Εργαζόμενοι ΟΚΑΝΑ: Άμυνα ενάντια στη βαρβαρότητα η μέριμνα της κοινωνίας για τα αδύναμα μέλη της
Ενώ η απόφαση του υπουργείου να προχωρήσει στη δημιουργία νέων δομών για την απορρόφηση της λίστας κινείται σε θετική κατεύθυνση, συνοδεύεται από δηλώσεις και διαφαινόμενες στρατηγικές που κινδυνεύουν να αποδειχθούν εξίσου επικίνδυνες για τους εξαρτημένους και την κοινωνία όσο και για το πρόβλημα το οποίο -υποτίθεται- θα έλυναν
Αυτή η ασάφεια δεν διαλευκάνθηκε ούτε μετά την προχθεσινή συνάντηση που είχαν οι εργαζόμενοι με την πρόεδρο του ΟΚΑΝΑ και τον υφυπουργό Υγείας κ. Τιμοσίδη. Αντίθετα αυτό που ουσιαστικά προέκυψε είναι ότι δυστυχώς προχωρούν στην ίδρυση νέων δομών, χωρίς και οι ίδιοι να έχουν ούτε στοιχεία ούτε άποψη είτε για το πλαίσιο λειτουργίας είτε για τον αριθμό των εργαζομένων που θα στελεχώσουν τις νέες μονάδες (ή τουλάχιστον δεν θέλησαν να αποκαλύψουν τα σχέδιά τους)
Δυστυχώς, ενώ η απόφαση του υπουργείου να προχωρήσει στη δημιουργία νέων δομών για την απορρόφηση της λίστας κινείται σε θετική κατεύθυνση, συνοδεύεται από δηλώσεις και διαφαινόμενες στρατηγικές που κινδυνεύουν να αποδειχθούν εξίσου επικίνδυνες για τους εξαρτημένους και την κοινωνία όσο και για το πρόβλημα το οποίο -υποτίθεται- θα έλυναν.
Συγκεκριμένα:
1. Για να λειτουργήσουν οι νέες δομές, θα πρέπει να διασφαλιστούν οι απαραίτητοι όροι (σαφές πλαίσιο κανόνων, επαρκές και κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό, ψυχοκοινωνική στήριξη, τοξικολογικοί έλεγχοι) ώστε να εξασφαλίζονται τόσο η ασφάλεια των ασθενών όσο και η εύρυθμη λειτουργία τους. Ωστόσο είναι σαφές πως ούτε στο ΕΣΥ ούτε στον ΟΚΑΝΑ «περισσεύει» προσωπικό για τη στελέχωση. Τουναντίον, ειδικά στο ΕΣΥ, οι γιατροί κι ακόμα περισσότερο οι νοσηλευτές είναι «είδος εν ανεπαρκεία» -να μην συζητήσουμε για τη σχεδόν παντελή έλλειψη ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών!
Δεν αποτελεί έκπληξη, λοιπόν, το ότι μέχρι σήμερα (μόλις 15 μέρες πριν από την έναρξη στην Αθήνα) φαίνεται να διατίθεται ελάχιστο προσωπικό, χωρίς τον απαιτούμενο χρόνο για στοιχειώδη εκπαίδευση. Και «φυσικά» ο υπουργός ξεκαθάρισε πως δεν πρόκειται να γίνει καμία πρόσληψη.
2. Παρότι απαιτείται η ενίσχυση της λειτουργίας των ολοκληρωμένων δομών θεραπείας, ώστε να δημιουργηθεί ένα δίκτυο διασυνδεδεμένων υπηρεσιών για τη διαλογή των ασθενών και την παραπομπή τους από τη μία δομή στην άλλη (ανάλογα με τη φάση της θεραπείας), τίποτε αντίστοιχο δεν διαφαίνεται. Αντίθετα, οι νέες δομές θα υποστελεχωθούν με την «αποψίλωση» των υπαρχουσών δομών από γιατρούς και θεραπευτές – και αποτελεί τουλάχιστον ειρωνεία το να υποστηρίζουν η διοίκηση και το υπουργείο ότι δεν θα θιγεί η ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχει ο ΟΚΑΝΑ.
3. Δεν είναι ξεκάθαρο εάν οι νέες δομές θα αποτελέσουν τμήματα των νοσοκομείων (και, ως εκ τούτου, κλινικά και παρακλινικά θα καλύπτονται απ? αυτά) ή θα αποτελούν ξεχωριστές δομές -χωρίς παθολόγους ούτε εργαστήρια. Σε αυτή την περίπτωση ποια πρόβλεψη υπάρχει για την αντιμετώπιση της συννοσηρότητας (ειδικά σε περίοδο κρίσης, με ιλιγγιώδη αύξηση της νοσηρότητας συνολικά, και πλέον επικίνδυνες την τεράστια αύξηση κρουσμάτων HIV και την πανδημία του HCV);
4. Δυστυχώς, από τα δημοσιεύματα του Τύπου, το μόνο σαφές είναι πως οι δομές αυτές δεν προορίζονται για την απορρόφηση της λίστας αλλά για τη μετακίνηση των περίπου 3.500 ασθενών που σήμερα χορηγούνται σε δομές ευρισκόμενες στα μεγάλα αστικά κέντρα, αρχής γενομένης από τους 550 ανθρώπους των δύο δομών του Πειραιά – μια στρατηγική που τίποτε άλλο δεν θα εξυπηρετήσει πέρα από κοντόφθαλμα μικροπολιτικά συμφέροντα.
Μ? άλλα λόγια, θα υπάρξουν ελάχιστες νέες θέσεις θεραπείας -θα διαλυθεί πλήρως το σύστημα παροχής φροντίδας των 5.500 ανθρώπων που αυτή τη στιγμή δίνουν τον αγώνα τους μέσα στα προγράμματα- αλλά οι τοπικοί παράγοντες και παραγοντίσκοι της Αττικής θα πάρουν μερικές ψήφους παραπάνω ποντάροντας στα ρατσιστικά αντανακλαστικά μικρής μερίδας συμπολιτών μας.
Είναι ξεκάθαρο πως η εξαγγελθείσα «επανάσταση στην αντιμετώπιση της εξάρτησης» αφορά πολιτικές επιλογές που απέχουν πάρα πολύ από την -όποια- λύση θα όφειλε μια ευνομούμενη πολιτεία να παρέχει. Κι αν δικαιολογούνται, μέσα στην απελπισία τους, ορισμένοι εξαρτημένοι με επιστολές τους να χαιρετίζουν με ανακούφιση κάτι τέτοιο, καμιά δικαιολογία δεν έχουν η κυβέρνηση, τα πολιτικά κόμματα και οι φορείς να παρακολουθούν εκστατικοί το ρεσιτάλ των κυρίων Λοβέρδου και Τιμοσίδη.
Πίσω από την άγνοια, αδικαιολόγητη όταν κάποιος είναι σε υπεύθυνη θέση, και την αλαζονεία της εξουσίας, κρύβεται μια σαφής πολιτική επιλογή, η οποία όχι μόνον στερείται οποιουδήποτε επιστημονικού ερείσματος, αλλά κυρίως:
* Είναι ανήθικη – γιατί ψηφοθηρεί παίζοντας με την ελπίδα και τη ζωή χιλιάδων συνανθρώπων μας.
* Είναι επικίνδυνη – γιατί η χωρίς όρους διασπορά εξαρτησιογόνων ουσιών στην κοινότητα, όπου έχει εφαρμοστεί, έχει δημιουργήσει προβλήματα αντίστοιχα και εξίσου σοβαρά με αυτά που προσπάθησε να επιλύσει (συνέχιση ενέσιμης χρήσης και διασποράς HCV και HIV, θάνατοι από μεθαδόνη και βουπρενορφίνη, νέοι χρήστες εξαρτημένοι από τα υποκατάστατα).
* Είναι προσεκτικά σχεδιασμένη και απολύτως εναρμονισμένη με την πολιτική του Μνημονίου: περικόπτει τους πόρους, αποδυναμώνει το δημόσιο σύστημα παροχής υπηρεσιών και αφήνει ανοιχτό το πεδίο κερδοφορίας στο ιδιωτικό κεφάλαιο (όπου, αργά ή γρήγορα, θα προσφύγουν όσοι ζητούν ουσιαστική θεραπεία).
Σε περιόδους βαθιάς κρίσης, όπως η σημερινή, το να ασχολείται η κοινωνία με τα πιο εξαθλιωμένα και αδύναμα μέλη της δεν είναι πολυτέλεια. Είναι μέτρο του πολιτισμού που έχει οικοδομήσει και άμυνα ενάντια στη βαρβαρότητα.
Ως θεραπευτές που δουλεύουμε στον χώρο της αντιμετώπισης της εξάρτησης, ως επιστήμονες, ως εργαζόμενοι και ως πολίτες απαιτούμε από την πολιτεία.
* Την ταχύτερη δυνατή απορρόφηση της λίστας αναμονής με τη δημιουργία θεραπευτικών δομών που θα λειτουργούν με τις προδιαγραφές που τίθενται στη διεθνή βιβλιογραφία, ώστε να αποτελούν ολοκληρωμένες πρακτικές με πλήρη ιατρική και κοινωνικοπρονοιακή παρέμβαση.
* Τη διατήρηση και ενίσχυση όλων των προγραμμάτων, «στεγνών» και με υποκατάστατα, ώστε όλοι οι εξαρτημένοι να έχουν τη δυνατότητα ταχείας πρόσβασης σε κατάλληλες γι? αυτούς δομές που θα παρέχουν ολοκληρωμένη αντιμετώπιση των προβλημάτων τους.
* Την ενίσχυση των προγραμμάτων πρόληψης και κοινωνικής επανένταξης.
* Τη διατήρηση του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα όλων των δομών.
Το Δ.Σ. του Συλλόγου Εργαζομένων ΟΚΑΝΑ
(ΑΥΓΗ)