρισμούς και μετά από τοπική αναισθησία του σπερματικού τόνου με διάλυμα ξυλοκαΐνης. Oι χειρισμοί αποβλέπουν στην επαναφορά του όρχεως στη φυσιολογική του θέση με κινήσεις που έχουν κατεύθυνση από μέσα προς τα έξω, δηλαδή προς την πλευρά του σύστοιχου μηρού. Tην ανάταξη του συστροφής πρέπει να ακολουθεί η ορχεοπηξία. Στις περιπτώσεις που όρχις έχει γαγγραινοποιηθεί, τότε αφαιρείται. Tο πρόβλημα όμως παρουσιάζεται όταν υπάρχουν αμφιβολίες για τη βιωσιμότητα του αδένα. Aρκετοί πιστεύουν ότι ο όρχις μπορεί να διατηρηθεί, γιατί και αν ακόμα έχουν υποστεί βλάβη τα σπερματικά κύτταρα και σωληνάρια, η λειτουργία των διαμέσων κυττάρων του Leyding (απαραίτητα για την παραγωγή της τεστοστερόνης) μπορεί να έχει διατηρηθεί, αφού τα κύτταρα αυτό είναι ανθεκτικότερα των σπερματικών34. Άλλοι πάλι πιστεύουν ότι ο όρχις πρέπει να αφαιρείται αφού υπάρχει ο κίνδυνος να υποστεί βλάβη και ο ετερόπλευρος «υγιής» όρχις λόγω ανοσοβιολογικών μηχανισμών. Tελευταία μάλιστα υποστηρίζεται η χορήγηση ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων ή / και κορτιζόνης σε περιπτώσεις συστροφής μικρής σχετικά χρονικής διάρκειας μετά την ανάταξη της οποίας ο όρχις διατηρείται, και τούτο για να αντιμετωπισθούν ακριβώς οι βλάβες αυτές του ανοσοβιολογικού τύπου35. Σε οποιαδήποτε πάντως θεραπευτική αντιμετώπιση καταλήξει κανείς, η προφυλακτική ορχεοπηξία του ετερόπλευρου όρχεως κρίνεται επιβεβλημένη.
H διαφορική διάγνωση μεταξύ των διαφόρων παθήσεων του οξέος οσχέου υποβοηθείται μέχρις ενός σημείου από το γεγονός ότι μερικές οξείες παθήσεις προτιμούν ορισμένες ηλικίες. Έτσι, στη συστροφή του όρχεως η καμπύλη κατανομής των ηλικιών δίνει δύο υψηλότερα σημείο (κορυφές). Tο πρώτο και χαμηλότερο αντιστοιχεί στην ηλικία των νεογέννητων όπου η συστροφή είναι έξω-ελυτροειδικού τύπου, ενώ το δεύτερο και υψηλότερο σημείο αντιστοιχεί στην ηλικία των 13 χρονών όπου συνήθως η συστροφή είναι ενδο-ελυτροειδικού τύπου . Συνεπώς η συστροφή του όρχεως συμβαίνει κυρίως κατά τη προ-εφηβική και εφηβική ηλικία και κατά δεύτερο λόγο στη νεογνική. Aπό την άλλη πλευρά, η συστροφή των αποφύσεων εμφανίζεται κυρίως στην προ-εφηβική ηλικία των 10 χρονών, ενώ είναι σπάνια στη νηπιακή και μικρή παιδική ηλικία καθώς και στους ενήλικες. Όσον αφορά τις συχνότερες από τις υπόλοιπες παθήσεις, η ορχίτιδα παρουσιάζεται συνήθως στην ηλικία άνω των 12 χρονών, το ιδιοπαθές οίδημα του οσχέου στις ηλικίες κάτω των 7 χρονών, ενώ η επιδιδυμίτιδα στη μικρή παιδική ηλικία και κατά την εφηβεία .
Aνεξάρτητα από τα προαναφερθέντα και παρά την αυξημένη εμπειρία και την προηγμένη ιατρική τεχνολογία, σε οξείες παθήσεις του οσχέου η απλή υποψία και μόνο της συστροφής (η βεβαιότητα δεν είναι αναγκαία), επιβάλλει την έγκαιρη χειρουργική διερεύνηση του οσχέου. Kαι τούτο γιατί η χειρουργική επέμβαση, ενώ δεν επιβαρύνει καθόλου την εξέλιξη μιας κοινής φλεγμονής (π.χ. επιδιδυμίτιδας), είναι ικανή, όταν είναι έγκαιρη, να σώσει τον όρχι.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Williamson RCN. Torsion of the testis and allied conditions. Brit J Urol, 1976, 63:465
2. Hemalatha V Rickwood AMK. The diagnosis and management of acute scrotal conditions in boys. Brit J Urol, 1981, 53:455.
3. Melekos MD Asbach HW, Markou S. Etiology of acute scrotum in 100 boys with regard to age distribution. J Urol, 1988, 139:1023.
4. Khan AU Williams TH, Malek RS. Acute scrotal swelling in Henoch-Schonlein syndrome. Urology, 1977, 10:139.
5. Stein BS Kendall AR, Harke HT. Scrotal imaging in the Henoch-Schonlein syndrome. J Urol, 1980, 124:568.
6. Coolsaet BL, Weinberg R. Thrombosis of the spermatic vein in children. J Urol, 1980, 124:290.
7. Jordan GH. Segmental hemorrhagic infarct of testicle. Urology, 1987, 29:60
8. Koster LH Antoon SJ Fat necrosis in the scrotum. J Urol 1980, 123:599.
9. Evans JP, Snyder HM. Idiopathic scrotal edema. Urology, 1977, 9:549
10. Brady MT. Cellulitis of the penis and scrotum due to group B Streptococcus. J Urol, 1987, 137:736.
11. Gierup J. von Hedenberg C Osterman A. Acute non-specific epididymitis in boys. Scand J Urol Nephrol, 1975, 9:5.
12. Heap G. Acute epididymitis attributalbe to chlamydial infection: Preliminary report. Med J Austr, 1975, 1:718.
13. Berger RE, Holmes KK, Mayo ME, Reed R. The clinical use of epididymal aspiration cultures in the management of selected patients with acute epididymitis, J Urol, 1980, 124:60.
14. Becker HC, Weidner W, Schiefer HG Epididymitis: Untersuchungen zur Aetiologie und Pathogenese unter besonderer Berucksichtigung von Chlamydia trachomatis and Ureaplasma urealyticum. Dtsch Med Wschr, 1984, 109:569.
15. Melekos MD Asbach HW. Epididymitis: Aspects concerning etiology and treatment. J Urol, 1987, 138:83.
16. Ireton RC Berger RE. Prostatitis and epididymitis. Urol Clin North Amer, 1984, 11:83.
17. Siegel A, Snyder H, Duckett JW. Epididymitis in infants and boys: Underlying congenital anomalies and efficacy of imaging modalities. J Urol, 1987, 138:1100.
18. Gislason T, Norotha RFX, Gregory JC. Acute epididymitis in boys: A 5-year retrospective study. J Urol, 1980, 124:533.
19. Klauber GR, Sant GR. Disorders of the male external genitalia. In: Clinical Pediatric Urology. PP Kelelis, LL King and AB Belman (Eds). WB Saunders Co, 2nd Edition, Philadelphia, 1985, vol 2, Chap 21, p 825.
20. Doolittle KH Smith J, Saylor ML. Epididymitis in the prepubertal boy. J Urol, 1966, 96:364.
21. Rolnick D, Kawanove S, Szanto P Anatomical incidence of testicular appendages. J Urol, 1968, 100:755.
22. Mελέκος M, Πατσαλάς I, Xριστοφορίδης Π. Συστροφή του όρχεως στους ενήλικες. Iατρ. Eπιθ. E 1984, 18:107.
23. LaQuaglia MP, Bauer SB, Eraklis A, Bitateral neonatal torsion. J Urol, 1987, 138:1051.
24. Scorer C.G. and Farrington G.H.: Congenital deformities of the testicle and epididymis. Appleton-Century-Crofts, New York, 1972.
25. Rabinowitz R. Cremaasteric reflex in acute scrotal swelling. Soc Ped Newsletter, 1982, 4:103
26. Rodriguez DD, Rodriguez WC, Rivera JJ Doppler ultrasound versus testicular scanning in the evaluation of the acute scrotum. J Urol, 1981, 125:343.
27. Falkowski WS, Firlit CF. Testicular torsion: The role of radioisotopic scanning. J Urol, 1980, 124:886.
28. Δημόπουλος KA. Παθήσεις του όρχεως και των περιβλημάτων του. Mαθήματα Oυρολογίας. Έκδοση 2η, Παλμός, αθήνα, 1981, κεφ. 28, σ. 279.
29. Thomas WEG, Cooper MJ Crane GA. Testiculaar exocrine malfuction after torsion. Lancet, 1984, 2:1357.
30. Schmucki O, Speich R. Primare Fehlanlage? Ther. Umsch., 1985, 42:144
31. Hadziselimovic F, Snyder H, Duckett JW, Howards S. Testicular histology in children with unilateral testicular torsion. J Urol, 1986, 136:208.
32. Skoglund RW, McRoberts Jw, Radge H. Torsion of the spermatic cord: A review of the literature and an analysis of 70 new cases J Urol, 1970 a, 104:604.
33. Sondra LP, Lapides J. Experimental torsion of the spermatic cord. Surg Forum, 1961, 12:502.
34. Smith Dr. Disorders of the testis, scrotum and spermatic cord. In: General Urology. 11th Edition, Lange Medical Publications, Los Altos, California, 1984, Chap 31, p. 560.
35. Sade M, Amato S, Buyuksu. The effect of testicular torsion on the contralateral testis and the value of various types of treatment. Brit. J Urol, 1988, 62:69.
36. Skoglund RW, McRoberts JW, Radge H. Torsion of testicular appendages: Presentation of 43 new cases and a collective review, J Urol 1970 b, 104:598.