Διαταραχές λόγου στα παιδιά
Οι διαταραχές του λόγου εκδηλώνονται περισσότερο με τις παρακάτω μορφές:
– Καθυστέρηση λόγου – Επιβράδυνση της γλωσσικής εξέλιξης
– Τραυλισμός
– Δυσγραμματισμός
– Δυσαρθρία
– Γλωσσικός αρνητισμός (μουτισμός)
– Ταχυλαλία
– Σιγματισμός
– Δυσλαλία
– Αφασία ή Δυσφασία
Αίτια των διαταραχών του λόγου
Οι διαταραχές μπορεί να οφείλονται σε λειτουργικά ή οργανικά αίτια εγγενούς ή επίκτητης προέλευσης. Τα αίτια χωρίζονται σε 3 κατηγορίες.
Οργανικά αίτια
Σε αυτά ανήκουν παραμορφώσεις και βλάβες του γλωσσικού οργάνου (πηγούνι, γλώσσα, μύτη). Ελαττώματα στην ακοή ή στην όραση αποτελούν συχνή αιτία διαταραχών του λόγου. Μπορεί να δημιουργήσουν ολική καθυστέρηση στην εξέλιξη της γλώσσας. Παιδιά με νοητική καθυστέρηση χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να μάθουν να προφέρουν τους φθόγγους ή να χρησιμοποιούν σωστά τη γλώσσα.
Ιδιοσυγκρασιακά αίτια
Μορφές διαταραχών του λόγου συνδέονται με κληρονομικούς παράγοντες. Σε ιδιοσυγκρασιακά αίτια οφείλεται η καθυστέρηση της αισθησιοκινητικής ωρίμανσης και η προδιάθεση για διαταραχές του λόγου.
Ψυχολογικά και κοινωνικά αίτια
Το χαμηλό κοινωνικο – μορφωτικό επίπεδο της οικογένειας, ο μεγάλος αριθμός παιδιών, οι δυσμενείς οικονομικές συνθήκες, η έλλειψη κινήτρων, ενδιαφέροντος και ευκαιριών για διάβασμα ασκούν ανασταλτική επίδραση στην εξέλιξη του γλωσσικού οργάνου. Επίσης διαταραχές στο λόγο συναντούμε εξαιτίας συναισθηματικών ή ψυχογενών αιτίων, κακών γλωσσικών προτύπων, υπερπροστασίας, αυστηρότητας των γονέων, υπερβολικών απαιτήσεων, ιδρυματισμού, παλινδρόμησης, άγχους κ.λπ.
Συχνότητα των διαταραχών του λόγου
Οι περισσότερες γλωσσικές διαταραχές εντοπίζονται κατά την προσχολική ηλικία και ιδιαίτερα κατά την είσοδο του παιδιού στο σχολείο. Το 3-5% των παιδιών που φοιτούν στο σχολείο παρουσιάζουν διαταραχές του λόγου και χρειάζονται ειδική θεραπευτική αγωγή. Περισσότερο ενδημούν στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα και εκδηλώνονται πιο συχνά στα αγόρια (Κυπριωτάκης, 1985).
Καθυστέρηση του λόγου – Επιβράδυνση της γλωσσικής εξέλιξης
Εκτός από μερικές ξεχωριστές εικόνες διαταραχής λόγου, όπως η δυσλα¬λία, η δυσλεξία, η αφωνία κ.λπ., υπάρχουν διαταραχές λόγου που απλά πα¬ρουσιάζονται σαν μια γενική καθυστέρηση αντίληψης – επεξεργασίας – έκφρασης λόγου, που συχνά συνοδεύεται και με άλλες νευροψυχολογικές διαταραχές. Οι εκδηλώσεις από το λόγο και άλλες λειτουργίες μπορεί να είναι ελαφρές ή βα¬ριές (όπως π.χ. σε ένα καθυστερημένο παιδί). Στην κατηγορία αυτή που αναφέ¬ρουμε εδώ μπορεί να συνυπάρχουν διαταραχές που περιγράφονται ξεχωριστά. Από την άλλη πλευρά, αυτά που αναφέρουμε εδώ είναι πιθανόν, μελετώμενα βαθμιαία, να περιγράφονται διαφορετικά στο μέλλον διότι είναι μια μεγάλη κατηγορία που περιέχει πολλές δυσλειτουργίες.
Στο ιστορικό των παιδιών αυτών μπορούμε να μάθουμε ότι άργησαν να μι¬λήσουν. Αργούν να πουν μαμά – μπαμπά, αργούν να μάθουν λέξεις, αργούν να κάνουν προτάσεις, το χρησιμοποιούμενο συντακτικό και γραμματική μένουν πίσω για την ηλικία, συχνά η ομιλία δεν είναι ευκρινής. Υπάρχουν διάφορες βαρύτητες της καθυστέρησης του λόγου. Οι ελαφρές μορφές ανακαλύπτονται εύκολα αν χρησιμοποιηθεί τεστ εκτίμησης λόγου, αλλά δεν γίνονται εύκολα α¬ντιληπτές κατά την έναρξη του δημοτικού. Όταν όμως το παιδί προχωρήσει σε μεγαλύτερες τάξεις, βρίσκεται σε δυσχερέστατη θέση. Γι’ αυτό το λόγο πρέπει να ανιχνεύονται με ειδικά τεστ έγκαιρα (και προληπτικά) διαταραχές του λό¬γου.
Στις ελαφρές μορφές, ο πεπειραμένος δάσκαλος μπορεί ν’ αντιληφθεί διά¬φορες μικροδιαταραχές, όπως ελαφρά δυσαρθρία, πτωχό λεξιλόγιο, πτωχές και βραχείες προτάσεις. Αργότερα, όταν αρχίζει το διάβασμα και το γράψιμο, παρατηρούνται έντονες διαταραχές. Όταν οι διαταραχές της καθυστέρησης του λόγου είναι πιο έντονες, τότε αυτές γίνονται αντιληπτές εύκολα. Η δυσαρ¬θρία, το πτωχό λεξιλόγιο, οι ατελείς λέξεις, οι λάθος λέξεις, οι κακές προτά¬σεις παρουσιάζουν άλλοτε άλλη βαρύτητα και μπορεί να υπάρχει μια τέτοια διαταραχή, ώστε η επικοινωνία να είναι αδύνατη. Αν δεν συνυπάρχει καθυστέ¬ρηση, το παιδί μπορεί να καταλαβαίνει καλά, αλλά επειδή δεν μπορεί να μιλή¬σει επαρκώς, βοηθιέται με νοήματα. Στην προσχολική ηλικία, ένα παιδί με τέ¬τοια διαταραχή μπορεί να τραβά τη μητέρα του από τη ρόμπα και να τη φέρνει σε ένα μέρος, δείχνοντάς της αυτό που θέλει, π.χ. νερό, ένα παιχνίδι κ.λπ. Αν η διαταραχή του λόγου δυσκολεύει πολύ το παιδί στην έκφρασή του, αυτό του δημιουργεί εκνευρισμό και επιθετικότητα.
Παιδιά που έχουν έντονη καθυστέρηση λόγου φαίνονται νωρίς και οι γονείς τα πηγαίνουν έγκαιρα για εξετάσεις και θεραπεία που δυστυχώς συχνά είναι ανεπαρκής από έλλειψη ειδικών. Tα παιδιά που έχουν ελαφρά καθυστέρηση του λόγου παραμελούνται και δεν αναγνωρίζoνται πολύ συχνά. Έτσι αν πρέπει να διαβάζουν και να γράφουν, έχουν τεράστιες δυσκολίες, με αποτέλεσμα συχνά να μένουν αγράμματα. Οι μητέρες που αντιλαμβάνονται ότι τo παιδί αργεί να μιλήσει και να «ξεκαθαρίσει» η ομιλία του περιμένουν, αρνούνται να δεχτούν ότι το παιδί έχει πρόβλημα.
Η καθυστέρηση στο λόγο μελετάται όσον αφορά τα ειδικά χαρακτηριστικά που παρουσιάζει, σε συσχέτιση με το υπόστρωμα, δηλαδή τον εγκέφαλο.
Βασικό ρόλο παίζει και ο ψυχισμός. Όσο περισσότεροι παράγοντες παίζουν ρόλο ή επιπροστεθούν σε τυχόν καθυστέρηση του λόγου, τόσο πολύπλοκο γίνεται το πρόβλημα λόγω διαταραχής και άλλων λειτουργιών και έτσι αυξάνεται η δυσλειτουργία της σφαίρας του λόγου.
Μπορεί να υπάρχει κάποια διαταραχή του λόγου που να μην είναι σοβαρή, αλλά να συνυπάρχει μια κινητική διαταραχή που επηρεάζει την άρθρωση, την κινητικότητα του χεριού, δηλαδή το γράψιμο.
Η καλή επαφή με το οικογενειακό περιβάλλον και ιδίως με τη μητέρα στα πρώτα στάδια ζωής είναι απαραίτητα για τη φυσιολογική ανάπτυξη του λόγου. Διάφορα προβλήματα, μετέπειτα μπορεί να προκαλέσουν έντονα προβλήματα στη συμπεριφορά του παιδιού καθώς και τραυλισμό (τραυλισμός, κεκεδισμός), αρνητισμό (μερική ή πλήρη άρνηση στην ομιλία – mutismus) ή και άλλα έντονα προβλήματα στο λόγο, επειδή η εκπαίδευση των παιδιών αυτών είναι ανεπαρ¬κής. Να σημειωθεί ότι σε μικρές ηλικίες παρατηρείται «φυσιολογικός» τραυλισμός όταν οι απαιτήσεις του περιβάλλοντος γίνονται μεγαλύτερες και το παιδί προσπαθεί ν’ αντεπεξέλθει αλλά δυσκολεύεται. Επίσης αναφέρουμε, ότι έντονες διαταραχές στο λόγο παρατηρούνται και σε παιδικές ψυχώσεις, σπάνια νοσήματα του νευρικού συστήματος, π.χ. τρέμουλο στην ομιλία και στα χέρια, στο γράψιμο, ή σε βλάβες της παρεγκεφαλίδας (Μιχελογιάννη & Τζενάκη, 2002).
Τα πιθανά αίτια και η θεραπευτική αντιμετώπιση της διαταραχής της γλωσσικής έκφρασης
Η ανάπτυξη της ικανότητας της γλωσσικής έκφρασης των παιδιών βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την ποσότητα των γλωσσικών ερεθισμάτων που δέχονται. Όταν τα παιδιά δεν έχουν αρκετές ευκαιρίες για διάλογο και ανατροφοδότηση, τότε περιορίζονται οι δυνατότητές τους να εκφραστούν λεκτικά και επομένως περιορίζεται η ανάπτυξη της ικανότητας άρθρωσης.
Η επίδραση του τρόπου λεκτικής επικοινωνίας της οικογένειας στη γλωσσική ανάπτυξη ενός παιδιού προσέλκυσε το ενδιαφέρον ορισμένων ερευνητών, καθώς οι γονείς αποτελούν για το παιδί γλωσσικά πρότυπα. Ο Whitehurst και οι συνεργάτες του (1988), συνέκριναν την ποιότητα της λεκτικής επικοινωνίας σε περιπτώσεις οικογενειών με ή χωρίς παιδί με διαταραχή γλωσσικής έκφρασης. Μέσα από τις παρατηρήσεις τους, διαπίστωσαν πως οι γονείς διαφοροποιούσαν τον τρόπο επικοινωνίας τους με το παιδί ανάλογα με τις λεκτικές του ικανότητες. Στις περιπτώσεις όπου το παιδί δυσκολευόταν να κάνει μεγάλες προτάσεις, προσάρμοζαν και αυτοί ανάλογα τον τρόπο με τον οποίο του μιλούσαν. Επομένως, εκτός από σπάνιες εξαιρέσεις απόρριψης ή απομόνωσης των παιδιών, οι διαταραχές επικοινωνίας δεν φαίνεται να προκαλούνται από τον τρόπο ομιλίας των γονέων.
Ανατομικές μελέτες και μελέτες νευροαπεικόνισης έχουν δείξει πως τα φωνολογικά ελλείμματα, και ιδιαίτερα αυτά που έχουν σχέση με τη φωνολογική ενημερότητα και το συλλαβισμό, σχετίζονται με προβλή¬ματα στη λειτουργία του εγκεφάλου. Μια ειδική οργανική αιτία, στην οποία μπορεί να οφείλονται ορισμένες περιπτώσεις προβλημάτων στη γλωσσική έκφραση, αποτελούν οι επαναλαμβανόμενες ωτίτιδες ή φλεγμονές του μέσου αφτιού οι οποίες είναι πιθανό να συνοδεύονται με απώλεια ακοής κατά τον πρώτο χρόνο της ζωής. Αυτή η σχέση υποστηρίζεται και από το γεγονός ότι, σε πολλές περιπτώσεις, παιδιά ηλικίας 2 έως 3 ετών με διαταραχή γλωσσικής έκφρασης τα οποία την ξεπέρασαν αρκετά γρήγορα, είχαν επανειλημμένα επεισόδια ωτίτιδας σε μικρότερη ηλικία. Η διαπίστωση αυτή φανερώνει πως οι ωτίτιδες του μέσου αυτιού κατά την κρίσιμη περίοδο για την ανάπτυξη της γλωσσικής έκφρασης μπορεί να δημιουρ¬γούν προβλήματα ομιλίας, τα οποία όμως φαίνεται πως σύντομα ξεπερνιούνται. Στις περιπτώσεις όμως όπου δεν υπάρχει ιστορικό με ωτίτιδες, τα αίτια της διαταραχής γλωσσικής έκφρασης μπορεί να αφορούν τη λειτουργία του κεντρικού νευρικού συστήματος, οπότε και η διάρκεια των προβλημάτων είναι μεγαλύτερη.
Φαίνεται πως η γλωσσική ανάπτυξη σχετίζεται σε σημαντικό βαθμό με γενετικούς παράγοντες, αλλά η ακριβής βάση αυτών των παραγόντων πολύ δύσκολα μπορεί να διευκρινιστεί.
Έχει βρεθεί, πως στο 70% των παιδιών με διαταραχές ομιλίας υπάρχει στο οικογενειακό τους ιστορικό κάποια αναφορά σε μαθησιακές δυσκολίες. Σε έρευνες που έγιναν σε περιπτώσεις μονοζυγωτικών διδύμων, ηλικίας 3 έως 5 ετών, διαπιστώθηκε πως τα παιδιά αυτά είχαν συχνότερα παρόμοιες δυσκολίες άρθρωσης σε σχέση με τα διζυγωτικά δίδυμα και τα παιδιά τα οποία δεν είχαν συγγενική σχέση. Παρά το γεγονός ότι τα ερευνητικά ευρήματα καταδεικνύουν τη δυσλειτουργία του εγκεφάλου, δεν μπορεί ακόμη να διευκρινιστεί με σαφήνεια η προέλευση αυτής της δυσλειτουργίας.
Στην προσπάθεια αντιμετώπισης των διαταραχών γλωσσικής έκφρασης και παρόμοιων διαταραχών επικοινωνίας θα πρέπει να συνεκτιμηθεί η συχνή υποχώρηση των προβλημάτων αυτών μέχρι την ηλικία των έξι περίπου ετών, χωρίς να είναι αναγκαία κάποιου είδους παρέμβαση. Είναι όμως πολύ πιθανόν οι γονείς των παιδιών αυτών να αναζητήσουν τη βοήθεια και τις συμβουλές του ειδικού ώστε να κατανοήσουν την καθυστέρηση στην ανάπτυξη του λόγου και να βεβαιωθούν ότι λειτουργούν με τρόπο που βοηθά αποτελεσματικά τη γλωσσική ανάπτυξη του παιδιού τους. Επομένως, η ένταξη του παιδιού με διαταραχή γλωσσικής έκφρασης σε κάποιο θεραπευτικό πρόγραμμα σύντομης διάρκειας κρίνεται πολλές φορές σκόπιμη, με στόχο κυρίως την εκπαίδευση των γονέων σε τεχνικές οι οποίες μπορεί να διευκολύνουν τη γλωσσική έκφραση του παιδιού.
(Κάκουρος & Μανιαδάκη, 2002).
Τραυλισμός
Ο τραυλισμός συγκαταλέγεται στις νευρωτικές διαταραχές του λόγου και της ομιλίας. Θεωρείται διαταραχή της ροής του λόγου και εκδηλώνεται με ασυντόνιστες κινήσεις του μυϊκού λόγου και εκδηλώνεται με ασυντόνιστες κινήσεις του μυϊκού συστήματος της αναπνοής, της φωνής και της άρθρωσης. Η διαταραχή συμβαίνει στην αρχή ή στο μέσο του λόγου είτε με επαναλήψεις μεμονωμένων φθόγγων, συλλαβών, λέξεων π.χ. χα χα-χαρούμενος είτε με ένα επίμονο κόμπιασμα σε ένα φθόγγο π.χ. χ…αρούμενος (Δράκος, 1991).
Αν καμιά φορά το παιδί επανα¬λαμβάνει το πρώτο γράμμα (σ-σ-σ-σήκω) την πρώτη συλλαβή (θε-θε¬θε-θέλω) ή ολόκληρη τη λέξη (όταν-όταν-όταν), δεν σημαίνει απαραί¬τητα ότι τραυλίζει. Οι επαναλήψεις, οι παύσεις και η γενική σύγχυση στη «σκέψη και ομιλία», σε πολλές περιπτώσεις είναι φυσιολογικές αντιδράσεις. Κατά την προσχολική ηλικία, τα παιδιά έχουν πολλές εμπειρίες για τις οποίες θέλουν να μιλήσουν χωρίς όμως να μπορούν πάντα να χρησιμοποιήσουν πολλές λέξεις ταυτόχρονα, προκειμένου να εκφραστούν άνετα. Είναι λοιπόν πιθανόν, ορισμένα συμπτώματα του τραυλισμού να παρουσιάζονται σε κάποιο παιδί χωρίς ωστόσο να υπάρχει πραγματικό πρόβλημα (Κάκουρος & Μανιαδάκη, 2002).
Χαρακτηρίζεται σαν γλωσσική νεύρωση ή ακόμα σαν ψυχοσωματικής αιτιολογίας διαταραχή, αφού σ’ αυτή συμμετέχουν και άλλοι παράγοντες.
Η νευρωτική εκδήλωση του τραυλισμού αντιδιαστέλλεται από εκείνη που η αιτιολογία της συνίσταται σε παθολογικά-οργανικά αίτια. Έτσι πολλοί επιστήμονες του χώρου ποικίλων επιστημονικών κατευθύνσεων ορίζουν τον τραυλισμό κάτω από το πρίσμα της επιστήμης τους π.χ. Ιατρική, Κοινωνιολογία, Γλωσσολογία, Παθογλωσσολογία, Λογοπαιδαγωγική και Λογοπεδική.
Ο τραυλισμός χαρακτηρίζεται ως σύνδρομο (ιατρική θεώρηση) ή ως φαινόμενο (ψυχοπαιδαγωγική ψυχοκοινωνιολογική θεώρηση). Το φαινόμενο του τραυλισμού έχει εντοπιστεί από την αρχαιότητα, ο ρήτορας Δημοσθένης αποτελεί την πρώτη προσπάθεια ανθρώπου με το φαινόμενο του τραυλισμού με τα δικά του μέσα και μέτρα προσπάθησε να βελτιώσει το πρόβλημα της ροής της ομιλίας του (Δράκος, 1991).
Κατά τους Leahy και Collins (1991), ο τραυλισμός είναι μια αινιγματική διαταραχή με μακρά και δαιδαλώδη ιστορία. Νεώτερες προσωπικότητες της ιστορίας με τραυλισμό ήταν ο βασιλιάς Γεώργιος ΣΤ΄ της Αγγλίας, ο Winston Churchill, ο Lenin, ο Theodore Roosevelt, ενώ από τον καλλιτεχνικό χώρο αναφέρονται οι ηθοποιοί Marilyn Monroe και ο τραγουδιστής Mell Tillis (Κάκουρος & Μανιαδάκη, 2002).
Ο τραυλισμός σε μεγάλο ποσοστό 1,4% συναντάται στην προσχολική ηλικία, όπως έδειξαν έρευνες του Βecker. Στην αρχή μπορεί να είναι φυσιολογικός και δικαιολογημένος αφού ο ρυθμός σκέψης είναι γρήγορος και η γλωσσική ικανότητα περιορισμένη. Στο τρίτο και τέταρτο έτος η γλωσσική ανάπτυξη είναι ραγδαία και το λεξιλόγιο αυξάνεται σημαντικά. Σ’ αυτή λοιπόν την ηλικία κάποιο σύμπτωμα μόνο τραυλισμού μπορεί με την επίδραση εξωγενών παραγόντων να μονιμοποιηθεί και ο τραυλισμός να λάβει χρόνιο χαρακτήρα.
Η συχνότητα του τραυλισμού στα αγόρια παρουσιάζει δυσαναλογία συγκριτικά με τα κορίτσια και είναι 3: 1. Σε ποσοστό 0,7% συναντάται ο τραυλισμός στη σχολική ηλικία 6-14 ετών.
Ο Ιπποκράτης πρώτος έδειξε ότι η μη ισορροπία ανάμεσα στη σκέψη και στο λόγο συμβάλλει στη γένεση του τραυλισμού.
Παρεμφερής νεύρωση με τον τραυλισμό είναι και η λογοφοβία όπως έδειξε ο Dosuzkov. Η λογοφοβία εξωτερικεύεται σαν φόβος για επικοινωνία και σαν υπερβολική δειλία. Προσβάλλει όλη την προσωπικότητα του ατόμου που πάσχει από τραυλισμό, προκαλεί αρνητικές επιπτώσεις στην συμπεριφορά του και παραμένει ακόμα και μετά την υποχώρηση του τραυλισμού (Δράκος, 1991).
Είδη τραυλισμού
Τα είδη του τραυλισμού είναι τρία: Ο εξελικτικός, ο τραυματικός και ο υστερικός.
Εξελικτικός τραυλισμός: Παρουσιάζεται κατά την προσχολική ηλικία και εκδηλώνεται ως επανάληψη μιας συλλαβής ή σαν παρεμπόδιση της γλωσσικής ροής στο ξεκίνημα της ομιλίας. Όταν τα συμπτώματα αυτά ενισχυθούν από εξωγενείς παράγοντες (κακή διαπαιδαγώγηση, άσχημο ψυχολογικό κλίμα) ο τραυλισμός μονιμοποιείται και τα συμπτώματά του εκδηλώνονται εντονότερα.
Τραυματικός τραυλισμός: Παρουσιάζεται σε ενήλικες και αιτία του είναι ένα δυνατό ψυχικό σοκ. Τα συμπτώματά του δεν αυξάνονται σταδιακά όπως στην περίπτωση του εξελικτικού τραυλισμού αλλά εκδηλώνονται από την αρχή πολύ έντονα και σε σύντομο χρονικό διάστημα με την κατάλληλη θεραπεία εξασθενούν.
Υστερικός τραυλισμός: Προκαλείται ύστερα από ένα έντονο ψυχικό ερεθισμό ή από υστερική αφωνία ή κώφωση. Για τη θεραπεία του χρησιμοποιούνται μέθοδοι υποβολής, ή ηλεκτροθεραπεία κλπ.
Άλλη διάκριση είναι: Κλονικός τραυλισμός, τονικός τραυλισμός και κλονικοτονικός τραυλισμός.
Κλονικός τραυλισμός: Όπου το άτομο που τραυλίζει επαναλαμβάνει συνεχώς την αρχική συλλαβή ή λέξη μέχρι ν’ αρχίσει να μιλάει.
Τονικός τραυλισμός: Όπου η δυσκολία έγκειται στο ξεκίνημα της ομιλίας παρά τις έντονες προσπάθειες που γίνονται από το άτομο που τραυλίζει.
Κλονικοτονικός τραυλισμός: Σ’ αυτόν συνυπάρχουν τα δύο προηγούμενα είδη του τραυλισμού (Δράκος, 1991).
Η διάγνωση του τραυλισμού
Παρά το γεγονός ότι διαφορετικά άτομα μπορεί να τραυλίζουν με διαφορετικό τρόπο και διαφορετική συχνότητα, οι γονείς ή άλλα οικεία πρόσωπα του ατόμου που τραυλίζει συνήθως δεν έχουν καμία δυσκολία να αναγνωρίσουν το είδος της δυσκολίας του. Φυσικά, σε αρκετές περιπτώσεις οι γονείς μπορεί να μη χρησιμοποιούν για την περιγραφή της δυσκολίας του παιδιού τον όρο του «τραυλισμού» αλλά είναι συνήθως σαφείς στις διαπιστώσεις τους. Οι γονείς ή τα ίδια τα παιδιά, όταν αναφέρονται στον τραυλισμό, συνήθως τον περιγράφουν ως κόλλημα.
Σύμφωνα με τα διαγνωστικά κριτήρια του DSM IV, ο τραυλισμός αναφέρεται στη διαταραχή της φυσιολογικής ροής και της ρυθμικής διαμόρφωσης της ομιλίας (δυσανάλογη για την ηλικία του ατόμου), η οποία χαρακτηρίζεται από τη συχνή παρουσία ενός από τα ακόλουθα:
– Επαναλήψεις ήχων και συλλαβών
– Επιμηκύνσεις ήχων
– Επιφωνήματα
– Διακοπτόμενες λέξεις (π.χ. παύσεις μέσα σε μια λέξη)
– Ηχηρές ή σιωπηλές αναστολές (γεμάτες ή κενές παύσεις της ομιλίας)
– Περιφράσεις (υποκαταστάσεις λέξεων για την αποφυγή προβληματικών λέξεων)
– Παραγωγή λέξεων με υπέρμετρη φυσική ένταση
– Επαναλήψεις ολόκληρων μονοσύλλαβων λέξεων (π.χ. «το-το-το-το είδα»)
Επιπλέον, η διαταραχή της ροής της ομιλίας παρεμποδίζει τη σχολική ή επαγγελματική απόδοση ή την κοινωνική επικοινωνία. Ο τραυλισμός εκδηλώνεται συνήθως για πρώτη φορά κατά την προσχολική ηλικία. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μάλιστα η τάση της εμφάνισης του τραυλισμού σε ολοένα και μικρότερες ηλικίες. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ο τραυλισμός εμφανίζεται στις ηλικίες μεταξύ 18 μηνών και 12 ετών με σημαντικά μεγαλύτερες πιθανότητες εμφάνισης στις ηλικίες μεταξύ δύο και πέντε ετών. Παρατηρούμε λοιπόν πως ο τραυλισμός εμφανίζεται συνήθως κατά την περίοδο όπου η γλωσσική ανάπτυξη εξελίσσεται με γρήγορο ρυθμό. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η έναρξη του τραυλισμού δεν συνδέεται με κάποιο συγκεκριμένο ψυχολογικό ή οργανικό τραύμα. Η εδραίωση της διαταραχής αυτής είναι συνήθως σταδιακή, ενώ συχνά υπάρχουν περίοδοι όπου η ροή του λόγου είναι καλή.
Η συχνότητα με την οποία εμφανίζεται ο τραυλισμός στα παιδιά κυμαίνεται περίπου στο 5% αλλά στο σύνολο του πληθυσμού η συχνότητα του τραυλισμού είναι περίπου 1%. Η μείωση της συχνότητας του τραυλισμού στα παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας προφανώς σχετίζεται με τη συχνή υποχώρηση του τραυλισμού και την αποκατάσταση της καλής ροής της ομιλίας με την πάροδο του χρόνου. Επειδή όμως δεν υπάρχει κανένας τρόπος με τον οποίο θα μπορούσαμε να προβλέψουμε σε ποιες περιπτώσεις θα υποχωρήσει ο τραυλισμός και σε ποιες θα εξακολουθήσει να υφίσταται ακόμη και στην ενηλικίωση του ατόμου, συνήθως προ¬τείνεται η έγκαιρη παρέμβαση του ειδικού.
Στις ηλικίες των 2 έως 3 ετών, η συχνότητα του τραυλισμού είναι ίδια σε αγόρια και κορίτσια, ενώ στις ηλικίες των 6 έως 7 χρόνων η αναλογία είναι 3:1 και στις ηλικίες των 12 έως 13 χρόνων η αναλογία αυξάνεται στο 5:1 σε βάρος των αγοριών. Τα στοιχεία αυτά υποδηλώνουν πως ο τραυλισμός υποχωρεί με μεγαλύτερη συχνότητα στις περιπτώσεις των κοριτσιών.
Η αναπτυξιακή πορεία των παιδιών με τραυλισμό
Στις περιπτώσεις όπου ο τραυλισμός δεν αντιμετωπίζεται με κάποια θεραπευτική αγωγή, είναι πιθανόν η δυσκολία του παιδιού στην ομιλία να επιδεινώνεται προοδευτικά. Ενώ αρχικά το παιδί μπορεί να συναντά περιστασιακά μόνο κάποιες δυσκολίες στη ροή του λόγου, αυτές οι δυσκολίες στη συνέχεια γίνονται πιο σοβαρές και αργότερα εδραιώνονται ώσπου να εκδηλώνεται τελικά τραυλισμός σε μόνιμη βάση.
Η εξέλιξη του τραυλισμού περνά βασικά από τέσσερις φάσεις.
Η πρώτη φάση καλύπτει την περίοδο της προσχολικής ηλικίας. Στη φάση αυτή, ο τραυλισμός είναι περιστασιακός και εμφανίζεται συνήθως σε καταστάσεις όπου το παιδί είναι ταραγμένο ή βιάζεται να πει πολλά. Σ’ αυτή την περίπτωση, το παιδί μπορεί να είναι αγχωμένο ή να νιώθει ότι πιέζεται για επικοινωνία. Ο τραυλισμός μπορεί να εκδηλώνεται με την επανάληψη συλλαβών ή λέξεων, συνήθως στην αρχή μιας φράσης. Στη φάση αυτή, οι δυσκολίες του παιδιού δε δημιουργούν πάντα κάποια ιδιαίτερη ανησυχία.
Η δεύτερη φάση καλύπτει την περίοδο της σχολικής ηλικίας. Τώρα πια ο τραυλισμός αποτελεί χρόνιο πρόβλημα, εμφανίζεται με μεγαλύτερη επιμονή και μπορεί να εκδηλωθεί σε πολλές καταστάσεις. Σε αυτή τη φάση, το παιδί αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως άτομο με τραυλισμό.
Στην τρίτη φάση, η συμπεριφορά του ατόμου που τραυλίζει διαφοροποιείται σημαντικά ανάλογα με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Το άτομο αρχίζει να πιστεύει πως συγκεκριμένοι φθόγγοι, συλλαβές ή λέξεις μπορεί να του δημιουργούν ιδιαίτερες δυσκολίες. Γι’ αυτό αρχίζει να αποφεύγει τη χρήση ορισμένων λέξεων και γίνεται ευερέθιστο σε αναφορές σχετικά με το πρόβλημά του.
Στην τέταρτη φάση, το άτομο αρχίζει να αποφεύγει καταστάσεις όπου μπορεί να προκληθεί για να μιλήσει. Σε ορισμένες καταστάσεις, όταν υποψιαστεί πως είναι πιθανό να χρειαστεί να μιλήσει, τότε το διακατέχει φόβος. Προς το τέλος της εφηβείας, το άτομο που τραυλίζει αρχίζει να νιώθει πως το πρόβλημά του το οδηγεί ολοένα και συχνότερα σε αμηχανία (Κάκουρος & Μανιαδάκη, 2002).
Πιθανά αίτια και η θεραπευτική αντιμετώπιση του τραυλισμού
Οι περισσότεροι ειδικοί συγκλίνουν στην εκτίμηση πως ο τραυλισμός είναι ένα πρόβλημα πολυπαραγοντικής αιτιολογίας. Σύμφωνα με τον Van Riper (1982), ο τραυλισμός είναι ένα πολύπλοκο και πολυδιάστατο παζλ από το οποίο μας λείπουν ακόμη πολλά κομμάτια. Είναι ευρύτερα αποδεκτό πως δεν υπάρχει μία μοναδική αιτία για τον τραυλισμό και πως ο τραυλισμός είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης μιας σειράς δομικών, αναπτυξιακών, περιβαλλοντικών και ψυχολογικών παραγόντων.
Στην προσπάθεια κατανόησης της αιτιολογίας του τραυλισμού έχουν διατυπωθεί μέχρι σήμερα πολλές θεωρίες, χωρίς όμως κάποια απ’ αυτές να μπορεί να προσφέρει ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο ερμηνείας της αιτιοπαθογένειας της διαταραχής αυτής. Ο Bloodstein (1995), στην προσπάθειά του να κατηγοριοποιήσει τις υπάρχουσες θεωρίες σχετικά με την αιτιοπαθογένεια του τραυλισμού, προτείνει το ακόλουθο σύστημα ταξινόμησης:
Θεωρίες οι οποίες βασίζονται στην έννοια της «κατάρρευσης» και αποδίδουν τον τραυλισμό σε κατάρρευση κάποιων φυσιολογικών λειτουργιών, με πιθανή ανάμιξη περιβαλλοντικών παραγόντων οι οποίοι προκαλούν άγχος. Η ανεπάρκεια των φυσιολογικών λειτουργιών, οι οποίες είναι πιθανό να έχουν γενετική βάση, σχετίζεται με το μηχανισμό παραγωγής του προφορικού λόγου.
Θεωρίες οι οποίες βασίζονται στην έννοια της «απωθημένης ανάγκης» και αντιμετωπίζουν τον τραυλισμό ως έναν τύπο αγχώδους διαταραχής, δηλαδή ως σύμπτωμα κάποιας διαταραγμένης ψυχολογικής λειτουργίας, η οποία είναι πιθανό να μην είναι συνειδητή. Οι υποθέσεις αυτές στηρίζονται βασικά στην ψυχαναλυτική θεωρία.
Θεωρίες οι οποίες βασίζονται στις έννοιες της «αναμονής – αντιμετώπισης». Στην περίπτωση αυτή, εκτιμάται πως ο τραυλισμός πυροδοτείται ή ενισχύεται από το γεγονός ότι το άτομο αναμένει με φόβο ότι θα τραυλίσει και προετοιμάζεται να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, αυτό που οδηγεί το άτομο στον τραυλισμό είναι ουσιαστικά η ίδια η προσπάθειά του να αποφύγει τον τραυλισμό. Η προσέγγιση αυτή γίνεται καλύτερα κατανοητή αν σκεφτούμε ορισμένα από τα χαρακτηριστικά των ατόμων που τραυλίζουν και διερευνήσουμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες μπορεί να τραυλίζουν περισσότερο ή λιγότερο. Διαπιστώνουμε λοιπόν πως το άτομο τραυλίζει περισσότερο στις περιπτώσεις όπου εκτιμά πως είναι πιο πιθανό να τραυλίσει, ενώ όταν δεν σκέφτεται τον τραυλισμό και δεν ανησυχεί γι’ αυτό το ενδεχόμενο, οι πιθανότητες να τραυλίσει μειώνονται.
Σε πολλές έρευνες έχει διαπιστωθεί πως ένα παιδί έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να παρουσιάσει τραυλισμό αν στο συγγενικό του περιβάλλον υπάρχουν άτομα τα οποία τραυλίζουν. Από έρευνα (1991), διαπιστώθηκε πως στο 71% των ατόμων που τραυλίζουν, τα αίτια σχετίζονται με την κληρονομικότητα, ενώ στο υπόλοιπο 29%, τα αίτια σχετίζονται με περιβαλλοντικούς παράγοντες. Σε άλλη έρευνα, έχει βρεθεί πως, παρά το γεγονός ότι στα αγόρια ο τραυλισμός εμφανίζεται με μεγαλύτερη συχνότητα, οι συγγενείς κοριτσιών που τραυλίζουν έχουν αυξημένες πιθανότητες να παρουσιάσουν τραυλισμό. Επίσης, στα άτομα με τραυλισμό αναφέρεται συχνότερα κάποια καθυστέρηση στη γλωσσική ανάπτυξη. Όλα αυτά τα στοιχεία στηρίζουν την εκτίμηση πως ο τραυλισμός σχετίζεται σε κάποιο βαθμό με γενετικούς παράγοντες. Δεν υπάρχουν όμως στοιχεία που να διευκρινίζουν τον τρόπο με τον οποίο επιδρά η κληρονομικότητα στην εμφάνιση του τραυλισμού.
Επίσης, ο τραυλισμός δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αποτέλεσμα της μίμησης κάποιου προτύπου το οποίο τραυλίζει. Σε αρκετές περιπτώσεις, είναι πιθανό κάποιο παιδί να μιμείται τον τρόπο που μιλά ένα άλλο παιδί με τραυλισμό. Το γεγονός όμως αυτό από μόνο του δεν πρόκειται να οδηγήσει σε τραυλισμό. Από τη στιγμή που το παιδί θα σταματήσει να μιμείται την ομιλία του παιδιού που τραυλίζει, τότε θα συνεχίσει να μιλά με κανονική ροή. Σε περίπτωση όμως που κάποιος από το περιβάλλον του παιδιού δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο παιδί που μιμείται τον τραυλισμό ή αγχωθεί ιδιαίτερα μήπως το παιδί συνεχίσει να τραυλίζει, τότε είναι πιθανό και το ίδιο το παιδί να αγχωθεί για τον τρόπο που μιλά. Σε μια τέτοια περίπτωση, είναι πιθανό το παιδί πράγματι να συνεχίσει να τραυλίζει. Σε αυτή την περίπτωση όμως ο τραυλισμός δεν είναι αποτέλεσμα της μίμησης του προτύπου αλλά του άγχους και της έντασης που δημιουργούν στο παιδί οι συνθήκες επικοινωνίας σ’ αυτό το πλαίσιο.
Επειδή σε αρκετές περιπτώσεις ο τραυλισμός μπορεί να ξεπερασθεί χωρίς την παρέμβαση του ειδικού, συχνά τίθεται το ερώτημα αν θα πρέπει το παιδί που τραυλίζει να παραπέμπεται για θεραπευτική αντιμετώπιση. Συνήθως οι ειδικοί εκτιμούν πως η παραπομπή του παιδιού θα πρέπει να γίνεται εφόσον οι δυσκολίες στη ροή του λόγου εκδηλώνονται με μεγαλύτερη συχνότητα και ένταση με την πάροδο του χρόνου ή όταν ο τραυλισμός δημιουργεί στο παιδί και τους γονείς του υπερβολικό άγχος, το οποίο μπορεί να εκδηλώνεται αργότερα και με τικ. Συνήθως ο ειδικός σε πρώτη φάση επικεντρώνεται στη συμβουλευτική των γονέων και προσπαθεί να τους διευκολύνει προκειμένου να υιοθετήσουν αποτελεσματικούς τρόπους αντιμετώπισης του παιδιού που τραυλίζει. Σε περίπτωση όπου αυτή η προσπάθεια δεν είναι επαρκής, τότε ο ειδικός εφαρμόζει τη θεραπευτική αντιμετώπιση που απορρέει από τη θεωρητική προσέγγιση που υιοθετεί για την αιτιολογία του τραυλισμού (Κάκουρος – Μανιαδάκη, 2002).
Δυσγραμματισμός
Ο δυσγραμματισμός αναφέρεται σε διαταραχή του λόγου που σχετίζεται πολύ με το συντακτικο-μορφολογικό επίπεδο της γλώσσας. Είναι η διαταραχή στην ικανότητα σχηματισμού προτάσεων, στον προφορικό και το γραπτό λόγο που να είναι σωστές από γραμματικής και συντακτικής άποψης. Δηλ. σωστή τοποθέτηση των λέξεων, σωστή σύνταξη της πρότασης και σωστή κλίση των κλιτών λέξεων.
Το παιδί με τη διαταραχή αυτή έχει δυσκολία να εκφράσει τις σκέψεις του με το πρότυπο των κανόνων της γραμματικής / και συντακτικής δομής της μητρικής του γλώσσας. Ο δυσγραμματισμός μπορεί να συνυπάρχει με άλλες διαταραχές λόγου, π.χ. με δυσλαλία ή με γενικότερη καθυστέρηση λόγου (Μιχελογιάννη & Τζενάκη, 2002).
Ο δυσγραμματισμός διαφοροποιείται από τη δυσσυνταξία. Η διαφορά τους βρίσκεται στο ότι ο δυσγραμματισμός σημαίνει ανικανότητα του ατόμου να εκφράσει τις σκέψεις του με τη σωστή χρήση ουσιαστικών στη σωστή πτώση και ρήματα στο σωστό πρόσωπο ή χρόνο σύμφωνα με τους κανόνες της μητρικής του γλώσσας.
Η δυσσυνταξία από την άλλη, δηλώνει ότι οι λέξεις δεν τοποθετούνται με τη σωστή τους ακολουθία στο λόγο (συντακτική ανακολουθία). Ο όρος δυσγραμματισμός κάτω από το πρίσμα της σύγχρονης γλωσσολογίας δηλώνει διαταραχή σε όλα τα επίπεδα της γλώσσας, αφού στην έννοια γραμματική συμπεριλαμβάνο¬νται οι γραμματικοί και οι συντακτικοί κανόνες μιας γλώσσας.
Γι’ αυτή τη διαταραχή συναντούμε στη βιβλιογραφία και τους όρους: Αγραμματισμός και Παραγραμματισμός.
Όταν τα φαινόμενα του δυσγραμματισμού παρατηρούνται μέχρι το τέταρτο έτος της ηλικίας, στην περίοδο δηλαδή όπου ο λόγος του παιδιού δεν είναι ακόμα πλήρως διαμορφωμένος αλλά βρίσκεται σε εξέλιξη, τότε μπορούμε να μιλάμε για φυσιoλoγικό δυσγραμματισμό. Όταν, όμως, υπάρχει μια καθυστερημένη γλωσσική εξέλιξη του παιδιού, τότε ο δυσγραμματισμός εξακολουθεί να υπάρχει και μετά το 4ο έτος και πολλές φορές συνυπάρχει με τη δυσλαλία (Δράκος, 1998).
Αιτίες του δυσγραμματισμού
Μέχρι τα 4 έτη το παιδί δεν έχει ακόμη φθάσει στο γλωσσικό επίπεδο που θα του επέτρεπε να χρησιμοποιεί άνετα και σωστά τη μητρική γλώσσα. Χρησιμοποιώντας, λοιπόν, ως πρότυπο τη γλώσσα των προσώπων του οικογενειακού περιβάλλοντος, με τα οποία έρχεται σε άμεση επαφή, κάνει χρήση κάποιων στερεότυπων εκφράσεων που ακούει στο γλωσσικό του περιβάλλον.
Αν όμως μετά το 5ο έτος δεν είναι ακόμα ικανό να κάνει σωστή χρήση των γραμματικών δομών, αυτό μπορεί να οφείλεται σε καθυστερημένη γλωσσική εξέλιξη ή σε ελλιπή διαπαιδαγώγηση.
Άλλες αιτίες που μπορούν να προκαλέσουν δυσγραμματισμό είναι:
– Μειωμένο γλωσσικό αίσθημα. Το παιδί δεν ανταποκρίνεται στα γλωσσικά ερεθίσματα. Δείχνει μια απάθεια. Ενώ του μιλάς, εκείνο δεν δίνει συνέχεια στη συζήτηση.
– Κεντρικές βλάβες στην εξέλιξη σε συνδυασμό με πρόωρες εγκεφαλικές βλάβες.
– Ενδοκρινικές διαταραχές.
– Χαμηλή νοημοσύνη.
– Ψυχοκινητικές βλάβες και αντιληπτικές αδυναμίες.
– Περιορισμένη ακουστική μνήμη.
– Διαταραγμένη ικανότητα για προσοχή.
– Διαταραχές στην ικανότητα διαφοροποίησης στο φωνητικό, οπτικό, κιναισθητικό και μουσικορυθμικό τομέα.
Ο Liebmann διακρίνει τρία είδη δυσγραμματισμού που διαφοροποιούνται μεταξύ τους ανάλογα με το βαθμό προσβολής του λόγου:
1. Δυσγραμματισμός ελαφριάς μορφής: Ο αυθόρμητος λόγος παρουσιάζει μικρές αποκλίσεις στη μορφολογία και τη συντακτική του δομή. Μεγαλύτερη συχνότητα στα λάθη παρουσιάζουν οι κλίσεις.
2. Δυσγραμματισμός μέτριας μορφής: Η ομιλία είναι κυριολεκτικά ασύντακτη. Το άτομο παραποιεί τις πτώσεις και τα γένη.
3. Δυσγραμματισμός βαριάς μορφής: Ο ελεύθερος λόγος είναι κομ¬ματιασμένος. Οι λέξεις προσφέρονται τμηματικά, ξεκομμένες από το γλωσσικό περιβάλλον της πρότασης. Ακόμα και απλές προτάσεις δεν μπορούν να επαναληφθούν με τη σωστή συντακτική τους δομή.
Μια άλλη συναφής με την προηγούμενη διάκριση του δυσγραμμα¬τισμού σε κατηγορίες γίνεται από τον Reemler (1975):
α. Δυσγραμματισμός πολύ βαριάς μορφής: Ο λόγος είναι ελλιπής. Το άτομο χρησιμοποιεί μεμονωμένες λέξεις και για να μπορέσει να κάνει κατανοητά αυτά που θέλει να πει στους άλλους τα συνοδεύει με μιμητικές χειρονομίες.
β. Δυσγραμματισμός βαριάς μορφής: Οι προτάσεις έχουν την πιο απλή δόμηση. Είναι της μορφής: ρήμα – υποκείμενο – κατηγορούμενο, ενώ τα συντακτικά και γραμματικά λάθη είναι πολύ συχνά. Γίνεται ακόμη από τα άτομα αυτά συχνή χρήση των γλωσσικών στερεοτύπων.
γ. Δυσγραμματισμός μέσης μορφής: Οι προτάσεις τώρα αποτελούνται από 6-7 λέξεις. Είναι απλές, αλλά με σίγουρη και σταθερή δομή και χρήση. Παρόλα αυτό δεν λείπουν τα λάθη στη σύνδεση και στην κλίση των λέξεων, ενώ σημειώνεται μερική ή ολική απουσία άρθρων, αντωνυμιών, προθέσεων, συνδέσμων.
δ. Δυσγpαμματισμός ελαφριάς μορφής: Ο αριθμός των λέξεων μιας πρότασης αυξάνει. Φτάνει τις 7-8, ενώ γίνονται προσπάθειες για τη σωστή σύνδεσή τους. Τα γραμματικά λάθη έχουν μειωθεί αισθητά. Εντούτοις δεν κλίνονται πάντα σωστά άρθρα και ανώμαλα ρήματα.
ε. Δυσγραμματισμός: Σ’ αυτό το στάδιο δεν έχουμε δυσγραμ¬ματισμό και η γλωσσική εξέλιξη του παιδιού είναι ανάλογη με την ηλικία του.
στ. Δυσγραμματισμός: Το παιδί χρησιμοποιεί στο λόγο του σύνθετες προτάσεις. Μπορεί με άνεση να διηγηθεί κάτι ή ν’ αναφερθεί σε γεγονότα που δεν είναι άμεσα αντιληπτά. Γενικά ο λόγος του έχει πληρότητα, σαφήνεια και μπορεί να θεωρηθεί καθ’ όλα υποδειγματικός.
Άλλοι όμως ερευνητές των γλωσσικών διαταραχών, κάνοντας κριτική στις παραπάνω θέσεις, διατυπώνουν την άποψη ότι ο Remmler με την κατηγοριοποίηση που κάνει συγκρίνει το λόγο του παιδιού με το λόγο του ενήλικου, χωρίς να δέχεται την ιδιαιτερότητα της παιδικής γλώσσας.
Αντίθετα, ο Arnold αναφέρει τα παρακάτω είδη δυσγραμματισμού έχοντας ως βάση την αιτιολογία και όχι τη φαινομενολογία:
. Φυσιολογικός δυσγραμματισμός που εμφανίζεται στα πρώτα στάδια της γλωσσικής εξέλιξης του παιδιού και είναι φυσικό να υπάρ¬χει τη στιγμή που ο λόγος δεν έχει ακόμη πλήρως διαμορφωθεί.
. Δυσγραμματισμός ως συνέπεια φυσικής αδυναμίας. Η γλωσσική αδυναμία μπορεί να οφείλεται σε γενετικούς ή κληρονομικούς παρά¬γοντες.
. Ιδιοπαθητικός δυσγραμματισμός, που οφείλεται σε καθυστέρηση της ψυχωσικής ωρίμανσης του ατόμου.
. Συμπτωματικός δυσγραμματισμός, που σχετίζεται με πρόωρες εγκεφαλικές βλάβες.
Τέλος, σύμφωνα με τα συμπεράσματα ψυχογλωσσικών ερευνών και τις απόψεις των ειδικών ο δυσγραμματισμός συνδέεται τόσο με την κωδικοποίηση όσο και με την αποκωδικοποίηση της γλώσσας.
Στη διαδικασία της κωδικοποίησης ο δυσγραμματισμός εμποδίζει τη μετάδοση ενός ολοκληρωμένου μηνύματος, έτσι που ο συνομιλητής να χάνει κάποιο μέρος των πληροφοριών που θέλει να του μεταδώσει ο άλλος.
Στη διαδικασία πάλι της αποκωδικοποίησης ο δυσγραμματισμός δε βοηθά στην αποκρυπτογράφηση και κατανόηση των μηνυμάτων με αρνητικές συνέπειες στην οικειοποίηση των μορφοσυντακτικών κανόνων της γλώσσας.
Διάγνωση του δυσγραμματισμού
Για τη σωστή θεραπεία του δυσγραμματισμού επιβάλλεται μια πολύπλευρη διάγνωση που θα προκύψει από τη συνεργασία γλωσσοπαιδαγωγών, ψυχολόγων, δασκάλων και γονέων. Αρχικά θα πρέπει να ελεγχθεί η γλωσσική ανάπτυξη του ατόμου με δυσγραμματισμό. Ειδικότερα θα εξεταστεί η γλωσσική δεξιότητα στον ελεύθερο λόγο, τη διήγηση και την επαναδιήγηση, για να ακολουθήσει η ανάλυση της ομιλίας του.
Η ανάλυση στοχεύει στο να εξακριβώσει την ευχέρεια που έχει το άτομο να χρησιμοποιεί τους γραμματικοσυντακτικούς κανόνες, τους συνδέσμους, τις κλίσεις των ρηματικών χρόνων κ.λπ.
Με το ιστορικό, εξάλλου, θα ληφθούν πληροφορίες τόσο για το άτομο όσο και για το κοινωνικό – οικογενειακό του περιβάλλον. Ελέγχονται ακόμη: η όραση, η ακοή, η κιναισθητική δεξιότητα, η σωματική αρτιμέλεια, το νευρικό σύστημα και η νοημοσύνη. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου ο δυσγραμματισμός είναι αποτέλεσμα αφασίας ή τραυλισμού (Δράκος, 1998).
Θεραπεία του δυσγραμματισμού
Το άτομο με δυσγραμματισμό δεν μπορεί, όπως προαναφέραμε, να χρησιμοποιήσει σωστά τους συντακτικούς και μoρφλoγικoύς κανόνες της μητρικής του γλώσσας. Η θεραπευτική αγωγή, λοιπόν, θα επιδιώξει να το βοηθήσει να ξεπεράσει αυτό το πρόβλημα, παρέχοντάς του εξατομικευμένη βοήθεια με κατάλληλες ασκήσεις. Οι ασκήσεις θα στοχεύουν στην παραγωγή πρώτα και στη δόμηση μετά ενός συστήματος γραμματοσυντακτικών κανόνων, μέσα από μια διαδικασία στην οποία ο λόγος του λογοθεραπευτή θα λειτουργήσει ως πρότυπο.
Κατά τη διάρκεια αυτών των ασκήσεων το παιδί καλείται να επαναλάβει μικρές λέξεις ή προτάσεις που τις ακούει πρώτα από το λογοθεραπευτή.
Όμως, πριν απ’ όλα, θα πρέπει να εντοπιστεί το γλωσσικό στάδιο του παιδιού, να ιεραρχηθούν οι γλωσσικές του ελλείψεις, ώστε ο λογοθεραπευτής να βαδίζει κλιμακωτά και να βελτιώνει τα στάδια της γλωσσικής εξέλιξης, στα οποία το παιδί εμφανίζει μια καθυστερημένη εικόνα.
Η θεραπεία θα ξεκινήσει από το γλωσσικό στάδιο εκείνο που έχει κατακτηθεί από το παιδί για να προχωρήσει βαθμιαία και στα επόμε¬να. Κι ακόμη, η αντίληψη θα πρέπει να είναι αναπτυγμένη σε τέτοιο σημείο, ώστε το παιδί να είναι σε θέση να κατανοεί πρώτα και στη συ¬νέχεια να μπορεί να χρησιμοποιεί στον ελεύθερο λόγο του τους γραμ¬ματικούς κανόνες.
Απ’ όσα είπαμε, η χρησιμότητα των γλωσσικών ασκήσεων είναι πρoφανής. Οι ασκήσεις αυτές θα προδιαθέσουν ευνοϊκά το παιδί για ομιλία. Θα βοηθήσουν στον εμπλουτισμό του λεξιλογίου του και θα το μάθουν να χρησιμοποιεί σωστά τη δομή της γλώσσας.
Με τις ασκήσεις χρησιμοποιούνται διάφορα βοηθητικά μέσα όπως εικόνες, παιχνίδια μουσικορυθμικά κ.ά., ειδικά όταν μαζί με το δυσγραμματισμό συνυπάρχει και πνευματική καθυστέρηση.
Τέλος, είναι αυτονόητο πως τη στάση του λογοπαιδαγωγού και λογοθεραπευτή απέναντι στο άτομο με δυσγραμματισμό θα πρέπει να τη διακρίνει η υπομονή, η κατανόηση και η φιλικότητα. Παράλληλα, όμως, οι προσπάθειές τους θα πρέπει να στραφούν και προς το άμεσο περιβάλλον του παιδιού, ένα περιβάλλον που συνήθως απομονώνει και παραμελεί τέτοια άτομα, θεωρώντας ως πνευματική υστέρηση τη γλωσσική τους ανεπάρκεια χωρίς να δίνει τα κατάλληλα γλωσσικά ερεθίσματα (Δράκος, 1998).
Ένα παιδί τραβάει τα φωνήεντα και τα σύμφωνα και η φωνή του τρέμει (Δυσαρθρία)
Υπάρχει μια βαριά διαταραχή της ομιλίας στα παιδιά και στους μεγάλους που οφείλεται στη βλάβη των κινητικών εγκεφαλικών νεύρων με αποτέλεσμα να έχουμε παραλύσεις ή βλάβες στο συντονισμό των μελών των οργάνων, που σχετίζονται με την ομιλία. Έχουμε μια ατελέστατη άρθρωση, ακατανόητη ομιλία, τρεμάμενη φωνή χωρίς ρυθμό, χρόνο και μελωδία.
Είδη Δυσαρθρίας
Υπνώδης Δυσαρθρία
Οφείλεται σε βλάβες των εγκεφαλικών νεύρων που καθοδηγούν τη γλώσσα, τον φάρυγγα και τον λάρυγγα. Η ομιλία είναι υποτονική και μονότονη, έχει έντονη ρινική χροιά, τα σύμφωνα δεν σχηματίζονται με ακρίβεια, οι προτάσεις είναι σύντομες και ο τόνος της φωνής φθίνει σταδιακά. Υπνώδη Δυσαρθρία παρουσιάζουν όλα τα άτομα που υποφέρουν από μυασθένεια.
Σπαστική Δυσαρθρία
Είναι το αποτέλεσμα σπαστικής ημιπληγίας. Το πρόσωπο είναι ανέκφραστο τρέχουν συνεχώς σάλια, οι κινήσεις των χειλέων και της γλώσσας είναι επιβραδυνόμενες και περιορισμένης έκτασης. Η φωνή είναι αδύνατη, ρινική και ασθενική. Τα σύμφωνα σχηματίζονται όχι με ακρίβεια, είναι μονότονα, βραχνά, ακούγονται σαν να έρχονται από μακριά και εμφανίζουν διαλείψεις. Ο ρυθμός της ομιλίας είναι βραδύς.
Αταξική Δυσαρθρία
Οφείλεται σε βλάβες του μικρού εγκεφάλου και χαρακτηρίζεται από ανακρίβεια στην προφορά των συμφώνων, από επιμηκυνόμενα φωνήεντα, από μεγάλες παύσεις ομιλίας, από υψηλούς τόνους και ένταση, από επιβραδυνόμενο ρυθμό ομιλίας.
Υποκινητική Δυσαρθρία
Οφείλεται σε ανωμαλίες του εξωπυραμιδικού συστήματος. Έχουμε αποκλείσεις στον τόνο της ομιλίας, η φωνή είναι ασθενής, τα σύμφωνα δεν είναι ευκρινή, η φωνή τρέμει και εμφανίζει συχνά διακοπές.
Υπερκινητική Δυσαρθρία
Έχουμε δύο τύπους υπερκινητικής δυσαρθρίας την ταχεία και την βραδεία.
Η ομιλία κατά την ταχεία μoρφή της Υπερκινητικής Δυσαρθρίας έχει στιγμές που δεν εμφανίζει καθόλου δυσαρθρικά φαινόμενα. Στην κατηγορία της Υπερκινητικής Δυσαρθρίας υπάγονται οι ασθενείς του συνδρόμου Gilles -de-la Tourette. Κατά τον σχηματισμό των φωνηέντων παρατηρούνται tics, ελαττωμένη άρθρωση η οποία συχνά καταλήγει σε ηχολαλία και κοπρολαλία.
Κατά την βραδεία μορφή υπερκινητικής Δυσαρθρίας έχουμε αθετώσεις, δυσκινησία και δυστονία. Τα σύμφωνα προφέρονται χωρίς συμμετρία, τα φωνήεντα άγρια, η άρθρωση παρουσιάζει ακανόνιστες διακοπές, οι τόνοι της φωνής κυμαίνονται σε χαμηλά επίπεδα, τα φωνήεντα επιμηκύνoνται, η φωνή διακόπτεται ξαφνικά.
Μεικτή Δυσαρθρία
Oφείλεται σε δυσλειτουργία ή βλάβες πολλών συγχρόνως εγκεφαλικών κινη¬τικών συστημάτων. Η ομιλία μπορεί να χαρακτηρίζεται από ελαφρά δυσαρθρικά φαινόμενα, μπορεί ακόμη σε βαριά μορφή να είναι και τελείως ακατανόητη.
Σε ό,τι αφορά τη λογοθεραπεία της Δυσαρθρίας μπορούμε να πούμε ότι διαφέρει από περίπτωση σε περίπτωση. Αντικειμενικός σκοπός είναι η βελτίωση της αρθρώσεως. Αυτό επιτυγχάνεται μέχρις ενός βαθμού με επιβραδυνόμενο ρυθμό ομιλίας, με επιλεγμένες ασκήσεις από συλλαβές με τα κρίσιμα φωνήματα. Ακόμη, ασκήσεις με συμπλέγματα, αναπνευστικές ασκήσεις,-ασκήσεις χαλαρωτικές στο εξωτερικό και εσωτερικό του λάρυγγα καθώς και των μυών γύρω από το λαιμό. Πάντως τα αποτελέσματα της λογοθεραπείας στις περιπτώσεις των Δυ¬σαρθριών δεν είναι εντυπωσιακά (Αλεξάνδρου, 1986).
Γλωσσικός αρνητισμός (mutismus)
Ο γλωσσικός αρνητισμός, που σημαίνει άρνηση για ομιλία, είναι μια γλωσσική δυσλειτουργία με ψυχoγενή προέλευση. Στο γλωσσικό αρνητισμό, ενώ το άτομο έχει ήδη κατακτημένη την ομιλία, ενώ δεν αντιμετωπίζει το παραμικρό εμπόδιο/πρόβλημα από οργανικές αιτίες/δυσλειτουργίες, εντούτοις δε χρησιμοποιεί την ομι¬λία και αυτό είναι το πρόβλημά του.
Αιτίες αυτής της δυσλειτουργίας είναι τα αρνητικά βιώματα και οι ψυχικής προέλευσης τραυματικές εμπειρίες που έζησε το άτομο. Έτσι, η απώλεια της ομιλίας εμφανίζεται ξαφνικά και σαν διέξοδος
χρησιμοποιείται από τον πάσχοντα η μιμητική ή ο γραπτός λόγος. Ο εκλεκτικός γλωσσικός αρνητισμός δηλώνει την κατά διαστήμα¬τα άρνηση του παιδιού για ομιλία, παρόλο που δεν έχει πάθει κάποι¬ες οργανικές βλάβες στο φωνητικό του μηχανισμό.
Κάποιοι συγγραφείς χρησιμοποιούν τον όρο για να δηλώσουν την περιορισμένη γλωσσική επικοινωνία. Συγκεκριμένα, οι Becker-Sovak στο: Lehrbuch der Logopaedie, ορίζουν τον εκλεκτικό γλωσσικό αρνητισμό ως μια γενική κατάσταση δειλίας, που έχει ως αποτέλεσμα την περιορισμένη δυνατότητα του ατόμου για γλωσσική επικοινωνία και γενικά φόβο για ομιλία. Η πλειοψηφία όμως των συγγραφέων με τον όρο δηλώνει την άρ¬νηση του παιδιού για ομιλία, που εκδηλώνεται μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις η μόνο κατά την παρουσία συγκεκριμένων προσώπων.
Σαν αιτίες αναφέρονται τόσο εξωγενείς όσο και ενδογενείς παράγοντες, όπως:
. μια υπερβολική ευαισθησία
. πιέσεις για καλύτερη σχολική επίδοση
. ψυχικά επιβαρυντικές συνθήκες (τόσο οικογενειακές όσο και σχολικές)
. αρνητικά βιώματα
. περιορισμένη γλωσσική ικανότητα του κοινωνικού και οικογενειακού περιβάλλοντος.
Τα συμπτώματα, όπως αναφέρθηκε, είναι η άρνηση για ομιλία (βουβαμάρα). Κάτω από ορισμένες συνθήκες το παιδί αρνείται να μιλήσει, π.χ. στο νηπιαγωγείο, παρόλο που δεν έχει κανένα πρόβλημα στο σπίτι ή στην επικοινωνία του με τους γονείς τους. Ταυτόχρονα, όμως, παρατηρείται και κάποια ιδιαιτερότητα στη συνολική συμπεριφορά αυτών των παιδιών, όπως: υπερευαισθησία, φόβος, ανα¬σφάλεια, αναστολές, πείσμα και αρνητική συμπεριφορά, ενώ σωματικά παρουσιάζουν αδυναμία και υπανάπτυξη. Να σημειώσουμε εδώ, ότι ο εκλεκτικός μουτισμός παρουσιάζε¬ται συνήθως σε παιδιά και σπανιότερα σε ενήλικους. Η διαταραχή εμφανίζεται στο 3ο έτος ή στην αρχή της σχολικής ζωής.
Εκλεκτικός μουτισμός δε σημαίνει μόνο ένα καθαρά γλωσσικό πρόβλημα, αλλά ένα πρόβλημα γλωσσικής ετοιμότητας. Η επίδραση που έχει το πρόβλημα του γλωσσικού αρνητισμού φαίνεται τόσο στην κοινωνική όσο και στη σχολική ζωή ενός παιδιού, που σιγά-σιγά απομονώνεται από τις σχολικές εκδηλώσεις και κλείνεται στον εαυτό του. Η απόδoσή του στο σχολείο είναι χαμηλή και δεν συμβαδίζει με την απόδοση των υπόλοι¬πων συμμαθητών του.
Η διάγνωση στην περίπτωση της διαταραχής αυτής έχει σαν πρώ¬το και κύριο σκοπό ν’ αποκλείσει διαταραχές της ακοής, εγκεφαλικές βλάβες και την περίπτωση του αυτισμού. Πρέπει, επίσης, ν’ αποκλειστεί η ύπαρξη και άλλων διαταραχών του λόγου που οφείλονται σε προβλήματα του Κ.Ν.Σ., όπως αφασία και αφωνία.
Κατά τη διάγνωση γίνονται ψυχιατρικές -ψυχολογικές εξετάσεις, με σκοπό να εντοπιστούν τα νευρωτικά συμπτώματα της συμπεριφοράς. Μετριέται επίσης ο δείκτης νοημοσύνης και η γλωσσική ανάπτυξη το ατόμου. Πολύ σημαντικό είναι και το ιστορικό του παιδιού, γιατί μέσα σ’ αυτό μπορούν να διαπιστωθούν οι αρνητικές ψυχολογικές καταστάσεις που το έχουν επηρεάσει.
Η θεραπεία του γλωσσικού αρνητισμού βασίζεται κυρίως στις μεθόδους της ψυχανάλυσης και της ψυχολογίας της συμπεριφοράς.
Επειδή πρόκειται για διαταραχή περισσότερο ψυχική παρά γλωσσική, τα θεραπευτικά μέσα που εμφανίζονται είναι τα μέσα που χρησιμοποιεί η Κλινική Ψυχολογία ή η Παιδoψυχoθεραπεία και όχι η λογοθεραπεία. Ο λογοθεραπευτής όμως πρέπει να συμβάλλει και αυτός στην κοινωνική αποκατάσταση των παιδιών με γλωσσικό αρνητισμό. Φυσικά, η θεραπεία προσαρμόζεται στην περίπτωση του ολικού ή εκλεκτικού γλωσσικού αρνητισμού.
Το αναφέραμε και παραπάνω: παιδιά με μουτισμό σιωπούν. Δεν έχουν τη διάθεση ν’ απευθύνουν το λόγο σε κάποιον, γιατί εμποδίζονται από κάποιο ψυχολογικό παράγοντα, που πρέπει να εξαλειφθεί.
Η θεραπεία, λοιπόν, δεν θα είχε κανένα νόημα εάν επιδίωκε να παροτρύνει τα παιδιά να μιλήσουν χωρίς να τα απελευθερώσει, πρώτα, από την ψυχολογική τους επιβάρυνση. Άλλωστε, η αποτελεσματικότητα της θεραπείας εξαρτάται από την ευκαμψία-πλαστικότητα που αυτή παρουσιάζει, καθώς επίσης και από την παροχή εξατομικευμένης βοήθειας προς τα άτομα αυτά, ανάλογα με την ατομική περίπτωση του καθενός.
Συχνά, σαν προϋπόθεση για μια πετυχημένη θεραπεία θεωρείται η αλλαγή του περιβάλλοντος στο οποίο ζει το παιδί. Βέβαια, μια τέτοια αλλαγή σίγουρα είναι κάτι πολύ θετικό. Όχι όμως πάντα, αφού δεν μπορούμε να παραβλέψουμε, ότι αλλαγή του περιβάλλοντος μπορεί να σημαίνει και ενίσχυση της αβεβαιότητας του παιδιού.
Αρχικά, παροτρύνει το παιδί να πει κάποιες μικρές λέξεις ή προτάσεις στα πλαίσια ομαδικής θεραπείας με κάποιο παιχνίδι (όπως παιχνίδι ρόλων κ.ά.). Ο θεραπευτής, απ’ την πλευρά του, αντιδρά ψυχoλογικά, τόσο στις πρώτες γλωσσικές εξωτερικεύσεις του παιδιού, όσο και στη σιωπή του. Πολλές φορές τα ίδια τα παιδιά υποδεικνύουν τρόπους που τα βοηθούν να εκφραστούν.
Όπως διαπίστωσαν οι Ehrsam και Heese, τα παιδιά μιλούσαν ευκολότερα όταν ήταν κάτω από το τραπέζι και δεν φαίνονταν ή ήταν πρόθυμα για μια τηλεφωνική συνομιλία, όταν βρίσκονταν μόνα τους στο δωμάτιο. Η φαντασία και η ευρηματικότητα του θεραπευτή παίζει εδώ τον πρώτο ρόλο.
Σχετικά με τη θεραπεία υπάρχει και η αντίθετη άποψη, που προ¬τείνει να μη γίνεται καμιά προσπάθεια επέμβασης από μέρους των ειδικών για αποκατάσταση αυτής της διαταραχής, γιατί ο γλωσσικός αρνητισμός υποχωρεί μόνος του κατά την περίοδο της εφηβικής ηλικίας. Η πρόταση όμως αυτή πρέπει να θεωρείται ως παρακινδυνευμένη, γιατί στερώντας το παιδί από τη γλωσσική επικοινωνία, με τον καιρό, συσσωρεύονται πολλά προβλήματα στην κοινωνική συμπεριφορά του (Δράκος, 1998).
Ταχυλαλία
Η ταχυλαλία είναι μια διαταραχή της ροής του λόγου. Στην ταχυλαλία η άρθρωση δεν είναι ευκρινής – καθαρή. Η ομιλία έχει ένα γρήγορο ρυθμό. Οι λέξεις προφέρονται βιαστικά, παραποιημένα και όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα, η ομιλία να μη γίνεται πλήρως κατανοητή και η επικοινωνία δύσκολη.
Ο Arnold τονίζει ότι στην περίπτωση της ταχυλαλίας ο λόγος είναι ορμητικός, βιαστικός και ακατανόητος.
Ο Luchsinger συμπληρώνει ότι στην ταχυλαλία λόγω της επίσπευσης – συντόμευσης της ομιλίας έχουμε ελλιπή, παραποιημένη, ακανόνιστη και ασαφή πρoφορά φθόγγων, συλλαβών και λέξεων.
Με την ταχυλαλία, εξάλλου, παρατηρείται το εξής φαινόμενο: ενώ η σκέψη τρέχει με ένα δικό της γρήγορο ρυθμό, η ομιλία δεν μπορεί να την παρακολουθήσει σ’ αυτό το ρυθμό. Ή με άλλα λόγια, στην ταχυλαλία η σκέψη δεν προλαβαίνει να εκφραστεί με λόγια, πράγμα που έχει ως συνέπεια την εμφάνιση αυτής της διαταραχής.
Όμως οι επιπτώσεις της ταχυλαλίας στο άτομο δεν περιορίζονται μόνο στην απαγγελία – πρoφορά. Συχνά επεκτείνονται και στο γραπτό λόγο, ο οποίος είναι δυνατό να παρουσιάζει έναν άστατο γραπτό λόγο με παραλείψεις γραμμάτων και παραποίηση λέξεων.
Η άρθρωση και η φώνηση παρουσιάζουν επίσης αποκλίσεις και συγκεκριμένα κατά τη διάρκεια της ομιλίας έχουμε συχνές εισπνοές και ακατάστατο ρυθμό στην εκφώνηση των λέξεων και στα μεταξύ των λέξεων κενά.
Ας δούμε, όμως, τώρα τα συμπτώματα αυτής της γλωσσικής δυσλειτουργίας, έτσι όπως τα περιγράφει ο Seeman (1974). Παρατηρούνται λοιπόν τα ακόλουθα:
. Επίσπευση στην πρoφορά μεγάλων λέξεων και προτάσεων. Μεγάλες λέξεις και προτάσεις δεν προφέρονται ολόκληρες, αφενός γιατί ο ρυθμός της ομιλίας είναι ταχύς και αφετέρου γιατί καταβάλλεται προσπάθεια να βρεθούν οι κατάλληλες λέξεις.
. Η επίσπευση στην προφορά οδηγεί στην παράλειψη συλλαβών ή στην επανάληψή τους, με συνεπακόλουθο την εμφάνιση χαρακτηριστικών που παρατηρούνται στον τραυλισμό.
. Περιορισμένη χρήση συμφώνων και παραποιημένη προφορά φθόγγων. Ο λόγος είναι τόσο σύντομος, που δεν υπάρχει χρόνος για σύνθετη άρθρωση. Έτσι, οδηγούμαστε σε παράφραση συλλαβών, στις γνωστές παραρθρίες.
Αιτιολογία και διάγνωση της ταχυλαλίας
Ο West και οι συνεργάτες του θεωρούν την ταχυλαλία σαν μια παραλλαγή του τραυλισμού. Ενώ ο Arnold (1974) την περιγράφει ως αδυναμία που αφορά τη σωστή εκφραστική και αρθρωτική ικανότητα του ατόμου και οφείλεται σε εκ γενετής γλωσσική αδυναμία.
Ο Weiss (1964) από την πλευρά του κατονομάζει σαν αιτία αυτής της διαταραχής τη μη φυσιoλoγική λειτουργία των κεντρικών μηχανισμών της γλώσσας.
Ο Liebman κάνει τη διάκριση ανάμεσα στην κινητικού και στην προληπτικού τύπου ταχυλαλία. Η πρώτη οφείλεται σε κιναισθητικές, σωματικές και κινητικές ανωμαλίες, ενώ η δεύτερη σε ακουστικές.
Ο Seeman (1974), εντοπίζει τις κινητικές ανωμαλίες που συνοδεύουν τα συμπτώματα της ταχυλαλίας και τις ανάγει σε διαταραχές του στριοπαλλιδικού συστήματος.
Η Knura (Handbuch) αναφέρει συμπερασματικά ως αιτίες της ταχυλαλίας τις πρώιμες κεντρικές βλάβες, καθώς επίσης και την επίδραση φυσικών παραγόντων.
Ο Liebman, στον οποίο αναφερθήκαμε προηγουμένως, ισχυρίζε¬ται ακόμη, ότι στην περίπτωση ταχυλαλίας συνυπάρχουν και χαρακτηριστικά στοιχεία άλλων διαταραχών, των οποίων η διάγνωση είναι δύ¬σκολη μεν, αλλά απαραίτητη για την εφαρμoγή της σωστής θεραπείας.
Τέλος, ο Luchsinger (1963), προτείνει να υπάρχει η διάκριση της ταχυλαλίας από την «καθαρή ταχυλαλία», η οποία δεν αποτελεί γλωσσική διαταραχή αλλά είναι ένα χαρακτηριστικό που το έχουν πολλοί άνθρωποι και συνίσταται στη γρήγορη-ρέουσα και χωρίς εμπόδια ομιλία.
Ας σημειωθεί ότι κατά τη διαδικασία της διάγνωσης πρέπει να διαφοροποιηθεί η ταχυλαλία από τον τραυλισμό και από άλλες δυσαρθρικές διαταραχές. Και ακόμη, ότι η διάκριση μεταξύ ατόμων που πάσχουν από τραυλισμό ή ταχυλαλία είναι δύσκολη, όταν βασίζεται στα συνακόλουθα χαρακτηριστικά που έχουν οι δύο αυτές κατηγορίες, όπως π.χ. στην ταχυλαλία εμφανίζεται επιθετικότητα, ενώ στον τραυ¬λισμό δειλία, επιθετικότητα, φόβος κ.ο.κ.
Σκιαγραφώντας, ο Lettmayer, την προσωπικότητα του ατόμου με ταχυλαλία, ισχυρίζεται ότι πρόκειται για άτομα απότομα, άστατα, που τα διακρίνει η επιπολαιότητα και τα χαρακτηρίζει η αφηρημάδα. Λόγω της μειωμένης προσοχής και συγκέντρωσης, τα ακουστικά ερεθίσματα δεν εντυπώνονται. Επίσης, κατά τη διάρκεια του λόγου δεν πραγματοποιείται μια προηγούμενη εσωτερική σύλληψη του λόγου, όπως συμβαίνει στους κανονικούς ομιλητές, με αποτέλεσμα η προσπάθεια για συνεχή λόγο να επισπεύδει το ρυθμό ομιλίας και συ¬νέπεια αυτού είναι να έχουμε ταχυλαλία.
Ο Weib, επίσης, μας πληροφορεί ότι αυτό το άτομο δεν σκέφτεται με συγκεκριμένες λέξεις, αλλά αφηρημένα. Η διαταραχή αυτή της ομιλίας έχει αντίκτυπο και στις κινήσεις του σώματός του, οι οποίες είναι απότομες, βιαστικές, χωρίς ρυθμό. Είναι δυσκίνητο άτομο στις χορευτικές φιγούρες και στις γυμναστικές ασκήσεις. Κατά κανόνα, ο ίδιος είναι ευχαριστημένος με τον εαυτό του. Δεν συνειδητοποιεί τα λάθη του, αλλά δείχνει ευαισθησία στα λάθη των άλλων. Δεν ανέχεται καμιά κριτική και είναι ευερέθιστος και οξύθυμος.
Αν και ποικίλλει η συμπεριφορά του, τις περισσότερες φορές είναι κακός ακροατής χωρίς αυτοκυριαρχία και δύσκολα παραδέχεται ότι έχει πρόβλημα, ενώ προσπαθεί να επιβάλλεται και να επικρατεί σ’ ένα σύνολο.
Η θεραπεία που ακολουθείται γι’ αυτά τα άτομα είναι ένας συνδυασμός παιδαγωγικών και ψυχολογικών ασκήσεων και στοχεύει στην υιοθέτηση ενός νέου τρόπου ομιλίας με ταυτόχρονη ενίσχυση του ακουστικού ελέγχου από τον ίδιο τον πάσχοντα.
Εξετάζεται, επίσης, ο γραπτός λόγος του, για να βρεθούν πιθανές δυσκολίες και προβλήματα, χωρίς να παραβλέπονται και οι ψυχολογικές-κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες αυτό ζει.
Η θεραπευτική προσέγγιση των ατόμων αυτών παρουσιάζει δυσκολίες, γιατί τα ίδια δεν έχουν συνειδητοποιήσει το βιαστικό τρόπο της ομιλίας τους και δεν υποφέρουν από συναισθήματα κατωτερότητας. Αντίθετα, πολλές φορές, εάν τυχαίνει να είναι και ευφυή, παρου¬σιάζονται με συναισθήματα ανωτερότητας.
Έτσι, λείπει από τέτοια άτομα το κίνητρο για αυτοβελτίωση που θα τους επέτρεπε να εργαστούν προς την κατεύθυνση της καλλιέργειας της αυτοκυριαρχίας τους.
Είναι, λοιπόν, έργο του θεραπευτή η ευαισθητοποίηση αυτού του ατόμου, ώστε να κατανοήσει το ίδιο τη δυσαρμονία της συμπεριφοράς του, να εξασκήσει τον αυτοέλεγχό του και να επιβληθεί στον εαυτό του.
Στην περίπτωση της διαταραχής αυτής εφαρμόζεται μια εκπαίδευση με γυμναστική – μουσική – ρυθμική και μουσικορυθμική. Η θεραπευτική αγωγή που βασίζεται στη γυμναστική μαθαίνει σ’ αυτό το άτομο να κυριαρχεί στο σώμα του.
Ο Seeman υποστηρίζει ότι η εκμάθηση ενός ρυθμού από τα άτομα αυτά, τα βοηθά να καλλιεργήσουν την αυτοκυριαρχία τους. Η μουσι¬κή τους εκπαίδευση ολοκληρώνεται με το τραγούδι, που είναι μια κα¬λή άσκηση για την αναπνοή και τη φωνή και βοηθά επίσης στη ρυθμι¬κή ομιλία.
Στη συνέχεια, ο θεραπευτής χρησιμοποιεί μαγνητόφωνo για να κα¬ταγράψει μια συνομιλία αυτού του ατόμου, με σκοπό να συνειδητο¬ποιήσει αυτό το ίδιο τον τρόπο που μιλά, αλλά και να ευαισθητοποιη¬θεί παραπέρα, ώστε να ελέγχει το ίδιο την ομιλία του. Εξασκείται στο να δείχνει κατανόηση στον ειρμό της σκέψης των συνανθρώπων του, ώστε να γίνει τελικά ένας σωστός ακροατής.
Οι ασκήσεις ακρόασης μπορούν να λάβουν ποικίλες διδακτικές μορφές, π.χ. ακούω το συνομιλητή και κρατάω σημειώσεις. Στη συνέ¬χεια, ο θεραπευτής ελέγχει με σχολαστικότητα το περιεχόμενο αυτών των σημειώσεων και ιδιαίτερα της κατανόησης.
Με ερωτήσεις επιμένει στον τύπο, ενώ επαναλαμβάνει συνεχώς θεραπευτικές συμπεριφορές που βοηθούν τη λειτουργία της προσοχής.
Το επόμενο βήμα του θεραπευτή είναι να οδηγήσει αυτό το άτομο πρώτα να σκέπτεται και μετά να μιλά. Εκτός από τις ασκήσεις που έχουν σκοπό την ενίσχυση της προσοχής και της συγκέντρωσης, εφαρμόζονται και ασκήσεις που επιτρέπουν τη συμμετοχή όλων των αισθήσεων και ταυτόχρονα κάνουν χρήση και των λεπτών κινήσεων των χεριών.
Η Κreixner Friederike προτείνει θεραπεία με εικόνες σε δύο μορφές:
Εικόνες ανεξάρτητες η μία από την άλλη, που το παιδί καλείται να περιγράψει.
Εικόνες που έχουν νοηματική συνέχεια μεταξύ τους. Αυτές αποκαλύπτονται μία-μία στο παιδί, που πρέπει για την καθεμία να κάνει ένα σχόλιο και να τις συνδυάσει κατάλληλα, ώστε να δημιουργήσει μια ιστορία.
Οι ασκήσεις, όμως, αυτές μπορούν να ακολουθήσουν και μια άλλη μορφή: το παιδί από μια σειρά εικόνων που έχει μπροστά του τρα¬βάει δύο που να έχουν σχέση μεταξύ τους, όπως για παράδειγμα μία που απεικονίζει ένα μήλο και μία που απεικονίζει ένα καλάθι, και σχηματίζει απλές προτάσεις, π.χ. βάζω το μήλο στο καλάθι.
Ο θεραπευτής μπορεί, επίσης, δίνοντας απλές σειρές εικόνων να προκαλεί συζήτηση με απλές ερωτήσεις του τύπου:
. ποιος παίζει;
. με ποιον παίζει; κ.λπ.
Ο λόγος του παιδιού μπορεί ταυτόχρονα να συνοδεύεται από ρυθμικές κινήσεις: παλαμάκια, χτυπήματα ή ρυθμικές κινήσεις των ποδιών. Αυτή η περιγραφή των εικόνων από το παιδί βοηθά στην ελεύθερη διήγηση, στον τελικό δηλαδή στόχο της θεραπείας, και πρέπει να προ¬σφέρονται πολλές ευκαιρίες στο παιδί για ελεύθερη διήγηση.
Συχνά τα άτομα με ταχυλαλία παρουσιάζουν ελαφριάς μoρφής δυσγραμματισμό και τραυλισμό.
Δεν πρέπει, επίσης, ν’ αγνοούνται και άλλες πιθανές διαταραχές που να συνοδεύουν την ταχυλαλία, όπως καλή ορθογραφία, δυσκολίες έκφρασης στις εκθέσεις κ.ά (Δράκος, 1998).
Σιγματισμός
Με τον όρο σιγματισμός ή ψελλισμός χαρακτηρίζεται ο ελλιπής σχηματισμός του «σ». Μερικοί επιστήμονες αναφέρονται όχι μόνο στο «σ» αλλά και στα συριστικά. Εδώ πρέπει να επισημάνουμε πως με τη φωνητική προσέγγιση επιτυγχάνεται ο σωστός σχηματισμός του «σ». Πρέπει να τηρούνται ορισμένες προϋποθέσεις για την προ¬φορά του «σ», που θα αναφέρουμε στη θεραπευτική προσέγγιση.
Ως αιτίες εμφανίζoνται ακουστικές βλάβες στις υψηλές συχνότητες και γι’ αυτό πρέπει να εξετάζεται η ακουστική ικανότητα του ατόμου.
Οι Taummer, Vanriper και Irwin διαπίστωσαν σε δυσλαλικούς με σιγματισμό κυρίως μέτριες ακουστικές βλάβες περισσότερες από τους κανονικά ομιλούντες. Ο Krichler σε 43,4% μαθητών με δυσλαλία εντόπισε ακουστικές βλάβες που δεν είχαν εντοπισθεί. Στις αιτίες του σιγματισμού επίσης ανήκουν ανωμαλίες της σιαγόνας και της οδοντοστοιχίας.
Οι συχνότεροι σιγματισμοί που συναντάμε είναι: Δια μέσου των οδόντων π.χ. αντί Σπύρος – «Θπύροθ».
Σιγματισμός: Η κoρυφή της γλώσσας βρίσκεται ανάμεσα στα δόντια. Αυτό δημιουργεί μείωση της συχνότητας, γιατί ο αέρας δεν εξέρχεται από τη σωστή θέση. Ο λανθασμένος σχηματισμός αναγνωρίζεται τόσο οπτικά όσο και ακουστικά. Ανάμεσα από τα δόντια σχηματίζονται και άλλοι φθόγ¬γοι, όπως «ντ», «τ», «λ», «κ». Το αποτέλεσμα του σιγματισμού είναι μια οδοντική χροιά κατά την προφορά.
Είναι ο πιο συνηθισμένος σιγματισμός. Πρέπει βέβαια να γίνει διαχωρισμός του από τις συνηθισμένες γλωσσικές αδεξιότητες που παρατηρούνται στα πλαίσια της παιδικής γλωσσικής εξέλιξης κατά το 2ο και 3ο έτος και οφείλονται σε μη ωρίμανση – εξέλιξη της γλωσσικής δυνατότητας.
Σιγματισμός πλευρικός ή αμφίπλευρος: Ο αέρας εκπνοής δεν κατευθύνεται προς τα εμπρός αλλά μονόπλευρα προς τα δεξιά,- αριστερά ή και από τις δύο πλευρές. Αυτό δημιουργείται από λανθασμένη θέση της γλώσσας. Προκύπτει ένας ασυνήθιστος ρουφηχτός συριστικός φθόγγος. Ανάλογα με την κατεύθυνση του αέρα παρατηρείται και ένα τράβηγμα του στόματος προς τη δεξιά πλευρά.
Σιγματισμός προ των οδόντων: Κατά το «σ» αυτό η γλώσσα πιέζεται στα επάνω δόντια. Ο αέρας βγαίνει σαν ριπή. Η συχνότητά του είναι χαμηλή και ο σιγματισμός αυτός εξωτερικεύεται σαν ένας τρόπος ομιλίας πολύ κοπιαστικός (Δράκος, 1998).