Οστεοπόρωση
Ο όρος αυτός περιγράφει τη λέπτυνση των οστών που οφείλεται σε μείωση της οστικής πυκνότητας. Η μείωση της οστικής πυκνότητας συντελείται αθόρυβα σε διάστημα πολλών ετών και μπορεί να διαφύγει και να μη διαγνωστεί παρά μόνο μετά από πολλά χρόνια.
Η οστεοπόρωση μπορεί να προκαλέσει οσφυαλγία, μείωση του ύψους ή κάμψη της σπονδυλικής στήλης, με αποτέλεσμα το άτομο να αποκτά κυρτή ράχη, τη λεγόμενη «καμπούρα».
Η οστεοπόρωση ευθύνεται για κατάγματα μετά από ελάχιστο τραυματισμό (παθολογικά κατάγματα). Συχνά η επούλωση των καταγμάτων είναι δύσκολη λόγω της κακής ποιότητας του οστού. Πρόκειται για νόσο που συνδέεται με σημαντικά αυξημένο κίνδυνο κατάγματος. Τα κατάγματα συνεπάγονται εισαγωγή στο νοσοκομείο, ακινητοποίηση και μείωση της ποιότητας ζωής. Είναι μια νόσος δαπανηρή από πλευράς παροχής υπηρεσιών φροντίδας υγείας.Για την αποφυγή αυτών των επιπλοκών επιβάλλεται η πρώιμη ανίχνευση και θεραπεία των ατόμων που εμφανίζουν υψηλό κίνδυνο οστεοπόρωσης. Η μέτρηση της οστικής πυκνότητας (bone mineral density, BMD) είναι μια μέθοδος με την οποία εκτιμάται η πραγματική οστική μάζα. Με τη μέτρηση της BMD εκτιμάται, συνακόλουθα, ο κίνδυνος οστεοπορωτικού κατάγματος. Περίπου 30% των μετεμμηνοπαυσιακών Καυκάσιων γυναικών έχουν οστεοπόρωση και σχεδόν 60% έχουν χαμηλή οστική μάζα. Υπάρχουν διακυμάνσεις μεταξύ διαφορετικών εθνικοτήτων.
Εκτός από την πρόβλεψη του κινδύνου κατάγματος, η μέτρηση της οστικής πυκνότητας χρησιμοποιείται επίσης για την παρακολούθηση του αποτελέσματος της θεραπείας. Οι παράγοντες κινδύνου για οστεοπόρωση περιλαμβάνουν το προηγούμενο ιστορικό καταγμάτων, το χαμηλό δείκτη μάζας σώματος, το κάπνισμα, την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, την κακή διατροφή και τη χαμηλή διαιτητική πρόσληψη ασβεστίου, τα χαμηλά επίπεδα οιστρογόνων, τη χημειοθεραπεία, την αμηνόρροια σε νεαρές γυναίκες που αθλούνται εντατικά, τη ρευματοειδή αρθρίτιδα, τη χρόνια ηπατοπάθεια, τη μακροχρόνια θεραπεία με ηπαρίνη ή στεροειδή και το οικογενειακό ιστορικό οστεοπόρωσης ή καταγμάτων.
Οι γυναίκες κάτω των 65 ετών που παρουσιάζουν κάποιον από τους παραπάνω παράγοντες κινδύνου και οι γυναίκες άνω των 65 ετών πρέπει να υποβάλλονται σε μέτρηση της οστικής πυκνότητας. Η πιο αξιόπιστη μέθοδος μέτρησης της οστικής πυκνότητας είναι η απορροφησιομετρία με ακτίνες Χ διπλής ενέργειας (dual X-ray absorptiometry, DXA). Αφού τεθεί η διάγνωση, μπορούν να εφαρμοστούν πολλές διαφορετικές θεραπείες.
Αν έχετε οικογενειακό ιστορικό οστεοπόρωσης, παράγοντες κινδύνου για οστεοπόρωση, ή έχει διαγνωστεί ότι έχετε οστεοπόρωση και επιθυμείτε να λάβετε αναλυτικές πληροφορίες για τα οφέλη και τους κινδύνους των θεραπειών που εφαρμόζονται σήμερα, παρακαλούμε να εγγραφείτε στην ασφαλή υπηρεσία μας και να συμπληρώσετε το δομημένο ερωτηματολόγιο, το περιεχόμενο του οποίου παραμένει εμπιστευτικό. Μετά από αυτό, θα λάβετε αναλυτικές και βασισμένες σε ιατρικές μελέτες πληροφορίες που απαντούν ακριβώς στα ερωτήματά σας. Οι πληροφορίες αυτές θα δοθούν προσωπικά σε σας από ειδικό επαγγελματία με περισσότερα από 25 χρόνια εμπειρία σε αυτό το χώρο.
Βιβλιογραφία από το www.rcog.org.uk