Ο ρόλος του λιπώδους ιστού ως ενδοκρινικού οργάνου

Facebooktwitterpinterest

Σχετικά με τον ρόλο του λιπώδους ιστού ως ενδοκρινικού οργάνου, θα αναφερθούμε στις δράσεις της αντιπονεκτίνης, καθώς και σε άλλα σημαντικά μόρια πρωτεϊνικής φύσεως που συντίθενται και εκκρίνονται από τα λιποκύτταρα (λιποκίνες).

Αντιπονεκτίνη
Ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην παχυσαρκία και τον καρκίνο.

Η παχυσαρκία δεν αυξάνει μόνο τον κίνδυνο αντίστασης στην ινσουλίνη / Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου ΙΙ (ΣΔ2) δραματικά, αλλά έχει επίσης χαρακτηριστεί και ως παράγοντας κινδύνου για πολλές μορφές καρκίνου, όπως του μαστού, του ενδομητρίου, του παχέος εντέρου κ.λπ. Τα άτομα με αυξημένο βάρος έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου σε σύγκριση με τα άτομα φυσιολογικού βάρους. Από την άλλη πλευρά, δεδομένα προοπτικών μελετών (μελέτες που παρακολουθούν την εξέλιξη των συμμετεχόντων σε μήκος χρόνου) για τον καρκίνο δείχνουν ότι ακόμα και μετά από έλεγχο για όλους τους υπόλοιπους παράγοντες κινδύνου, άτομα με χαμηλά επίπεδα αντιπονεκτίνης τείνουν να αναπτύσσουν καρκίνο έπειτα από 10-15 χρόνια, κάτι που δείχνει ότι η αντιπονεκτίνη είναι μια ενδογενής ορμόνη που φαίνεται να προστατεύει από αυτήν τη νόσο.

Υπάρχουν διάφοροι προτεινόμενοι βιοχημικοί μηχανισμοί. Ένας μεγάλος όγκος δεδομένων συνηγορεί στο ότι η αντιπονεκτίνη αποτελεί σημαντικό ρυθμιστή του κυτταρικού πολλαπλασιασμού. Μάλιστα, έρευνες έδειξαν ότι έχει την ικανότητα να καταστέλλει δραστικά την ανάπτυξη και να προκαλεί την απόπτωση1 συγκεκριμένων σειρών καρκινικών κυττάρων. Ωστόσο, πολλή δουλειά γίνεται αυτή τη στιγμή και χρειάζεται να γίνει στο μέλλον, ώστε να ανακαλύψουμε τις ακριβείς βιοχημικές οδούς που ενεργοποιούνται από την αντιπονεκτίνη και να διαπιστώσουμε αν η χορήγηση αντιπονεκτίνης μπορεί να θεραπεύσει ή να προλάβει την εμφάνιση κακοηθειών.

Ποια είναι, όμως, η πρακτική σημασία της έρευνας σε ό,τι αφορά την αντιπονεκτίνη; Θα λέγαμε ότι η μελέτη της ορμόνης αυτής μας βοήθησε, ώστε να μπορέσουμε να αναπτύξουμε καινούργιες διαγνωστικές και θεραπευτικές μεθόδους. Αντί να στοχεύουμε στη θεραπεία των καρδιαγγειακών νοσημάτων και του καρκίνου στα τελευταία στάδια της φυσικής ιστορίας της ασθένειας (όπου δεν έχουμε πια μεγάλη δυνατότητα επιλογών για να βοηθήσουμε τους ασθενείς), μπορούμε με τη μέτρηση των επιπέδων στο αίμα ή και την παρακολούθηση της μεταβολής των επιπέδων των ορμονών που εκκρίνονται από τον λιπώδη ιστό, να αναγνωρίσουμε ποια άτομα έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο, ώστε να προλάβουμε την ασθένεια ή να μπορέσουμε να παρέμβουμε θεραπευτικά σε ένα πιο πρώιμο στάδιο της νόσου.

Παράγοντας νέκρωσης όγκου άλφα (TNF-α)
Πρόκειται για μια πολυδύναμη προφλεγμονώδη κυτοκίνη2, με διάφορες ανοσολογικές λειτουργίες και ποικίλες δράσεις στον μεταβολισμό των λιποειδών, στη διαδικασία θρόμβωσης, στην ενδοθηλιακή λειτουργία και στην ινσουλινοαντίσταση. Ο TNF-α έχει πάρει το όνομά του από την ικανότητά του να προκαλεί καταστολή και συρρίκνωση σε ορισμένα είδη όγκων. Παράγεται από πολλά κύτταρα του οργανισμού, μεταξύ των οποίων είναι και τα λιποκύτταρα. Όπως αναφέρθηκε, ο ΤNF-α συμμετέχει στη ρύθμιση του μεταβολισμού των λιποειδών και αποτελεί ένα μεσολαβητικό μόριο για την εμφάνιση ινσουλινοαντίστασης. Μάλι-στα, τα κυκλοφορούντα επίπεδα του ΤNF-α είναι αυξημένα σε άτομα με ΣΔ2. Μελέτη που διεξήχθη σε 2.000 διαβητικές γυναίκες από την ομάδα μας στο πλαίσιο της Nurses’ Health Study, οι οποίες παρακολουθήθηκαν για αρκετά χρόνια, έδειξε ότι οι γυναίκες με χαμηλά επίπεδα γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (δείκτης ελέγχου του διαβήτη) και χαμηλές τιμές υποδοχέων TNF-α στον ορό του αίματος είχαν μικρότερη πιθανότητα να νοσήσουν από καρδιαγγειακή ασθένεια. Ο TNF-α, λοιπόν, εκτός των άλλων, αποτελεί έναν βιοχημικό δείκτη κινδύνου για ινσουλινοαντοχή και καρδιαγγειακά νοσημάτα. Επίσης, ο TNF-α επηρεάζει και τα επίπεδα άλλων λιποκινών (αυξάνει την έκφραση λεπτίνης και ελαττώνει την έκφραση και έκκριση της αντιπονεκτίνης). Η αύξησή του στην παχυσαρκία, σε συνδυασμό με την επακόλουθη ελάττωση της αντιπονεκτίνης, θεωρείται ότι κατέχει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη μεταβολικού συνδρόμου, ινσουλινοαντοχής και καρδιαγγειακών νοσημάτων.

Επίσης, ο TNF-α επηρεάζει και τα επίπεδα άλλων λιποκινών (αυξάνει την έκφραση λεπτίνης και ελαττώνει την έκφραση και έκκριση της αντιπονεκτίνης). Η αύξησή του στην παχυσαρκία, σε συνδυασμό με την επακόλουθη ελάττωση της αντιπονεκτίνης, θεωρείται ότι κατέχει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του μεταβολικού συνδρόμου.

Συμπέρασμα
Μέσα από το παρόν και 2 ακόμα άρθρα που αναπτυχθηκαν σε προηγούμενα Περί Διατροφής (Νο 11, 13) για τον λιπώδη ιστό προσπαθήσαμε να παρουσιάσουμε τις εναλλακτικές δράσεις του, εκτός της λειτουργίας του ως οργάνου αποθήκευσης ενέργειας. Πέρα από τις τρεις και ίσως σημαντικότερες αντιποκίνες που παρουσιάσαμε (λεπτίνη, αντιπονεκτίνη, ΤΝF-α), ο λιπώδης ιστός εκκρίνει μια πληθώρα άλλων δραστικών μορίων που εμπλέκονται σε ποικίλες φυσιολογικές και βιοχημικές λειτουργίες του οργανισμού.

Τα τελευταία 10 χρόνια, η ανακάλυψη της λεπτίνης και των άλλων ορμονών του λιπώδους ιστού άνοιξαν έναν νέο τομέα έρευνας. Μάς βοήθησε να εστιάσουμε στους βιολογικούς μηχανισμούς που εξηγούν την ανάπτυξη της παχυσαρκίας. Έτσι, αν επιθυμούμε να μάθουμε τι ακριβώς προκαλεί την παχυσαρκία κάποιων παχύσαρκων ασθενών, στο εγγύς μέλλον θα υπάρχει μια σειρά από εξετάσεις που θα μας επιτρέπουν τη διάκριση μεταξύ των γενετικών και άλλων αιτιών της παχυσαρκίας.

Συνοψίζοντας, ο λιπώδης ιστός δεν είναι απλά και μόνο ένα αδρανές όργανο, όπου αποθηκεύεται ενέργεια υπό μορφή λίπους. Είναι ένας ενεργός ενδοκρινής αδένας που παράγει και εκκρίνει αρκετές ορμόνες, κυτοκίνες και αντιποκίνες, οι οποίες δρουν στο επίπεδο του εγκεφάλου και μεταβάλλουν την όρεξη, την πρόσληψη τροφής, την ενεργειακή κατανάλωση και τη νευροενδοκρινή λειτουργία. Επίσης, δρουν και στο επίπεδο περιφερειακών ιστών, όπως ο σκελετικός μυς, η καρδιά και το ήπαρ, και τροποποιούν τον μεταβολισμό των λιπαρών οξέων, την ινσουλινοαντοχή και τον κίνδυνο για διαβήτη, καρδιαγγειακές νόσους και καρκίνο.

Η παραπάνω γνώση μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη νέων διαγνωστικών εξετάσεων για τη μέτρηση των ορμονών αυτών στην κυκλοφορία του αίματος, ώστε να προσδιοριστούν τα άτομα εκείνα που διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο να νοσήσουν στο μέλλον, αλλά και να προκύψουν νέες θεραπευτικές επιλογές για την αντιμετώπιση διαφόρων παθήσεων, για τις οποίες δεν είχαμε αποτελεσματικές θεραπείες στο παρελθόν.

Γλωσσάρι
1 Απόπτωση: Προγραμματισμένος κυτταρικός θάνατος.
2 Κυτοκίνη: Πρωτεϊνικό μόριο-διαμεσολαβητής, που απελευθερώνεται από διάφορα κύτταρα και δεσμεύεται σε υποδοχείς της επιφάνειας των κυττάρων, προκειμένου να προκαλέσει κάποια κυτταρική απάντηση.
http://www.iad.gr/

Facebooktwitterpinterest

Στείλτε τις απορίες σας

Στείλτε τις απορίες σας στο Γιατρό - Συγγραφέα του παραπάνω άρθρου
  • This field is for validation purposes and should be left unchanged.