Τροφές που αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου
Αναφορικά με τροφές που αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου, οι μελέτες επικεντρώνονται στη βλαβερή επίδραση της υπερκατανάλωσης κόκκινου κρέατος και αλκοόλ, ενώ καθοριστικός θεωρείται ο ρόλος της υπερκατανάλωσης θερμίδων και της παχυσαρκίας.
Κόκκινο κρέας: Πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι το κόκκινο κρέας, και συγκεκριμένα τα κορεσμένα λιπαρά οξέα και άλλα συστατικά που αυτό περιλαμβάνει, είναι σε θέση να αυξήσουν σημαντικά τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου. Κάποιες έρευνες έχουν συσχετίσει την υπερκατανάλωση κόκκινου κρέατος με καρκίνο του μαστού, του ορθού, του στομάχου, της λέμφου, της χοληδόχου κύστης και του προστάτη. Επίσης, υπάρχουν πειστικά στοιχεία ότι η κατανάλωση βοδινού, χοιρινού, αρνίσιου και κατσικίσιου κρέατος από οικόσιτα ζώα αποτελεί αίτιο ανάπτυξης ορθοκολπικού καρκίνου. Το ψημένο κόκκινο κρέας (στα κάρβουνα, στο φούρνο ή το τηγάνι) αυξάνει την πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου διότι κατά τη διαδικασία ψησίματος δημιουργούνται καρκινογόνες ουσίες που αποκαλούνται ετεροκυκλικές αμίνες. Επιπρόσθετα, το επεξεργασμένο κρέας (συσκευασμένο μπιφτέκι) και το ζαμπόν περιέχουν νιτρώδη και νιτρικά άλατα ως συντηρητικά, τα οποία μπορεί να μετατραπούν στο στομάχι σε καρκινογόνες νιτροζαμίνες, κάτι που ενδεχομένως θα μπορούσε να αυξήσει τον κίνδυνο για καρκίνο του στομάχου. Κρέατα που διατηρούνται στο αλάτι, στο ξύδι ή που είναι καπνιστά, περιέχουν ουσίες που μπορεί να αυξάνουν τον κίνδυνο για καρκίνο.
Αλκοόλ: Το αλκοόλ σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης πολλών μορφών καρκίνου. 3,6% όλων των περιστατικών καρκίνου και 3,5% των θανάτων από καρκίνο παγκοσμίως αποδίδονται στην κατανάλωση αλκοόλ. Ο καρκίνος του στήθους στις γυναίκες αποδίδεται στην πρόσληψη αλκοόλ. Το αλκοόλ αυξάνει ακόμη τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του στόματος, του οισοφάγου, του φάρυγγα και λάρυγγα, του ορθού, του ήπατος, του στομάχου και των ωοθηκών. Η κατανάλωση 50 γραμμαρίων αλκοόλ την ημέρα αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο.
Υπερκατανάλωση ενέργειας (θερμίδων): Το υπερβολικό φαγητό είναι ένας από τους βασικότερους παράγοντες κινδύνου εμφάνισης καρκίνου. Αυτό φαίνεται με δύο τρόπους: 1) από τους πρόσθετους κινδύνους για την εμφάνιση κακοηθειών που οφείλονται στην παχυσαρκία και 2) από την προστατευτική επίδραση της κατανάλωσης λιγότερου φαγητού. Σε πρόσφατη μελέτη, έγινε η εκτίμηση ότι το αυξημένο βάρος και η παχυσαρκία ευθύνονται για το 14% και το 20% όλων των θανάτων από καρκίνο στους άντρες και τις γυναίκες αντίστοιχα. Σημαντικές θετικές συσχετίσεις έχουν βρεθεί μεταξύ της παχυσαρκίας και των καρκίνων στον οισοφάγο, στο παχύ έντερο, στο ορθό, στο ήπαρ, στη χοληδόχο κύστη, στο πάγκρεας, στα νεφρά, στο στομάχι, στον προστάτη, στο στήθος, στη μήτρα και στις ωοθήκες. Οι συγγραφείς πρόσφατης μεγάλης μελέτης υπολόγισαν ότι πάνω από 90.000 θάνατοι το χρόνο θα μπορούσαν να αποφευχθούν αν όλος ο ενήλικος πληθυσμός διατηρούσε ένα φυσιολογικό σωματικό βάρος.
Όπως φάνηκε από τα χαρακτηριστικά παραδείγματα των τροφίμων με την ισχυρότερη αντικαρκινική δράση, οι φυτικής προέλευσης τροφές (κυρίως φρούτα και λαχανικά) είναι εκείνες που κατά βάση σχετίζονται με ελαττωμένη εμφάνιση διαφόρων μορφών καρκίνου. Αυτό θεωρείται ότι οφείλεται στα αντιοξειδωτικά των φυτικών τροφών και την ποικιλία των φυτοχημικών τους ουσιών που εμπλέκονται σε διάφορες κυτταρικές διεργασίες υπεύθυνες για την ανάπτυξη καρκίνου. Ωστόσο, υπάρχει και αντίλογος πάνω στο θέμα αυτό.
Καταρχήν, η γενετική διαφοροποίηση μεταξύ των ατόμων σε ότι έχει να κάνει με τη δυσανεξία σε τροφές και την απορρόφηση-μεταβολισμό των φυτοχημικών ουσιών επηρεάζουν την επίδραση μιας διατροφής βασισμένης σε φυτικά προϊόντα στον κίνδυνο για καρκίνο.
Επιπρόσθετα, υπάρχουν μελέτες με αντικρουόμενα αποτελέσματα σε ότι αφορά την ευεργετική επίδραση των συστατικών των φρούτων και λαχανικών. Για παράδειγμα, πρόσφατη μετά-ανάλυση έδειξε ότι μεγάλες ποσότητες β-καροτενίου, μιας βασικής αντιοξειδωτικής βιταμίνης, μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του πνεύμονα. Μία ακόμη μεγάλη μετά-ανάλυση δε βρήκε διαφορές στον κίνδυνο εμφάνισης διαφόρων μορφών καρκίνου μεταξύ χορτοφάγων (διατροφή πλουσιότερη σε φρούτα και λαχανικά) και ατόμων με ισορροπημένη διατροφή. Ίσως τελικά, καταλήγουν πολλοί επιστήμονες, η ευεργετική επίδραση της αύξησης φρούτων και λαχανικών στη διατροφή ή της δίαιτας χορτοφαγίας είναι ότι οδηγούν σε περιορισμό πρόσληψης τροφής. Στην υπερσιτισμένη κοινωνία μας φαίνεται ότι ο θερμιδικός περιορισμός, αρκεί να μην οδηγεί σε διατροφικές ελλείψεις, είναι σημαντικός παράγοντας για την πρόληψη χρόνιων παθήσεων, όπως ο καρκίνος.
Συμπερασματικά, η διατροφή που χαρακτηρίζεται από ισορροπημένη θερμιδική πρόσληψη, που είναι πλούσια σε φρούτα και λαχανικά (με έμφαση στα τρόφιμα που αναλύθηκαν ως ισχυρά αντικαρκινικά) και φτωχή σε κόκκινο κρέας και αλκοόλ, σε συνδυασμό με την επιστροφή στο παραδοσιακό μοντέλο της Μεσογειακής δίαιτας, είναι σαφέστατα σε θέση να εξασφαλίσει χαμηλούς δείκτες εμφάνισης καρκίνου.
Παράλληλα, για να αποφεύγονται οι αδικαιολόγητοι φόβοι και η παραπλάνηση των πολιτών, πρέπει η ενημέρωσή μας να είναι Υπεύθυνη και Σαφής, οι εφημερίδες και τα περιοδικά δε να μην παρερμηνεύουν επιστημονικά αποτελέσματα με σκοπό τη δημιουργία Εντυπώσεων.
Συμπέρασμα: Με λίγη προσοχή σε ορισμένες περιπτώσεις και μερικές τροποποιήσεις του διαιτολογίου μας, μπορούμε να πετύχουμε μια περισσότερο υγιεινή διατροφή. Αποφεύγουμε έτσι τους παράγοντες εκείνους που θεωρούνται υπεύθυνοι ή απλά ύποπτοι για ανάλογη δράση, στις πολύπλοκες διαδικασίες όχι μόνο της καρκινογένεσης, αλλά και της εξέλιξης πολλών άλλων ασθενειών.
Με οργανωμένη και καλά συντονισμένη έρευνα μπορούμε να πετύχουμε την παρουσία μόνο αθώων χημικών ουσιών στην τροφική μας αλυσίδα, Τουλάχιστον τόσο αθώων, όσο και οι χημικές ενώσεις, που αυτές και οι αντιδράσεις τους, αποτελούν ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΤΗ ΖΩΗ.
Καρκίνος και Ασπιρίνη: Θεαματική μείωση στον κίνδυνο καρκίνου φαίνεται ότι προσφέρει η ασπιρίνη. Η καθημερινή λήψη ασπιρίνης σε μικρές δόσεις μειώνει δραστικά τον κίνδυνο θανάτου από πολλές μορφές καρκίνου, προκύπτει από επανεξέταση της επιστημονικής βιβλιογραφίας. Η ασπιρίνη, που χορηγείται και για την αποφυγή των εμφραγμάτων, μείωσε τον κίνδυνο μέχρι και 60% στην περίπτωση του καρκίνου του οισοφάγου. <Τα ευρήματά μας προσφέρουν τις πρώτες αποδείξεις στον άνθρωπο για την ικανότητα της ασπιρίνης να μειώνει τους θανάτους από αρκετούς συχνούς καρκίνους> δήλωσε o, επικεφαλής των ερευνητών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Η μελέτη δείχνει ότι η λήψη ασπιρίνης για περίπου πέντε χρόνια μειώνει τον κίνδυνος θανάτου τα επόμενα 20 χρόνια κατά περίπου 10% στον καρκίνο του προστάτη, 30% στον καρκίνο του πνεύμονα, 40% στον καρκίνο του παχέος εντέρου και του πρωκτού και 60% στον καρκίνο του οισοφάγου. Μείωση του κινδύνου καταγράφηκε και στους καρκίνους του παγκρέατος, του στομάχου και του εγκεφάλου, ήταν όμως δύσκολο να υπολογιστεί με ακρίβεια λόγω της μικρής συχνότητας θανάτου από αυτές τις ασθένειες στο δείγμα της μελέτης. Ο ερευνητής επισημαίνει πάντως ότι μέχρι σήμερα οι γιατροί συχνά διστάζουν να συνιστούν την καθημερινή λήψη ασπιρίνης, λόγω του αυξημένου κινδύνου αιμορραγίας στο πεπτικό σύστημα. Εφόσον όμως το φάρμακο προστατεύει και από τον καρκίνο, τα οφέλη πιθανότατα υπερσταθμίζουν τον κίνδυνο: <Οι προηγούμενες κατευθυντήριες γραμμές δικαίως εφιστούσαν την προσοχή στο γεγονός ότι, στην περίπτωση των υγιών μεσηλίκων, ο μικρός κίνδυνος αιμορραγίας του στομάχου από την ασπιρίνη εν μέρει αντισταθμίζει τα οφέλη από την πρόληψη των εγκεφαλικών και των εμφραγμάτων. Ωστόσο η μείωση των θανάτων από αρκετές μορφές καρκίνου θα αλλάξουν τώρα αυτή την ισορροπία για πολλούς ανθρώπους> είπε ο ερευνητής. Ο ίδιος θεωρεί ότι οι υγιείς ενήλικες θα μπορούσαν να λαμβάνουν καθημερινά 75 mg ασπιρίνης από την ηλικία των 40 με 45 ετών και μέχρι τα 70 ή 75 τους χρόνια, οπότε αρχίζει να αυξάνεται ο κίνδυνος αιμορραγίας λόγω του φαρμάκου. Η μελέτη είναι μια μετά-ανάλυση, που επανεξέτασε τα αποτελέσματα οκτώ παλαιότερων κλινικών μελετών με τη συμμετοχή συνολικά 25.000 εθελοντών, από τους οποίους ορισμένοι λάμβαναν ασπιρίνη και οι υπόλοιποι ψευδοφάρμακο για λόγους σύγκρισης. Οι μελέτες αυτές δεν εξέταζαν το ρόλο της ασπιρίνης στην εμφάνιση καρκίνου, τα δεδομένα όμως επέτρεψαν την εξαγωγή στατιστικά σημαντικών αποτελεσμάτων. Το χρονικό διάστημα λήψης που απαιτείται για να εμφανιστεί η αντικαρκινική δράση της ασπιρίνης βρέθηκε να ποικίλλει: πέντε χρόνια για τους καρκίνους του οισοφάγου, του παγκρέατος, του εγκεφάλου και του πνεύμονα, 10 χρόνια για τον καρκίνο του στομάχου και του παχέος εντέρου και 15 χρόνια για τον καρκίνο του προστάτη. Στην περίπτωση των καπνιστών, έδειξε η ανάλυση, η ασπιρίνη δεν φαίνεται ικανή να προλάβει τις παρενέργειες: Στην περίπτωση του καρκίνου του πνεύμονα και του λάρυγγα, η προστατευτική δράση περιορίζεται στα αδενοκαρκινώματα, τα οποία εμφανίζονται κυρίως σε μη καπνιστές.