Συγγενής ραιβοιπποποδία

Facebooktwitterpinterest

Συνώνυμο: Pes equinovarus, excavatus et adductus (ιπποποδία, κοιλοποδία και ραιβοποδία).

Αιτιοπαθογένεια Πρόκειται για βλάβη γονιδίων.
Υπέρ αυτής συνηγορεί η σταθερή κατανομή στο φύλο (αναλογία αγόρια : κορίτσια = 2:1). Η κληρονομική μεταβίβαση γίνεται κατά τον υπολειπόμενο χαρακτήρα και πιο έντονα στα αγόρια.
Ενοχοποιούνται επίσης και άλλοι παράγοντες ως αιτία της ραιβοιπποποδίας όπως οι εξής:
. καταστάσεις στη μήτρα που μειώνουν την χωρητικότητα αυτής (συγγενείς ανωμαλίες, δίδυμος εγκυμοσύνη, νεοπλάσματα, έλλειψη αμνιακού υγρού κ.α.).
. νευρομυϊκή βλάβη (μυελοδυσπλασία, δισχιδής ράχη). Μια βλάβη της νευρικής οδού οδηγεί στην περιοχή που νευρώνει σε μυϊκή υποπλασία και διαταραχή της μυϊκής ισορροπίας.
. αναστολή της φυσιολογικής ανάπτυξης σε ένα πρώιμο εμβρυολογικό στάδιο θεωρείται η επικρατέστερη θεωρία και μπορεί να οφείλεται σε εξωγενή ή ενδογενή αίτια. Υπέρ αυτής της θεωρίας συνηγορεί η ομοιότητα της ραιβοιπποποδίας με τον εμβρυϊκό άκρο πόδι της 5-12 εβδομάδας εγκυμοσύνης.
Στην αρχή η υπάρχουσα αναστολή της ανάπτυξης των μυών οδηγεί ήδη στην ενδομήτρια ζωή δια της διαταραχής της μυϊκής ισορροπίας, σε παραμόρφωση του σκελετού του άκρου ποδός.
Στη συγγενή μυϊκή ραιβοιπποποδία κατά την γέννηση τα οστά του ποδιού μεμονωμένα δεν παρουσιάζουν ακόμη παραμόρφωση. Οι ανατομικές των όμως σχέσεις έχουν ήδη διαταραχθεί. Αυτή όμως η διαταραχή έχει σαν αποτέλεσμα την παθολογική φόρτιση του άκρου ποδός, η οποία διαταράσσει την ανάπτυξη των οστών αυτού και καθιστά μόνιμη την υπάρχουσα παραμόρφωση του ποδός.
Κλινική εικόνα Ως επί το πλείστον αμφοτερόπλευρη εμφανιζόμενη σύνθετη δυσμορφία του ποδός.
Στην οποία διακρίνουμε τις παρακάτω επί μέρους δυσμορφίες:
. ιπποποδία (Pes equinus) ολόκληρος ο άκρος ποδός ευρίσκεται σε πελματιαία κάμψη.
. ραιβότητα πτέρνης (Pes varus)
. υπτιασμός και προσαγωγή προσθίου ποδός (Pes supinator adductus)

Κοιλοποδία (Pes excavatus), δημιουργείται επειδή ο πρόσθιος πόδας είναι περισσότερο κεκαμένος πελματιαία από ότι ο οπίσθιος. από μπροστά, b) από πίσω.
Τα μαλακά μόρια στη ραιβοιπποποδία πάνω από την κυρτή, έξω επιφάνεια του ποδός είναι τεταμένα, ενώ στην έσω και πελματιαία επιφάνεια – στην κοίλη – οι υπτιαστές, η πελματιαία απονεύρωση και ο υποκνημίδιος μυς εμφανίζουν βράχυνση. Οι μύες της γαστροκνημίας στο νεογέννητο είναι ήδη ατροφικοί, η μυϊκή γαστέρα είναι μετατοπισμένη κεντρικά (γαστροκνημία ραιβοιπποποδίας).
Μπορεί να υπάρχουν και συρρικνώσεις των καμπήρων των δακτύλων. Σε έξω στροφή της κνήμης μπορεί να υπάρχει έσω στροφή της περονοκνημικής γληνής. Η μυϊκή ισορροπία των μυών που δρουν στον άκρο πόδα είναι διαταραγμένη. Η ομάδα των περονιαίων και εκτεινόντων είναι εξασθενισμένη, όχι όμως παράλυτη. Η ομάδα των κνημιαίων μυών είναι υπερτροφική και εμφανίζει βράχυνση. Οι δυσμορφίες που υπάρχουν στη ραιβοιπποποδία ακόμη και κατά την ημέρα της γέννησης του παιδιού αν δεν θεραπευθούν,συνεχίζουν κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης να αυξάνουν.
Μύες, τένοντες και σύνδεσμοι προοδευτικά συρρικνώνονται. Σε βαριές μορφές Ρ.Ι.Π ο άκρος πόδας στηρίζεται στο έξω χείλος και μάλιστα σε ακραίες περιπτώσεις στη ραχιαία επιφάνεια του ποδιού Στα σημεία φόρτισης μπορούν να εμφανισθούν κερατοειδής τύλοι (καλοί) και ορογόνοι θύλακες.
Η παθολογική φόρτιση του γόνατος λόγω της παραμόρφωσης του ποδός μπορεί να οδηγήσει σε περαιτέρω στατικά ενοχλήματα. Οι απώτερες συνέπειες της ραιβοιπποποδίας είναι οι οστεοαρθρωτικές αλλοιώσεις των ποδιών και των γονάτων.
Οι τυπικές για την ραιβοιπποποδία τοπογραφικές αποκλίσεις του σκελετού του άκρου ποδός είναι σαφείς. Ενώ στο φυσιολογικό σκελετό οι άξονες της πτέρνας και του αστραγάλου στην ραχαιο-πελματιαία λήψη παρουσιάζουν μια περιφερικά ανοικτή γωνία και στην πλάγια λήψη μια οπίσθια ανοικτή περίπου 30-40 μοίρες. Στη Ρ.Ι.Π και στις δύο λήψεις οι άξονες πορεύονται σχεδόν παράλληλα.
Το σκαφοειδές οστάριο παρουσιάζει διάφορου βαθμού μετατόπιση προς τα έσω και πελματιαία, το κυβοειδές ευρίσκεται σε υπτιασμό, όπως η πτέρνα και ο αστράγαλος. Μεταξύ αστραγάλου, πτέρνης και σκαφοειδούς οστού υπάρχει υπεξάρθρημα. Μεγάλη σημασία έχει για την κατανόηση των θεραπευτικών αναγκών να γνωρίζει κανείς, ότι -σε αντίθεση με τον υγιή πόδα- η τογραφική σχέση μεταξύ του αστραγάλου και της πτέρνης ως και προς τον άξονα της κνήμης στη ραχιαία και πελματιαία κάμψη του ποδός δεν μεταβάλλεται ή μόνον ελάχιστα. Η υψηλή σταθερή θέση, της πτέρνης όπως φαίνεται ακτινογραφικά δεν οφείλεται μόνον στην βράχυνση του αχίλλειου τένοντα αλλά και σε μια συρρίκνωση του οπίσθιου αρθρικού θυλάκου της ποδοκνημικής και υποστραγαλικής άρθρωσης.

Σχηματική απεικόνιση των οστών του ταρσού. a. Ραιβοιπποποδία b. φυσιολογικός πόδας c. συγγενής πλατυποδία

Ακτινολογική εικόνα αμφοτερόπλευρης συγγενούς Ρ.Ι.Π

Διαφορική διάγνωση Φυσιολογική θέση του ποδιού σε υπτιασμό στα νεογέννητα (γαργάλισμα στο πέλμα ή στη ράχη του ποδός οδηγεί σε ενεργητική διόρθωση), Ρ.Ι.Π. σε νευρολογικές βλάβες (δισχιδής ράχη, πρώιμη εγκεφαλική βλάβη, πολιομυελίτιδα), η διαφοροδιάγνωση αυτών γίνεται από την τυπική νευρολογική εικόνα και το αναμνηστικό. Διαφοροδιάγνωση πρέπει επίσης να γίνει από την ραιβοιπποποδία που οφείλεται σε αρθρογρίπωση.

Θεραπεία
Η πρόγνωση της συγγενούς μυϊκής Ρ.Ι.Π είναι καλή όταν αμέσως μετά την γέννηση εφαρμοστεί μια σωστή μέθοδος θεραπείας, διότι η Ρ.Ι.Π μόνον στις πρώτες ημέρες μετά την γέννηση είναι εύκαμπτη και εύπλαστη. Ο σκοπός της θεραπείας είναι να επιτύχομε μια πλήρη διόρθωση της παραμόρφωσης και μια καλή λειτουργία των πρηνιστών και εκτεινόντων μυών. Στην αρχή η θεραπεία είναι πάντα συντηρητική. Συντηρητική θεραπεία Η θεραπεία αρχίζει αμέσως μετά την γέννηση ή τις πρώτες εβδομάδες με διορθωτικούς χειρισμούς. Η διόρθωση της προσαγωγής, υπτιασμού και της ραιβότητας του οπίσθιου άκρου ποδός γίνεται πριν από την διόρθωση της ιπποποδίας, διότι υπάρχει κίνδυνος σε ανεπαρκή διόρθωση της υψηλής θέσης της πτέρνης και στην προσπάθεια να διορθώσουμε ταυτόχρονα και την ιπποποδία κάμπτουμε μόνο τον πρόσθιο πόδα ραχιαία με αποτέλεσμα την δημιουργία ενός κυρτού πέλματος. Η διόρθωση του ποδός που επιτυγχάνεται με χειρισμούς μπορεί σε ελαφρές περιπτώσεις τις πρώτες ημέρες να διατηρηθεί με ειδικούς επιδέσμους. Γενική όμως μέθοδος εκλογής είναι η συγκράτηση της διόρθωσης με μηροκνημοποδικούς γυψεπιδέσμους με το γόνατο σε κάμψη 90ο μοίρες . Οι γύψοι πρέπει να εναλλάσσονται ανά 2-4 μέρες. Αν δεν ακολουθείται αυτή η τακτική τότε αφενός μεν δεν εκμεταλλευόμαστε τις δυνατότητες που μας προσφέρει η πρώιμη θεραπεία με συχνούς χειρισμούς και αφετέρου μέσα στο γύψο εμποδίζεται λόγω της ταχείας ανάπτυξης του βρέφους η μυϊκή εξέλιξη του ποδός και της κνήμης. Εκτός από αυτά υπάρχει ο κίνδυνος διαταραχής της αιμάτωσης. Μεγάλη σημασία έχει, ο συνεχής έλεγχος της αιμάτωσης και της κινητικότητας των δακτύλων του ποδιού που ευρίσκεται στο γύψο σε όλες γενικά τις περιπτώσεις. Όταν η θεραπεία αρχίζει καθυστερημένα σε μεγαλύτερα βρέφη ή μικρά παιδιά, τότε εκτός από την μέθοδο θεραπείας που αναφέραμε παραπάνω μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και δύο άλλες μεθόδους: Όπως η διόρθωση με γυψοτομές κατά την μέθοδο Kite. Η αρχή της μεθόδους βασίζεται στην διαίρεση του γύψου σε δύο μέρη, το ένα περιλαμβάνει τους δακτύλους και τον πρόσθιο πόδα, το άλλο τον οπίσθιο πόδα, την κνήμη και τον μηρό. Από τον γύψο ανάλογα με την παραμόρφωση που θέλουμε να διορθώσουμε αφαιρείται και το αντίστοιχο σφηνοειδές τμήμα από την ραχιαία και έξω πλάγια επιφάνεια. Τα χείλη της γυψοτομής συμπλησιάζονται και συγκρατούνται στην διορθωτική αυτή θέση με την προσθήκη μιας επιπλέον γυψοταινίας. Η διόρθωση γίνεται σταδιακά. Το μειονέκτημα της μεθόδου αυτής είναι το ότι δεν επηρεάζεται η θέση της πτέρνης και κατά την διόρθωση της ιπποποδίας είναι δυνατόν να δημιουργηθεί κυρτός πόδας. Λειτουργική θεραπεία με νάρθηκα Devis Browne. Το πόδι με την ραιβοιπποποδία τοποθετείται πάνω στο πέλμα του νάρθηκα και στερεώνεται με κολλητική ταινία. Εικ. 16.30: Γύψος ραιβοιπποποδίας, στα πλάγια διάνοιξη του γύψου μέχρι του ύψους του κυβοειδούς. Τα πέλματα του νάρθηκα ενώνονται μεταξύ τους με μια μεταλλική ράβδο και στερεώνονται πάνω σ’ένα περιστρεφόμενο δακτύλιο, έτσι ώστε να μπορεί να κινείται η άρθρωση του ισχίου και του γόνατος. Η θέση του πέλματος του νάρθηκα πάνω στη ράβδο είναι μεταβλητή, με τον τρόπο αυτό μπορεί η θέση του ποδιού να διορθωθεί.
Μειονέκτημα:
Αναγκαία νοσοκομειακή νοσηλεία για πολλούς μήνες. Αν σε διάστημα 3-4 μηνών με μια υπεύθυνη συντηρητική θεραπεία επιτευχθεί καλή διόρθωση του ποδός, τότε πρέπει την διόρθωση να την διατηρήσουμε με γύψινους νάρθηκες ή μεταβλητούς νυκτερινούς κηδεμόνες ως και με φυσικοθεραπεία των πρηνιστών και εκτεινόντων μυών. Όταν το παιδί αρχίσει να στέκεται όρθιο, τότε χορηγούνται πέλματα ραιβοιπποποδίας βάσει εκμαγείου ποδός. Μεγάλη σημασία έχει η λεπτομερή και ορθή ενημέρωση των γονέων, όσον αφορά τον κίνδυνο υποτροπής και την αναγκαιότητα συνέχισης των ενεργετικών ασκήσεων και της ιατρικής παρακολούθησης. Η θεραπεία της ραιβοιπποποδίας μόνον τότε θεωρείται λήξασα, όταν ο άκρος πόδας αποκτήσει φυσιολογική μορφή, στηρίζεται φυσιολογικά και η δύναμη των πρηνιστών εξισορροπεί την δύναμη των υπτιαστών.
Χειρουργική θεραπεία.
Όταν η συντηρητική θεραπεία δεν επιφέρει ένα αρκετά καλό αποτέλεσμα τότε πρέπει να επέμβουμε χειρουργικά, επειδή οι βαριές συρρικνώσεις δεν μπορούν με κανένα άλλο τρόπο να αντιμετωπισθούν. Σε περίπτωση που η παραμόρφωση πλέον οφείλεται και σε παραμόρφωση του σκελετού του άκρου ποδός τότε πρέπει χειρουργικά να επέμβουμε και στα οστά. Επεμβάσεις επί των μαλακών μορίων.
Οι επεμβάσεις επί των μαλακών μορίων έχουν δύο σκοπούς:
1)Με τις διάφερες διατομές τενόντων , θυλάκων , συνδέσμων και διατομή της πελματιαίας απονεύρωσης να εξαλείψουν όλα εκείνα τα εμπόδια, που δρουν αντίθετα στη διόρθωση της παραμόρφωσης και
2) Με τις διάφορες τενοντομεταθέσεις να επιτευχθεί μια μυϊκή ισορροπία στους μύες του άκρου ποδός . Οι επεμβάσεις στα οστά έχουν επίσης διπλό σκοπό:
α) Με διάφορες οστεοτομίες διορθώνονται οι μόνιμες οστικές παραμορφώσεις . (στο αναπτυσσόμενο σκελετό πρέπει να δίδεται ιδιαίτερη προσοχή, ώστε να μην προκληθούν βλάβες στον συζευκτικό και αρθρικό χόνδρο).
β) Με τις διάφορες αρθρωδέσεις σταθεροποιούμε το σκελετό του άκρου ποδός τον καθιστούμε ικανό προς φόρτιση. και απαλλάσσομε τον ασθενή από τον πόνο. Υψηλή θέση της πτέρνης. Όταν η πτέρνα στέκεται υψηλά τότε γίνεται ανοικτή επιμήκυνση του αχίλλειου τένοντα δίκη-Ζ, όπου περιφερικά τέμνεται το έσω τμήμα αυτού και κεντρικά το έξω. Επίσης γίνεται διατομή του οπίσθιου συρρικνωμένου αρθρικού θυλάκου της κνημοποδικής και αστραγαλοπτερνικής άρθρωσης.
Μετά από την διόρθωση της θέσης της πτέρνης συρράπτονται τα κολοβώματα του αχίλλειου τένοντα . Όταν η διόρθωση της ιπποποδίας επιτυγχάνεται με μεγάλη δυσκολία, τότε τοποθετείται συρμάτινη έλξη από την πτέρνα. Μετεγχειρητικά ακινητοποιείται με Μ.Κ.Π γύψινο επίδεσμο, πάνω από 6 εβδομάδες. Μετά την αφαίρεση του γύψου συνέχιση της θεραπείας με νυκτερινούς νάρθηκες και πέλματα ραιβοιπποποδίας. Προσαγωγή πρόσθιου ποδός. Η προσαγωγή του πρόσθιου ποδός διορθώνεται με αποκόλληση της έσω κατάφυσης του οπίσθιου κνημιαίου μυός από το σκαφοειδές και έσω σφηνοειδές οστούν. Διατομή της πελματιαίας απονεύρωσης και έσω θυλακοτομή των αρθρώσεων μεταξύ αστραγάλου, σκαφοειδούς και σφηνοειδούς οστού.
Μετεγχειρητικά ακινητοποίηση με διορθωτικό γύψινο επίδεσμο,
μετέπειτα θεραπεία όπως παραπάνω. Υπερίσχυση των υπτιαστών έναντι των πρηνιστών. Μετάθεση του πρόσθιου κνημιαίου μυός στη μεσαία ή έξω ραχιαία επιφάνεια του ποδός. Επίσης μπορεί να μετατεθεί ο οπίσθιος κνημιαίος μυς στην έξω ραχιαία επιφάνεια του ποδός.
Μετεγχειρητικά ακινητοποίηση με διορθωτικό γύψινο επίδεσμο.
Μετά από τρεις εβδομάδες αρχίζει ηλεκτροθεραπεία των μυών, που έχουν μετατεθεί και αργότερα ενεργητική κινησιοθεραπεία αυτών. Ραιβοιπποποδία που δεν διορθώνεται παθητικά ούτε και με επεμβάσεις επί των μαλακών μορίων, λόγω παραμορφώσεων του σκελετού του άκρου ποδός.
Στο σκελετό που αναπτύσσεται ακόμη, γίνεται σφηνοειδή οστεοτομία του κυβοειδούς ή ακόμα αφαίρεση αυτού χωρίς όμως να γίνουν βλάβες στις αρθρώσεις. Στο σκελετό που η ανάπτυξη σε ένα μεγάλο βαθμό έχει αποπερατωθεί (Ηλικία 14 ετών). Τότε εκτός από την ραχιαία σφηνοειδή οστεοτομία του ταρσού γίνεται και υπαστραγαλική αρθρόδεση, η οποία είναι αναγκαία για την διόρθωση της παραμόρφωσης και την δημιουργία ενός σκελετού ποδός σταθερού και ανώδυνου κατά την φόρτιση. Σε όλες τις συντηρητικές και χειρουργικές μεθόδους θεραπείας το τελικό αποτέλεσμα εξαρτάται από την μετέπειτα θεραπεία. Ανάλογα με τις ανάγκες χορηγούνται διορθωτικοί νάρθηκες, κηδεμόνες, πέλματα και ορθοπαιδικά υποδήματα. Ανάλογα με τα κλινικά ευρήματα γίνονται διορθωτικοί χειρισμοί και ασκήσεις ποδός προς τόνωση των ατροφικών μυών/ Όταν παρά την επιμελημένη συντηρητική και χειρουργική θεραπεία και το καλό αρχικό αποτέλεσμα η ραιβοιπποποδία εμφανίζει υποτροπές που δύσκολα επηρεάζονται θεραπευτικά, τότε αυτή χαρακτηρίζεται ως «επαναστατική ραιβοιπποποδία».
Επίκτητος ραιβοιπποποδία Αιτιοπαθογένεια
1) Χαλαρή και σπαστική παράλυση (πολυομελίτιδα, παιδική εγκεφαλική παράλυση, δισχιδής ράχη, συριγγομυελία, βλάβη του περονιαίου νεύρου.
2) Τραυματικές κακώσεις του σκελετού του ποδός (κάταγμα στην περιοχή του ταρσού και ποδοκνημικής άρθρωσης).
3) Ουλώδες συρρικνώσεις (ουλές στην έσω επιφάνεια της κνήμης και του ποδός, έσω επιφάνεια του πέλματος και στην περιοχή του αχίλλειου τένοντα)
4) Οστεοαρθρικές φλεγμονές. Κλινική εικόνα Ο βαθμός της παραμόρφωσης του άκρου ποδός και των οστών αυτού εξαρτάται από την ηλικία που εμφανίσθηκε η ραιβοιπποποδία. Η επίκτητη ραιβοιπποποδία μπορεί να αφορά το ένα ή και τα δύο πόδια, δεν παρουσιάζει καμία σταθερή σχέση στα δύο φύλα. Οι αλλοιώσεις που έχουν αναφερθεί στην συγγενή Ρ.Ι.Π υπάρχουν και εδώ σε διάφορο βαθμό.
Η νευρογενής Ρ.Ι.Π διακρίνεται από τις νευρολογικές βλάβες η δε μετατραυματική ή μεταφλεγμονώδη από τις ακτινολογικές αλλοιώσεις. Όταν η Ρ.Ι.Π εμφανίζεται στην πρώιμη παιδική ηλικία, τότε μοιάζει περισσότερο με την συγγενή Ρ.Ι.Π. Όταν όμως το αίτιον της Ρ.Ι.Π επιδράσει αργότερα σε προχωρημένη ήδη ανάπτυξη τότε δεν έχουμε τις τυπικές παραμορφώσεις των οστών του ταρσού. Δευτερογενείς διαταραχές στις σχέσεις των αρθρώσεων οδηγούν σε πρώιμη οστεοαρθρίτιδα.
Ακτινολογική εικόνα
Διαταραχές στις ανατομικές σχέσεις των οστών και παραμόρφωση αυτών διαφόρου βαθμού, σε ορισμένες περιπτώσεις αλλοιώσεις ενδεικτικές για την αιτία της βλάβης. Θεραπεία Ο τρόπος αντιμετώπισης της επίκτητης Ρ.Ι.Π προσανατολίζεται προς την αιτία που την προκάλεσε, το βαθμό της παραμόρφωσης και την πρόγνωση αυτής. Προληπτικά πάντα πρέπει να αναζητούνται τα αίτια που υποτίθεται, ότι μπορούν να οδηγήσουν στην δημιουργία Ρ.Ι.Π και να αντιμετωπισθούν με παθητικές και ενεργητικές ασκήσεις ,ως και με διορθωτικούς νάρθηκες. Στη νευρογενή Ρ.Ι.Π η κοιλοποδία είναι πάρα πολύ έντονη, είναι δυνατόν να υπάρχουν και τροφικές διαταραχές, δια το λόγο αυτό κατά την θεραπεία με νυκτερινούς νάρθηκες ή πέλματα, ή διορθωτικούς γύψους απαιτείται μεγάλη προσοχή (κίνδυνος νέκρωσης του δέρματος). Όταν η Ρ.Ι.Π πρέπει να αντιμετωπισθεί χειρουργικά, τότε στην παιδική ηλικία ένδειξη έχουν η επιμήκυνση του οπίσθιου κνημιαίου μυός και η μετάθεση του πρόσθιου κνημιαίου μυός στο έξω χείλος της ραχιαίας επιφάνειας του ποδός. Μετά την ηλικία των 12 ετών έχει ένδειξη η υπαστραγαλική αρθροδεσία και επιπλέον σε ορισμένες περιπτώσεις η μετάθεση του πρόσθιου κνημιαίου μυός. Στη παραλυτική Ρ.Ι.Π (πολιομυελίτιδα, περιφερική βλάβη του περονιαίου νεύρου) στην αρχή χορηγούνται υψηλά ορθοπεδικά υπόδημα, αργότερα γίνεται υπαστραγαλική αρθροδεση, ενδεχομένως με μετάθεση του προσθίου κνημιαίου μυός. Στη σπαστική Ρ.Ι.Π είναι πιο έντονη η ιπποποδία.
Στη βρεφική και μικρή παιδική ηλικία θέση έχει η θεραπεία κατά Βοbath και Vojta σε βαριές περιπτώσεις ενδείκνυται η αντιμετώπιση με χειρισμούς, γύψινους νάρθηκες, κηδεμόνες και ορθοπαιδικά υποδήματα.
Χειρουργική θεραπεία.
Η σπαστική Ρ.Ι.Π αντιμετωπίζεται με επιμήκυνση του αχίλλειου τένοντα δίκη-Ζ και μετάθεση του πρόσθιου κνημιαίου μυός. Αργότερα με υποστραγαλική αρθροδεσία και σε ορισμένες περιπτώσεις με μετάθεση του πρόσθιου κνημιαίου μυός στο έξω χείλος της ραχιαίας επιφάνειας του ποδός.
Στις μετατραυματικές ραιβοιπποποδίες η διόρθωση της παραμόρφωσης γίνεται με οστεοτομίες και αρθρωδέσεις στην περιοχή του ταρσού. Ουλές, που οδηγούν σε ραιβοιπποποδία, αφαιρούνται, πλαστικές δέρματος γίνονται μόνον όταν είναι απολύτως αναγκαίες..
Στις ραιβοιπποποδίες μετά από οστεαρθρικές φλεγμονές ,η χειρουργική θεραπεία έχει ένδειξη, μόνον όταν δεν υπάρχει κανένα σημείο φλεγμονής. Το είδος της οστικής επέμβασης εξαρτάται από το είδος και τη βαρύτητα της παραμόρφωσης.
Προεγχειρητικά σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και μετεγχειρητικά χορηγούνται ορθοπεδικά υποδήματα.

Facebooktwitterpinterest

Στείλτε τις απορίες σας

Στείλτε τις απορίες σας στο Γιατρό - Συγγραφέα του παραπάνω άρθρου
  • This field is for validation purposes and should be left unchanged.