“Σήμερα κερδίζει ο καλύτερος αθλητής ή το καλύτερο ιατρικό – επιστημονικό επιτελείο;”
Πέραν λοιπόν των προσωπικών τους θυσιών και της πλήρους αφιέρωσης στη προπονητική διαδικασία, οι αθλητές και οι περί αυτών έχουν εξ ίσου στρέψει το ενδιαφέρον τους προς την επιστήμη με στόχο τη μεγιστοποίηση των αθλητικών τους επιδόσεων.
Βελτιωμένες μέθοδοι προπόνησης, προηγμένες βιομηχανικές αναλύσεις των αθλητικών κινήσεων, νέοι μέθοδοι πρόληψης και αθλητικών τραυματισμών, χρήση και κατάχρηση χημικών παρασκευασμάτων και φαρμάκων αναδύονται συνεχώς με στόχο τη βελτίωση του «ρεκόρ».
Δυστυχώς ένας μεγάλος αριθμός αθλητών έχει στραφεί και στην εργογόνα υποστήριξη των επιδόσεων με τη μέθοδο της χρήσης απαγορευμένων χημικών παρασκευασμάτων. Οι ουσίες αυτές περιλαμβάνονται στη λίστα των απαγο-ρευμένων φαρμάκων της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής (ΔΟΕ) και αφ’ενός μεν αντιτίθενται στο «ευ αγωνίζεσθαι» και στην τίμια και δίκαιη κατάκτηση της νίκης θέτοντας σοβαρά προβλήματα στη κοινωνία όπως αυτά της ηθικής τάξης, του αθέμιτου ανταγωνισμού και της απάτης εις βάρος των θεατών, αφετέρου δε καθίστανται επικίνδυνες για την υγεία του αθλητή.
Ομως το πρόβλημα της χρήσης και της κατάχρησης φαρμάκων στον αθλητισμό δεν σταματάει μόνο εδώ. Σήμερα η χρήση αυτών των ουσιών που βελτιώνουν μεν τις επιδόσεις, αλλά προκαλούν σοβαρή βλάβη στην υγεία τείνει να διαδοθεί σε ευρύτερες κατηγορίες νεαρών αθλουμένων που γεμίζουν τα ιδιωτικά γυμναστήρια, ακόμη και σε μικρά παιδιά.
Το θέμα λοιπόν αυτό δεν αφορά μόνο μία ομάδα ανθρώπων που ασχολούνται με τον αθλητισμό υψηλού επιπέδου, επαγγελματικό ή μη, αλλά κινδυνεύει να αγκαλιάσει ένα ευρύ φάσμα της νεολαίας, τόσο σε Εθνικό όσο και σε Παγκόσμιο επίπεδο, αναιρώντας τα βασικά οφέλη της άσκησης.
Οι επιπλέον πέραν της αθλητικής επίδοσης λόγοι για να κάνει κανείς χρήση των φαρμακευτικών αυτών ουσιών μπορεί να είναι η επιθυμία για αύξηση ή μείωση του σωματικού βάρους, αύξηση της μυϊκής δύναμης και της μυικής μάζας, αύξηση της εκρηκτικότητας (γρήγορης δύναμης), η επιθυμία να επιβραδυνθεί η καρδιακή συχνότητα και να επέλθει η ηρεμία, είτε για λόγους αθλητικούς (άθλημα σκοποβολής) είτε για άλλους λόγους, η επιθυμία να παραμείνει κανείς ξυπνητός όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο, προφανώς λόγω κάποιων υποχρεώσεων όπως είναι οι σχολικές εξετάσεις, ή η επιθυμία να καθυστερήσει η εμφάνιση της εφηβείας.
Στο κατάλογο των απαγορευμένων ουσιών και τεχνικών μεθόδων ντόπινγκ στους αθλητικούς αγώνες περιλαμβάνονται βασικές κατηγορίες φαρμάκων που θα αναπτυχθούν λεπτομερώς σε επόμενα τεύχη του περιοδικού και είναι οι εξής:
· Τα ψυχοκινητικά διεγερτικά φάρμακα.
· Τα αναβολικά στεροειδή.
· Οι συμπαθομιμητικές αμίνες.
· Διεγερτικά του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος (Κ.Ν.Σ.).
· Τα ναρκωτικά – αναλγητικά.
· Διάφορες άλλες ορμόνες και ουσίες που ο οργανισμός παράγει.
Οποιοδήποτε ποσοστό από ουσίες, που ανήκουν στις παραπάνω κατηγορίες φαρμάκων και περιλαμβάνονται σε εκτενή κατάλογο που εκδίδει η ΔΟΕ, ανιχνευτεί σε αθλητή, λαμβάνεται ως ένδειξη επιζήτησης αθλητικής απόδοσης με παράνομο τρόπο και ο αθλητής τιμωρείται με αποκλεισμό για χρονικό διάστημα ανάλογο με τη περίπτωση.
Ομως όσο περνάνε τα χρόνια η φύση του ντόπινγκ αλλάζει. Ενώ κάποτε μιλούσαμε για μεμονωμένες πράξεις αθλητών, σήμερα έχουμε να κάνουμε για ομάδες ανθρώπων παράγοντες του αθλητισμού και αθλητικές εταιρείες – σπόνσορες που αποκομίζουν πολλά πολιτικά οικονομικά οφέλη αντίστοιχα από την επιτυχία ενός αθλητή στον οποίον επενδύουν στηρίζοντάς τον.
Ως εκ τούτου αυτοί οι άνθρωποι τείνουν να χρησιμοποιούν όλες τις τελευταίες προόδους της επιστήμης στην ιατρική και φαρμακολογία προκειμένου να εκτοξεύσουν τις επιδόσεις του αθλητή που στηρίζουν σε όλο και πιο πάνω όρια, αφού και η Παγκόσμια επίδοση αποφέρει από μόνη της, ξεχωριστά από το συνδυασμό της με τη νίκη στους αγώνες, οικονομικά οφέλη.
Για παράδειγμα, τα τελευταία χρόνια γίνεται μία προσπάθεια αναγνώρισης και χρήσης ουσιών που εμποδίζουν τον εντοπισμό απαγορευμένων ουσιών κατά τη διάρκεια των αναλύσεων.
Με άλλα λόγια «το ντόπιγκ προηγείται του αντιντόπιγκ».
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το βασικό αίτιο για την εξάπλωση του ντόπιγκ σε τεράστιες διαστάσεις είναι η τρομακτική πλέον εμπορευματοποίηση του αθλητισμού, καθώς δεδομένα από την έρευνα Ντουμπέν, όπως ονομάσθηκε η Καναδική Επιτροπή Ερευνας Ναρκωτικών και απαγορευμένων τεχνικών που αυξάνουν την απόδοση των αθλητών, δείχνουν ότι ντοπάρονται 8 στους 10 αθλητές που συμμετάχουν στους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Τα δεδομένα φαντάζουν τρομακτικά για αθλητικούς παράγοντες Παγκοσμίων Ομοσπονδιών που με τα δικά τους συλλεχθέντα στοιχεία ντοπάρονται το 30% – 40% των αθλητών. Το ζήτημα δεν τίθεται βέβαια ποιό είναι το ακριβές ποσοστό των ντοπαρισμένων αθλητών, καθώς τα δεδομένα που συλλέγονται αφορούν τους ελίτ αθλητές που εξετάζονται, ενώ και οι μισοί τουλάχιστον από όλους τους υπόλοιπους που δεν διακρίνονται δεν πρέπει να είναι και αυτοί «καθαροί».
Τα τηλεοπτικά δικαιώματα των αγώνων σε συνδιασμό με τα συμβόλαια, είτε των αθλητών μεμονωμένα είτε με ολόκληρες αθλητικές ομάδες ή ομοσπονδίες που στηρίζουν διάφορες εταιρείες – χορηγοί και τα οποία προβλέπουν αμοιβές ανάλογες των αποτελεσμάτων ή των μεταλλίων που κερδίζουν οι άμεσα ενδιαφερόμενοι σε μεγάλους αθλητικούς αγώνες, συμβάλλουν στην έντονη άσκηση πιέσεων για απόδοση στον αθλητή αλλά και στο άμεσο περιβάλλον του, με αποτέλεσμα στη καταφυγή χρήσης απαγορευμένων ουσιών.
Η εξάπλωση των σκανδάλων που συνδέονται με το ντόπιγκ και η επικινδυνότητά του για τη νεολαία έχει προκαλέσει προβληματισμό στη ΔΟΕ η οποία συγκάλεσε διεθνή διάσκεψη για την ίδρυση ενός Παγκόσμιου Οργανισμού για την καταστολή και καταπολέμιση του ντόπιγκ, καθώς οι Παγκόσμιες αθλητικές οργανώσεις δεν έχουν τη δυνατότητα να το αντιμετωπίσουν με την έκταση που έχει πάρει το πρόβλημα και καθίσταται πλέον αναγκαία η δημόσια δράση.
Στη προσπάθειά της αυτή κάλεσε και την Ευρωπαική Ενωση να συμμετάσχει σ’αυτό, αφού η Ευρωπαϊκή κοινότητα είναι σημαντική κινητήριος δύναμη του αθλητισμού, στο έδαφος της οποίας διεξάγονται και οι περισσότερες αθλητικές διοργανώσεις.
Στα πλαίσια αυτά το Νοέμβριο του 1999 συμφώνησαν τόσο η ΔΟΕ ¨οσο και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα ως προς ένα σχέδιο καταστατικού του Οργανισμού, ο οποίος θα διαδραματήσει τόσο σημαντικό για τη νεολαία και τον αθλητισμό γενικότερα ρόλο.
Επιπλέον η καταπολέμιση του ντόπιγκ δεν μπορεί να γίνει σε Εθνικό μόνο επίπεδο καθώς η Παγκοσμιοποίση του κόσμου δημιουργεί και για τα θέματα του αθλητισμού ανάγκη ανάλογης και συντονισμένης δράσης όλου του αθλητικού κινήματος με τις Εθνικές αθλητικές αρχές. Η δράση αυτή συνίσταται τόσο στον έλεγχο υγείας των αθλητών με προγράμματα έρευνας, εκπαίδευσης, ενημέρωσης, επιμόρφωσης ευαισθητοποίησης και πρόληψης στο τομέα αυτό, όσο και στην επανατοποθέτηση ενός νομικού και δεοντολογικού πλαισίου που πρέπει να εναρμονίζονται όλα τα κράτη.
Ολα αυτά θα διαφυλάξουν τη δημόσια υγεία και ειδικότερα της νεολαίας που ασχολείται ενεργά με τον αθλητισμό ενώ στα πλαίσια της διαφάνειας και της ακεραιότητας θα συμβάλλει στην ομαλή διεξαγωγή των αθλητικών αγώνων και θα επαναπροσδιορίσει την εικόνα της αξιοπιστίας του αθλητισμού ως προς τις αξίες του ως δραστηριότητα κοινωνικής ένταξης και βελτίωσης της υγείας, που τελευταία, κυρίως στα μάτια των νέων, θίγεται και υπονομεύεται εντονότατα.
Ολες οι διαδικασίες βρίσκονται εν εξελίξει και θα πρέπει και η αθλητική αρχή της χώρα μας να δει τι μέτρα θα πάρει σε Εθνικό επίπεδο για να εναρμονισθεί με τις διεθνείς οργανώσεις, αφού άλλωστε και ως διοργανώτρια χώρα της επόμενης Ολυμπιάδας φιλοδοξεί να κάνει μία «άλλου τύπου Ολυμπιάδα», πιο λιτή – πιο γνήσια και πιο αληθινή ώς προς τις αξίες που θέλει να μεταφέρει στη Παγκόσμια νεολαία.και στον κόσμο ολόκληρο.
Ομιλία στην ειδική ημερίδα του περιοδικού «Αθλος και Πολιτισμός» με θέμα «Οι Επιπτώσεις από τη χρήση Αναβολικών στον Ανθρώπινο Οργανισμό και στο Ολυμπιακό Πνεύμα»,