Σχιζοφρένεια (Schizophrenia)
Ψυχική νόσος που χαρακτηρίζεται από ψυχωτική συμπτωματολογία (βλ. λήμμα), ψευδαισθήσεις (βλ. λήμμα), εντονότατο άγχος και αυτο~ ή έτεροκαταστοφική συμπεριφορά. Θεωρείται η πιο σοβαρή νόσος στην Ψυχιατρική, αγνώστου ακόμα αιτιολογίας (όπως σχεδόν όλες οι ψυχικές νόσοι). Συνήθως εμφανίζεται την 2η δεκαετία της ζωής του ανθρώπου (3η δεκαετία για τις γυναίκες), χωρίς φυσικά να αποκλείεται πρώιμη ή όψιμη έναρξη. Εισβάλει ξαφνικά με επεισόδια ψύχωσης, αν και μερικές φορές υπάρχουν κάποιες ενδείξεις πριν από την εκδήλωση του επεισοδίου. Επιρρεπή είναι τα άτομα με οικογενειακό ιστορικό σχιζοφρένειας και άτομα που πριν νοσήσουν ήταν αποσυρμένα, δύσπιστα, με μειωμένη κοινωνικότητα, παράδοξες ιδέες και συμπεριφορά. Η εξέλιξη είναι αργή και καταλήγει στην ελαχιστοποίηση της λειτουργικότητας του ατόμου σε όλα τα επίπεδα. Σήμερα η σχιζοφρένεια αντιμετωπίζεται με πληθώρα φαρμάκων και ψυχοθεραπευτικών τεχνικών, που έχει ως αποτέλεσμα την σημαντικότατη καθυστέρηση της εξέλιξης της νόσου, σε ορισμένες δε περιπτώσεις έχουν αναφερθεί και ιάσεις, όμως το σπουδαιότερο είναι ότι με τις νέες θεραπευτικές μεθόδους έχει ελαχιστοποιηθεί η ανάγκη εγκλεισμού του σχιζοφρενούς σε ψυχιατρικά ιδρύματα.