Γονιδιακή διατροφή: Εξερευνώντας τις αποδείξεις
Οφείλω να ομολογήσω ότι μόλις είχα ακούσει τον όρο “γονιδιακή διατροφή“ είχα ενθουσιαστεί γι’ αυτό και αποφάσισα να κάνω την δική μου έρευνα στο θέμα. Τα γονιδιακά τεστ γίνονται από κλινικούς γενετιστές και συνήθως έχουν αντικείμενο σπάνιες και ανίατες ασθένειες. Παρόλα αυτά πολλοί προχώρησαν παραπέρα.
Είναι η γονιδιακή διατροφή μία μέθοδος που βασίζεται σε επιστημονικές αποδείξεις;
Για να μελετήσουμε αν υπάρχει διασύνδεση μεταξύ γονιδίων και διατροφής πρέπει να κατανοήσουμε τη σχέση του γονιδιώματος ενός ανθρώπου, δηλαδή του γονότυπου, με τα φυσικά του χαρακτηριστικά, δηλαδή τον φαινότυπο. Παραπάνω από 600 γονίδια, από τα συνολικά περίπου 20.000 που διαθέτει ο άνθρωπος, έχουν συσχετιστεί με την παχυσαρκία. Εδώ πρέπει να διευκρινιστεί ότι μία συσχέτιση δεν σημαίνει απαραίτητα σχέση αιτίας-αποτελέσματος. Μερικές εξαιρετικά σπάνιες μεταλλάξεις του DNA όντως οδηγούν σε αυξημένη κατανάλωση τροφής και μετέπειτα παχυσαρκία. Εμπεριστατωμένες μελέτες από πολλά ερευνητικά κέντρα οι οποίες έχουν δημοσιευθεί σε έγκριτα επιστημονικά περιοδικά κι έχουν υποστεί κριτική αλλά έχουν επιβεβαιωθεί ενοχοποιούν μεταλλάξεις σε τρία γονίδια. Συγκεκριμένα του υποδοχέα της Μελανοκορτίνης 4 (MC4R), του υποδοχέα του περοξισώματος γ (PPARG) και της προ-οπιομελανοκορτίνης (POMC) (1). Με άλλα λόγια, οι σπάνιες αυτές μεταλλάξεις επηρεάζουν την όρεξη και κατά συνέπεια την κατανάλωση θερμίδων, πάλι δηλαδή η παχυσαρκία είναι προϊόν της υπερκατανάλωσης τροφής (2). Παρ’ όλα αυτά, καμία κοινή γενετική παραλλαγή δεν έχει επιβεβαιωθεί ότι παίζει σημαίνοντα ρόλο και προκαθορίζει ποιος θα γίνει παχύσαρκος και ποιος υπέρβαρος (3). Επίσης, είναι τεκμηριωμένο από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας ότι η παχυσαρκία οφείλεται στην χρόνια υπερκατανάλωση τροφής (4). Τα ανωτέρω επιβεβαιώνουν θεμελιώδεις νόμους της επιστήμης όπως ο πρώτος και ο δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής.
Οι γενετικές παραλλαγές που σχετίζονται με την διατροφή είναι ελάχιστες ή άνευ σημασίας. Μία κοινή γενετική παραλλαγή έχει να κάνει με το φυλλικό οξύ και καθορίζει ποιος άνθρωπος απορροφά καλύτερα τα διαιτητικά συμπληρώματα της βιταμίνης και ποιος τη χημική μορφή που βρίσκεται στην φύση. Προφανώς μια τέτοια γενετική παραλλαγή είναι ασήμαντη και δεν προκαθορίζει την υγεία ή/και την εμφάνιση ενός ανθρώπου. Άλλες γενετικές παραλλαγές που συσχετίζονται με την δίαιτα είναι η δυσανεξία στην λακτόζη, όπου υπάρχει αδυναμία πέψης του σακχάρου αυτού. Εφόσον η λακτόζη δεν πέπτεται δεν μπορεί να προκαλέσει παχυσαρκία, αφού δεν μπορεί να προσμετρηθεί στο θερμιδικό ισοζύγιο. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η φαινυλκετονουρία και αντιμετωπίζεται με αποκλεισμό της φαινυλαλανίνης από την διατροφή του ατόμου. Απ’ ότι είναι προφανές οι αλληλεπιδράσεις της δίαιτας με τα γονίδια είναι υπαρκτές αλλά εξαιρετικά σπάνιες, γι’ αυτό αποτελούν την εξαίρεση, όχι τον κανόνα(3,5).
Ένα άλλο επιχείρημα της γονιδιακής διατροφής είναι ότι πολλές ασθένειες όπως η παχυσαρκία, ο διαβήτης, τα καρδιαγγειακά νοσήματα, η υπέρταση κ.α. οφείλονται αποκλειστικά στη διατροφή ή σε συγκεκριμένες διατροφικές επιλογές. Αυτό αποτελεί ένα τεράστιο επιστημονικό σφάλμα, αφού αποδεδειγμένα οι ασθένειες αυτές έχουν πολυπαραγοντικά αίτια. Ίσως τα νέα δεν έχουν φτάσει σε όσους εμπορεύονται την “γονιδιακή διατροφή”, αλλά το χαμηλό κοινωνικοοικονομικό προφίλ είναι ο κύριος παράγοντας που συσχετίζεται με την παχυσαρκία (3). Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι που έχουν χαμηλό εισόδημα διαθέτουν τα χρήματά τους σε κακές διατροφικές επιλογές με υπερβολικές θερμίδες και αυτό γιατί είναι ένας φτηνός τρόπος να ικανοποιήσουν την όρεξή τους, όχι γιατί χρειάζονται εξατομικευμένες συμβουλές σύμφωνα με τα γονίδια τους. Ο μηχανισμός εναπόθεσης ή απώλειας λίπους (βάρους) ερμηνεύεται πολύ ικανοποιητικά μέσω Θερμοδυναμικής ,οι νόμοι της οποίας είναι τόσο θεμελιώδεις όσο ίσως και ο νόμος της Βαρύτητας. Με άλλα λόγια, το φαινόμενο της απώλειας λίπους όταν τρώμε λιγότερες θερμίδες απ’ ότι καίμε είναι όσο επαληθεύσιμο φαινόμενο είναι και ένα ποτήρι που πέφτει στο πάτωμα και σπάει. Συμβαίνει κάθε φορά. Εκτός και αν όσοι εμπορεύονται την γονιδιακή διατροφή πιστεύουν ότι ένας πελάτης τους που τρώει περισσότερες θερμίδες απ’ όσες δαπανά δεν θα παχύνει επειδή εφαρμόζει τη “γονιδιακή διατροφή”.
Όμως, αξίζει να δούμε τι υποστηρίζει και η άλλη πλευρά: Μία ελληνική μελέτη (6) ερεύνησε την αποτελεσματικότητα της “γονιδιακής διατροφής” και παρατήρησε ότι προσφέρει μεγαλύτερη απώλεια βάρους συγκρινόμενη με μία συμβατική. Εξετάζοντας με προσοχή τη μελέτη, είναι πασιφανές ότι δεν ξεκαθαρίζεται το πιο σημαντικό: Πόσες θερμίδες λάμβαναν όσοι έκαναν την “γονιδιακή διατροφή” και όσοι έκαναν την συμβατική. Γιατί αν υπήρχε διαφορά σε αυτό το σημείο η απώλεια βάρους δεν οφείλεται στην αλληλεπίδραση της διατροφής με κάποιο γονίδιο αλλά στο αυτονόητο, δηλαδή στο αυξημένο αρνητικό θερμιδικό ισοζύγιο. Αν πάλι όλες οι μεταβλητές στο πείραμα ήταν ίσες τότε μάλλον καταρρίφθηκαν οι νόμοι της θερμοδυναμικής. Τέλος, μάλλον αποτελεί διαβολική σύμπτωση ότι ο επικεφαλής της μελέτης είναι και ιδιοκτήτης σε κλινική που εμπορεύεται και αποτελεί τον κεντρικό διανομέα των τεστ γονιδιακής διατροφής!
Από μια ψυχολογική σκοπιά, η γονιδιακή διατροφή δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένας τρόπος άφεσης αμαρτιών: Δεν φταίμε εμείς που παχαίνουμε αλλά κάποια γονιδιακή κατάρα. Ιδιαίτερα σε καταστάσεις όπως η παχυσαρκία, είναι δύσκολο για τον ασθενή να σταθεί με ειλικρίνεια απέναντι στο παρελθόν. Όσοι εμπορεύονται τη γονιδιακή διατροφή το γνωρίζουν αυτό, γι’ αυτό και μετατοπίζουν την ευθύνη στα γονίδια – έτσι οι προσωπικές επιλογές, η ψυχολογία, ο τρόπος ζωής δεν έχουν καμιά σημασία. Κάπως έτσι το DNA γίνεται ένας αποδιοπομπαίος τράγος, αλλά και ένας Δούρειος Ίππος για μια διατροφική παρέμβαση: Στο όνομα της γενετικής πια, οι διατροφικές οδηγίες αποκτούν άλλο ειδικό βάρος αφού κουβαλούν περίσσεια επιστημοσύνης που ενδεχομένως να αντανακλάται και στην τιμή. Ο ασθενής νιώθει δέος και ενθουσιάζεται γιατί δεν κάνει άλλη μία συμβατική διατροφή, χειραγωγεί τα γονίδια του! Η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική: Η τεκμηρίωση για την αποτελεσματικότητα τέτοιων μεθόδων είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη (3,5), όπως ανύπαρκτη είναι και η ύπαρξη νομοθεσίας και ελεγκτικών μηχανισμών. Όπως και να έχει, θα έλεγε κανείς ότι το όλο εγχείρημα πιο πολύ προσεγγίζει την επιστημονική φαντασία παρά την επιστημονική πραγματικότητα. Οι βαρύγδουποι επιστημονικοί όροι δεν είναι τεκμήριο επιστημονικών αποδείξεων. Η αλήθεια είναι ότι η αυτοαποκαλούμενη γονιδιακή διατροφή είναι η λύση σε ένα πρόβλημα που δεν υπήρξε ποτέ.
Βιβλιογραφία
1. Jackson, JF (1998).Obesity-Leanness included. Online Mendelian Inheritance in Man. www.ncbi.nlm.nih.gov/omim/601665 (accessed July 26 2010).
2. Prentice, AM (2001) Overeating: the health risks. Obesity Research, 9, 234S-238S.
3. Wallace, H. (2006).Your diet tailored to your genes: preventing diseases or misleadingmarketing?GeneWatchUK.www.genewatch.org/uploads/f03c6d66a9b354535738483c1c3d49e4/Nutrigenomics.pdf (accessed July 25 2010).
4. Obesity and Overweight (2010).World Health Οrganization. www.who.int/mediacentre/factsheets/fs311/en/(accessed July25 2010)
5. Sauko, PM et al. (2010). Negotiating the boundary between medicine and consumer culture: Online marketing of nutrigenetic tests. Social Science & Medicine.70(5): 744–753
6. Arkadianos, I. et al. (2007). Improved weight management using genetic information to personalize a calorie controlled diet. Nutrition Journal. 6:29 doi:10.1186/1475-2891-6-29
*Ο Παντελής Κωνσταντουλάκης, PhD είναι μοριακός βιολόγος-γενετιστής, υπεύθυνος του τμήματος Μοριακής Παθολογίας και Γενετικής, του ιδιωτικού πολυϊατρείου Locus Medicus