Διγλωσσία: Τι είναι και πώς επηρεάζει τη σκέψη των παιδιών.
Τι είναι διγλωσσία και πού/πότε εμφανίζεται?
Πολλοί είναι οι ορισμοί που έχουν κατά καιρούς χρησιμοποιηθεί για το φαινόμενο της διγλωσσίας. Μάλλον ο επικρατέστερος και σίγουρα ο πιο περιεκτικός είναι πως “…ένα άτομο θεωρείται δίγλωσσο όταν διαθέτει τη γλωσσική εκείνη ικανότητα μέσω της οποίας μπορεί να εκφράζεται προφορικά ή και γραπτά, χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες σε δύο γλωσσικά συστήματα. Μια ικανότητα που έχει αναπτύξει με βάση τις δικές του ψυχολογικές, φυσιολογικές, συναισθηματικές και κοινωνικές προϋποθέσεις και λόγω της άμεσης και συνεχούς επαφής του με ένα δίγλωσσο κοινωνικοπολιτισμικό περιβάλλον” (Triarchi, 1983).
Δύο είναι οι κύριες ομάδες δίγλωσσων παιδιών, με την πρώτη να περιλαμβάνει τα παιδιά των γλωσσικών μειονοτήτων. Είναι τα παιδιά των οικονομικών κυρίως μεταναστών που αναγκάζονται να μάθουν τη γλώσσα της πλειονότητας της χώρας στην οποία μεταναστεύουν. Η γλώσσα τους και ο πολιτισμός τους δεν αναγνωρίζονται ως ισότιμα με τη γλώσσα και τον πολιτισμό της χώρας υποδοχής τους. Το γεγονός αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την εμφάνιση σημαντικών προβλημάτων στη γλωσσική ανάπτυξη των παιδιών αυτών, αλλά και στη γενικότερη σχολική τους επίδοση. Η δεύτερη είναι η ομάδα στην οποία ανήκουν τα δίγλωσσα παιδιά που προέρχονται από δίγλωσσες οικογένειες. Τα παιδιά αυτά μεγαλώνουν από τη στιγμή της γέννησής τους σε δίγλωσσο περιβάλλον, καθώς οι γονείς τους κατάγονται από διαφορετικές χώρες και μιλούν δύο διαφορετικές γλώσσες. Μελέτες αναφέρουν πως τα παιδιά δίγλωσσων οικογενειών εμφανίζουν μια κανονική γλωσσική ανάπτυξη και στις δύο γλώσσες (Volterra & Taeschner 1978, Kielhoefer & Jonekeit 1983 στο Τριάρχη-Hermann, 2000, σ.92).
Τι συμβαίνει σε ένα παιδί που μεγαλώνει σε δίγλωσσο περιβάλλον;
Για πολλά χρόνια, η κρατούσα άποψη για την εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας, και ιδιαίτερα για τα παιδιά μεταναστών, ήταν ότι «όσο πιο νωρίς ξεκινάς, τόσο ευκολότερα και σωστότερα την μαθαίνεις». Οι υποστηρικτές του αφομοιωτικού μοντέλου μάλιστα (μοντέλο σύμφωνα με το οποίο οι μειονότητες εγκαταλείπουν την πολιτισμική τους κληρονομία προκειμένου να συγχωνευθούν στην κυρίαρχη τάση της κοινωνίας), ισχυρίζονταν ότι ο αλλοδαπός μαθητής δεν πρέπει να έχει κανενός είδους επαφή με την μητρική του γλώσσα μέσα στο σχολείο, προκειμένου να μάθει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα την κυρίαρχη γλώσσα της χώρας υποδοχής (Μάρκου, 1996). Οι πιο πρόσφατες έρευνες στα πεδία της γλωσσολογίας και της γνωστικής ψυχολογίας δείχνουν ότι η παραπάνω θέση έχει ισχύ μόνο στην περίπτωση που δεν εγκαταλείπεται ή παραμελείται η μητρική γλώσσα, η οποία αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία οικοδομείται η εκμάθηση της ξένης. Οι γλωσσικές ικανότητες στη μητρική γλώσσα αποτελούν τη βάση για την εκμάθηση της δεύτερης γλώσσας (Δράκος, 1998). Με την ίδια θέση συμφωνεί και ο Δαμανάκης (1997), ο οποίος κάνοντας αναφορά σε πορίσματα παλαιότερων ερευνών, τονίζει ότι τα παιδιά τα οποία είχαν κατακτήσει ένα ικανοποιητικό επίπεδο στη μητρική τους γλώσσα μπορούσαν όχι μόνο να την καλλιεργούν, αλλά και να αποκτήσουν με την βοήθεια της αρκετές γνώσεις στη δεύτερη γλώσσα. Αντιθέτως, τα παιδιά που είχαν μεταναστεύσει σε μικρότερη ηλικία και στα οποία διαχαράχτηκε η εξέλιξη της μητρικής γλώσσας κατά τα πρώτα σχολικά έτη, πριν δηλαδή αποκτήσουν την ικανότητα αφαιρετικής σκέψης, παρουσίασαν άσχημη εικόνα και στις δύο γλώσσες. Ακόμα, η Σκούτρου (1997), μεταξύ άλλων καταλήγει στο ότι για να αποφευχθεί η ημιγλωσσία (όταν το παιδί δεν κατέχει σωστά ούτε την μητρική ούτε την ξένη γλώσσα), πρέπει να δοθεί στο δίγλωσσο παιδί που υπόκεινται καταστάσεις μετανάστευσης, η απαραίτητη πίστωση χρόνου για την ανάπτυξη της πρώτης γλώσσας του ως ελάχιστη εγγύηση για την μετέπειτα ανάπτυξη της νοητικής ακαδημαϊκής γλωσσικής ικανότητας και πως ακόμα και όταν το σχολείο ενδιαφέρεται μόνο για την ανάπτυξη της επίσημης γλώσσας, η ανάπτυξη της πρώτης γλώσσας αποτελεί προϋπόθεση.
Διγλωσσία και Σκέψη
Πολλές είναι οι μελέτες και οι έρευνες που καταδεικνύουν ένα γνωστικό προβάδισμα στα δίγλωσσα παιδιά, χωρίς ποτέ να λείπει ο αντίλογος, και τόσες άλλες που σιγά σιγά έρχονται στο φως. Για παράδειγμα, συγκρίνοντας τη λειτουργία της δημιουργικής σκέψης ανάμεσα σε ένα μονόγλωσσο και ένα δίγλωσσο άτομο, έχει διαπιστωθεί ότι το δίγλωσσο άτομο παρουσιάζει περισσότερες ευκαιρίες να αναπτύξει την ευελιξία και την πολυπλοκότητα της σκέψης του από ότι το άτομο που χρησιμοποιεί μόνο μία γλώσσα. Αυτό συμβαίνει επειδή οι δίγλωσσοι κάθε αντικείμενο ή ιδέα έχουν τη δυνατότητα να το επεξεργαστούν μέσα από δύο ή και περισσότερες λέξεις και επομένως μπορούν να αναπτύξουν μεγαλύτερη ποικιλία συνειρμών από ότι οι μονόγλωσσοι (Ricciardelli, 1992).
Σε έρευνα σχετικά με τις μεταγλωσσικές ικανότητες, διαπιστώθηκε ότι τα δίγλωσσα άτομα παρουσιάζουν συνολικά μεγαλύτερη ικανότητα στο να αναλύουν τη γνώση τους για τη γλώσσα και να τη χρησιμοποιούν περισσότερο ευέλικτα και δημιουργικά. Έρευνες που πραγματοποιήθηκαν αναφορικά με την έκταση του λεξιλογίου που κατείχαν μονόγλωσσα και δίγλωσσα παιδιά έδειξαν πως οι δίγλωσσοι χρησιμοποιούσαν μεγαλύτερη ποικιλία λεξιλογίου από ότι οι μονόγλωσσοι κατά τη διήγηση των αγαπημένων τους ιστοριών, χωρίς να επαναλαμβάνουν στερεότυπες λέξεις και αντικαθιστώντας τες “ελεύθερα” από άλλες. Το εκτεταμένο γενικό λεξιλόγιο που προέρχεται από τη γνώση δύο γλωσσών επιτρέπει στους ανθρώπους αυτούς να είναι περισσότερο “ελεύθεροι” στην έκφραση και πρωτότυποι στις σημασίες που αποδίδουν στις λέξεις και να μη δεσμεύονται από αυτές. Άρα να προβαίνουν σε “ασυνήθιστες” εκφράσεις και να χρησιμοποιούν πλουσιότερο λεξιλόγιο για να παρουσιάσουν τις διάφορες έννοιες στις αφηγήσεις τους. Μπορούν, ακόμα, με μεγαλύτερη ευχέρεια να αναγνωρίσουν πότε μία πρόταση είναι γραμματικά ή συντακτικά σωστή και αντιλαμβάνονται καλύτερα τις σημασίες των λέξεων. Επίσης κατά τον Donaldson (1978) η αυξημένη μεταγλωσσική συνείδηση στα δίγλωσσα παιδιά αποτελεί παράγοντα που συντελεί στην καλύτερη και συντομότερη ανάπτυξη της αναγνωστικής δεξιότητας στα παιδιά αυτά. Θεωρείται, δηλαδή, ότι οι δίγλωσσοι είναι έτοιμοι να διαβάσουν πιο νωρίς και με μεγαλύτερη ευκολία από ότι οι μονόγλωσσοι.
Φαίνεται επομένως, πως η διγλωσσία περισσότερο υποστηρίζει θετικά παρά δρα ανασταλτικά στη νοητική λειτουργία και τη σκέψη των δίγλωσσων ατόμων. Με την προϋπόθεση βέβαια ότι οι δύο γλώσσες αναπτύσσονται αμφιδύναμα στο δίγλωσσο άτομο και δεν καλλιεργείται η μία εις βάρος της άλλης.
Η διγλωσσία αποτελεί καλή άσκηση του εγκεφάλου για τα παιδιά (και ενήλικες)
Στο Ινστιτούτο Επιστημών Μάθησης και Εγκεφάλου του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον, μελετάται, με επικεφαλής την Patricia Kuhl, καθηγήτρια Μάθησης της πρώιμης παιδικής ηλικίας και συν-διευθύντρια του Ινστιτούτου, πώς η δραστηριότητα του εγκεφάλου των νηπίων για την αντιμετώπιση της γλώσσα σχετίζεται με την μετέπειτα ικανότητά τους για ομιλία. Η έρευνα όμως, όπως λέει η ιδια, «εκτείνεται πέρα από την εκμάθηση γλωσσών. Μάς ενδιαφέρει τι είναι αυτό που κάνει τους νέους εγκεφάλους τόσο ικανούς να απορροφούν νέες πληροφορίες, γεγονός το οποίο θα μπορούσε να αποκαλύψει πώς διατηρείται η διά βίου μάθηση».
Οι Πιο πρόσφατες μελέτες της διερευνούν τους εγκεφάλους των μωρών που μεγαλώνουν σε δίγλωσσα περιβάλλοντα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι εγκέφαλοί των μωρών έχουν πολλά να λάβουν υπόψη – πώς καταλαβαίνουν το νόημα των νέων λέξεων σε δύο γλώσσες;
Εδώ είναι μερικά από τα ευρήματά του Ινστιτούτου μέχρι στιγμής:
1. Οι Εγκέφαλοι των δίγλωσσων μωρών παραμένουν ανοικτοί στην εκμάθηση γλωσσών.
«Στην πιο πρόσφατη μελέτη μας, διαπιστώσαμε ότι οι εγκέφαλοι των δίγλωσσων βρεφών φάνηκε να παραμένει «ανοικτή» στην εκμάθηση για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σε σύγκριση με τα μονογλωσσικά βρέφη. Διότι σήμερα γνωρίζουμε ότι η έγκαιρη συνδεσμολογία του εγκεφάλου (brain wiring) φαίνεται να είναι διαφορετική για μονόγλωσσους και δίγλωσσους μέσα στον πρώτο χρόνο της ζωής, τονίζει πόσο σημαντικό είναι να έχουμε υψηλή ποιότητα αλληλεπιδράσεων και εισερχόμενα ερεθίσματα από την αρχή. Στην πραγματικότητα, διαπιστώσαμε επίσης ότι όσο περισσότερο τα παιδιά ακούν σε αυτή τη γλώσσα ως βρέφη, τόσο μεγαλύτερο είναι το λεξιλόγιό τους αργότερα».
2. Οι Δίγλωσσοι δείχνουν πιο ευέλικτη σκέψη.
«Υπάρχουν συγκεκριμένα γνωστικά οφέλη που οι δίγλωσσοι έχουν περισσότερο από τους μονόγλωσσους. Οι Δίγλωσσοι δεν έχουν κατ ‘ανάγκη ενισχυμένο γενικό δείκτη νοημοσύνης, μνήμη, ή ακαδημαϊκή επάρκεια. Αλλά, επειδή είναι πιο εξοικειωμένοι με την εναλλαγή ανάμεσα σε δύο γλώσσες, οι δίγλωσσοι τείνουν επίσης να είναι ταχύτεροι από ό, τι οι μονόγλωσσοι στην εναλλαγή μεταξύ συνόλων κανόνων σε άλλες καταστάσεις.»
Και συνεχίζει: «Κατά μέσο όρο, τα δίγλωσσα παιδιά (και οι ενήλικες) παρουσιάζουν κάποια γνωστικά πλεονεκτήματα σε σύγκριση με τους συνομηλίκους τους μονόγλωσσους. Αυτές οι δεξιότητες μεταφράζονται σε πραγματικές καταστάσεις που σχετίζονται με τον αυτοέλεγχο, την επίλυση προβλημάτων και τη λήψη αποφάσεων».
Φαίνεται ότι κάνοντας “εξάσκηση” στην εναλλαγή μέσω της διγλωσσίας να είναι καλή άσκηση του εγκεφάλου για πολλές άλλες χρήσιμες δεξιότητες εκτός από τη γλώσσα. Αυτό είναι σημαντικό, καθώς συσσωρεύονται περισσότερες αποδείξεις που δείχνουν τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να κρατήσουμε το μυαλό μας «κοφτερό» καθώς γερνάμε!
Με βάση τις τελευταίες αυτές μελέτες της Kuhl, ακλουθούν κάποιες συμβουλές της ίδιας για τους εκπαιδευτικούς και τις οικογένειες που μεγαλώνουν δίγλωσσα παιδιά:
• Βεβαιωθείτε ότι τα βρέφη και τα μικρά παιδιά βιώνουν πολλές εμπειρίες στην μητρική γλώσσα από τα αγαπημένα τους πρόσωπα κατά τις καθημερινές δραστηριότητες όπως το παιχνίδι, το φαγητό και την ανάγνωση.
• Βρείτε χρόνο κάθε ημέρα για να μοιράζεστε βιβλία, ποιήματα, παιχνίδια με λέξεις και τραγούδια στη μητρική σας γλώσσα με τα παιδιά. Η επαναλαμβανόμενη διασκέδαση με τα βιβλία ενισχύει τη γλώσσα και την ανάπτυξη λεξιλογίου. Αυτές οι ικανότητες θα βοηθήσουν στην προετοιμασία των παιδιών για να μάθουν να διαβάζουν και να συνομιλούν σε οποιαδήποτε γλώσσα.
• Χρησιμοποιείτε πολλές διαφορετικές λέξεις μιλώντας με τα παιδιά.
• Τα μικρά παιδιά μπορούν να μάθουν πολλές γλώσσες, χωρίς καθυστέρηση, εφ ‘όσον ακούνε φυσικούς ομιλητές και διαθέτουν επαρκή εμπειρία και με τις δύο γλώσσες
• Όταν τα παιδιά αρχίζουν να “αναμιγνύουν” και τις δύο γλώσσες στην ίδια πρόταση, δεν βρίσκονται σε σύγχυση. Μάλλον, αυτό είναι φυσιολογικό, και σημαίνει ότι το παιδί αναπτύσσει ισχυρές γλωσσικές δεξιότητες.
Πηγές:
1. www.educationnation.com : Bilingualism is Good Brain Exercise for Kids (and Adults) by Patricia Kuhl , Sep. 14, 2011.
2. Νικολάου Γ. (2000), Ένταξη και Εκπαίδευση των Αλλοδαπών Μαθητών στο Δημοτικό Σχολείο, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα
3. Νικολόπουλος Δ. (2008), Γλωσσική Ανάπτυξη και Διαταραχές, Εκδόσεις ΤΟΠΟΣ, Αθήνα.
4. Τριάρχη-Herrmann (2000), Η διγλωσσία στην Παιδική Ηλικία. Μια Ψυχογλωσσολογική Προσέγγιση, Gutenberg, Αθήνα
5. Χρυσοχόου Ξ. (2005), Πολυπολιτισμική Πραγματικότητα, Β’ Έκδοση, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.