Φυσική δραστηριότητα και λιπώδης ιστός
Ο λιπώδης ιστός είναι το σημαντικότερο όργανο για την αποθήκευση λιπιδίων. Κατά τη διάρκεια παρατεταμένης άσκησης, η καύσιμος ύλη που οξειδώνεται στους μυς ποικίλλει, εξαρτώμενη από τη διάρκεια και την ένταση της άσκησης , αλλά η κινητοποίηση των λιπιδίων από τον λιπώδη ιστό, συνεισφέρει σημαντικά στην προμήθεια ενέργειας. Η προπόνηση αντοχής μπορεί να αυξήσει την κινητοποίηση των λιπιδίων από τον λιπώδη ιστό, οδηγώντας τελικά σε ελάττωση της μάζας του. Αυτό όμως με την προϋπόθεση ότι η ελάττωση αυτή δεν θα υπερκαλυφθεί από μηχανισμούς που αυξάνουν την αποθήκευση λίπους.
Για να ελαττώσουμε τη μάζα του λιπώδους ιστού, θα πρέπει να εφαρμόσουμε ένα πρόγραμμα άσκησης το οποίο θα στοχεύει σε μια σημαντική δαπάνη ενέργειας, και η συνήθης ελάχιστη δόση που συνιστάται για τη βελτίωση απλά και μόνο της καρδιοαναπνευστικής ικανότητας είναι συχνά ανεπαρκής.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες τα προγράμματα δίαιτας παράγουν γενικά ένα μεγαλύτερο ενεργειακό έλλειμμα, και επομένως ταχύτερους ρυθμούς ελάττωσης της σωματικής μάζας απ’ ότι η άσκηση από μόνη της. Η ελάττωση βάρους που προωθείται από την άσκηση αντοχής έχει, όπως και νάχει σχέση με μια καλύτερη διατήρηση της μάζας των ελεύθερων λιπαρών οξέων, απ’ ότι οι υποθερμιδικές δίαιτες. Με την προπόνηση αντοχής, οι άνδρες γενικά δείχνουν μεγαλύτερη ελάττωση στο σωματικό λίπος απ’ ότι οι γυναίκες.
Οι βελτιώσεις, που η άσκηση προκαλεί στο μεταβολισμό, περιλαμβάνουν αλλαγές στον μεταβολισμό των υδατανθράκων και των λιπών, οι οποίες μπορούν να ελαττώσουν τον κίνδυνο ανάπτυξης διαβήτη και καρδιαγγειακών παθήσεων. Η ρύθμιση της μάζας του λιπώδους ιστού εξαρτάται από μεταβολικές ρυθμίσεις που περιλαμβάνουν τη λιπόλυση επαναεστεροποίηση και αποθήκευση, διαμέσου της υδρόλυσης, των τριγλυκεριδίων της κυκλοφορίας από το ένζυμο λιποπρωτεϊνική λιπάση.
Σε λιπόσαρκα άτομα η προπόνηση αντοχής αυξάνει τη λιπολυτική απόκριση των κυττάρων λίπους στις κατεχολαμίνες. Επίσης αυξάνεται η λιποπρωτεϊνική λιπάση στο λιπώδη ιστό, η οποία καταλήγει στην επαναπλήρωση των λιπιδίων, ανάμεσα στις περιόδους άσκησης. Πολύ λιγότερες πληροφορίες είναι διαθέσιμες σε σχέση με τα παχύσαρκα άτομα. Γενετικές και συγκεκριμένων λιπαποθηκών διαφορές, στην απόκριση της λιπόλυσης του λιπώδους ιστού στις κατεχολαμίνες, έχουν αναφερθεί. Αυτές οι παραλλαγές έχουν μερικώς σχετιστεί με αλλαγές στους άλφα (ανασταλτικούς) και βήτα (διεγερτικούς) αδρενεργικούς υποδοχείς.
Ο σχετικός ρόλος αυτών των παραγόντων, στην απόκριση του λιπώδους ιστού στα προγράμματα άσκησης, δεν έχουν αποδειχθεί. Έχουν όμως αναφερθεί γενετικές διαφορές στην άμεση απόκριση στη λιπόλυση, συνεπεία της άσκησης, των λιπωδών κυττάρων από την περιοχή των κοιλιακών και του μηρού. Η λιπολυτική απόκριση των κυττάρων του λιπώδους ιστού στις κατεχολαμίνες στην περιοχή των γλουτών, αυξάνεται άμεσα μετά από άσκηση αντοχής στους άνδρες, αλλά όχι και στις γυναίκες. Πολλές έρευνες προτείνουν ότι ο λιπώδης ιστός που καλύπτει το πάνω τμήμα του κορμού και την περιοχή του κεντρικού τμήματος των κοιλιακών μυών (εν τω βάθει), έχει υψηλό βαθμό ανταπόκρισης στη νευροορμονική διέγερση με αποτέλεσμα να μεταβολίζεται ευκολότερα για την παραγωγή ενέργειας κατά την άσκηση. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα οι άνδρες, με τη μεγαλύτερη κατ’ αναλογία συγκέντρωση λιπώδους ιστού στο πάνω τμήμα του κορμού, να ανταποκρίνονται καλύτερα στην απώλεια βάρους συνεπεία της άσκησης, ιδιαίτερα στην περιοχή των κοιλιακών μυών.
Οι γυναίκες έχουν μεγαλύτερα ποσοστά υποδόριου λίπους σε σχέση με τους άνδρες. Πρέπει όμως να λάβουμε υπ’ όψιν ότι ένα μεγάλο ποσοστό αυτού του επιπλέον σωματικού λίπους συγκεντρώνεται, για τις γυναίκες, στα ισχία και τους μηρούς, απ’ όπου είναι δύσκολο να διασπαστεί, προφανώς σαν ασφαλιστική δικλείδα για τις αυξημένες ενεργειακές απαιτήσεις μιας πιθανής κύησης. Επειδή το αποθηκευμένο λίπος στις γυναίκες αντιστέκεται περισσότερο στον μεταβολισμό του για την παραγωγή ενέργειας, απ΄ ότι στους άνδρες, (Cortright 1999, Hardman et. al. 1992, Murray et. al. 1986, Westerterp 1999). To αποτέλεσμα είναι οι γυναίκες να ανταποκρίνονται δυσκολότερα από τους άνδρες σε προγράμματα άσκησης για απώλεια βάρους και ελέγχου της παχυσαρκίας. Επίσης ακόμα και οι περισσότερο λεπτόσαρκοι άνδρες, έχουν αρκετό λίπος για να τερματίσουν έναν αγώνα υπερμαραθωνίου. Για π.χ. ένας νεαρός αθλητής 70 κιλών με 15% ποσοστό σωματικού λίπους έχει περίπου 94.500 Kcal αποθηκευμένες στο σώμα του. Η ενέργεια αυτή μπορεί να προσφέρει 120 ώρες συνεχούς τρεξίματος! (με δρομική ταχύτητα περίπου 11km/h).
Αυτά τα αποτελέσματα μπορεί να εξηγούν τη σημαντικά μεγαλύτερη ικανότητα των ανδρών να χάνουν λίπος στη γλουτιαία περιοχή, σε απόκριση στην άσκηση. Η απόκριση της λιποπρωτεϊνικής λιπάσης του λιπώδης ιστού στην ινσουλίνη, αυξάνεται σε παχύσαρκους ασθενείς, μετά το χάσιμο βάρους.
Καμία πληροφορία δεν είναι μέχρι τώρα γνωστή για τα αποτελέσματα αντοχής στη ρύθμιση της κυκλοφορίας της λιποπρωτεϊνικής λιπάσης στο λιπώδη ιστό, που δραστηριοποιείται από την ινσουλίνη στον άνθρωπο.
Στη συσσώρευση λιπιδίων στο λιπώδη ιστό πρέπει να συμμετέχουν και άλλοι μηχανισμοί απ’ αυτόν της λιποπρωτεϊνικής λιπάσης, καθώς έχουν αναφερθεί φυσιολογικές τιμές μάζας λιπώδους ιστού, σε άτομα χωρίς τη δράση της λιποπρωτεϊνικής λιπάσης.
Μετά την προπόνηση αυξάνεται η, συνεπεία της άσκησης, μεταφορά γλυκόζης στα λιπώδη κύτταρα, η οποία μπορεί να σχετίζεται με την αναπλήρωση των λιπιδίων του λιπώδους ιστού μετά την άσκηση. Ο μεταβολισμός του λιπώδους ιστού στον άνθρωπο μπορεί να προσαρμοστεί στην προπόνηση αντοχής. Αυτή η μορφή προπόνησης δημιουργεί ένα μεγάλο ενεργειακό κόστος και μπορεί να ελαττώσει τη μάζα του λιπώδους ιστού. Η προπόνηση αντοχής μπορεί επίσης να ελαττώσει την ποσότητα του αθηρωματογενετικού σπλαχνικού λιπώδους ιστού, ιδιαίτερα όταν τα αρχικά επίπεδα είναι υψηλά. Παράγοντες που επηρεάζουν την ανταπόκριση του σπλαχνικού λιπώδους ιστού στην προπόνηση περιέχουν το φύλο και την ηλικία, όπως επίσης και τα αρχικά αποθέματα στο σύνολο του σώματος και στο κοιλιακό σπλαχνικό λίπος. Τα αποθέματα λίπους στην κοιλιακή χώρα φαίνεται να είναι περισσότερο έτοιμα να κινητοποιηθούν από τα περιφερειακά αποθέματα. Η ελάττωση στη μάζα του λιπώδους ιστού, είναι ένας συνδυασμός ελαττώσεων στο μέσο μέγεθος του λιπώδους κυττάρου. Ο αριθμός όμως των λιποκυττάρων παραμένει σταθερός και πρέπει να επισημάνουμε ότι διαμορφώνεται στην πρώιμη παιδική και κυρίως στα πρώτα δύο χρόνια της ζωής μας.
ΣΩΜΑΤΙΚΟ ΛΙΠΟΣ
Γυναίκες Άνδρες
Φυσιολ. Τιμές 25% 15%
Ελάχιστες 12% 3%
Αθλητές αντοχής 8-10% 3-5%