Κατάθλιψη
Σύμφωνα με το DSM-IV, οι διαταραχές της διάθεσης (ή συναισθηματικές διαταραχές) αναφέρονται σε ένα ευρύ φάσμα διαταραχών που ταξινομούνται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τις καταθλιπτικές και τις διπολικές διαταραχές. Στις μεν πρώτες ανήκουν η μείζονα καταθλιπτική διαταραχή και η δυσθυμική διαταραχή και στις δεύτερες η διπολική διαταραχή Ι, η διπολική διαταραχή ΙΙ και η κυκλοθυμική διαταραχή.
Στην μείζονα καταθλιπτική διαταραχή, τα άτομα χαρακτηρίζονται από έντονα καταθλιπτική διάθεση, έλλειψη ενδιαφέροντος για όλες σχεδόν τις δραστηριότητες στο μεγαλύτερο μέρος της ημέρας, σημαντική απώλεια ή σπανιότερα αύξηση του βάρους, αϋπνία, κόπωση, ελαττωμένη ικανότητα να σκεφτούν, αισθήματα ενοχής, σκέψεις θανάτου ή σκέψεις για απόπειρα αυτοκτονίας και άλλα (μείζον καταθλιπτικό επεισόδιο).
Στην δυσθυμική διαταραχή, τα άτομα χαρακτηρίζονται από καταθλιπτική διάθεση στο μεγαλύτερο μέρος της ημέρας και τις περισσότερες μέρες (για ένα χρόνο στα παιδιά και για δύο στους ενήλικες, τουλάχιστον), η οποία συνδυάζεται με μειωμένη όρεξη ή υπερφαγία, αϋπνία ή υπερπνία, κόπωση, χαμηλή αυτοεκτίμηση, δυσκολία λήψης αποφάσεων και αίσθημα απελπισίας.
Στην διπολική διαταραχή Ι, τα άτομα χαρακτηρίζονται από έντονη και επίμονη ευερέθιστη διάθεση, η οποία διαρκεί τουλάχιστον μια εβδομάδα και συνδυάζεται με αυξημένη αυτοεκτίμηση ή αίσθηση μεγαλείου, μειωμένη ανάγκη για ύπνο, μεγαλύτερη ομιλητικότητα από ότι συνήθως, διάσπαση της προσοχής ή υπερβολική εμπλοκή σε ευχάριστες δραστηριότητες που, όμως, μπορεί να έχουν μεγάλες πιθανότητες να οδηγήσουν σε δυσάρεστες συνέπειες, όπως π.χ. υπερβολικές αγορές (μανιακό επεισόδιο).
Στην διπολική διαταραχή ΙΙ, τα άτομα χαρακτηρίζονται από μείζονα καταθλιπτικά επεισόδια (βλέπε παραπάνω).
Τέλος, στην κυκλοθυμική διαταραχή, τα άτομα χαρακτηρίζονται από έντονη και επίμονη ευερέθιστη διάθεση, η οποία διαρκεί τουλάχιστον τέσσερις ημέρες και συνδυάζεται με αυξημένη αυτοεκτίμηση ή αίσθηση μεγαλείου, μειωμένη ανάγκη για ύπνο, μεγαλύτερη ομιλητικότητα από ότι συνήθως, διάσπαση της προσοχής ή υπέρμετρη εμπλοκή σε ευχάριστες δραστηριότητες που, όμως, μπορεί να έχουν μεγάλες πιθανότητες να οδηγήσουν σε δυσάρεστες συνέπειες, όπως π.χ. υπερβολικές αγορές (υπομανιακό επεισόδιο). Η διαταραχή της διάθεσής, εντούτοις, δεν είναι τόσο βαριά σε αυτή των περίπτωση, ώστε να προκαλεί έντονη έκπτωση της λειτουργικότητας ή να κάνει απαραίτητη την νοσηλεία για την πρόληψη βλάβης των ίδιων ή άλλων ανθρώπων.
Καθώς οι διπολικές διαταραχές αναγνωρίστηκαν πρόσφατα από τους ειδικούς, δεν έχουν μελετηθεί αρκετά στα παιδιά για αυτό και το παρών άρθρο θα περιοριστεί μόνο στις καταθλιπτικές διαταραχές.
Εδώ και πολλά χρόνια επικρατούσε η άποψη πως η κατάθλιψη αφορά μόνο τους ενήλικες και ότι τα παιδιά δεν μπορούν να βιώσουν τέτοια συναισθήματα. Επιπλέον, υπήρχε η πεποίθηση πως η κατάθλιψη είναι μια φυσιολογική αντίδραση του ατόμου στην πορεία της ανάπτυξής του και ιδιαίτερα στην εφηβεία. Τέλος, ορισμένοι ειδικοί πίστευαν πως αυτά τα αρνητικά συναισθήματα που βιώνουν τα παιδιά δεν αποτελούν καθαρή κατάθλιψη, αλλά ισοδύναμά της που πολλές φορές, μάλιστα, συνδυάζονται με επιθετικότητα, μαθησιακές δυσκολίες, υπερκινητικότητα κ.τ.λ. Παρόλα αυτά, η σύγχρονη έρευνα έχει δείξει πως πολλά παιδιά και έφηβοι μπορούν και βιώνουν την κατάθλιψη, η οποία, όμως, γίνεται δύσκολα αντιληπτή από τους ενήλικες. Και αυτό γιατί οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί, συνήθως, αποδίδουν αυτές τις συμπεριφορές σε υπερβολική ντροπαλότητα ή έλλειψη κοινωνικότητας εκ μέρους του παιδιού και όχι σε κάποια διαταραχή.
Στα βρέφη και στα παιδιά νηπιακής ηλικίας οι ενδείξεις της ύπαρξης κάποιου καταθλιπτικού επεισοδίου είναι η καθυστέρηση ή η απώλεια κάποιων αναπτυξιακών ικανοτήτων, όπως για παράδειγμα ο έλεγχος των σφιγκτήρων ή η νοητική ανάπτυξη, το θλιμμένο πρόσωπο ή κάποιες αυτοκαταστροφικές μορφές συμπεριφοράς, όπως το χτύπημα του κεφαλιού ή το δάγκωμα των χεριών. Τα παιδιά προσχολικής ηλικίας συνήθως παύουν να δείχνουν ενδιαφέρον σε δραστηριότητες που μέχρι πρότινος τους προκαλούσαν ευχαρίστηση, επιστρέφουν σε προηγούμενα στάδια ανάπτυξης στο γλωσσικό τομέα, εμφανίζουν το λεγόμενο άγχος του αποχωρισμού, έχουν δυσκολίες στον ύπνο, κλαίνε συνεχώς ή εκφράζουν φόβους ότι θα τα εγκαταλείψουν οι άνθρωποι που τα φροντίζουν. Στην σχολική ηλικία η κατάθλιψη αρχίζει να μοιάζει με αυτή των ενηλίκων. Τα παιδιά νιώθουν αισθήματα ενοχής, ασκούν υπερβολική κριτική στον εαυτό τους, εμφανίζουν επιθετική συμπεριφορά, έχουν προβλήματα με τον ύπνο και την διατροφή τους και δεν έχουν κίνητρα στο σχολείο και στις άλλες κοινωνικές τους δραστηριότητες. Τέλος, η κατάθλιψη στην εφηβεία εκφράζεται με την λεκτική εξωτερίκευση της θλίψης που νιώθουν οι έφηβοι, τις ξαφνικές αλλαγές στην διάθεση, την αντιδραστική συμπεριφορά, την χαμηλή αυτοεκτίμηση και την αδιαφορία για το σχολείο.
Όσον αφορά την αιτιολογία της κατάθλιψης, τα ερευνητικά δεδομένα είναι ακόμη περιορισμένα και δεν μπόρεσαν να καταλήξουν σε κάποιο βέβαιο συμπέρασμα. Το σίγουρο, πάντως, είναι ότι η κατάθλιψη αποτελεί το αποτέλεσμα ποικίλων παραγόντων, οι οποίοι προδιαθέτουν το παιδί στην εκδήλωση των παραπάνω συμπεριφορών. Παρόλα αυτά, έρευνες έχουν δείξει ότι τα παιδιά με γονείς που έχουν κατάθλιψη έχουν 2-3 φορές περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν και τα ίδια κάποια διαταραχή. Σε πολλές περιπτώσεις, βέβαια, η κατάθλιψη συνδέεται με αρνητικά γεγονότα όπως είναι το διαζύγιο, ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου ή ζώου, η αλλαγή γειτονίας ή σχολείου κ.τ.λ.
Το ποσοστό εμφάνισης της κατάθλιψης στα παιδιά προσχολικής ηλικίας είναι στο 1%, ενώ φτάνει στο 3-8% στους εφήβους. Μάλιστα, μέχρι την εφηβεία δεν παρατηρούνται διαφορές στην συχνότητα εμφάνισης ανάμεσα στα δύο φύλα. Όμως, μέχρι την ηλικία των 16 ετών ο αριθμός των κοριτσιών με κατάθλιψη διπλασιάζεται σε σχέση με αυτόν των αγοριών. Επιπρόσθετα, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια γενικότερη μείωση του μέσου όρου ηλικίας έναρξης των καταθλιπτικών συμπτωμάτων, με αντίστοιχη αύξηση της συχνότητας εμφάνισής της.
Δυστυχώς, καθώς η κατάθλιψη δεν γίνεται εύκολα αντιληπτή από τους ενήλικες, ένα μικρό ποσοστό μόνο των παιδιών και των εφήβων μπαίνουν σε κάποιο πρόγραμμα θεραπευτικής αντιμετώπισης. Είναι σημαντικό, επομένως, οι γονείς, οι εκπαιδευτικοί και όλοι όσοι ερχόμαστε καθημερινά σε επαφή με παιδιά να έχουμε ανοιχτές τις “κεραίες” μας σε όσα σημάδια μας δίνουν, άμεσα ή έμμεσα.