ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΕΜΠΛΟΚΕΣ

Facebooktwitterpinterest

Η μετά σπουδής αρξαμένη “αναγεννησιακή” προσπάθεια, η οποία εν πολλοίς αγγίζει πρόχειρα και βέβηλα την άψαυστη για αμυήτους κιβωτό της λειτουργικής ζωής της Εκκλησίας μας ,από την αρχή της έλαβε συνεπίκουρο τη φροϋδική ψυχανάλυση με την καταστροφική – αλλοτριωτική για το ορθόδοξο εκκλησιαστικό φρόνημα νοοτροπία της, με τη θρασεία απαίτηση των θεραπόντων της να καθοδηγούν τη χριστιανική ζωή, να χειραγωγεί την προσωπική ζωή των Χριστιανών, να μοιράζονται με τους πνευματικούς, την ψυχή κάθε πιστού – την ψυχική του υγεία! -, την ψυχή υπέρ ης Χριστός απέθανε. Δεν είναι μόνο η κατ ουσίαν-όσο κι αν διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους οι ανανεωτές περί του αντιθέτου- απόπειρα υποκαταστάσεως του μυστηρίου της ιεράς Εξομολογήσεως με την ψυχανάλυση που μας ανησυχεί, αλλά η διάχυτη παντού στους “αναγεννησιακούς” κύκλους ψυχαναλυτική ερμηνεία κάθε εκκλησιαστικού γεγονότος και εμπειρίας, η ψυχαναλυτική μεταχείριση των ανθρώπων, η υφέρπουσα ψυχολογοποίηση κάθε πτυχής του εκκλησιαστικού βίου και ο συνακολουθών οργανωτικός, πρακτικός προγραμματισμός της ζωής της Εκκλησίας με οδηγό την ψυχαναλυτική – ψυχοθεραπευτική φιλοσοφία.

Προκαταβολικά δίνουμε δύο παραδείγματα. Το πρώτο αφορά την δηλητηριώδη νοοτροπία που αποκτούν όσοι τείνουν ευήκοον ους στις ψυχαναλυτικές ερμηνείες κάθε συμπεριφοράς: Στο οργανωθέν σεμινάριο εκπαιδεύσεως κληρικών και λαϊκών στελεχών από ψυχιάτρους, ο ομιλών ψυχίατρος είπε σχετικά με την κακοποίηση των παιδιών μεταξύ άλλων ότι η πολύ αυστηρή τιμωρία των παιδιών από τους γονείς μπορεί να σημαίνει ότι ο τιμωρών γονεύς στο πρόσωπο του παιδιού του τιμωρεί τον κακό του εαυτό! Στη συζήτηση που ακολούθησε ένας ακροατής είπε ότι πιθανόν το ίδιο μπορεί να συμβαίνει και με τον πνευματικό, ο οποίος επιβάλλει αυστηρά επιτίμια στα πνευματικά του τέκνα! Πρόσθεσε δε ότι σε κάτι τέτοια θέματα θα μπορούσε ίσως να ρίξει φως η Ψυχιατρική!

Το δεύτερο παράδειγμα έχει σχέση με τη σχεδιαζομένη αλλαγή του ωραρίου των Ακολουθιών. Σε σχετική πρότασή του για την αλλαγή αυτή ο ιερέας-ψυχαναλυτής προτείνει τη μετάθεση της ώρας τελέσεως των Ακολουθιών των Παθών μια – δυο ώρες αργότερα επειδή οι κυρίες δεν μπορούν να τις παρακολουθήσουν γιατί αυτή την ώρα βρίσκονται στα ψώνια! Το ίδιο προτείνει και για την ώρα τελέσεως των παρακλήσεων του Δεκαπενταυγούστου επειδή οι πιστοί είναι στη θάλασσα! Καταλαβαίνει κανείς τις συνέπειες που θα έχει για τη λειτουργική ζωή και την εν γένει ζωή της Εκκλησίας αυτός ο δηλητηριώδης ψυχολογισμός που κολακεύει τα πάθη των ανθρώπων, τους καθιστά ανεύθυνους μεταθέτοντας τις ευθύνες αλλού και τους καθιστά τελικώς αχρήστους, ανήμπορους αφαιρώντας την εν Χριστώ δυνατότητα θεραπείας και καθάρσεως της ψυχής.

Σε τρεις ενότητες αποφάσισα να χωρίσω το θέμα που μου ανετέθη για να ανταπεξέλθω πληρέστερα στη σχετικά πρόσφατη αυτή απόπειρα εισβολής της Ψυχαναλύσεως στον εκκλησιαστικό χώρο. Στην πρώτη εξετάζουμε την Ψυχανάλυση αναφορικά με τις εμπλοκές που επιφέρει η ανάμειξή της στη λειτουργία της ψυχής. Στη δεύτερη κρίνουμε την εμπλοκή των λειτουργών-ιερέων στα δίχτυα της Ψυχαναλύσεως ενώ στην τρίτη επισημαίνουμε τον κίνδυνο από την εμπλοκή της λειτουργικής και της εν γένει ζωής της Εκκλησίας μας στον ψυχαναλυτικό ολοκληρωτισμό.

Η Ψυχανάλυση ορίζεται από τον Freud ως «μία μεθοδική διαδικασία, ιατρικής θεραπείας των ατόμων εκείνων που προσεβλήθησαν από διαταραχές του νευρικού συστήματος”[1]. ‘Αν και μ αυτά προσπαθεί να δώσει ιατρικο – επιστημονικό χαρακτήρα στην ψυχανάλυση, η ίδια η εφαρμογή της, τα “θεραπευτικά” της μέσα, τα αποτελέσματά της βεβαιώνουν το αντίθετο. Στην πορεία της μάλιστα προσλαμβάνει σαν θεράποντές της όχι μόνο Ψυχιάτρους, αλλά απλούς ψυχολόγους, κάθε έναν που παρακολούθησε σεμινάρια ψυχοθεραπείας, ακόμη και γενικώς ανθρώπους της κουλτούρας όπως π.χ. ο Γιώργος Χειμωνάς. Ο βιολόγος Γιώργος Χασούρος στο υπό έκδοση βιβλίο του σχετικά με Ψυχανάλυση, αποδεικνύει ότι η ψυχανάλυση δεν υπάγεται στις φυσικές επιστήμες, ούτε στην ιατρική αφού “δεν υπάρχει πειραματική επιβεβαίωση των θεωρητικών και καθαρά νοησιαρχικών θεωρητικών συλλήψεων παρά μόνο αποσπασματικές ατομικές παρατηρήσεις κάποιων “ευφυών” ανθρώπων, για τον απλούστατο λόγο ότι τα ανθρώπινα ψυχικά φαινόμενα δεν είναι δυνατόν να αναπαραχθούν διατηρώντας πάντα σταθερές τις εξωτερικές(περιβάλλον, κοινωνία) και εσωτερικές(ψυχικός κόσμος) συνθήκες και ως εκ τούτου δεν μπορούν οι παρατηρήσεις να εχουν αντικειμενικότητα και καθολική ισχύ”. Από την άλλη σε ψυχοθεραπεία, κατά τα σύγχρονα δεδομένα υποβάλλονται όχι μόνο οι πάσχοντες εκ διαπιστωμένων ιατρικώς διαταραχών του νευρικού συστήματος, αλλά κάθε “πάσχων” εκ διαταραχών του συναισθήματος κ.λ.π. ακόμη και κάθε άνθρωπος μπορεί χωρίς συγκεκριμένο πρόβλημα να περνάει από ψυχοθεραπευτικά τεστ, όπως πρότεινε ο π. Β. Θερμός να γίνει για ορισμένους ιερείς (παραπομπή στο “ιερωσύνη ως ψυχολογικό γεγονός”).

Σε τι συνίσταται η ψυχανάλυση-ψυχοθεραπεία; “Η θεραπεία δια της ψυχανάλυσης” λέει ο Freud “έγκειται στην ανταλλαγή λέξεων, μεταξύ ιατρού και ασθενούς. Ο ασθενής ομιλεί, διηγείται τις εμπειρίες του από την περασμένη ζωή του, καθώς και τις απόψεις του για τη σημερινή, αντιδρά συγχέει και εκθέτει τις επιθυμίες και τις συγκινήσεις του. Ο ιατρός προσπαθεί να κατευθύνει τον ειρμό των ιδεών του πάσχοντος σ ένα προκαθορισμένο σημείο, ξυπνά τις αναμνήσεις του, προσανατολίζει την προσοχή του προς ορισμένους τομείς, του δίνει επεξηγήσεις και παρακολουθεί τις αντιδράσεις που προξενούνται στον άρρωστο”.[2] Αυτή είναι η δουλειά του ψυχοθεραπευτή, αλλά μη φανταστεί κανείς ότι αυτό γίνεται πάντα σ ένα ήρεμο κλίμα, σα μια εξομολογητική ήπια συζήτηση. Ο ψυχοθεραπευτής προσπαθεί να κατέβει στα άδυτα της ψυχής του πελάτη του, στο χώρο τού λεγομένου ασυνειδήτου και να ανασύρει από κει αναμνήσεις καταχωμένες, απωθήσεις, ποικίλα τραύματα. Να τα επαναφέρει στη συνείδηση και να τα θεραπεύσει. Πρόκειται για ένα βίαιο σκάψιμο της ψυχής, για μια ανίερη, καθ ημάς εισβολή στον κρύφιο χώρο της ψυχής χωρίς το σκάφανδρο της Χάριτος.

Οι μέθοδοι ποικίλλουν. Παλιότερα ο Φρόυντ χρησιμοποίησε την ύπνωση, τον υπνωτισμό, όπως και οι δάσκαλοί του ψυχίατροι που ήσαν επηρεασμένοι από την παραψυχολογία του Mesmer.Στη συνέχεια κατέφυγε στην ερμηνεία των ονείρων, μια μέθοδο προσφιλή σε πολλούς ψυχοθεραπευτές. Τα όνειρα έχουν γι αυτούς προσδιοριστική σημασία. Διαβάζοντας το κεφάλαιο “ο συμβολισμός στο όνειρο” στο βιβλίο του Φρόυντ “Εισαγωγή στην ψυχανάλυση”[3] γεννώνται αισθήματα καγχασμού και αηδίας αφού το να δει κανείς στον ύπνο του μπαστούνια, κορμούς, μαχαίρια, όπλα, σπαθιά, βρύσες, κοντυλοφόρους σφυριά κ.λ.π. σημαίνει απωθημένα σύμβολα του φαλλού, ενώ ιδωμένα στο όνειρο πηγάδια, σπηλιές, κοιλώματα, βάζα, πλοία σπίτια ακόμα η εκκλησία και τα παρεκκλήσια(!) κ.λ.π. είναι σύμβολα του γυναικείου γεννητικού οργάνου. Αυτή η σημασία στην αξία των ονείρων εκ μέρους του Φρόυντ δεν είναι ασχετη από τις θρησκευτικές του καταβολές. Όπως γράφει ο Γ. Χασούρος παραπέμποντας στον ψυχολόγο Ιωάννη Νέστορος “ο πατέρας του τον ανέθρεψε σύμφωνα με τις αρχές της Εβραϊκής χασιδικής αίρεσης στην οποία ανήκε και της οποίας πολλά στοιχεία έχουν καταπληκτική αντιστοιχία με τις θεωρίες του Φρόυντ. Μεταξύ αυτών είναι… “η ενασχόληση με το σεξ (λίμπιντο).. οι τελετουργικές εξομολογήσεις στον ραβίνο..και η πίστη στη συμβολική ερμηνεία των ονείρων”. αν επιμένουμε στη συμβολική των ονείρων το κάνουμε γιατί ακόμη και θρησκευόμενοι ψυχίατροι-ψυχοθεραπευτές ταλανίζουν τους “αναλυομένους” ζητώντας τους να καταγράφουν καθημερινά και να περιγράφουν στη συνέχεια στους ιδιους ό,τι ανοησίες βλέπουνε στον ύπνο τους. Στην πραγματικότητα μετατρέπονται σε…ονειροκρίτες του παρελθόντος αντίθετα από την προειδοποίηση της Αγίας Γραφής :” τα ενύπνια επλάνησαν πολλούς”( ). Επίσης υπάρχει η μέθοδος της ψυχοθεραπείας δια των εικόνων, κατά την οποία ο “αναλυόμενος” ζωγραφίζει ελεύθερα ό, τι του έρχεται στο νού και ο… σοφός ψυχοθεραπευτής εξηγεί μ αυτές τις καρικατούρες τι συμβαίνει στο βάθος της ψυχής! Υπάρχουν όμως κι άλλες πάμπολλες μέθοδοι ανάλογα με τη σχολή που ακολουθεί κάθε ψυχοθεραπευτής.

Κύριος μοχλός της Ψυχαναλύσεως είναι η συζήτηση Ψυχαναλυτή- ψυχαναλυομένου, στα πλαίσια μιας συνήθως 20λέπτου ή ημιώρου “ψυχαναλυτικής συνεδρίας”. Πολλές φορές η συζήτηση είναι βασανιστική. Ο αναλυόμενος προκαλείται να φανερώνει τα εσώψυχά του. Είναι σα να “γδέρνει” την ψυχή του. Τα εκβάλλει όλα στο φως αλλά η θεραπεία δεν επέρχεται. Ορισμένα τραύματα, πικρές αναμνήσεις που έχουν σφραγίσει την προσωπικότητά του, δυσκολίες στην επικοινωνία, κακίες και μίση έχουν απωθηθεί στο βάθος της ψυχής. Πολλά απ αυτά δεν έχουν θεραπευτεί αλλά έχουν γίνει συνειδητά και με κόπο έχει καταλαγιάσει η κακή τους επίδραση, όσο γίνεται, στη ζωή του. Όταν για κάποιο πρόβλημα καταφύγει κάποιος σε ψυχαναλυτή, η ανάκληση στο παρόν με τις διαρκείς ερωτήσεις όλων των παλαιών εμπειριών και η ερμηνεία που τους δίνεται, πολλές φορές στην κυριολεξία τρελλαίνουν τον άνθρωπο, τον φέρουν πολλές φορές στην απελπισία και στην αυτοκτονία.

Μια άμεση συνέπεια της Ψυχαναλύσεως από τις πρώτες κιόλας συνεδρίες είναι η συχνά η ερωτική έλξη του αναλυομένου προς την αναλύτρια και της αναλυομένης προς τον αναλυτή της. Πρόκειται για τη λεγομένη “μεταβίβαση”. Αν και ο Φρόυντ απαιτεί από τους αναλυτές να μην ανταποκρίνονται στον έρωτα των αναλυομένων, χωρίς όμως να τον περιφρονούν, γιατί αυτό θα ανακόψει την πορεία προς τη θεραπεία τους[4], στην πράξη έχουμε αντίθετα αποτελέσματα (πως μπορεί άραγε να χαλιναγωγηθεί το ερωτικό πάθος χωρίς την ενεργό παρουσία της Χάριτος;). Σύμφωνα με στατιστικές έρευνες ένα τεράστιο ποσοστό ψυχοθεραπευτών ενδίδουν στις ερωτικές διαθέσεις των πελατών τους με τραγικά αποτελέσματα. Στην καλλίτερη πάντως περίπτωση ο Ψυχαναλυτής εξιδανικεύεται κι όταν μάλιστα ο αναλυόμενος στερείται του νοήματος της ζωής τότε θεοποιείται και η εξάρτηση του αναλυομένου απ αυτόν είναι απόλυτη. Να μια περίπτωση εξομολογήσεως αναλυομένης στον ψυχαναλυτή της : “Σεις είσθε ο θεός μου επί της γης..” και “δεικνύουσα ένα εσταυρωμένον έλεγεν : “Αυτός δεν με εβοήθησεν. Σεις με βοηθείτε από πολλών μηνών”. Μίαν άλλην φοράν διηγείται ότι ανέγνωσε την επί του όρους ομιλίαν και αιφνιδίως λέγει εν ταραχή: “Αυτό είναι μια φαινομενική ομορφιά. Κανείς δεν ημπορεί να την ακολουθήση…Εις σάς μανθάνω να ευρίσκω την οδόν δια να μη χαθώ..”.

Πάντως παρά τον αρχικό ενθουσιασμό για την καινούργια ψευδοεπιστήμη, τα θεραπευτικά αποτελέσματα της ψυχαναλύσεως είναι ανύπαρκτα. Ο διακεκριμένος ψυχίατρος Τ. Szasz γράφει ότι ο Φρόυντ “δεν ανακάλυψε μια καινούργια επιστήμη…ούτε ανέπτυξε μια καινούργια μέθοδο θεραπείας της αρρώστειας, βασισμένη στον ελεύθερο συνειρμό, την μεταβίβαση” κ.λ.π…..Με δυο λόγια ο Φρόυντ επινόησε μία νέα ρητορική και την παρουσίασε σαν επιστημονική θεωρία και ιατρική θεραπεία”. Ακόμα και στο χώρο της ψυχιατρικής δεν μπορεί να γίνει λόγος για θεραπεία της ψυχής. “Η Ψυχιατρική”, όπως λέγει ο ψυχίατρος Αμπατζόγλου δεν θεραπεύει την ψυχή ούτε την προσωπικότητα. Μπορεί να συμβάλει σημαντικά ώστε κάποιος που πάσχει από μια ψυχική ασθένεια να υποφέρει λιγότερο “.

Πολλά βάσανα έχει επισωρεύσει η ψυχανάλυση στις ψυχές των ψυχαναλυομένων, αλλά ως Εκκλησία δεν είχαμε ασχοληθεί μαζί της επειδή ως ποιμένες αποτρέπαμε τους ανθρώπους απ αυτήν ως ένα κακής ποιότητος υποκατάστατο της ιεράς εξομολογήσεως. Κατά την Ορθόδοξο πίστη και εμπειρία η παρεχομένη Χάρις κατά την Εξομολόγηση, η ίαση της ψυχής, η συμβουλευτική του πνευματικού πατρός, ο διδόμενος κανόνας προσευχής νηστείας και τα λοιπά πνευματικά μέσα είναι υπερεπαρκή για κάθε προσερχόμενον στην Εκκλησία.

Αν και είχε προηγηθεί η ημερίδα “Θεολογία και Ψυχιατρική” στο πνευματικό κέντρο του Αγίου Γεωργίου Λειβαδιάς, το κύριο ερέθισμα και μάλιστα επώδυνο για ασχοληθούμε με την ψυχανάλυση ήλθε με την αναγνωσθείσα στους ναούς μας 2677 Εγκύκλιο της Ιεράς Συνόδου, η οποία ορθά μεν προέτρεπε τους Χριστιανούς “να περιβάλουν” τους ψυχικώς πάσχοντας ” με πολλή αγάπη και να τους αντιμετωπίζουν, όπως κάθε άλλο συνάνθρωπο που φέρει κάποια φυσική αδυναμία, χωρίς διάκριση η προκατάληψη”, από την άλλη όμως παραινούσε “τους πνευματικούς της Εκκλησίας να παραπέμπουν εγκαίρους στους “ειδικούς” τους αδελφούς μας που χρειάζονται ψυχιατρική βοήθεια και να συνεργάζωνται μαζί τους, τους δε επιστήμονες (ψυχιάτρους, ψυχολόγους, ψυχοθεραπευτές, κοινωνικούς λειτουργούς) να συνεργάζωνται με τους κληρικούς”. Αυτή δε την παραίνεση εστήριζε η Εγκύκλιος στην υπόθεση ότι “οι ανά τον κόσμο επιστήμονες έχουν πραγματοποιήσει μεγάλες προόδους στη θεραπεία” των ψυχικών νόσων. Ακολούθησε η οργάνωση σεμιναρίου εκπαιδεύσεως κληρικών στα ψυχιατρικά θέματα, ενώ μια ματιά στο πρόγραμμα των σχολών Γονέων της Αρχιεπισκοπής Αθηνών πείθει για την από έτος σε έτος αυξανόμενη συμμετοχή ομιλητών στις ενορίες από το χώρο των ψυχιάτρων, ψυχολόγων, ψυχοθεραπευτών, ως απολύτως απαραιτήτων προς καθοδήγηση των γονέων για τις μεταξύ τους σχέσεις, για τη σχέση με τα παιδιά τους, για αντιμετώπιση ποικίλων προβλημάτων, για μια τελοσπάντων ισορροπημένη κι ευτυχισμένη ζωή. Ευνόητο ότι οι εν λόγω ομιλητές θα εξασφαλίζουν και την αρκούσαν πελατεία, αφού σαν “ειδικοί” ισχυρίζονται στις διαλέξεις τους ότι μπορούν άνετα μέσα από τις “συνεδρίες” τους να… “ψυχοθεραπεύσουν” κάθε άνθρωπο μικρό η μεγάλο.

Στο σημείο αυτό, πριν προχωρήσουμε, κρίνουμε απαραίτητο το διαχωρισμό της Ψυχιατρικής κυρίως της Νευρολογίας από την ψυχανάλυση-ψυχοθεραπεία. Οι Ψυχίατροι-Νευρολόγοι, όταν παραμένουν στα όριά της επιστήμης τους, εξετάζουν τους ασθενείς τους και τους παρέχουν μαζί με τις στοργικές τους, ανθρώπινες συμβουλές, τις οποίες κάθε γιατρός προσφέρει στους ασθενείς του, τα φάρμακα που απαιτούνται για να ανακουφισθεί ο μανιοκαταθλιπτικός ή ο σχιζοφρενής, ο παρανοϊκός, κάθε επικίνδυνος για τη ζωή του η τη ζωή των άλλων, κάθε δεινώς βασανιζόμενος από ψυχική νόσο. Μόνο ανακούφιση κι αυτοσυγκράτηση κι αυτές σχετικές κι όχι βέβαια ιαση στις μόνιμες ψυχικές ασθένειες (ψυχώσεις) μπορεί να προσφέρει ο νευρολόγος, παρεμβαίνοντας διορθωτικά στη λειτουργία του εγκεφάλου και του νευρικού συστήματος. Μιλάμε για ιατρική. Δυστυχώς από κεί και πέρα τη σκυτάλη για τη “θεραπεία” της ψυχής, με το ζόρι παίρνουν οι ψυχαναλυτές-ψυχοθεραπευτές η οι ψυχίατροι που εκπαιδεύονται πλέον στην ψυχοθεραπεία αναμειγνύοντας την ιατρική με μια ψευδο-φιλοσοφία. Ξεκινούν από το δεδομένο γι αυτούς ότι υπάρχει ασαφής “διάκριση των κλινικών οντοτήτων σε ψυχώσεις, νευρώσεις, διαταραχές προσωπικότητος κ.λ.π.”[5] για να περιλάβουν στη “θεραπεία” τους κάθε άνθρωπο αποκλίνοντα, κατά τη γνώμη τους και τη ψυχαναλυτική σχολή που ακολουθούν, από την συνηθισμένη συμπεριφορά και προχωρούν σταδιακά στην απαίτηση να θεραπεύουν, να προλαμβάνουν ψυχικές παθήσεις, να συμβουλεύουν κάθε άνθρωπο, κάθε ηλικίας, σε κάθε χώρο: εκπαιδευτικό, εργασιακό κ.λ.π. Καταλήγουν δε με ένα διονυσιακό ενθουσιασμό να απαιτούν και δυστυχώς να το κατορθώνουν να εισέλθουν στα άδυτα της εκκλησιαστικής ζωής, με την τάση να κυριαρχήσουν στην αγωγή των χριστιανών, να υποκαταστήσουν στην πραγματικότητα το μυστήριο της Εξομολογήσεως, το κήρυγμα, με λίγα λόγια να έχουν τον τελευταίο λόγο, ως “ειδικοί” για κάθε ζήτημα! Υπερβάλλουμε; Θα τα αποδείξουμε στη συνέχεια.

Τώρα θέλουμε να δείξουμε που βρίσκεται η αντίθεση μας σχετικά με την εισβολή της ψυχαναλύσεως στη ζωή της Εκκλησίας. Κατ αρχάς διερωτώμεθα : δικαιούμεθα ως πνευματικοί να παραπέμπουμε τις ψυχές που μας εμπιστεύθηκε ο Χριστός στους ψυχοθεραπευτές για να τις θεραπεύσουν από προβλήματα χωρίς τη βοήθεια της ακτίστου χάριτος; Οι θεραπευτές αυτοί χρησιμοποιούν τη “μαγεία” των λέξεων, και άλλες μεθόδους για να θεραπεύσουν[6]. Είναι δέσμιοι φροϋδικών ή και άλλων ψυχαναλυτικών προκαταλήψεων, αναλόγως της σχολής που ανήκουν κι ανάλογα εφαρμόζουν τις “θεραπευτικές” τους μεθόδους. Κι είναι πάνω από 400 οι σχολές αυτές. Πως λοιπόν μοιράζουμε την αδιαίρετη ψυχή σε κομμάτια και λέμε στους χριστιανούς: “Αυτό το κομμάτι θα εμπιστευθείς σε μένα δια της εξομολογήσεως, αυτό στον ψυχοθεραπευτή για να σε θεραπεύσει από τα συμπλέγματά σου, τα άγχη και τις φοβίες σου”. Δεν θα πρέπει να δεχθούμε τον όλο άνθρωπο, να τον προσλάβουμε, όπως προσέλαβε όλον τον άνθρωπο ο Χριστός στην άκτιστο χάρη, και που τη δωρίζει ο Χριστός δια της εξομολογήσεως δια της Κοινωνίας των αχράντων μυστηρίων, δια της προσευχής; Δε θα πρέπει να τον ακούσουμε με προσοχή και σεβασμό, να του προσφέρουμε την συμβουλή μας, την άφεση, το επιτίμιο, ώστε συν τω χρόνω να ιαθεί;

Έπειτα, μπορεί ο ψυχαναλυτής να γνωρίσει το βάθος της ψυχής του ανθρώπου, αφού μόνον ο Θεός “άβυσσον και καρδίαν εξίχνευσεν”(Σοφ. Σειράχ 42,18); Διαβάζουμε κι αλλού: “Συ επίστασαι τας καρδίας μονώτατος” (Β΄Παραλειπ. 6, 30). Μόνο λοιπόν ο Θεός γνωρίζει το βάθος της ανθρωπίνης υπάρξεως και οι άγιοι στο μέτρο που τους το αποκαλύπτει ο Θεός διότι όντες πνευματικοί πάντα ανακρίνουν υπ ουδενός δε ανακρίνονται (Α΄Κορ. 2,15). Αλλά και οι λοιποί πνευματικοί εξετάζουν το βάθος της ψυχής των εις αυτούς προσερχομένων σύμφωνα με τις ορθόδοξες προδιαγραφές, επικαλούμενοι το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, εφ όσον πρόκειται για Μυστήριο της Εκκλησίας και όχι για απλό διάλογο, πιστεύοντες ότι το Πνεύμα το άγιο ενεργεί οντως σε κάθε ψυχή αναλόγως της προαιρέσεως της. όλη αυτή η εργασία γίνεται με απόλυτο σεβασμό στο ανθρώπινο πρόσωπο, με χριστοδιακριτικότητα και ελευθερία. Και βλέπουμε τους ανθρώπους με ποικίλα προβλήματα όταν κι αυτοί εμπιστευθούν τον Θεό να θεραπεύονται και να χαίρονται εν Χριστώ τη ζωή τους.

Ο μερισμός της ψυχής που επιτηδεύονται οι χριστιανοί και δη κληρικοί ψυχοθεραπευτές με τον αντίστοιχο επιμερισμό εργασίας μεταξύ πνευματικού και ψυχαναλυτού βασίζεται σε μια δυσπιστία στην ενέργεια της Θείας Χάριτος ή ση μια νομική η μονοφυσιτικού τύπου θεώρηση της σωτηρίας, της εν Χριστώ ελευθερίας της σχέσεως με το Θεό, της πνευματικής ζωής, που εν τέλει δεν έχει ορατά αποτελέσματα στη ζωή μας. Επειδή ηχεί βαρειά η κατηγορία θεωρώ καλό να παραθέσω παραδείγματα:

α) π. Β. Θερμός: “αν και όταν τα ψήγματα ελευθερίας του προσώπου οδηγήσουν τα βήματά του στην εξομολόγηση η στην ψυχοθεραπεία, και αν το πρόσωπο συνεργήσει στη θεραπεία του στα δύο αυτά πλαίσια…η ύπαρξη εξέρχεται από τη νομοτέλεια τήε φθοράς και απολαμβάνει περισσότερη ελευθερία. αν θέλει, μπορεί να την στρέψει προς τον Θεό, εξ ου και ο σωστικός χαρακτήρας της εξομολογήσεως. αν δεν θέλει, μπορεί απλώς να χαρεί την ελευθερία της, το ύψιστο στοιχείο του “κατ εικόνα”, γεγονός όχι λιγότερο χαρμόσυνο. Να γιατί μέσα στους χαμηλόφωνους “η αγωνιώδεις τόνους της ψυχοθεραπευτικής συνεδρίας συντελείται μία διαδικασία, οχι αμεσα λυτρωτικού χαρακτήρα, όπως η εξομολόγηση, αλλά πάντως με συνέπειες οντολογικής τάξεως”.[7]

β) π. Νεκτάριος Αντωνόπουλος: “Ο πνευματικός…χρειάζεται να γνωρίζει τα όριά του. Σκοπός του είναι να βοηθήσει τον άνθρωπο στην πνευματική ζωή και κατά προέκταση στη σωτηρία. αν δεν το κάνει αυτό, δεν έχει λόγο ύπαρξης. αν μπαίνει σε ξένα χωράφια, τότε ο εξομολογούμενος που έχει κάποια ψυχολογικά πτοβλήματα, καλύτερα να πάει στον ψυχίατρο που τα ξέρει καλύτερα..” Πιο κάτω ο ίδιος αναφερόμενος στις περιπτώσεις ανθρώπων που παθαίνουν κάποιο σόκ από την απώλεια προσφιλών τους προσώπων γράφει: “αν ο ψυχίατρος, σεβόμενος και αυτός τα όριά του μπορεί να βοηθήσει στο ξεμπλοκάρισμα, δεν νομίζω ότι έχουμε το δικαίωμα να το αρνηθούμε και να τον υπονομεύσουμε. Εδώ όμως μπορούμε να διακρίνουμε τα όρια. Ο ψυχίατρος ίσως μπορέσει να βοηθήσει τον εξομολογούμενο να ξεπεράσει αυτό το γεγονός και να επανέλθει στη ζωή με ευτυχία. Ο πνευματικός έχει στόχο να τον βοηθήσει να ζήσει το πνευματικό νόημα του θανάτου και της ζωής”[8]

γ) π. Αντώνιος Στυλιανάκης :Στην ιστοσελίδα του του έγινε η ακόλουθη ερώτηση: “έχω κατάθλιψη, όλα τα βλέπω σκούρα και δε με γεμίζει τίποτε, καμμιά φορά αναρωτιέμαι γιατί ζω…και δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω. Να πάω σε ψυχαναλυτή η να εξομολογηθώ;” Απάντηση: ” αυτά όλα ακούγονται σαν συμπτώματα μιας ψυχολογικής κατάστασης που λέγεται κατάθλιψη. Νομίζω ότι είναι καλό να συμβουλευθείτε ένα ψυχίατρο- ψυχοθεραπευτή. Τώρα αναφορικά με την εξομολόγηση δεν ξέρω γιατί τα συνδέετε; Σκοπός της δεν είναι να νοιώσεις καλά αλλά να νοιώσει κανείς μετάνοια ενώπιον του Θεού και να εξαγορευτεί τις αμαρτίες του..”

Με το μερίδιο λοιπόν της ψυχής που εκχωρούμε προς θεραπεία στους ψυχαναλυτές όχι μόνο δεν επιτυγχάνουμε ίαση αλλά οδηγούμε τους χριστιανούς σε μια πνευματική σχιζοφρένεια αφού, μαζί με μας, κι εκείνοι μπερδεύουν τους ρόλους ιερέως – ψυχοθεραπευτού και σταδιακά εναλλάσσουν την προσελευσή τους πότε εδώ και πότε εκεί για να βοηθηθούν στα ψυχολογικά τους χωρίς τίποτα να καταφέρνουν. Και τι να επιτύχουν; Ο μακαριστός π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος δόκτωρ φιλοσοφίας και θεολογίας έλεγε ότι οι ψυχολόγοι γενικά σαν πρότυπο ψυχικώς υγιούς έχουν το πεπτωκότα άνθρωπο όχι τον αγαπώντα παθόντα και αναστάντα Θεάνθρωπο. Με βάση λοιπόν αυτόν τον άνθρωπο της πτώσεως “κανακεύουν” τη φιλαυτία των αναλυομένων κι όλα τα πάθη τους. Από την εξομολογητική μας πείρα γνωρίζουμε ότι οι περισσότεροι ψυχοεπαγγελματίες παραπέμπουν κάθε άνθρωπο με προβλήματα σε σεξουαλική εκτόνωση. Τους αγάμους στην πορνεία, τους εγγάμους στη μοιχεία δείχνοντας έτσι την εξάρτησή τους από τη φροϋδική θεωρία της λίμπιντο. Τους παρακινούν σε διαζύγια και βέβαια παρέχουν τη βοήθεια τους αντί παχυλών αμοιβών.

Μ’ όλα τούτα θέλουμε να πούμε ότι κανένα “ξεμπλοκάρισμα” δε γίνεται στα συναισθήματα των προβληματικών ανθρώπων, καμμιά θεραπεία, καμμιά ισορροπία. Αν κάποιοι έχουν βοηθηθεί είναι επειδή κάποιοι απ τους ψυχοθεραπευτές τους άκουσαν με καλωσύνη, επειδή τους παρηγόρησαν ανθρώπινα, επειδή τους στήριξαν βάζοντας κατά μέρος τις ψυχαναλυτικές τους θεωρίες και εμμονές, πολύ περισσότερο δε αν τους ώθησαν σε ζωντανή σχέση με την Εκκλησία. Αλλ’ αυτό δεν είναι ψυχοθεραπεία, είναι φιλαδελφία και αγάπη, πράγματα αδιανόητα για τον ιδρυτή της Ψυχανάλυσης : “Δεν σκοτίζομαι πολύ για το καλό και το κακό, αλλά κατά κανόνα δεν συνάντησα το καλό στους ανθρώπους παρά ελάχιστα. Καθόσον γνωρίζω, οι περισσότεροι είναι αποβράσματα είτε επικαλούνται κάποιες από τις ηθικές είτε καμμία”.[9] Γι αυτό προτιμούσε την παρέα των ζώων από την παρέα των ανθρώπων (Το Βήμα (ειδικό τεύχος 15, 13-1-2002). Με την “επιστημονική” ψυχοθεραπεία λοιπόν όχι μόνο δε γίνεται ξεμπλοκάρισμα, αλλά εμπλοκή της ψυχής, αφού το κουβάρι των παθών, των τραυμάτων των ποικίλων προβλημάτων με το “τράβηγμα” του ψυχαναλυτή γίνεται πιο μπερδεμένο, ο αναλυόμενος πιο εξαρτημένος από τον ψυχοθεραπευτή και τις θεωρίες του, ο Θεός γι αυτόν πιο απόμακρος, αφού η σωτηρία, όπως του λένε οι “χριστιανοί” ψυχοθεραπευτές, δεν έχει θεραπευτικές επιπτώσεις στον τραυματισμένο ψυχισμό του.

Ας δούμε τώρα σε μια δεύτερη ενότητα την εμπλοκή των λειτουργών, των ιερέων, την μεθοδευόμενη “δέση” τους στην ψυχανάλυση.

Η πρώτη προσπάθεια εμπλοκής τους γίνεται με την προαναφερθείσα Εγκύκλιο δια της οποίας προτρέπονται οι κληρικοί να παραπέμπουν στους “ειδικούς” (ψυχιάτρους, ψυχολόγους, ψυχοθεραπευτές) “όσους αδελφούς μας χρειάζονται ψυχιατρική βοήθεια και να συνεργάζωνται μαζί τους”. Στην ψυχιατρική βοήθεια περιλαμβάνεται, κατά την Εγκύκλιο, και η ψυχοθεραπεία που ασκούν οι “ειδικοί” για να θεραπεύσουν ψυχικές παθήσεις που προέρχονται από “τραυματικά γεγονότα της ζωής” η “νοσηρές σχέσεις στα πλαίσια της οικογένειας και της κοινωνίας”. Έτσι οι ιερείς- πνευματικοί κρίνονται ουσιαστικά ανεπαρκείς για να αντιμετωπίσουν τα ψυχικά προβλήματα των ανθρώπων δια της Χάριτος που ενεργεί κατά το Μυστήριο της Εξομολογήσεως, δια της εξαγορεύσεως, της κατά Αγίους πατέρας συμβουλευτικής και των εν γένει πνευματικών μεθόδων. Απαιτούνται οι “ειδικοί” με τις ειδικές γνώσεις και μεθόδους. Ο Βαρλααμικός πειρασμός της θεραπείας της ψυχής δια των κοσμικών γνώσεων είναι εμφανής.

Επειδή όμως οι ιερείς αντιστέκονται σ αυτή τη λογική, όχι για συντεχνιακούς λόγους, όπως υπονοούν μερικοί, αλλά για να μην προδώσουν την παρακαταθήκη της ιερωσύνης τους κι επειδή έχουν αντίθετη εμπειρία, μεθοδεύεται η υποταγή τους με διάφορους τρόπους :

α) με διαρκή υποτίμηση του ήθους και της μορφώσεως τους. έτσι ο π. Φιλόθεος Φάρος γράφει: “ο κληρικός συνήθως κατέχεται από ένα σύμπλεγμα κατωτερότητας, θεωρεί τον εαυτό του σαν κάποιο που βρίσκεται στο χαμηλώτερο σκαλοπάτι της καθιερωμένης επαγγελματικής ιεραρχίας”.[10] “Είναι ένα επαγγελματίας προσευχητής”, “εξυπακούεται ότι (οι κληρικοί) δεν προσεύχονται όταν κάνουν τα πέντε ευχέλαια, τους δέκα γάμους, τις δέκα βαπτίσεις, τους είκοσι αγιασμούς, τα πενήντα τρισάγια στο νεκροταφείο πηδώντας από τάφο σε τάφο”. “Σ αυτή την περίπτωση ο κληρικός κάνει τα εξωτερικά της προσευχής, όπως οι ιερόδουλες κάνουν τα εξωτερικά του έρωτα”[11]ενώ ο π. Βασίλειος Θερμός γράφει : “οι άνθρωποι αισθάνονται προς τους κληρικούς ό.τι και προς τα νεκροταφεία. Είναι ιερά, προκαλούν φόβο και βρίσκονται έξω από τη ζωή”[12] κι αλλού “χειροτονούμε περιφερόμενα ανέκδοτα για να ποιμάνουν ψυχές.[13]

β) Συνεχώς τονίζεται η ανεπάρκεια των ιερέων ως προς την ποιμαντική τους συμβουλευτική σε σύγκριση με την “επιστημονική” βοήθεια που παρέχουν μέσω ειδικών γνώσεων και τεχνικών οι “ειδικοί”. Έτσι στο βιβλίο του ” Αναζητώντας το πρόσωπο” ο π. Β. Θερμός παρουσιάζει τέσσερα περιστατικά “αναλυομένων” τους οποίους οι πνευματικοί έβλαψαν αφάνταστα, ενώ στην ημερίδα της Λειβαδιάς μια γυναίκα αφήνεται σκόπιμα να φανερώσει την ανεπάρκεια του εξομολόγου και της εξομολογήσεως σε αντίθεση με την ουσιαστική βοήθεια της ψυχοθεραπείας: ” έβγαινα από την εξομολόγηση αλλά συνέχιζα να νοιώθω το ίδιο ψυχοπλάκωμα, την ίδια δύσπνοια, το ιδιο άγχος…όσο να περάσει η εβδομάδα έπρεπε να ξανατρέχω στον παπά, να ξαναπώ τα ίδια, ξανά πάρε άφεση παιδί μου και φύγε, κ.ο.κ. Πολύ αργότερα, όταν πια μπήκα σε ψυχοθεραπείες διαφόρων ειδών και ιδιοτήτων, εφτασα σ ένα σημείο η με φτάσανε, ώστε άρχισα να ψάχνω μέσα μου, ώσπου ανακάλυψα ότι στην ψυχή μου υπήρχε ένα μίσος αβυσσαλέο ενάντια στη μάνα μου…Το Θεό τον έβλεπα σαν ένα σαδιστή, ο οποίος αφού είχε δώσει τις μεγάλες επιθυμίες για αγάπη, για έρωτα, για σεξουαλικότητα, από την άλλη σου έλεγε όχι, απαγορεύεται, αυτό δεν θα το κάνεις!..καταθέτω αυτή την προσωπική εμπειρία, για να πω επίσης ότι ύστερα από πολλά χρόνια θεραπείας αγαπώ τη μάνα μου…”[14]

γ) Μεθοδεύεται επίσης η υποτίμηση του ιερέως, ως ιερέως δια του ευτελισμού της ιερατικής περιβολής. Σε ειδική ημερίδα για τα ράσα ο εισηγητής, παπάς -ψυχολόγος, με ψυχαναλυτικά τεχνάσματα προσπάθησε να χειριστεί ψυχολογικά το ακροατήριο του ταυτίζοντας την ιερατική αμφίεση με τη στολή του αστυνομικού. Μέσω αυτής (συνοψίζω εδώ τις απόψεις του) ο παπάς, είπε, προσπαθεί να εμπνεύσει συστολή και υποταγή, επισφραγίζει τον κληρικαλισμό, μοιάζει με ισλαμιστή. Επίσης το ράσο του δημιουργεί ψυχολογικά προβλήματα: εξωθείται σε αποξένωση από τις ανθρώπινες διαστάσεις του ψυχισμού του, αναγκάζεται να υιοθετήσει ένα προσωπείο αγγελισμού, διασπάται η προσωπικότητά του. Με το ράσο του ο παπάς προκαλεί το θυμό και την περιφρόνηση των ανθρώπων, δημιουργεί προβλήματα στην πρεσβυτέρα και τα παιδιά του.

Μ’ αυτές τις μεθόδους επιχειρείται η μετάθεση του ιερέως στην κατάσταση της κακομοιριάς. Να νοιώσει από άρχοντας, δηλαδή ποιμένας και διδάσκαλος, ένας επαγγελματίας ελλιπής, απαξιωμένος. Κι ύστερα αμέσως του προσφέρεται η δυνατότητα να αναβαθμισθεί θητεύοντας σε ψυχολογικά σεμινάρια, όπως το 10μηνο σεμινάριο που έγινε στον άγιο Χαράλαμπο Ιλισίων υπό την αιγίδα της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρίας με ουσιαστικό σκοπό να καταστή ένας μεσάζοντας, ένας διεκπεραιωτής προς τους “ειδικούς”. Πρόκειται για μια άλλη προσπάθεια εμπλοκής τον ιερέων στον ψυχαναλυτικό ολοκληρωτισμό. Λέει κι ο π. Β. Θερμός ότι αυτό που ζητείται μέσω της ψυχολογικής εκπαιδεύσεως των ιερέων είναι ” να είναι σε θέση να επιτύχουν την ευκταία συνεργασία με τους ειδικούς και να αποκτήσουν ψυχοθεραπευτικές δεξιότητες”[15]. Aδυνατεί επομένως κατά τους ψυχοθεραπευτές” ή μάλλον -συγχωρείστε μου την ακραία φράση- τους “ψυχοβγάλτες”, η εξομολόγησις, η Χάρις να θεραπεύσει τα δήγματα του ψυχοφθόρου οφεως και πρέπει όπως οι δεξιοτέχνες μουσικοί, ακροβάτες, τεχνικοί, διπλωμάτες να εφοδιασθεί και ο πνευματικός με δεξιότητες ψυχαναλυτικές για να θεραπεύσει τα ποικίλα προβλήματα, να διορθώσει τα συναισθήματα να ισορροπήσει τις διαταραγμένες συζυγικές και γονεϊκές σχέσεις κ.λ.π. Όπου δεν επαρκούν οι δεξιότητές του, οφείλει ο κληρικός “τουλάχιστον να ζητήσει την βοήθεια ειδικού”.[16]

Μια τρίτη προσπάθεια εμπλοκής των ιερέων στην ψυχανάλυση έγινε με την πρόταση που έκανε στην ημερίδα της Λειβαδιάς ο ψυχίατρος Κυριαζής να ενταχθούν οι ιερείς, θεολόγοι, παιδαγωγοί “σε προγράμματα ψυχαναλυτικού τύπου θεραπείας (ατομικής, ομαδικής) από κατάλληλα εκπαιδευμένους ψυχοθεραπευτές”. “Αυτό θα βοηθούσε τους ενδιαφερομένους να εμβαθύνουν σε θέματα προσωπικής ψυχολογικής αυτογνωσίας και θεραπείας, ενώ θα ήταν δυνατόν ακόμη και να διευκολύνουν τον πνευματικό τους αγώνα προς την οικείωση των δωρεών του πνεύματος, παράλληλα δε θα τους όπλιζε εκπαιδευτικά για μια περισσότερο αποτελεσματική δράση στο συμβουλευτικό και ποιμαντικό τους έργο”.[17] Με περισσότερη θρασύτητα άλλος κληρικός-ψυχοθεραπευτής διερωτάται “μήπως θα ήταν σκόπιμη η ενθάρρυνση κάποιων υποψηφίων η κληρικών να δεχθούν ψυχοθεραπεία, έστω και εν απουσία συγκεκριμένου προβλήματος”(!)[18]

Η πιο επικίνδυνη πάντως προσπάθεια εμπλοκής των κληρικών στην ψυχανάλυση γίνεται με την πρόταση από κληρικούς ψυχοθεραπευτές να θεσπισθεί “υποχρεωτική γνωμοδότηση συμβουλίου από κληρικούς και ψυχολόγους-ψυχιάτρους για την καταλληλότητα υποψηφίου κληρικού. Η γνωμοδότηση θα εκδίδεται 2 ξεχωριστές φορές που θα απέχουν μεταξύ τους 3 χρόνια και δεν θα έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα”[19]

Εννοείται ότι η επιτροπή αυτή θα εξετάζει τους υποψηφίους κληρικούς ως προς την ψυχική τους ισορροπία, αποκλείοντας από την ιερωσύνη όσους, κατά την κρίση και τις φροϋδικές και λοιπές ιδεοληψίες των ψυχιάτρων, πάσχουν από ποικίλες διαταραχές του ψυχισμού τους. Για να αντιληφθούμε ποιοί είναι οι ευσεβείς μάλλον οι ασεβείς πόθοι όσων μεθοδεύουν τέτοιες… ιεροεξεταστικές επιτροπές διαβάζουμε σε βιβλίο του π. Θερμού ότι “η περίπτωση του φανατικού είναι μία από τις διαταραχές” του ψυχισμού [20] ενώ ο π. Αδαμάντιος Αυγουστίδης στο βιβλίο του από το οποίο εξετάζονται οι σπουδαστές της Ανωτέρας Εκκλησιαστικής Σχολής εξηγεί ότι στα “φαινόμενα θρησκευτικού φανατισμού και φουνταμενταλιστικών αποκλίσεων περιλαμβάνονται “η συνεχής και συχνά αθεολόγητη ενασχόληση με τον αντίχριστο η το 666, τη μαγεία και τους εχθρούς της πίστης” ενώ κατατάσσει στους πάσχοντες από μισαλλόδοξη θρησκευτικότητα όσους αξιολογούν τους κληρικούς “με κριτήριο τα πλέον ασήμαντα στοιχεία:μαλλιά, γένια, φάρδος στα μανίκια, ξύλινη ιεροπρεπής γλώσσα” όσους ζητούν “την επιστροφή στην καθαρότητα”, όσους διακρίνονται “για ανορθολογική και αδιάκριτη υποταγή σε κάθε παραδοσιακόμορφο σχήμα”.[21]

Αντιλαμβάνεται κανείς που μπορεί να οδηγήσει αυτή η επιμελώς κατασκευασμένη ευρύτητα του όρου “φανατισμός” και “φουνταμενταλισμός”. Κατ αρχάς, φωτογραφίζει και φακελώνει το ορθόδοξο παραδοσιακό φρόνημα-δεν αρνείται βέβαια κανείς και την περίπτωση ακραίων τοποθετήσεων από “ευαίσθητα” ατομα- και εν συνεχεία, ακυρουμένης κατ ουσίαν της συμμαρτυρίας του πνευματικού πατρός, αποκλείει από την ιερωσύνη μέσω των γνωμοδοτήσεων των επιτροπών από ψυχιάτρους κάθε εμφορούμενο από ορθόδοξο φρόνημα υποψήφιο, ενώ γίνεται ευμενώς αποδεκτός όποιος δεν ασχολείται με θεολογικές συζητήσεις, όποιος κοινωνεί με τους άλλους “με την αμεσότητα του συναιασθήματος” δεδομένου ότι, όπως λέγει ο π. Β. Θερμός “οι έννοιες, οι σκέψεις, οι ιδέες μας διαιρούν, ενώ τα συναισθήματα μας ταπεινώνουν”[22]

Στην τρίτη ενότητα θα δούμε και την άμεση με τα λειτουργικά θέματα εμπλοκή της ψυχανάλυσης. Στις προηγούμενες ενότητες αναφερθήκαμε στην ψυχαναλυτική μέταχείριση της εξομολογήσεως, της ιερατικής περιβολής, της εν γένει εκκλησιαστικής παραδόσεως. Όσον αφορά στην εξομολόγηση συμπληρώνουμε εδώ ότι κατηγορείται από τους κληρικούς ψυχοθεραπευτές με βάση τις εμμονές τους, ως “ανελεύθερη”και “δικανική” χρήζουσα “θεολογικής διερευνήσεως” και αποκαταστάσεως του εκκλησιολογικού της χαρακτήρα, ασφαλώς, προσθέτουμε, με τη βοήθεια ψυχαναλυτικών τεχνικών. Αυτό το λέμε επειδή, κατ αυτούς, αφ? ενός είναι δεδομένεςοι ομοιότητες της ψυχοθεραπείας με την ποιμαντική πρακτική αφ ετέρου “η εξομολόγηση δεν είναι κατ ανάγκην θεραπευτική διαδικασία” κι ” όταν ένας πνευματικός θελήσει να κάνει τον θεραπευτή μπορεί να κάνει ζημιά” “Δουλεύει σε φαρμακείο χωρίς να είναι φαρμακοποιός” “Πρέπει να έχει το χάρισμα του ποιμαντικού συμβούλου”. Έτσι χωρισμένη βίαια η ποιμαντική συμβουλευτική και η συνακολουθούσα παρεχομένη θεραπεία από την εξαγόρευση των αμαρτιών και την άφεση πέφτει στα νύχια των εκπαιδευμένων στην “ποιμαντική φροντίδα” ψυχοθεραπευτών.

Αλλά και το σύνολο της Λατρείας τίθεται υπό ψυχολογική ομηρία. Με βάση ένα είδος ψυχολογίας της Λατρείας, “η κατάνυξη είναι ψυχολογική κατηγορία” αλλά επίσης “είναι στιγμές που η κατάνυξη έρχεται όχι μέσα από καθαρές ενδοψυχικές διαδικασίες αλλά και ως κατευθείαν επενέργεια της Χάριτος, και ως μικτό καθεστώς…Επομένως έχουμε την ελευθερία…για μια ποικιλία του σχετικού βιώματος, διότι οι άνθρωποι είναι πολύπλοκοι ως χαρακτήρες και διαφέρουν και ως προς την ψυχολογική τους ιστορία…” Καταλήγει δε ο κληρικός ψυχοθεραπευτής στο συμπέρασμα ότι “η έγνοια της Εκκλησίας..δεν πρέπει να είναι να δημιουργήσει τεχνητά μέσα για κατάνυξη…ότι ο φωτισμός (ενν. του ναού) θα πρέπει να είναι πλήρης στην Ευχαριστία” κ.λ.π. Το ίδιο συμβαίνει κατά τους κληρικούς – ψυχοθεραπευτές και με τη χαρμολύπη. “Υπάρχει”, λέει ο π. Θερμός “ψευδαίσθηση χαρμολύπης και η πραγματικότητα της χαρμολύπης. Αυτό συμβαίνει για κάθε είδους συναίσθημα. Μερικές φορές είναι η ψυχολογία εκείνη η οποία μέσα από ορισμένες διαδικασίες έρχεται να φέρει επίγνωση συναισθημάτων”και προεκτείνοντας αυτή τη σκέψη στη δυνατότητα αυτογνωσίας μέσω της Ψυχολογίας συνεχίζει: “έχουμε ανθρώπους που έχουν την συναίσθηση επί δεκαετίες ότι εχουν συγχωρέσει κάποιον και μετά από τριάντα- σαράντα χρόνια ανακαλύπτουν στην ψυχοθεραπεία ότι υπάρχει άβυσσος μίσους”.[23] έτσι η ψυχολογία-ψυχοθεραπεία αναδεικνύεται σε …κατανυξόμετρο και χαρμολυπόμετρο. όλα τα ανατέμνει, τα οριοθετεί, τα εξυγιαίνει, τα θεραπεύει, έχει λύσεις για όλα. Οι νηπτικές, φιλοκαλικές, θεοφώτιστες συγγραφές των Αγίων Πατέρων εμφανίζονται ξένες προς το σύγχρονο άνθρωπο. “Η πατερική πνευματική παρακαταθήκη πρέπει πρώτα να βιωθεί, να κατανοηθεί σωστά και στη συνέχεια να επαναδιατυπωθεί με σύγχρονους όρους” γράφει ο π. Αδαμάντιος.[24] Κι επειδή οι κληρικοί, σύμφωνα με άλλον ιερέα ψυχοθεραπευτή, τείνουν να “πνευματικοποιούν τα ψυχολογικά γεγονότα…χρησιμοποιώντας θεολογικές έννοιες” κρίνεται αναγκαίο “το ζήτημα των σχέσεων μεταξύ ψυχολογικής γλώσσας και θεολογικής γλώσσας να τεθεί προς διερεύνησιν”[25] ενώ αλλού διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι “η θετικότητα, η ακριβολογία και ο ρεαλισμός της ψυχιατρικής γλώσσας μπορούν να συμβάλουν στην αποκάθαρση των ασαφειών, που μαστίζουν τον θεολογικό μας λόγο”.[26]ένα τέτοιο δείγμα ψυχιατρο-θεολογικής γραφής μας έδωσε ο π. Αυγουστίδης με το κείμενο του “Η ελπίδα της χριστουγεννιάτικης απελπισίας” δημοσιευμένο στο περιοδικό “Εφημέριος”. Σ αυτό ήταν πανταχού απούσα η υπέροχη θεολογία ζωής και ελπίδος και η ακριβολόγος όσο και ευφρόσυνη γλώσσα των Πατέρων, αλλά πανταχού παρούσα η νοσηρή ψυχαναλυτική γλώσσα, “η υπομανιακή ευθυμία”, “η κατάθλιψη”, “το ψυχολογικό υπόβαθρο των φαινομένων”, “η αμυντική βουλιμική διάθεση του καταθλιπτικού ατόμου”, ακόμα και το “συλλογικό ασυνείδητο”.[27] Πρόκειται για μια γλώσσα που απευθύνεται σε ψυχασθενείς η ετοιμάζει ψυχασθενείς.

Όμως δεν επιχειρείται η ψυχαναλυτική κακοποίηση μόνο της θεολογικής γλώσσας και της γλώσσας του κηρύγματος αλλά και η πολύτιμη λειτουργική μας γλώσσα δέχεται τις επιθέσεις των ψυχολογο-φιλοσόφων με στόχο να παρασχεθεί ένα θεωρητικό υπόβαθρο για μεταγλώττιση της λατρείας. Ο π. Β. Θερμός με την εργασία του “Ο λόγος ως προσωπείο: Περί της αμυντικής λειτουργίας της εκκλησιαστικής γλώσσας” προσπαθεί να πείσει τους αναγνώστες του ότι οι κληρικοί φοβούνται την οντολογική συνάντηση των άλλων και χρησιμοποιούν ως άμυνα την αρχαιοπρεπή γλώσσα. όχι μόνο η εγγύτητα των άλλων δημιουργεί αγχος, αλλά και η σεξουαλικότητα η οποία αλλοιώνει τον εκκλησιαστικό λόγο! (να μη ξεχνάμε και τον παππού Φρόυντ!). άλλοι πάσχουν από φαρισαϊσμό που τους οδηγεί σε φανατισμό άλλοι από ναρκισσισμό και διψούν για δύναμη χρησιμοποιώντας ως εφαλτήριο την “παράδοση”. Αυτοί επιστρατεύουν όρους όπως “Ορθόδοξη Ανατολή” χάριν μιας αυτιστικής και αυτάρεσκης περιχαράκωσης, άλλοι πάσχουν από ψυχικές συγκρούσεις περί την σεξουαλικότητα, οι οποίες εκβάλλουν συχνά σε ασκητική ορολογία κι άλλοι με νοσηρή διάθεση μετατρέπουν τον εκκλησιαστικό λόγο σε κλειστή ιδιωματική γλώσσα που δεν την καταλαβαίνουν οι άλλοι.

Αυτά λέγει ο π. Θερμός καταλήγοντας σε μια από τις ενότητες της εργασίας του με το βλάσφημο αστείο ότι “η αψυχολόγητη αναφορά στο “νέφος μαρτύρων” κάνει τους νέους ν αναρωτιούνται γιατί άραγε οι μάρτυρες ρυπαίνουν”, υποτιμώντας έτσι τη νοημοσύνη και το γλωσσικό αισθητήριο των νέων, που τάχα, δεν γνωρίζουν άλλο νέφος από το νέφος που μολύνει την ατμόσφαιρα! Προχωρώντας λέγει ότι κατά την Λατρεία μας “το αρχαίο γλωσσικό ιδίωμα παρεμβαίνει και ανακόπτει την φυσική κίνηση της ανθρώπινης διάνοιας, κατ’ ουσίαν εκδιώκοντάς την από την προσευχή”. Και για να πείσει ότι η αρχαία γλώσσα είναι “άγνωστη χώρα” παραθέτει είκοσι γραμμές με άγνωστες αρχαίες λέξεις.

Εις απάντησιν θα μπορούσαμε να παραθέσουμε πολλές λέξεις από την ψυχαναλυτική ορολογία που χρησιμοποιεί ο π.Θερμός στην εργασία του, όπως :μηχανισμοί άμυνας, άγχος, αναπτυξιακό στάδιο, αναπτυξιακές εμπλοκές, ενοχικό άγχος,συγκρουσιακό άγχος, ναρκισσισμός, ενορμήσεις, εκλογίκευση (με την ψυχαναλυ-τική της έννοια), empathy,που για την κατανόησή τους απαιτείται σπουδή στην ψυχανάλυση. Μήπως θα ήταν προτιμώτερο να θητεύσουν, όσοι αναζητούν πληρέστερη θεολογική κατανόηση, στη γλώσσα των Αγίων Αποστόλων και Πατέρων, να μάθουν τι εννοεί η λατρεία μας με τις λέξεις, οικονομία, επιδημία,διαθήκη κ.λ.π. μελετώντας σοβαρά και συμμετέχοντας συχνά στη ζωή της Εκκλησίας μας, όπως κάνουν αντίστοιχα όσοι ενδιαφέρονται σοβαρά για κάποιο γνωστικό αντικείμενο; η θα πρέπει να μυηθούν στην άρρωστη γλώσσα του Φρόϋντ, της Κλάϊν και του Λακάν για να καταλαβαίνουν το μίγμα θεολογο-ψυχαναλυτικού λόγου των ιερέων – ψυχοθεραπευτών; ” Ει δίκαιον εστίν ενώπιον του Θεού”, αδελφοί και πατέρες, αυτών “ακούειν μάλλον η του Θεού, κρίνατε” (Πραξ 4,19).

Θα θέλαμε, τελειώνοντας, να τονίσουμε την ανάγκη για έγκαιρη απεμπλοκή της εκκλησιαστικής ζωής από τον επικίνδυνο εναγκαλισμό της Ψυχανάλυσης. Η ψυχανάλυση είναι μια πολυκέφαλη λερναία ύδρα, με άπειρες αλληλοαναιρούμενες θεωρίες περί ψυχής και μεθόδους δήθεν θεραπείας της. Χωρίς ηθική βάση και σκοπό, διεκδικεί την ερμηνεία κάθε ενεργείας της ψυχής και τη θεραπεία της με κριτήριο τις κοσμοθεωριακές τοποθετήσεις κάθε ψυχοθεραπευτή.

Η Ορθόδοξη Πίστις – κι εδώ είναι τα συμπεράσματά μας – είναι ασυμβίβαστη με την επέμβαση των ψυχαναλυτών στην ψυχή των Χριστιανών

α) διότι η ψευδώνυμος γνώσις περί ανθρώπου που διέπει τη διαδικασία της Ψυχανάλυσης είναι αντίθετη από την αποκεκαλυμμένη υπό του Κυρίου γνώση περί της ανθρωπίνης φύσεως περί της φθοράς της υπό των παθών, περί της υπό του Κυρίου μας προσλήψεως της και καθολικής ιάσεώς της.

β) διότι με βάση τις άθεες ιδέες περί ψυχής οι ψυχαναλυτές πιστεύουν ότι μπορούν να την θεραπεύσουν, χρησιμοποιώντας τις ειδικές τους γνώσεις και τη “μαγεία” των λέξεων, τη συζήτηση, την πειθώ κ.λ.π. Είναι ο βαρλααμικός πειρασμός που υπερτονίζει την αξία της κοσμικής γνώσεως θεωρώντας την απαραίτητη για τη σωτηρία ακυρώνοντας την ενέργεια της Χάριτος και την εν γένει ορθόδοξο νηπτική παράδοση μιας αληθινής θεραπείας της ψυχής, που αγκαλιάζει όλο τον άνθρωπο. Εδώ, για τους προσκολλημένους στην ψυχανάλυση υποκρύπτεται, και ο πειρασμός της αυτοθεώσεως του ανθρώπου. Η πίστη του ότι μπορεί να θεραπεύσει την ψυχή του, να βρει την ευτυχία από μόνος του, χωρίς το Θεό με τη βοήθεια των μεθόδων αυτογνωσίας που του παρέχει ο ψυχοθεραπευτής – γκουρού

γ) διότι η Πατερική μέθοδος οδηγεί τον άνθρωπο να “αθλήσει νομίμως”, να συσταυρωθεί με το Χριστό “συν τοις πάθεσι και ταις επιθυμίαις”, ενώ η ψυχανάλυση με την καλλιεργουμένη “απενοχοποίηση” κολακεύει τον εγωϊσμό και τα πάθη του αναλυομένου μεταθέτοντας σ’ άλλους την ευθύνη.

δ) διότι οι Χριστιανοί συγχέουν τα όρια Εξομολογήσεως-ψυχαναλύσεως θεωρώντας και τα δύο, παρόμοια μέσα για να πάρουν βοήθεια στα προβλήματά τους, ενώ το ίδιο παθαίνουν και οι ενασχολούμενοι με την ψυχανάλυση ιερείς που νοιώθουν όχι ως οστράκινα σκεύη που αξιώνονται να φέρουν τη Θεία Χάρη και να γίνονται οικονόμοι της, αλλά ως ικανοί να βοηθήσουν τους άλλους με τις ψυχαναλυτικές τους δεξιότητες και να υποβάλλουν σε ψυχολογική έρευνα και θεραπεία τους κληρικούς , ακόμα κι όλη την Εκκλησία. ένας εξ αυτών γράφει ότι “η Ελλαδική Εκκλησία παρέχει εικόνα καταθλίψεως με αυστηρά ψυχοδυναμική έννοια”![28]

ε) διότι η λεπτομερής κι άνευ της Χάριτος ψυχο-ανάκριση αναστατώνει τον ψυχικό κόσμο των αναλυομένων και τους οδηγεί πολλάκις σε αδιέξοδο και απελπισία ή σε αμαρτωλές, διαλυτικές της προσωπικότητος και της οικογενείας τους, λύσεις,

στ) διότι η ψυχανάλυση διαποτίζει και αρρωσταίνει τη σκέψη, όσων εμπλακούν, με τη νοοτροπία της και τους κάνει να σκέπτονται για τον εαυτό τους και για τους άλλους με τρόπο ψυχαναλυτικό

ζ) ειδικώτερα για την Εκκλησία, η διάχυση ψυχαναλυτικής νοοτροπίας στους κληρικούς και λαϊκούς μέσω σεμιναρίων, των Σχολών γονέων, εκδόσεων κ.λ.π , αλλοιώνει το ορθόδοξο φρόνημα και το ήθος, και μεθοδεύει λύσεις που προσαρμόζουν την εκκλησιαστική ζωή στην κοσμική νοοτροπία. Τέλος δεν μπορώ να φαντασθώ τι ολέθριες συνέπειες, τι φοβερή σύγχυση θα ακολουθήσουν μια συνοδική απόφαση που θα επιβάλει την… ιερά εξέταση από επιτροπή ψυχιάτρων όλων των υποψηφίων κληρικών.

Χρειάζονται, φρονώ γενναίες, ριζικές αποφάσεις σε θεσμικό-συνοδικό επίπεδο για να μη εγκλωβισθεί η Εκκλησία μας στα δίχτυα του ψυχαναλυτικού ολοκληρωτισμού.

Π ε ρ ί λ η ψ η

Η προσπάθεια εισβολής της Ψυχανάλυσης-Ψυχοθεραπείας στο χώρο της Εκκλησίας εντάσσεται στην κίνηση για Λειτουργική ανανέωση. Η αποδοχή των ψυχαναλυτικών μεθόδων είναι, υποτίθεται, οικείωση του “επιστημονικού μόχθου”, με σκοπό την απόκτηση “ψυχικής υγείας” παράλληλα με την εξομολόγηση, μέθοδος ερμηνείας και βελτιώσεως των εκκλησιαστικών πραγμάτων.

Σε τρία επίπεδα φαίνεται να γίνεται η απόπειρα εμπλοκής της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας στον ψυχαναλυτικό ολοκληρωτισμό.

α) Εμπλοκή των πιστών ανθρώπων στην ψυχαναλυτική διαδικασία με στόχο τη θεραπεία της ψυχής τους η των ενεργειών της ψυχής, όπως λένε κάποιοι ιερείς-ψυχαναλυτές. Το λεπτομερειακό, ανίερο “σκάψιμο” της ψυχής φέρνει στην επιφάνεια, στη συνείδηση, παλιά τραύματα, αμαρτίες, πικρίες. Ο Ψυχοθεραπευτής, χωρίς το σκάφανδρο της χάριτος, αδυνατεί να τα θεραπεύσει. Με τις άθεες συνήθως θεωρίες του, η απωθώντας τη χριστιανική του πίστη έξω από το χώρο της ψυχοθεραπείας, προσπαθεί να “απενοχοποιήσει” τον αναλυόμενο μεταθέτοντας κάθε ευθύνη του στο περιβάλλον η στους άλλους. Βλέποντας πολλές φορές το αδιέξοδο των πελατών του, αν είναι ψυχίατρος τους γεμίζει ψυχοφάρμακα, η τους σπρώχνει σε σεξουαλική εκτόνωση, σε διαζύγιο κ.λ.π. Ο αναλυόμενος πολλές φορές αποκτά μια άρρωστη εξάρτηση από τον ψυχοθεραπευτή, ξεχνά την εξομολόγηση, η την θεωρεί μια παράλληλη διαδικασία. Η βοήθεια τελικά από την ψυχοθεραπεία είναι ανύπαρκτη, ενώ μέσα στην ψυχή εγγράφεται η ψυχαναλυτική νοοτροπία, η οποία παρεμποδίζει τον άνθρωπο να προσφύγει με ειλικρίνεια και ταπείνωση στην Εξομολόγηση για να λάβει την ιαματική Χάρη που εδώρησε ο Χριστός στην Εκκλησία Του.

β) Σ ένα δεύτερο επίπεδο οι Ψυχαναλυτές προσπαθούν νέ εμπλέξουν τους ιερείς μέσα από ειδικά σεμινάρια και διαλέξεις στη νοοτροπία τους. Να τους πείσουν οτι η μέχρι τώρα ποιμαντική τους είναι μια ελλιπής επαγγελματική ενασχόληση, ότι πρέπει να αποκτήσουν “ψυχοθεραπευτικές δεξιότητες” για να βοηθούν τους χριστιανούς, και να παραπέμπουν στους “ειδικούς” τις δύσκολες περιπτώσεις. Με περισσό θράσος ζητούν να υποβάλονται οι ιερείς σε ψυχοθεραπεία ακόμα και χωρίς να υπάρχει πρόβλημα, ενώ έχει γίνει πρόταση να περνούν οι υποψήφιοι κληρικοί δύο φορές από επιτροπή ψυχιάτρων, που θα προτείνει ποιοί είναι κατάλληλοι να εισέλθουν στην ιερωσύνη!

γ) Τέλος η ψυχοθεραπευτική νοοτροπία προσπαθεί να εμπλακεί σε όλη τη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας. Ζητούν οι ιερείς – ψυχαναλυτές να καταργηθεί το ράσο γιατί εξ αιτίας του, δήθεν, οι ιερείς, οι πρεσβυτέρες και τα παιδιά τους έχουν ψυχολογικά προβλήματα! Ζητούν την κατάργηση της λειτουργικής γλώσσας, που χρησιμοποιείται από τους ιερείς “ψυχοαμυντικά” δηλ. σαν άμυνα και περιχαράκωση γιατί δήθεν φοβούνται την επικοινωνία με τους άλλους. Ακόμα και η κατάνυξη ερμηνεύεται ψυχαναλυτικά. Με λίγα λόγια γίνεται προσπάθεια ψυχολογοποίησης όλης της ζωής της Εκκλησίας.

Γι αυτό πρέπει η Εκκλησία μας να αποσείσει με γενναίες αποφάσεις τον οσημέραι αυξανόμενο, επικίνδυνο εναγκαλισμό της από την ψυχανάλυση. Να καταστήσει σαφές ότι η επηρμένη ψευδογνώση της ψυχαναλύσεως, ως “ψυχική, δαιμονιώδης”(Ιακ.3,15) “μωρία παρά τω Θεώ εστίν”(Α Κορ.3,19), ότι η ελπίδα θεραπείας της ψυχής από την ψυχανάλυση είναι ασυμβίβαστη με την Ορθόδοξη πίστη και να τονίσει οτι μόνο δια της Χάριτος εν τη Εκκλησία, τη συνεργεία της εν Χριστώ ασκήσεως μπορεί να γνωρίσει κανείς και να θεραπεύσει την ψυχή του.

——————————————————————————–

[1]| Άπαντα Φρόυντ τ.1, Εισαγωγή στην ψυχανάλυση, σελ. 19

[2]| Ως άνω, σελ.21

[3] ] Ως άνω σ. 143-163

[4] Sigmund Freud, Παρατηρήσεις στον μεταβιβαστικό έρωτα, περιοδ. Εκ των υστέρων, 2 σελ.9-22

[5] π. Β. Θερμού, Ποιμαίνοντες μετ επιστήμης σ.24

[6] Φρόϋντ, ένθα ανωτ. σ.21 :»Οι λέξεις στην πρωτόγονη εποχή αποτελούσαν συστατικό μέρος της μαγείας. Ακόμα και στην εποχή μας η λέξις διατηρεί αρκετά από την αρχέγονη δύναμή της»

[7] π. Β. Θερμού, Προς μία θεολογική κατανόηση της ψυχοπαθολογίας και της θεραπείας,εν, Θεολογία και Ψυχιατρική σ. 123-124

[8] [ Αρχιμ. Νεκταρίου Αντωνοπούλου, Τυπολογία εξομολογουμένων και δημιουργία εξομολογητικής συνείδησης, περιοδ. Εκκλησία, τευχ. 1, Ιανουάριος 2001 σ.64

[9] Περιοδ. Εκ των υστέρων τευχ. 2, σ.29

[10] Φ. Φάρου, Παπαδοσύνης μορφή και παραμόρφωση σ. 16

[11] Ως άνω σ.142-143

[12] π. Β. Θερμού, Ποιμαίνοντες μετ επιστήμης σ. 23

[13]του ιδίου στο God & Religion τευχ. ο σ.84

[14] Θεολογία και ψυχιατρική σε διάλογο…σ. 218-219( έκδοση Αποστολικής Διακονίας)

[15] π. Β. Θερμο, εντυπώσεις και σχόλια πό να συνέδριο, ν ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ, Νοεμ. 1999 σ. 25

[16] π. Β. Θερμού, Αναζητώντας το πρόσωπο, σ.49

[17] Θεολογία και Ψυχιατρική…σ.79

[18] π. Β. Θερμού, Η ιερατική κλίση ως ψυχολογικό γεγονός σ. 278 υποσ.2

[19] του ιδίου, Τίνα με λέγουσιν οι θεσμοί είναι στο Συλλογικό τόμο “2000 χρόνια μετά» σ. 62

[20] π. Θερμός, Ποιμαίνοντες μετ επιστήμης σ.25

[21] π. Αδ. Αυγουστίδη, Ο Ποιμένας και θεραπευτής σ.50-52

[22] π. Θερμού, Αναζητώντας το πρόσωπο, σ.68-69

[23] περιοδ. “ΣΥΝΑΞΗ» τευχ. 72 σελ. 42-43 και 50

[24] π. Αδ. Αυγουστίδη, Η ανθρώπινη επιθετικότητα σ. 99

[25] π. Β. Θερμού, Η ιερατική κλίση ως ψυχολογικό γεγονός σ.249 και υποσ. 2

[26] του ιδίου, Ποιμαίνοντες…σ. 27

[27] ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ, Τευχ. 12, 1999 σ. 14-15

[28]Β. Θερμού, Ποιμαίνοντες μετ επιστήμης σ.93

[28]Β. Θερμού, Ποιμαίνοντες μετ επιστήμης σ.93

Αναδημοσίευση από τον ΟΡΘΡΟ
http://www.egolpion.com/

Facebooktwitterpinterest

Στείλτε τις απορίες σας

Στείλτε τις απορίες σας στο Γιατρό - Συγγραφέα του παραπάνω άρθρου
  • This field is for validation purposes and should be left unchanged.