Κλεπτομανία: η ανακούφιση της στιγμής και μετά τι;;;!!!
Η κλεπτομανία ανήκει στις διαταραχές του ελέγχου των παρορμήσεων, στην κατηγορία αυτή ανήκει και η χαρτοπαιξία (τζόγος), τριχοτιλλομανία, εκρηκτική διαταραχή, η πυρομανία (Μάνος Ν. 1997).
Το κυριότερο χαρακτηριστικό της κλεπτομανίας είναι τα επανειλλημένα επεισόδια στα οποία ωθείται το άτομο και δεν μπορεί ν’ αντισταθεί στην παρόρμηση του να κλέψει ορισμένα αντικείμενα. Τα αντικείμενα αυτά δεν έχουν για το άτομο κάποια σημαντική χρηματική αξία, αλλά ούτε τα χρησιμοποιεί. Παρουσιάζεται κυρίως στις γυναίκες και πολύ λιγότερο στους άνδρες. Η διαταραχή αυτή ανήκει στα ψυχιατρικά περιστατικά και αφορά στην αποτυχία να αντισταθεί κανείς στις ορμές του να κλέψει αντικείμενα που δεν τα χρειάζεται για προσωπική χρήση ή αντικείμενα που δεν έχουν χρηματική αξία. Το άτομο που πάσχει από κλεπτομανία αισθάνεται έντονη επιθυμία να κλέψει. Κλέβει πράγματα τα οποία θα μπορούσε εύκολα να αγοράσει ή πράγματα που δεν είναι καθόλου ακριβά. Δεν κλέβει γιατί θέλει να αποκτήσει ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, αφού συχνά μετά την πράξη πετά το κλεμμένο αντικείμενο. Επομένως, το άτομο αυτό κλέβει με σκοπό να ανακουφίσει την συναισθηματική ένταση ή το άγχος που βιώνει. Η πράξη αυτή λειτουργεί αγχολυτικά για τον ίδιο. Αυτό αποτελεί και μία διαχωριστική γραμμή του κλεπτομανή από κάποιον που κλέβει επειδή αντιμετωπίζει έντονα οικονομικά προβλήματα. Ουσιαστικά το κίνητρο του κλεπτομανή είναι η ανακούφιση από την ψυχική ένταση που βιώνει. Τα άτομα έχουν την γνώση για την πράξη τους αυτή, πολλές φορές νιώθουν θλίψη, άγχος και ενοχές για τις κινήσεις τους αυτές, δεν το παραδέχονται όμως ανοιχτά. Το κρύβουν και αντιστέκονται. Ακόμα κι αν γίνουν αντιληπτά και δεχθούν προσβολή ή εξευτελισμό για την πράξη τους, αυτό δεν θα τους βοηθήσει να το αποφύγουν την επόμενη φορά. Οι πράξεις τους θα επαναληφθούν μετά από κάποιο διάστημα.
Διαγνωστικά κριτήρια σύμφωνα με το DSM-IV είναι τα εξής:
1. Επανειλλημένη αδυναμία του ατόμου να αντισταθεί σε παρορμήσεις να κλέψει αντικείμενα που δεν χρειάζονται για προσωπική χρήση ή για την χρηματική τους αξία.
2. Αυξανόμενο αίσθημα τάσης αμέσως πριν από την διάπραξη της κλοπής.
3. Ευχαρίστηση, ικανοποίηση ή ανακούφιση κατά τον χρόνο της διάπραξης της κλοπής.
4. Η κλοπή δεν διαπράττεται για να εκφράσει θυμό ή εκδίκηση και δεν αποτελεί απάντηση σε μία παραληρητική ιδέα ή ψευδαίσθηση.
5. Η κλοπή δεν εξηγείται καλύτερα ως Διαταραχή της Διαγωγής, ένα Μανιακό επεισόδιο ή Αντικοινωνική Διαταραχή της προσωπικότητας (Μάνος Ν. 1997)
Τα αίτια της κλεπτομανίας: Σύμφωνα με διάφορες υποθέσεις, ανωμαλίες στη δράση της σεροτονίνης στον εγκέφαλο χαρακτηρίζουν τα συγκεκριμένα άτομα. Επίσης, αρκετοί ψυχίατροι και ψυχολόγοι επισημαίνουν ότι η κλεπτομανία μπορεί να είναι αποτέλεσμα συναισθηματικών διαταραχών κατά την εφηβεία. Μάλιστα μερικοί ψυχίατροι αντιμετωπίζουν την κλεπτομανία στα πλαίσια των ψυχαναγκαστικών διαταραχών, βασιζόμενοι στη λογική ότι πολλοί άνθρωποι βιώνουν την έντονη ορμή, επιθυμία να κλέψουν σαν να μην το θέλουν (σαν να έρχεται μία εξωτερική σκέψη που τους ωθεί να το κάνουν). Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι η κλεπτομανία σχετίζεται με διαταραχές της διάθεσης όπως η κατάθλιψη. Θεραπεία: Είναι μια από τις διαταραχές που μπορεί να διαγνωσθεί και να αντιμετωπισθεί με ψυχιατρική εκτίμηση και ψυχοθεραπευτική παρακολούθηση. Είναι σημαντικό το άτομο να βρει κάποια απασχόληση για να υποκαταστήσει την κλεπτομανία του. Είναι επίσης πολύ σημαντικό το άτομο να αισθανθεί ότι οι άλλοι πληγώνονται από την πράξη του.
Η κλεπτομανία εμφανίζεται σε ανθρώπους με μειωμένη ικανότητα αντίστασης σε εσωτερικές παρορμήσεις. Ο κλεπτομανής έχει τη συναίσθηση ότι η πράξη του είναι και αξιόμεμπτη αλλά και άσκοπη, ωστόσο δεν είναι σε θέση να αντισταθεί στην έντονη επιθυμία κλοπής που του έρχεται ξαφνικά. Ακόμα κι αν γίνει αντιληπτός και δεχθεί προσβολή ή εξευτελισμό για την πράξη του, αυτό δεν θα τον βοηθήσει να το αποφύγει την επόμενη φορά. Μια άλλη ερμηνεία θέλει την κλεπτομανία ως εκδήλωση επιθετικότητας προς την κοινωνία ή την παρουσιάζει σαν μία μορφή “πρόκλησης” στις κοινωνικές επιταγές. Κατά μία άλλη θεώρηση, η κλεπτομανία είναι μία μορφή “εκδίκησης” που παίρνει το άτομο για υλικές ή συναισθηματικές στερήσεις που είχε στην παιδική του ηλικία.
Ας δούμε τώρα τι σημαίνει η έννοια της «κλεψιάς» στην παιδική ηλικία. Είναι κατασταλτικός παράγοντας η έναρξη από αυτή την ηλικία;;;
Το κατακτητικό αλλά και κτητικό ένστικτο ενός παιδιού διαφαίνεται από τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Η έννοια «δικό μου είναι» και ο τρόπος που το διεκδικούν υποδηλώνει μία τάση του παιδιού να ξεχωρίσει, να κατακτήσει, να νιώσει πολύ ξεχωριστό και στη συνέχεια σημαντικό. Όταν ένα παιδί στα 7 του χρόνια ακόμα δεν έχει ξεκαθαρίσει μέσα του τι σημαίνει η έννοια «κάνω δικό μου κάτι που δεν μου ανήκει» τότε πολύ εύκολα και σχεδόν αυτόματα μπαίνει στην διαδικασία να «κλέβει». Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή από τους ενήλικες όταν ένα παιδί «κλέβει», αρπάζει κάτι και θέλει να το κάνει μόνο δικό του, το κρύβει για να μην το βρουν, ή θα σκαρφιστεί κάποια δικαιολογία ώστε να αποφύγει τις συνέπειες. Είναι λάθος να τιμωρηθεί αν δεν έχει καταλάβει ότι η πράξη του αυτή είναι παράβαση των ηθικών κανόνων, είναι να αντιμετωπίζονται ως παιδιά και όχι ως ενήλικες που γνωρίζουν πολύ ξεκάθαρα και συνειδητά το αποτέλεσμα των πράξεων τους. Χρειάζεται εξάσκηση και επαναληψιμότητα ώστε το παιδί να αρχίσει να ζητάει την άδεια του γονιού για να χρησιμοποιήσει πράγματα που δεν είναι δικά του. Αυτές είναι κάποιες βασικές κατευθυντήριες που ωθούν τα παιδιά να οριοθετούν το τι είναι δικό τους και τι όχι και να νιώθουν όμορφα και οικεία σ΄ότι τους ανήκει (Ματσανιώτης, 2000). Η λογική ικανοποίηση των αιτημάτων ενός παιδιού θα δυναμώσει την συνήθεια να ζητάει εκείνο που θέλει χωρίς να το παίρνει αυθαίρετα επειδή έτσι του άρεσε. Από την άλλη η απόλυτη αυστηρότητα και τα πολλαπλά όχι ωθούν το παιδί να παύει να ζητάει και να παίρνει με το «έτσι θέλω» οτιδήποτε εφόσον έχει γίνει καταγραφή ότι, οτιδήποτε και αν ζητήσει θα του το αρνηθούν. Η άρνηση και η συνεχής τιμωρία δεν είναι επιθυμητοί τρόποι πειθαρχίας όπου το παιδί θα συνειδητοποιήσει την έννοια της ξένης ιδιοκτησίας και να μπορέσει να μετατρέψει το «ξένο» και το «κλέβω» σε «επιθυμώ» και «δικό μου». Σε ηλικίες προσχολικής φάσης ή και από τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού είναι συχνό τα παιδιά να γυρνάνε στο σπίτι από το σχολείο και να έχουν στις τσέπες τους καραμέλες που άρπαξαν από το κυλικείο ή παιχνίδια , γόμες, μολύβια άλλων συμμαθητών τους. Η αντιμετώπιση αυτή χρειάζεται πειθαρχία αλλά και αυστηρότητα όχι όμως τιμωρία. Η αποδοκιμασία αυτή του παιδιού χρειάζεται να είναι σαφής και ανυποχώρητη, οι δικαιολογίες είναι μία πολύ συχνή άμυνα που χρησιμοποιούν οι γονείς για να μην υποστούν οι ίδιοι τις συνέπειες της διαπαιδαγώγησης τους. Η υποχώρηση, η ανεκτικότητα και οι ελαφρές δικαιολογίες υποθάλπουν την πράξη της κλοπής. Με απλές εκφράσεις και παραδείγματα θα κατανοήσουν τα παιδιά την έννοια της ατομικής ιδιοκτησίας του ίδιου αλλά και του άλλου και ότι κανένας δεν μπορεί να θίξει ή να αγγίξει ότι ανήκει στον εκάστοτε κάτοχο του. Ό,τι πήρε, είναι να επιστραφεί άμεσα και να ζητήσει συγνώμη από τον δικαιούχο του αντικειμένου.
Υπάρχουν περιπτώσεις παιδιών όπου κατά την σχολική τους περίοδο νιώθουν μειονεκτικά, ανασφαλή και προσπαθούν να δημιουργήσουν φίλους και παρέες μέσω του να δωροδοκήσουν τους πιο δημοφιλείς συμμαθητές τους για να νιώσουν αποδοχή και ότι ανήκουν σε ομάδα. Αυτή την πράξη την κάνουν παιδιά που και τα ίδια έχουν δωροδοκηθεί από τους γονείς τους ώστε να δείχνουν μία καλή συμπεριφορά. Για να βρεθεί το αντικείμενο που θα τους δώσει εκείνο που επιθυμούν είναι να κλέψουν, μ’ αυτό τον τρόπο πιστεύουν ότι θα γίνουν αρεστοί και σημαντικοί. Το κλέψιμο άλλοτε γίνεται ομαδικά όπου ο ένας είναι ο αρχηγός και κατευθύνει. Σ΄αυτή την περίπτωση μιλάμε και για μία γενικότερη αντικοινωνική συμπεριφορά διότι την πράξη της κλεψιάς ακολουθούν και πράξεις βανδαλισμού ή ακόμα και βία απέναντι σε άλλους ανθρώπους, μόνο και μόνο για να επιτύχουν το σκοπό τους, τον σκοπό που θα τους κάνει σημαντικούς και ικανούς στους «κυρίαρχους άλλους». Σ’ αυτές τις περιπτώσεις κάθε παιδί είναι να αντιμετωπίζεται ξεχωριστά και ατομικά, σύμφωνα με το οικογενειακό του υπόβαθρο και τις σχέσεις με τα μέλη της οικογένειας.
Τι νιώθουν και πως αντιδρούν οι γονείς όταν το παιδί τους «κλέβει»;;;;
Οι περισσότεροι από τους γονείς θεωρούν ότι είναι ένα βαρύ παράπτωμα η κλεψιά. Αρκετοί νιώθουν ντροπή διότι αυτό μπορεί να είναι «έξω» από τις νόρμες και την ηθική της οικογένειας τους. Το παιδί τιμωρείται αρκετά γ’ αυτό, κρυφά όμως από την υπόλοιπη ευρεία οικογένεια (όπως γιαγιάδες, θείους, ξαδέρφια). Προσπαθούν να το κρύψουν γερά, να μην διαρρεύσει τίποτα…!!!Πίσω από την πράξη μιας «ασήμαντης» κλοπής υποβόσκει μελλοντικά ένας ενήλικας εγκληματίας, βίαιος, αντικοινωνικά υπαρκτός, ένας άνθρωπος που θα καταστρέφει την ίδια του την ζωή με τις επιλογές του αλλά και των υπολοίπων. Έτσι λοιπόν όταν επικρατεί αυτή η σκέψη αρκετοί γονείς για να προλάβουν να την εξαλείψουν προβαίνουν σε αυστηρά μέτρα διαπαιδαγώγησης και τιμωριτικότητας.
Οι αιτίες που ένα παιδί «κλέβει» είναι γιατί θέλει να ικανοποιήσει το ανίσχυρο Εγώ του όπως θα υποστήριζαν κάποιοι ορθόδοξοι ψυχαναλυτές, τα παιδιά πολύ εύκολα περνούν από την διαδικασία να ξεχνούν τι τους ανήκει οπότε να «αρπάξουν» πολύ εύκολα εκείνο που δεν είναι δικό τους, θα νιώσουν μία οικειότητα και θα θελήσουν να το κρατήσουν. Τα παιδιά δεν σκέφτονται –και ίσως να μην χρειάζεται κιόλας- ως ενήλικες και οι ψυχοσυναισθηματικές βαθμίδες τους είναι τελείως διαφορετικές από εκείνων των ενηλίκων η σκέψη και το συναίσθημα τους είναι αλλιώτικο. Δηλαδή άλλη ερμηνεία θα δίναμε για ένα παιδί που «κλέβει» και μία άλλη για ένα νεαρό ενήλικα. Οι επιθυμίες των παιδιών είναι μεγάλες και η παρορμητικότητα τους υπερέχει από την λογική σκέψη. Η παιδική αυτοκυριαρχία είναι μικρότερη από εκείνη του ενήλικα, όπως επίσης και η οριοθέτηση του εαυτού. Ας αναφερθούμε σε κάποιο κοινό παράδειγμα:
Ο μικρός Νίκος «κλέβει» από το πορτοφόλι της μητέρας του χρήματα αγοράζει γλυκίσματα και παιχνίδια όπου μετά τα μοιράζει στους φίλους του. Οι τιμωρίες που υιοθετούν οι γονείς προς τον Νίκο δεν έχουν επιφέρει κάποιο αποτέλεσμα. Η ερμηνεία του Παιδοψυχολόγου είναι ότι ο Ν. είναι ένας «κακός» μαθητής που δυσκολεύεται, οι αποδόσεις του στα μαθήματα τον καθιστούν σε πολύ χαμηλή θέση στην τάξη. Ζώντας σ’ ένα περιβάλλον όπου τον καλομαθαίνουν, αισθάνεται ανήμπορος που στο σχολείο δεν μπορεί να κρατήσει τον πρωταρχικό του ρόλο και θέση που καταφέρνει επάξια στο σπίτι. Στο σχολείο παίρνοντας την θέση εκείνου που κάνει τους άλλους να γελούν και να παίρνει την προσοχή τους με τα «κλεμμένα» αντικείμενα που τους δωρίζει δημιουργεί στον εαυτό του μία εικόνα ψευτουπόληψης από την οποία σαν καλομαθημένο και αποτυχημένο παιδί δεν μπορεί να αποχωριστεί αλλά και βέβαια να διαχειριστεί (εφόσον είναι ένα ανήλικο παιδί!!). Με την βοήθεια Παιδαγωγών καθώς και η εκπαιδευτική αλλαγή που συντέλεσε στο οικογενειακό περιβάλλον του Ν. μπόρεσε να ενθαρρυνθεί να νιώθει «ωφέλιμο παιδί», μετά από λίγο καιρό οι επιδόσεις του στο σχολείο ανέβηκαν και πλέον δεν είχε την ανάγκη να αποχτήσει τον σεβασμό και την αποδοχή των συμμαθητών του χωρίς να μπαίνει στην διαδικασία με «αθέμιτα μέσα» να γίνεται σημαντικός. Η ψυχοθεραπεία για τα παιδιά που «κλέβουν» χρειάζεται διακριτικότητα και πολύ λεπτούς χειρισμούς από τους ειδικούς. Χρειάζεται συνεργασία του ενήλικα με το παιδί το οποίο για να ωθείται σε τέτοιες πράξεις βρίσκεται σε μία δύσκολη εσωτερική αντίθεση προς τον εαυτό του και τους γύρω του. Στην θέση του παιδικού φόβου και του αισθήματος κατωτερότητας είναι να πάρει θέση η ασφάλεια, η οικειότητα και η εμπιστοσύνη, αυτό επιτυγχάνεται μ’ ένα ειδικευμένο παιδοψυχολόγο ή Παιδαγωγό και κυρίως με την κατάλληλη και σταθερή συνεργασία των γονέων.
Οι λόγοι που οδηγούν τα παιδιά να «κλέβουν»:
• Για να τραβήξουν την προσοχή των άλλων όπως των γονιών, αν εκείνοι είναι υπερβολικά απασχολημένοι.
• Ως αντιστάθμισμα στην έλλειψη αγάπης ή προσοχής, όπως αν οι γονείς είναι αυστηροί.
• Επειδή το κάνουν και οι άλλοι συνομήλικοι, επιδιώκοντας ‘έτσι να κερδίσουν τον θαυμασμό της παρέας τους.
• Από διάθεση για περιπέτεια ή από απερισκεψία, εφόσον επιθυμούν να αποκτήσουν όλο και περισσότερα από τα αγαθά με τα οποία τους βομβαρδίζει η σημερινή κοινωνική πραγματικότητα.
• Σπανιότατα υπάρχουν παιδιά με εγκεφαλικές βλάβες ή με ψυχογενή τάση για κλέψιμο.
Τι είναι να κάνουν οι γονείς:
• Όταν αντιληφθούν ότι το παιδί τους έκλεψε, καλό είναι να του εξηγήσουν ήρεμα ότι δεν αφαιρούμε κάτι από τους άλλους χωρίς πρώτα να τους ρωτήσουμε, αποφεύγοντας να δώσουν συνέχεια ή έμφαση.
• Αν το χειριστούν σωστά, η πιθανότητα να ξαναπροσπαθήσει να κλέψει είναι μικρή.
• Το παιδί, ιδίως στην προσχολική ηλικία, δεν καταλαβαίνει επαρκώς την διάκριση του «έχω» και του «δεν έχω».
• Αν επανειλλημένα το παιδί καταφεύγει σε αυτή την πράξη, είναι απαραίτητο να αναλογιστούν για ποιο λόγο το κάνει και ενδεχομένως τι μήνυμα θέλει να τους περάσει.
• Είναι σημαντικό να βελτιώσουν την επαφή τους με το παιδί.
• Να του δείξουν εμπιστοσύνη.
• Να του μάθουν τρόπους αυτοελέγχου.
• Να του αναθέσουν πρωτοβουλίες και έτσι να ενισχύσουν την εικόνα που έχει για τον εαυτό του.
• Στα μεγαλύτερα παιδιά, με την κλοπή σχετίζεται και το χαρτζιλίκι, σε τι ύψος και με ποιες προϋποθέσεις δίνεται.
Τι είναι να αποφεύγουν:
• Να το απειλούν.
• Να το υποτιμούν ή να το προσβάλουν.
• Να του υιοθετούν την ταμπέλα του «κλέφτη».
• Να το αναγκάζουν με την αυστηρότητα τους να τους λέει ψέματα προκειμένου να κρυφτεί. Μία τέτοια εσφαλμένη αντιμετώπιση ενδέχεται να γίνει η αφορμή για επανάληψη αυτής της συμπεριφοράς. (Καππάτου 1999)
Σχετικά με τους εφήβους: Αν ένας έφηβος «κλέψει» κάτι από τον γονιό, τότε ο δεύτερος θα χρειαστεί να πάρει πίσω το κλεμμένο αντικείμενο ή να ζητήσει από τον ‘έφηβο να του το επιστρέψει. Αν «κλέψει» από ένα γειτονικό μαγαζί ή από το χώρο του σχολείου θα χρειαστεί ο έφηβος να υποστεί ατομικά τις λογικές συνέπειες αυτής του της πράξης.