Σαντορίνη

Facebooktwitterpinterest

Το νησί Σαντορίνη ή Θήρα βρίσκεται στο νότιο Αιγαίο πέλαγος, στο νησιωτικό σύπλεγμα των Κυκλάδων, νότια της Ίου και δυτικά από την Ανάφη. Απέχει από τον Πειραιά 128 ναυτικά μίλια και 63 ναυτικά μίλια από τη Κρήτη. Η έκταση της είναι 75,8 τετραγωνικά χιλιόμετρα.

Γενικά

Σήμερα η Σαντορίνη είναι ένα από τα διασημότερα τουριστικά κέντρα του κόσμου. Είναι επίσης γνωστή για τα ηφαίστειά της. Η τελευταία ηφαιστειακή δραστηριότητα ήταν το 1950 και μελλοντικές εκρήξεις είναι σίγουρες. Τα ηφαίστεια της Σαντορίνης είναι: Η Νέα Καμένη (1707-1711 μ.Χ.), η Παλαιά Καμένη (46-47 μ.Χ.), το υποθαλάσσιο ηφαίστειο Κολούμπο (1650 μ.Χ.), τα Χριστιάνα νησιά. Η Σαντορίνη ανήκει στο ηφαιστειακό τόξο του Αιγαίου και χαρακτηρίζεται σαν ενεργό ηφαίστειο μαζί με τα Μέθανα, την Μήλο και την Νίσυρο.

Η Σαντορίνη καθώς και τα νησιά Θηρασία και Ασπρονήσι είναι απομεινάρια του ηφαιστειογενούς νησιού Στρογγύλη. Η Στρογγύλη ήταν ένας ηφαιστειακός κώνος. Το κεντρικό τμήμα της ανατινάχτηκε στον αέρα μαζί με τον κρατήρα του ηφαιστείου από τη Μινωική έκρηξη που έγινε το 1613 π.Χ. και είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία αυτού που σήμερα ονομάζουμε καλδέρα της Σαντορίνης και την καταστροφή του προϊστορικού πολιτισμού του νησιού. Στο θαλάσσιο χάσμα που σχηματίστηκε μεταξύ Θήρας και Θηρασίας, που έχει βάθος 1.500 μέτρα, κατά καιρούς βγήκαν στην επιφάνεια ηφαιστειακοί κώνοι που σχημάτισαν τα εξής νησιά: την Παλαιά, τη Μικρή και τη Νέα Καμένη, την Καμένη Γεωργίου του Α’, την Καμένη του Φουκέ, την Αφρόσσα και τη Δάφνη. Όλα αυτά τα νησιά μεγάλωναν σιγά-σιγά και ενώθηκαν, εκτός από την Παλαιά Καμένη.

Όνομα

Το όνομα της νήσου “Θήρα” προέρχεται από τον αρχαίο Σπαρτιάτη Θήραν που από τη Σπάρτη προερχόμενος αποίκησε πρώτος τη νήσο αυτή. Το δε όνομα “Σαντορίνη” προέρχεται από τους διερχόμενους Φράγκους Σταυροφόρους οι οποίοι κατά το πέρασμα τους στέκονταν για ανεφοδιασμό κοντά σε εκκλησία της Αγίας Ειρήνης η οποία υπήρχε στο νησί. Αν και αρχικά υπήρχε η άποψη ότι η εκκλησία αυτή ήταν το παρεκκλήσι της Αγίας Ειρήνης που υπήρχε στην Θηρασιά, σήμερα θεωρείται πιθανότερο να πρόκειται για την μεγαλοπρεπέστατη παλαιοχριστιανική τρίκλιτη βασιλική της Αγίας Ειρήνης που βρισκόταν στην Περίσσα, τα ερείπια της οποίας ανακαλύφθηκαν το 1992. Πρίν την μεγάλη ηφαιστειακή καταστροφή των προϊστορικών χρόνων η νήσος ήταν στρογγυλή και είχε το όνομα Στρογγύλη, ενώ αργότερα απέκτησε τα ονόματα Καλλίστη ή Καλλιστώ (Αρχαία Ελληνικά καλλίστη: “η πιο όμορφη”), Φιλητέρη ή Φιλωτέρα, Καλαυρία, Καρίστη, Τευσία, Θηραμένη καθώς και Ρήνεια. Επί τουρκοκρατίας οι Τούρκοι την ονόμαζαν “Δερμετζίκ” ή “Διμερτζίκ” (= μικρός μύλος), πιθανώς από τους πολλούς μικρούς ανεμόμυλους που ξεχώριζαν από μακριά.
Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας επίσημα καθιερώθηκε το όνομα “Θήρα”, πλην όμως οι ξένοι χάρτες συνέχισαν να την ονοματίζουν “Σαντα-Είρηνα” από την οποία και παρέμεινε με μικρή παραφθορά από τους Έλληνες ως “Σαντορίνη” (αντί του ορθότερου Σαντορήνη).

Γεωγραφία

Η Σαντορίνη βρίσκεται σε γεωγραφικό πλάτος από 36o 19′ 56″ έως 36o 28′ 40″ Βόρειο και γεωγραφικό μήκος από 25o 19′ 22″ έως 25o 29′ 13″ Aνατολικό. Η σημερινή ημικυκλική και περισσότερο πεταλοειδής μορφή της νήσου οφείλεται στις κατά καιρούς ηφαιστειακές εκρήξεις που μετέβαλαν το αρχικό στρογγυλό σχήμα της. Η όψη της από τη πλευρά του ηφαιστείου παρουσιάζεται βραχώδης και απόκρυμνη σε αντίθεση με την ομαλότητα του εδάφους της στο υπόλοιπό της. Η επιφάνειά της, 75,8 τετραγωνικά χιλιόμετρα, είναι κατά το πλείστον ελαφρόπετρα πολύ δεκτική σε καλλιέργεια. Στο ΝΑ τμήμα της, βρίσκεται το βουνό του Προφήτη Ηλία με το ομώνυμο μοναστήρι του 18ου αιώνα, το οποίο έχει υψόμετρο 567 μέτρα και αποτελείται από τιτανώδη βράχια και λευκό μάρμαρο. Συνέχεια αυτού είναι το Μέσα Βουνό ή Βουνό του Αγίου Στεφάνου, λόγω του παλαιοχριστιανικού ναού που υπάρχει εκεί και το οποίο έχει υψόμετρο 366 μέτρα. Ο ενδιάμεσος αυχένας που συνδέει τα δύο βουνά αποκαλείται Σελλάδα.

Η περίμετρος της Σαντορίνης είναι περίπου 36 ναυτικά μίλια και παρουσιάζει έξι όρμους: Το Αμμούδι ή Άγιος Νικόλαος, στη Πάνω Μεριά (Οία Θήρας), της Αρμένης, επίσης στη Πάνω Μεριά, τον όρμο Μουζάκι, τους όρμους Φηρών και Αθηνιού και τον όρμο του Μπάλου στο Ακρωτήρι. Γενικά η Σαντορίνη είναι άνυδρος και ξερή, χωρίς λίμνες, ποταμούς ή χαράδρες. Οι αρδρευτικές ανάγκες της καλύπτονται κυρίως με δεξαμενές όπου συγκεντρώνεται κυρίως το βρόχινο νερό καθώς και από φρεάτια. Υφίστανται στη νήσο τρεις κύριες πηγές καθώς και τέσσερις ιαματικές πηγές.

Kλίμα

Η Σαντορίνη σύμφωνα με την αναθεώρηση της Κλιματικής κατάταξης του Κoppen έχει θερμό ερημικό κλίμα (BWh) και μαζί με την Ανάφη αποτελούν τις μοναδικές περιοχές στην Ευρώπη με αυτού του είδους το κλίμα.[1]

Διοικητική Διαίρεση της Σαντορίνης
Η περιφέρεια δήμου Σαντορίνης – Οίας

Με βάση το Σχέδιο Καποδίστριας, το μεγαλύτερο μέρος της Σαντορίνης καθώς και τα νησιά Ασπρονήσι και Άνυδρος, το σύμπλεγμα νησιών Χριστιανά, και η Παλαιά και η Νέα Καμένη ανήκουν διοικητικά στον Δήμο Θήρας, ο οποίος έχει πρωτεύουσα τα Φηρά και αποτελείται από τα Τοπικά Διαμερίσματα Θήρας (2.291 κάτοικοι), Ακρωτηρίου (450), Βόθωνος (671), Βουρβούλου (475), Εμπορείου (2.465), Έξω Γωνιάς (375), Επισκοπής Γωνιάς (1.430), Ημεροβιγλίου (503), Καρτεράδου (1.108), Μεγαλοχωρίου (460), Μεσαριάς (1.480) και Πύργου Καλλίστης (732). Το υπόλοιπο τμήμα του νησιού μαζί με την νήσο Θηρασία ανήκει διοικητικά στην Κοινότητα Οίας με πρωτεύουσα την Οία, η οποία αποτελείται από τα Κοινοτικά Διαμερίσματα Οίας (962) και Θηρασίας (268).

Ιστορία

Στα χρόνια του Βυζαντίου

Το 726 έγινε έκρηξη στη βορειοανατολική πλευρά της Παλαιάς Καμένης και εμφανίστηκε νέο νησί, το οποίο γρήγορα ενώθηκε με αυτήν. Η έκρηξη θεωρήθηκε ως δείγμα θεϊκής οργής κατά του Αυτοκράτορα του Βυζαντίου Λέοντος Γ’ του Ίσαυρου, ο οποίος ήταν εικονομάχος. Οι αντίπαλοι του αυτοκράτορα χρησιμοποίησαν το γεγονός για να υποκινήσουν εξέγερση, η οποία τελικά εκδηλώθηκε το 727, τόσο στις Κυκλάδες όσο και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Αρχηγός της επανάστασης ήταν ο τουρμάρχης της Ελλάδας Αγαλλιανός και ο Στέφανος. Οι επαναστάτες όρισαν άλλο αυτοκράτορα, έναν Κρητικό που ονομαζόταν Κοσμάς, και πλεύσανε προς την Κωνσταντινούπολη. Ο στόλος καταστράφηκε με το υγρό πυρ, στις 18 Απριλίου του 727, ενώ από τους αρχηγούς της επαναστάσεως, ο μεν Αγαλλιανός ρίχτηκε στην θάλασσα, οι δε Στέφανος και Κοσμάς παραδόθηκαν και αποκεφαλίσθηκαν.[2][3]

Από την πρώτη Άλωση του Βυζαντίου έως την Επανάσταση του 1821

Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204, ο Μάρκος Σανούδος, ίδρυσε το δουκάτο του Αιγαίου με έδρα τη Νάξο (1207). Τα υπόλοιπα νησιά που περιλάμβανε το Δουκάτο του Αιγαίου ή Δουκάτο της Νάξου ήταν η Σύρος, η Κίμωλος, η Μήλος, η Ίος, η Θήρα και η Ανάφη. Η Θήρα και η Θηρασία παραχωρήθηκαν στον Ιάκωβο Μπαρότσι και παρέμειναν στην οικογένεια αυτή, με μικρά διαλείμματα, ως το 1480. Τότε η Θήρα δόθηκε ως προίκα από το δούκα της Νάξου Ιάκωβο Γ΄ Κρίσπι στην κόρη του Φιορέντζα και στον σύζυγό της Δομίνικο Πιζάνι, γιο του δούκα της Κρήτης. Το νησί, λίγο μετά το θάνατο του Ιακώβου Κρίσπι, καταλήφθηκε από τον αδελφό του Ιωάννη και προσαρτήθηκε στη Νάξο. Κατά τους χρόνους της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς, πολλές ελληνικές χώρες παρέμεναν κάτω από λατινική κυριαρχία.

Κατά το 1537 η Θήρα, ακολουθώντας τη μοίρα και των άλλων νησιών του Αιγαίου, δέχτηκε τις επιδρομές του Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα. Ο Μπαρμπαρόσα απέσπασε την Κέα, τη Μύκονο και τη Θήρα από τη λατινική κυριαρχία και ανάγκασε τους δυνάστες των νησιών να αναγνωρίσουν την επικυριαρχία του Σουλτάνου. Η Θήρα περιήλθε τελικά στους Τούρκους το 1566, με εξαίρεση το καστέλι του Ακρωτηρίου, το οποίο πέρασε στα χέρια των Τούρκων το 1617. Όταν το 1579 πέθανε ο Ισπανοεβραίος Ιωσήφ Νάζι, στον οποίο είχαν παραχωρηθεί οι Κυκλάδες από την Υψηλή Πύλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι νησιώτες έστειλαν πρεσβεία στο σουλτάνο Μουράτ Γ΄(1574 – 1595) για να ζητήσουν χορήγηση προνομίων. Στους απεσταλμένους των νησιών ανήκαν και εκπρόσωποι της Σαντορίνης. Με ορισμό που εκδόθηκε το 1580, στα νησιά των Κυκλάδων παραχωρήθηκαν σημαντικά προνόμια, τα οποία ανανεώθηκαν το 1628 – 1629 και αργότερα. Το καθεστώς των προνομίων βοήθησε στην οργάνωση συστήματος αυτοδιοίκησης και στην ανάπτυξη εμπορικής δραστηριότητας σε αυτά.

Παρά το άγονο έδαφος και τους καταστρεπτικούς σεισμούς που έπλητταν το νησιωτικό σύμπλεγμα της Σαντορίνης – όπως επικράτησε να ονομάζεται κατά τη Βενετοκρατία – παρουσίασε επίδοση στη γεωργία και στη ναυτιλία. Το 1770 ο πληθυσμός του νησιού έφθανε τους 9.000 και όπως προκύπτει από το ποσό του φόρου που κατέβαλλε το νησί, πρέπει να ήταν ευπορότερο σε σύγκριση με τα άλλα νησιά. Στις αρχές του 19ου αιώνα η οικονομική ευρωστία του νησιού συνεχιζόταν, όπως επίσης και η επίδοση στο ναυτικό. Το 1807, κατά τη ναυτολογία που πραγματοποίησε η Πύλη για την αντιμετώπιση των αναγκών της στη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου, η Θήρα υποχρεώθηκε να αποστείλει στον τουρκικό ναύσταθμο 50 ναύτες, όσους δηλαδή και η Μύκονος, γεγονός που φανερώνει τη μεγάλη ανάπτυξη του ναυτικού του νησιού. Ανάπτυξη παρατηρήθηκε επίσης κατά τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας και στην παιδεία, ενώ η μονή του Προφήτη Ηλία στο νησί αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα μοναστηριακά κέντρα των Κυκλάδων.

Στις 5 Μαΐου του 1821 ο καπετάνιος Ευάγγελος Ματζαράκης σήκωσε την σημαία της επανάστασης στην Σαντορίνη.

Νεώτεροι Χρόνοι

Στις 18 Οκτωβρίου του 1944, κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Σαντορίνη κατελήφθη από Ιταλικές και Γερμανικές δυνάμεις κατοχής.

Οικονομικός και κοινωνικός χώρος

Μετά την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους ξεκινά σταδιακά ο μετασχηματισμός της ελληνικής κοινωνίας ενώ η εκβιομηχάνιση βραδυπορεί. Η χώρα εξειδικεύεται σταδιακά στην εξαγωγή αγροτικών προϊόντων και μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ελληνικό και ευρωπαϊκό, και η ναυτιλία αποτέλεσε μοχλό για τον εκσυγχρονισμό του αγροτικού τομέα κι ευρύτερα της οικονομίας. Την εποχή τα δημιουργίας εθνικών κρατών στη Μεσόγειο, τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αφυπνίζεται και διεκδικεί οντότητα. Καθώς η αυτοκρατορία αποδιαρθρώνεται προκύπτουν ανακατατάξεις στο χώρο. Το νεοσυσταθέν Ελληνικό κράτος επιχειρεί να οργανώσει το δικό του χώρο κι αυτό περνάει μέσα από τη σχέση πρωτεύουσας και λοιπής χώρας. Για πολλές δεκαετίες οι περιοχές εκτός πρωτεύουσας παραμένουν σε ένα καθεστώς που συνεχίζει την δομή της τοπικής αυτοδιοίκησης, τουλάχιστον άτυπα. Η διασύνδεση των κατοικημένων σημείων, άτακτη και αποσπασματική, δεν είχε οργανωμένο και σταθερό αποτύπωμα στο χώρο. Η κατάσταση αυτή όμως ήταν ένας ακόμη παράγοντας που ευνόησε την ανάγκη για αυτάρκεια τόσο στην ηπειρωτική όσο και στη νησιωτική Ελλάδα.

Η βελτίωση και ανάπτυξη των λιμανιών γίνεται στήριγμα του θαλάσσιου δικτύου. Η οργάνωση της λιμενικής υποδομής σε εθνικό επίπεδο εκφράζει μια τάση ανάπτυξης εμπορική, οικονομική σε τοπικό και ευρύτερο κρατικό επίπεδο. Είναι βεβαίως μεγάλη η διαφοροποίηση μεταξύ των λιμανιών και των νησιών, σε αυτό έχει καθοριστική επίδραση το φυσικό περιβάλλον.

Πεδίο της έρευνάς μας είναι η οργάνωση των επαγγελμάτων στο χώρο των Κυκλάδων στο πλαίσιο της παραγωγής, επεξεργασίας και διακίνησης του κρασιού, που αποτέλεσε ένα από τα βασικά εξαγώγιμα προϊόντα της Ελλάδας από την εποχή της σύστασης του Ελληνικού Κράτους. Εμπορικές δραστηριότητες στις Κυκλάδες του 19ου αιώνα

Μετά το ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1768 – 1774, διευρύνεται το πεδίο δράσης των ελληνικών πλοίων. Το άνοιγμα της Μαύρης Θάλασσας επιτρέπει στους νησιώτες να επεκτείνουν το εμπόριό τους στη μεταφορά των ρωσικών δημητριακών. Η ιστιοφόρος ναυτιλία αντέχει γερά ως τη δεκαετία του 1880, παρά τις δυσκολίες και τις επιζήμιες επιπτώσεις του Κριμαϊκού πολέμου (1854 – 1855). Από κει και πέρα τα ιστιοφόρα υποχωρούν μπροστά στα ατμόπλοια, που κερδίζουν γρήγορα έδαφος από το 1875.

Το σημαντικότερο αγροτικό προϊόν που εισήγαγε η Ελλάδα είναι τα δημητριακά, ειδικότερα το σιτάρι. Οι εισαγωγές δημητριακών παρουσιάζουν άνοδο μέχρι το 1887 και παραμένουν σταθερές μέχρι το 1904. Η σιτοπαραγωγής Θεσσαλία προσαρτήθηκε στο Ελληνικό κράτος από το 1881 αλλά παρ’ όλ’ αυτά δεν μειώθηκαν οι εισαγωγές σιτηρών από το εξωτερικό.

Ο νησιωτικός πληθυσμός των Κυκλάδων το 19ο αιώνα, στο μεγαλύτερο βαθμό, βρίσκεται ακινητοποιμένος και περιχαρακωμένος σε μικρές νησίδες γης με σημαντική ανεπάρκεια εγχώριων πόρων. Οι επαφές με το «εξωτερικό» όμως, η εμπορική δραστηριότητα που αναπτύσσουν εξασφαλίζουν ζωτικές προμήθειες και σε κάποιες περιπτώσεις αποτελούν πηγή πλουτισμού για τους τόπους αυτούς. Οι Κυκλάδες ανταλλάσσουν το κρασί τους και τα κουκούλια μεταξιού ή μετάξι ή προϊόντα του υπεδάφους τους με ζάχαρη και καφέ, κατεργασμένα προϊόντα, κυρίως υφάσματα, δέρματα και ξυλεία.

Το 1852 η Σαντορίνη (με έκταση 75χλμ² και πληθυσμό 7.222 κατοίκους) καταφέρνει να παρουσιάσει μια εμπορική κίνηση που υπερβαίνει κατά πολύ, σε όγκο, την αντίστοιχη των άλλων Κυκλάδων με εξαίρεση τη Σύρο. Η ναυτική περιφέρεια της Σαντορίνης περιλαμβάνει τα νησιά Αμοργός, Ίος, Ανάφη. Εμπορεύεται απ’ ευθείας με τη Ρωσία όπου διοχετεύεται το σύνολο του παραγόμενου κρασιού. Από εκεί τα μεγάλα σαντορινιά πλοία μεταφέρουν δημητριακά και αφού ξεφορτώσουν μέρος αυτών στο νησί, συνεχίζουν για τη Γαλλία, την Ιταλία και την Αγγλία. Επίσης η Σαντορίνη εξάγει θηραϊκή γη (5%) στην Αυστρία και σε ελληνικά λιμάνια. Τα προϊόντα που φέρνουν προς τη Σαντορίνη τα πλοία είναι κυρίως υφάσματα (βαμβακερά και μεταξωτά), είδη κιγκαλερίας, αρώματα, αποικιακά είδη. Για τη διεξαγωγή εμπορίου με δικά τους καράβια, οι έμποροι και πλοιοκτήτες της Σαντορίνης διαθέτουν πλοία μεγάλης χωρητικότητας. Ο στόλος της ναυτικής αποτελείται από 200 πλοία συνολικής χωρητικότητας 14.755 τόνων, ενώ τα 31 υπερβαίνουν τους 200 τόνους.

Στον τομέα της ναυτιλιακής και εμπορικής δραστηριότητας η Σαντορίνη διαθέτει το 40 % του συνολικού αριθμού των πλοίων των Κυκλάδων. Η Άνδρος, όπως και η Σαντορίνη, έχει έναν στόλο που επίσης περιλαμβάνει μεγάλης χωρητικότητας πλοία και εμπορεύεται απ’ ευθείας με λιμάνια του εξωτερικού χωρίς να περνούν τα πλοία της απαραίτητα από τη Σύρο ή τον Πειραιά αργότερα.

Η Μεσόγειος γενικότερα διέθετε μεγάλα ιστιοφόρα χωρητικότητας 600 έως 1.000 ακόμα και 1.300 τόνους ήδη πριν το 16ο αιώνα. Από το 1870 όμως και εξής η επέκταση της χρήσης του ατμού, συνέπεια της ταχείας ευρωπαϊκής οικονομικής ανάπτυξης, επέφερε σημαντικές αλλαγές. Οι αλλαγές εντατικοποιούνται και σταδιακά θέτουν εκτός μάχης τα ελληνικά ιστιοφόρα. Στο μεταξύ έχει δρομολογηθεί η τακτική ατμοπλοϊκή επικοινωνία μεταξύ Σύρου και Πειραιά. Με νόμο της 22ας Απριλίου 1855 «Περί συστάσεως συγκοινωνίας μεταξύ των νήσων και των παραλίων μερών της Ελλάδος.» η Κυβέρνηση προσπαθεί να εισαγάγει στις θαλάσσιες συγκοινωνίες και μεταφορές που συνδέουν τα ελληνικά παράλια τη χρήση του ατμού. Διαμορφώνεται ένα δίκτυο άγονων και μη αποδοτικών γραμμών.

Η οικονομική ζωή της Σαντορίνης πριν από το 1960, όταν άρχισε σταδιακά η κίνηση ξένων επισκεπτών στο νησί για τουριστικούς λόγους, βασιζόταν στις καλλιέργειες και στο εμπόριο. Η σπουδαιότητα του εμπορίου κάθε νησιού δεν είναι συνάρτηση του μεγέθους του αλλά των ιδιομορφιών της νησιωτικής οικονομίας και, ειδικότερα, της σημασίας που αποκτά στις εξωτερικές αγορές το κυριότερο εξαγωγικό του προϊόν, όπως εν προκειμένω στη Σαντορίνη συμβαίνει με το κρασί (85%). Σε αρκετά υψηλό ποσοστό βρίσκεται η εξαγωγή του κρασιού και στην Πάρο, στην οποία επίσης αποτελεί το κύριο προϊόν εξαγωγής (60%) . Οι μελέτες για την ελληνική ναυτιλία του 19ου αιώνα εστιάζουν περισσότερο στο ρόλο των ελληνικών πλοίων στην επανάσταση του 1821 και λιγότερο στις εμπορικές δραστηριότητες .

Ως τα μέσα του 19ου αιώνα ο κυκλαδίτικος πληθυσμός αποτελεί εν μέρει το υπόβαθρο της εμπορικής ανάπτυξης της Σύρου. Η άνοδος της Ερμούπολης θεωρήθηκε ότι οδήγησε στη μετανάστευση νησιωτών προς τη Σύρο και έτσι σταδιακά ο νησιωτικός χώρος έχασε την ενότητά του και την αλλοτινή του ιδιαιτερότητα. Η εξέλιξη αυτή όμως έφερε στο φως και αρκετές περιφερειακές ανισότητες, που είχε δημιουργήσει, κατά τα προηγούμενα χρόνια, η απομόνωση.

Επαγγελματικός βίος

Κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας, αρχικά των Λατίνων και στη συνέχεια των Τούρκων στα νησιά των Κυκλάδων, φαίνεται πως κάθε νησί ακολούθησε μια ιδιαίτερη πορεία μέσα στο σύνολο. Παρόλο που υπάρχουν κοινά στοιχεία στην οικονομία τους, κάθε νησί αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση. Όταν μια κοινότητα χάσει την ανεξαρτησία και την κρατική αυτονομία της, αγωνίζεται με κάθε τρόπο να περισώσει την όποια δυνατότητα έχει για εσωτερική ελευθερία και ομαδική συσπείρωση γύρω από κάποια σημεία αναφοράς. Τέτοιο σημείο αναφοράς μπορεί να είναι το σπίτι του – στο οικογενειακό πλαίσιο και κατ’ επέκταση στο ευρύτερο τοπικό πλαίσιο. Με τα προνόμια που έδωσαν οι Οθωμανοί στους νησιώτες ευνοήθηκαν αφ’ ενός η Εκκλησία κι αφ’ ετέρου οι τοπικές κοινότητες και οι αστικές συντεχνίες.

Στα χρόνια της Οθωμανικής Κυριαρχίας σημειώνονται μια σειρά εξελίξεων της κοινοτικής ζωής, από την κλειστή περιχαράκωση και ασφάλεια (καστέλια, πύργοι (μπούργκο), γουλάδες, καταφύγια, λοξά καλντερίμια, πυργόμορφα σπίτια, βίγλες κ.λ.π) ως τα ανοιχτά χοροστάσια στ’ αλώνια και τις γιορτές των πανηγύρεων.

Μετά την οικογένεια, αρχηγός της οποίας ήταν ο πατέρας, η κοινότητα είχε τους δικούς της αρχηγούς (πρωτόγερους, δημογέροντες, κοτζαμπάσηδες) Ο ρόλος της εκάστοτε δημογεροντίας έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον στις δύσκολες ώρες του κοινωνικού συνόλου. Πολλές φορές σε τέτοιες περιστάσεις το μεγαλύτερο βάρος έπεφτε στους ώμους της εκκλησίας και κυρίως της ανεπίσημης. Η κοινότητα απασχολούσε ντελάληδες, βιγλιάρηδες, νυχτοφύλακες, δραγάτες, λογαριαστάδες. Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει η ορολογία των κοινοτικών ενεργειών και εισφορών, όπως το «ψυχομέτρι» (= απογραφή), η λόντζα (=γενική συνέλευση), η μάννα (=κτηματολόγιο), η φέρτα (=εισφορά για τον ιερέα).

Τα έθιμα της αλληλοβοήθειας και συνεργασίας, τόσο στις οικογενειακές όσο και σε άλλες περιστάσεις, είναι από τις πιο συγκινητικές εκδηλώσεις των μελών μιας κοινότητας. Θέρος, τρύγος (βεντέμα), συγκομιδή άλλων καρπών, χτίσιμο σπιτιού και περισσότερο εκκλησίας, ανασύσταση κοπαδιού, αρδεύσεις και κατασκευή περιφράξεων, δρόμων γίνονταν με πρόθυμη συμμετοχή όλων, που κάποτε την κήρυσσε μετά τη λειτουργία ο παπάς. Οι εκδηλώσεις αυτές είναι γνωστές με ποικίλα ονόματα: ξέλαση, ληλοβόηθο, αντοβόηθο, δανεικαριά, παρασπόρι, αγγαρειά. Στο τέλος κάθε εργασίας ακόμα και οι πιο φτωχοί «βοηθούμενοι» εξασφάλιζαν στους «βοηθούντες» το απαραίτητο κρασί και φαγητό για να τους περιποιηθούν. Με τη σειρά τους οι «βοηθούντες» θεωρούν καθήκον τους να τραγουδήσουν και να ευχαριστήσουν με στίχους τους «βοηθούμενους». Καταλήγει έτσι η αλληλοβοήθεια σε ένα συμπόσιο αγάπης.

Συγκεντρώσεις αλληλεγγύης αποτελούν και τα νυχτέρια ή αποσπερίδια σε συγγενικά ή γειτονικά σπίτια του χωριού, στα οποία μαζεύονταν και βοηθούσαν στις οικιακές δουλειές περισσότερο οι γυναίκες. Δουλειές όπως η προετοιμασία φαγητών για τις μεγάλες γιορτές, Χριστούγεννα, Πάσχα, ετοιμασία γάμου, ξάσιμο μαλλιού, ύφανση, κέντημα, γίνονταν τις περισσότερες φορές ομαδικά.

Από την οργάνωση των επαγγελματιών της πρώτης μετατουρκικής κοινωνίας δημιουργήθηκε η νέα αστική ζωή του Ελληνισμού, τόσο στην ίδια την οθωμανική κοινωνία όσο και στην άλλη, τη διεθνή. Τα δημιουργικά στοιχεία, όσο και τα παράγωγα από την οργάνωση σε συντεχνίες έχουν πολλαπλό ενδιαφέρον.

Βιβλιογραφία

ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ – πορεία στο χρόνο, Συγγραφέας: καθ. Αντώνης Κονταράτος, (2007), Εκδόσεις Ηλιότοπος, ISBN 978-960-89882-0-0
“Σαντορίνη: Η έκρηξη των αισθήσεων”. Ειδικό αφιέρωμα περιοδικού Γεωτρόπιο τεύχος 9, σ.22-47 (Ιουν. 2000).

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Facebooktwitterpinterest

Στείλτε τις απορίες σας

Στείλτε τις απορίες σας στο Γιατρό - Συγγραφέα του παραπάνω άρθρου
  • This field is for validation purposes and should be left unchanged.