Ενδοβρογχική έγχυση βλαστοκυττάρων
Θεραπευτικές εφαρμογές των βλαστοκυττάρων μέχρι σήμερα
Τα βλαστοκύτταρα στην αναγεννητική ιατρική και ο ρόλος τους στην πνευμονική ίνωση
Για πρώτη φορά παγκοσμίως ενδοβρογχική έγχυση βλαστοκυττάρων από Έλληνες ερευνητές
της Πανεπιστημιακής Πνευμονολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου Αλεξανδρούπολης
Βλαστοκύτταρα
Τα βλαστοκύτταρα (stem cells) είναι κύτταρα που εντοπίζονται στους περισσότερους, αν όχι, σε όλους, τους πολυκυττάριους οργανισμούς. Χαρακτηρίζονται από την ικανότητα τους να αυτο-ανανεώνονται μέσω των διαδικασιών της μιτωτικής κυτταρικής διαίρεσης και της διαφοροποίησης σε πολλαπλούς κυτταρικούς υπότυπους ανάλογα με το κυτταρικό μικρο-περιβάλλον. Η έρευνα για τη χρησιμότητα των βλαστοκυττάρων ξεκίνησε ουσιαστικά μετά από ευρήματα των Καναδών επιστημόνων Ernest A. McCulloch και James E. Till στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Οι δυο βασικοί τύποι βλαστοκυττάρων αποτελούν τα: εμβρυϊκά βλαστοκύτταρα (embryonic stem cells) τα οποία απομονώνονται από την εσωτερική κυτταρική μάζα (inner cell mass) της βλαστοκύστης (blastocyst) και τα ενήλικα βλαστοκύτταρα (adult stem cells) τα οποία απομονώνονται από ενηλίκους ιστούς. Στο αναπτυσσόμενο έμβρυο τα βλαστοκύτταρα μπορούν να διαφοροποιηθούν σε κάθε μορφή εξειδικευμένου εμβρυϊκού ιστού. Στον ενήλικα οργανισμό τα βλαστοκύτταρα λειτουργούν ως η «επιδιορθωτική μηχανή» του σώματος σε περίπτωση κυτταρικής βλάβης ή τραυματισμού καθώς και ως σύστημα ανανέωσης εξειδικευμένων κυτταρικών υπότυπων, όπως του αίματος, δέρματος και των εσωτερικών οργάνων (έντερο, ήπαρ).
Τα βλαστοκύτταρα μπορούν να μεγαλώσουν και να μετατραπούν σε εξειδικευμένα κύτταρα που διαθέτουν χαρακτηριστικά, συμβατά με αυτά κυττάρων πολλών διαφορετικών οργάνων του σώματος, όπως οι μύες, τα νεύρα, τα οστά, η καρδιά, η χοληδόχος κύστη. Τα τελευταία χρόνια, υψηλής πλαστικότητας, δηλαδή υψηλής ικανότητας διαφοροποίησης, ενήλικα βλαστοκύτταρα, έχουν απομονωθεί από μια ποικιλία πηγών, συμπεριλαμβανομένων του ομφάλιου λώρου, του μυελού των οστών και πρόσφατα του λιπώδους ιστού και έχουν χρησιμοποιηθεί τόσο για «αισθητικούς λόγους» όσο και τη θεραπεία πλειάδας χρόνιων ανίατων νοσημάτων. Παράλληλα εμβρυϊκές κυτταρικές σειρές καθώς και αυτόλογα (δηλ.του ίδιου του οργανισμού) εμβρυϊκά βλαστοκύτταρα μέσω του μηχανισμού της θεραπευτικής κλωνοποίησης, έχουν επίσης προταθεί ως πολλά υποσχόμενες μελλοντικές θεραπευτικές εφαρμογές.
Ταυτοποίηση
Ο πρακτικός ορισμός ενός βλαστοκυττάρου έγκειται στην λειτουργική του ικανότητα. Ουσιαστικά πρόκειται για κύτταρο το οποίο πρέπει να διαθέτει την ικανότητα να αναγεννά τον ιστό καθόλη τη διάρκεια ζωής του. Για παράδειγμα, το gold standard τεστ για να πιστοποιηθεί η χρησιμότητα ενός βλαστοκυττάρου του μυελού των οστών ή του αιμοποιητικού συστήματος
είναι η ικανότητα του να μεταμοσχεύσουμε ένα και μοναδικό κύτταρο στον ασθενή και να σώθει η ζωή του ασθενούς χωρίς περαιτέρω έγχυση αιμοποιητικών βλαστοκυττάρων. Σε αυτή την περίπτωση, το βλαστοκύτταρο καλείται να διαθέτει την ικανότητα να παράγει νέα αιμοποιητικά και ανοσοποιητικά κύτταρα , σε μακροπρόθεσμη βάση, επιδεικνύοντας αυτό που αποκαλούμε διαφοροποιητική ικανότητα ή αλλιώς ικανότητα ενός κυττάρου να επιτελεί τον πλήρη προορισμό του (potency). Οι ιδιότητες των βλαστοκυττάρων μπορούν επίσης να απεικονιστούν και σε συνθήκες εργαστηρίου (in vitro) χρησιμοποιώντας μεθόδους κλωνοποίησης, στις οποίες τα κύτταρα χαρακτηρίζονται από την ικανότητα τους να διαφοροποιούνται και να αυτοαναγεννώνται και να εκφράζουν συγκεκριμένους επιφανειακούς δείκτες (surface markers) οι οποίοι και αποτελούν το γονιδιακό αποτύπωμα του κυττάρου και είναι απαραίτητοι για την ταυτοποίηση του. Ωστόσο, οι καλλιεργητικές συνθήκες του εργαστηρίου απέχουν σημαντικά από το αληθινό μικρο-περιβάλλον του ιστού και επομένως η συμπεριφορική λειτουργία του κυττάρου καθίσταται αβέβαιη αν στηρίζεται μόνο σε εργαστηριακά δεδομένα.
Εμβρυϊκά βλαστοκύτταρα (embryonic stem cells)
Τα εμβρυϊκά βλαστοκύτταρα (ΕΒ) είναι πολυδύναμα κύτταρα και τα οποία προέρχονται από την εσωτερική μάζα της βλαστοκύστης. Η βλαστοκύστη είναι το κύημα αμέσως μετά το σχηματισμό του μοριδίου που αποτελείται απο την τροφοβλάστη και την κυτταρική μάζα, και αποτελείται από 50-150 κύτταρα. Τα ΕΒ δύναται να δώσουν γέννηση σε οποιοδήποτε κυτταρικό υπότυπο ή ιστό του ανθρώπινου οργανισμού και συνεπώς εμφανίζουν σημαντική θεραπευτική, διαφοροποιητική και αναγεννητική ικανότητα η οποία καθίσταται ζωτικής σημασίας για την επιδιόρθωση κυτταρικών βλαβών. Τα ΕΒ μπορούν να χαρακτηριστούν σε συνθήκες φυσικού περιβάλλοντος (in vivo) από την ικανότητα τους να σχηματίζουν χιμαιρικά έμβρυα όταν ενίονται σε ανοσοεπαρκή οργανισμό και από την ικανότητα τους να διαφοροποιούνται σε τεχνητό περιβάλλον (in vitro) ώστε να σχηματίσουν εμβρυϊκά σωμάτια. Η θεραπευτική ικανότητα των κυττάρων αυτών, τα οποία πολλαπλασιάζονται ελεύθερα σε καλλιεργητικές συνθήκες, έχει αποδειχθεί στο πειραματικό μοντέλο του παρκινσονισμού καθώς και σε άλλα νοσήματα. Ωστόσο, μετά από περίπου 10 χρόνια εντατικής έρευνας, από πλευράς των επιστημόνων πάνω στην θεραπευτική αξία των ΕΒ τόσο για τη αντιμετώπιση ανίατων ασθενειών, όσο και για την αναγεννητική ιατρική και την επιδιόρθωση της κυτταρικής βλάβης, υπάρχουν ακόμα αρκετός σκεπτικισμός και πληθώρα ηθικών διλημμάτων σχετικά με την εφαρμογή της χρήσης τους στην καθημέρα ιατρική πράξη εξαιτίας του γεγονότος ότι θα πρέπει ουσιαστικά να θανατωθεί ένα ανθρώπινο έμβρυο προκειμένου να καλλιεργηθούν τα κύτταρα αυτά. Η πρώτη ανθρώπινη μελέτη χρήσης ΕΒ εγκρίθηκε μόλις πρόσφατα (Ιανουάριος 2009) από τον Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων των Η.Π.Α (FDA). Παρά ταύτα ακόμα και σε αυτήν την περίπτωση οι επιστήμονες είναι ιδιαίτερα σκεπτικοί και προσεκτικοί σχετικά με τις παρενέργειες μιας τέτοιας θεραπευτικής εφαρμογή καθώς τα ΕΒ στην περίπτωση που ενεθούν σε λανθασμένο μικρο-περιβάλλον δύνανται κάλλιστα υπερπλαστούν και να προκαλέσουν ογκογένεση (π.χ τεράτωμα). Τέλος, η επιτυχής και στοχευμένη διαφοροποίηση των ΕΒ στα επιθυμητά, ανάλογα με την περίπτωση, κύτταρα και η αποφυγή απόρριψης μοσχεύματος αποτελούν αληθινές ερευνητικές προκλήσεις για τους επιστήμονες σήμερα.
Ενήλικα βλαστοκύτταρα (adult stem cells)
O όρος ενήλικα βλαστοκύτταρα (ΕνΒ) αναφέρεται σε κάθε τύπο κυττάρου του οργανισμού ο οποίος χαρακτηρίζεται από τις εξής δυο ιδιότητες: την ικανότητα να διαιρείται και να δημιουργεί ένα όμοιο με αυτό κύτταρο και επίσης την ικανότητα να διαιρείται και να δίνει γένεση σε ένα κύτταρο περισσότερο διαοφροποιημένο από το ίδιο. Είναι επίσης γνωστά με τον όρο «σωματικά-somatic» και ανευρίσκονται τόσο σε παιδιά όσο και σε ενήλικες. Στην
κατηγορία των ΕνΒ θεωρητικά ανήκουν και κυτταρικού υποπληθυσμοί γνωστοί ως μονοδύναμα προγονικά κύτταρα τα οποία εμφανίζουν συγκεκριμένη ιστική εντόπιση και διαθέτουν αναγεννητικές ικανότητες μέσω της διαφοροποιησης τους σε έναν και μόνο κυτταρικό υπότυπο. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελούν τα κυψελιδικά επιθηλιακά τύπου ΙΙ που εντοπίζονται στον πνευμονικό ιστό και τα οποία σε συνθήκες κυτταρικής βλάβης πολλαπλασιάζονται και διαφοροποιούνται σε τύπου Ι κυψελιδικά επιθηλιακά κύτταρα προκειμένου να επιδιορθώσουν τη βλάβη. Ωστόσο, τα πολυδύναμα ΕνΒ είναι δυστυχώς σπάνια σε πολλούς ιστούς του ανθρώπινου σώματος και εντοπίζονται σε πληθώρα, σε ιστούς όπως ο μυελός των οστών, ο λιπώδης ιστός και ο ομφάλιος λώρος.
Τα τελευταία χρόνια ένας σημαντικός αριθμός επιστημόνων επικεντρώθηκε στην θεραπευτική ικανότητα των προερχόμενων από τον μυελό των οστών βλαστοκυττάρων (bone-marrow derived stem cells) τα οποία αποτελούν την πηγή προέλευσης πληθώρας κυτταρικών πληθυσμών και πρωτίστως των αιμοποιητικών κυττάρων. Για το λόγο αυτό τα ΕνΒ του μυελού των οστών χρησιμοποιούνται σήμερα κατά κόρον για την αντιμετώπιση ασθενειών όπως η λευχαιμία, η σκλήρυνση κατά πλάκας, η νόσος του Parkinson, οι τραυματισμοί της σπονδυλική στήλης κτλ. Η επώδυνη όμως διαδικασία λήψης και απομόνωσης τους από τον ασθενή αλλά και ο μικρός αριθμός κυττάρων που απομονώνεται και ο οποίος στη συνέχεια πρέπει να καλλιεργηθεί και να πολλαπλασιαστεί προκειμένου να επιτευχθούν θεραπευτικά όρια αποτελούν μερικές από τις σημαντικότερες τεχνικές δυσκολίες που έχουν περιορίσει σημαντικά την θεραπευτική τους εφαρμογή στην καθημέρα κλινική πρακτική.
Ο λιπώδης ιστός βρίθει από βλαστοκύτταρα
Συγκριτικά με οποιοδήποτε άλλο ιστό, οι μεγάλες ποσότητες λιπώδους ιστού (εναποθέσεις λίπους ως αποθέματα ενέργειας) που υπάρχουν στον ενήλικα, ειδικά στην κοιλιακή χώρα διασφαλίζουν ικανοποιητικό αριθμό βλαστοκυττάρων ανά μονάδα όγκου. Οι μεγάλες ποσότητες βλαστοκυττάρων που δύνανται να απομονωθούν από τον λιπώδη ιστό έχουν επίσης το πλεονέκτημα ότι δεν χρειάζεται να καλλιεργηθούν στο εργαστήριο για μεγάλο χρονικό διάστημα προκειμένου να αποκτήσουμε τον επιθυμητό αριθμό κυττάρων, αυτόν που αποκαλούμε «θεραπευτικό κριτικό όριο (therapeutic threshold)». Επιπρόσθετα, και ακόμα πιο σημαντικό, αποτελεί και το γεγονός ότι η καλλιέργεια των βλαστοκυττάρων του λιπώδους ιστού, τα οποία απομονώνονται μέσω απλών, μη επεμβατικών διαδικασιών όπως η λιποαναρρόφηση με τοπική αναισθησία, είναι καλά ανεκτή από την πλειοψηφία των ασθενών και συγκριτικά με άλλες τεχνικές (π.χ απομόνωση βλαστοκυττάρων από τον μυελό των οστών) δεν θέτει σε κίνδυνο την υγεία και σωματική ακεραιότητα του ίδιου του ασθενούς. Τα βλαστοκύτταρα του λιπώδους ιστού είναι σχεδόν ταυτόσημα με αυτά που απομονώνται από τον μυελό των οστών (bone marrow derived stem cells). Οι ομοιότητες αφορούν κυρίως τη μορφολογία και την παρουσία κοινών φαινοτυπικών δεικτών στην επιφάνεια τους. Η ομοιότητα τους επιπλέον επεκτείνεται και στην παρόμοια αναπτυξιακή συμπεριφορά που αναπτύσσουν in vitro και in vivo οι δυο αυτοί κυτταρικοί πληθυσμοί. Οι άνωθεν παρατηρήσεις οδήγησαν πολλούς επιστήμονες να προτείνουν ότι τα βλαστοκύτταρα του λιπώδους ιστού ουσιαστικά αποτελούν μεσεγχυματικό κυτταρικό υποπληθυσμό που εμφανίζεται εντός του λιπώδους ιστού. Όσον αφορά όμως την κλινική πράξη, τα βλαστοκύτταρα τα οποία κείτονται εντός του στρώματος του λιπώδους ιστού, πλεονεκτούν έναντι των αντίστοιχων του μυελού των οστών, λόγω της πληθώρας τους-γεγονός που αφαιρεί αυτόματα το μειονέκτημα της καλλιέργειας τους για ημέρες στο εργαστήριο προκειμένου να αποκτηθεί ικανοποιητικός αριθμός κυττάρων για θεραπευτική εφαρμογή-και εξαιτίας της ευκολίας απομόνωσης τους
μέσω λιποαναρρόφησης, διαδικασίας που είναι ελάχιστα επεμβατική, ανώδυνη και καλά ανεκτή από την πλειοψηφία των ασθενών, συγκριτικά με την επώδυνη διαδικασία λήψης μεσεγχυματικών κυττάρων από τον μυελό των οστών. Το γεγονός αυτό σημαίνει, θεωρητικά, ότι η αυτόλογη μεταμόσχευση αυτού του είδους των κυττάρων, μπορεί να επιφέρει ανάλογα θεραπευτικά οφέλη με εκείνα της μεταμόσχευσης βλαστοκυττάρων του μυελού των οστών αλλά με λιγότερο επώδυνο τρόπο και χωρίς να θέσει σε κίνδυνο την υγεία του ασθενούς. Πιο συγκεκριμένα η αυτόλογη μεταμόσχευση βλαστοκυττάρων του λιπώδους ιστού μέσω της ενδοφλέβιας οδού έχει φανεί ότι δεν προκαλεί τη διέγερση κυτταροτοξικών Τ-λεμφοκυττάρων, εξαιτίας και των ανοσοκατασταλτικών ιδιοτήτων των ίδιων των βλαστοκυττάρων. Τα βλαστοκύτταρα του λιπώδους ιστού είναι όπως ακριβώς και τα βλαστοκύτταρα του μυελού των οστών λόγω της κοινής μεσοδερματικής τους προέλευσης. Αυτό σημαίνει ότι μπορούν να διαφοροποιηθούν σε εξειδικευμένες κυτταρικές σειρές, ανάλογα με το μικροπεριβάλλον, όπως λιποκύτταρα, ινοβλάστες, μυοκύτταρα, οστεοκύτταρα και χονδροκύτταρα. Επιπλέον, μπορούν, αναλόγως των συνθηκών και παρόντων των κατάλληλων αυξητικών παραγόντων, να διαφοροποιηθούν και σε άλλους κυτταρικούς πληθυσμούς όπως, καρδιομυοκύτταρα, ενδοθηλιακά κύτταρα, κύτταρα της ενδοκρινούς μοίρας του παγκρέατος, νευρογενή κύτταρα, ηπατοκύτταρα, κυψελιδικά επιθηλιακά κύτταρα και αιμοποιητικά κύτταρα.
Λόγω των παραπάνω ιδιοτήτων τα ΕνΒ του λιπώδους ιστού έχουν χρησιμοποιηθεί σε πλειάδα χρονίων, ανίατων νοσημάτων, όπως η νόσος του Parkinson, ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου ΙΙ, οι συγγενείς καρδιοπάθειες, η οστεοαρθρίτιδα, η χρόνια νεφρική ανεπάρκεια καθώς και για αισθητικές παρεμβάσεις όπως η επούλωση ουλών του δέρματος από ακμή, η αντιμετώπιση της γυροειδούς αλωπεκίας (κοινής φαλάκρας) και οι προσθετικές επεμβάσεις στήθους στις γυναίκες (Εικόνα 1). Ωστόσο, μέχρι σήμερα οι θεραπευτικές προεκτάσεις των εν λόγω κυττάρων είναι εξαιρετικά περιορισμένες έως παντελώς ανύπαρκτες στο πεδίο των χρόνιων αναπνευστικών νοσημάτων όπως η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (εμφύσημα) και η ιδιοπαθής πνευμονική ίνωση (Εικόνα 1).
Ιδιοπαθής πνευμονική ίνωση
Η ιδιοπαθής πνευμονική ίνωση (ΙΠΙ) (Idiopathic Pulmonary Fibrosis-IPF) αποτελεί μια ειδική μορφή χρόνιας νόσου του πνεύμονα που χαρακτηρίζεται από αντικατάσταση του φυσιολογικού πνευμονικού παρεγχύματος με ινώδη ιστό και προοδευτική ουλοποίηση του πνεύμονα. Η νόσος δεν είναι λοιμώδης, δεν μεταδίδεται δηλαδή από άνθρωπο σε άνθρωπο, ούτε κακοήθης (καρκίνος). Όπως δηλώνει και ο όρος «ιδιοπαθής» πρόκειται για νόσο αγνώστου αιτιολογίας που προσβάλλει το διάμεσο χώρο του πνεύμονα (χώρος μεταξύ των κυψελίδων και των αγγείων) και κυρίως τις κυψελίδες. Για τον λόγο αυτό η νόσος ανήκει σε μια κατηγορία 200 περίπου νοσημάτων που λέγονται διάμεσες πνευμονοπάθειες (interstitial lung diseases-ILD), εμφανίζουν κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα και δυνητικά μπορούν να καταλήξουν σε προοδευτική ουλοποίηση του πνευμονικού παρεγχύματος γνωστή ως πνευμονική ίνωση. Η τελευταία μπορεί να οφείλεται σε γνωστούς αιτιολογικούς παράγοντες όπως η έκθεση σε βαρέα μέταλλα, σε φάρμακα, στη χημειοθεραπεία και την ακτινοθεραπεία, σε λοιμώδεις παράγοντες αλλά και σε νοσήματα του συνδετικού ιστού, όπως ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος και η ρευματοειδής αρθρίτιδα. Στις περισσότερες πάντως περιπτώσεις δεν ταυτοποιείται αιτιολογικός παράγοντας και η νόσος ονομάζεται ΙΠΙ.
Η νόσος προσβάλλει περίπου 5 εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, εκ των οποίων 40.000 πεθαίνουν κάθε χρόνο και εμφανίζει ολοένα και αυξανόμενη επίπτωση σε παγκόσμια κλίμακα, 10-20 νέα περιστατικά ανά 100.000 πληθυσμού ετησίως. Προσβάλλει συχνότερα άντρες καπνιστές, ηλικίας μεγαλύτερης των 50 ετών (με σχεδόν διπλάσια συχνότητα από τις γυναίκες). Η ΙΠΙ αποτελεί μια καταστροφική νόσο η οποία στην πλειοψηφία των περιπτώσεων καταλήγει σε θάνατο του ασθενούς εντός 3-5 ετών από τη στιγμή της διάγνωσης. Η πρόγνωση της νόσου είναι δυστυχώς δυσμενέστερη από εκείνη του καρκίνου του πνεύμονα. Οι ασθενείς καταλήγουν είτε από την ίδια τη νόσο (αναπνευστική ανεπάρκεια) είτε από επιπλοκές της νόσου (πνευμονική υπέρταση, μικροβιακές λοιμώξεις, καρκίνο πνεύμονος) .
Η αιτιοπαθογένεια της νόσου παραμένει εν πολλοίς άγνωστη. Πιο συγκεκριμένα η παθογενετική διαδικασία περιλαμβάνει επαναλαμβανόμενα βλαπτικά ερεθίσματα αγνώστου αιτιολογίας τα οποία οδηγούν σε ένα φαύλο κύκλο ανεξέλεγκτης επούλωσης τραύματος που προοδευτικά οδηγεί στην παραγωγή ουλώδους ιστού με καταστροφή της αρχιτεκτονικής του πνεύμονα λόγω προσβολής του διάμεσου χώρου και κυρίως των κυψελίδων.
Στα πλαίσια της συνεχιζόμενης έρευνας με σκοπό την κατανόηση της παθογένειας της ΙΠΙ και την ανάδειξη νέων πιο αποτελεσματικών θεραπειών, η Πνευμονολογική Κλινική του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Αλεξανδρούπολης (αποτελεί κέντρο αναφοράς για τα διάμεσα νοσήματα του πνεύμονα, μεταξύ των οποίων και η πνευμονική ίνωση, σε Πανελλήνιο επίπεδο) και το Ινστιτούτο Ανοσολογίας και Βιοϊατρικών Επιστημών «Αλέξανδρος Fleming» με επικεφαλείς, τον καθηγητή Πνευμονολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης Δημοσθένη Μπούρο, τον ερευνητή-βιολόγο Βασίλη Αϊδίνη και τον διδάκτορα/ειδικευόμενο πνευμονολόγο Αργύρη Τζουβελέκη, πραγματοποίησαν με τη χρήση της πρωτοποριακής τεχνολογίας των μικροσυστοιχιών γενετικού υλικού (DNA microarrays) και βιοστατιστικών προγραμμάτων αιχμής, μελέτη μοριακής αποτύπωσης (expression profiling) της πνευμονικής ίνωσης σε πειραματικό μοντέλο ποντικού και ανακάλυψαν μια σειρά νέων γονιδίων τα οποία εμπλέκονται στην παθογένεια της νόσου. Ο ρόλος των γονιδίων αυτών μελετήθηκε εκτενώς και σε ομάδες ασθενών με ΙΠΙ αναδεικνύοντας μελλοντικούς θεραπευτικούς στόχους των οποίων η εκλεκτική αναστολή μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να αποδειχθεί ευεργετική για την καταπολέμηση της νόσου και την αύξηση της επιβίωσης των ασθενών με πνευμονική ίνωση.
Θεραπεία της ΙΠΙ και ο ρόλος των βλαστοκυττάρων
Μέχρι σήμερα, και παρά τις ολοένα και αυξανόμενες πειραματικές θεραπευτικές εφαρμογές, δεν υπάρχει καμία θεραπεία, η οποία να είναι αποτελεσματική όσον αφορά την επιβίωση του ασθενούς. Η συμβατική θεραπεία της νόσου περιλαμβάνει συνδυασμό κορτικοστεροειδών, αντιοξειδωτικών (Ν-ακετυλοκυστεΐνη) ανοσοκατασταλτικών και ανοσοτροποιητικών φαρμάκων. Μέχρι σήμερα, πάντως, η μοναδική αποτελεσματική θεραπεία της νόσου η οποία έχει αποδείξει ότι επιμηκύνει σημαντικά την επιβίωση των ασθενών με ΙΠΙ, είναι η μεταμόσχευση πνεύμονος. Για το λόγο αυτό αλλά και εξαιτίας της ταχείας εξέλιξης της νόσου, οι νέες κατευθυντήριες οδηγίες για την αντιμετώπιση της ΙΠΙ συστήνουν ο ασθενής να εγγράφεται αμέσως μετά τη διάγνωση της νόσου σε λίστα μεταμόσχευσης πνεύμονα. Η μεταμόσχευση πνεύμονος πραγματοποιείται συχνότερα σε ασθενείς ηλικίας μικρότερης των 60 ετών και μάλιστα πρόσφατα οι πρώτες μεταμοσχεύσεις πνεύμονος άρχισαν να πραγματοποιούνται και στον ελληνικό χώρο. Πάρα ταύτα το συμπέρασμα που μπορεί να εξάγει κανείς από τα παραπάνω είναι ότι η διαθέσιμη φαρμακευτική θεραπεία για την ΙΠΙ είναι ανεπαρκής και αναποτελεσματική. Ένας σημαντικός αριθμός κλινικών μελετών νέων θεραπευτικών μέτρων είναι υπό εξέλιξη, ωστόσο τα πρώτα ανακοινώσιμα αποτελέσματα δεν κρίνονται ενθαρρυντικά. Επομένως η ανάγκη για την ανεύρεση και δοκιμή νέων, αποτελεσματικών και λιγότερο τοξικών παραγόντων για τη θεραπεία της νόσου κρίνεται επιτακτική στο άμεσο μέλλον.
Στα πλαίσια αυτής της προσπάθειας, η Πνευμονολογική Κλινική του Π.Γ.Ν.Α με επικεφαλής τον καθηγητή Πνευμονολογίας Δημοσθένη Μπούρο και αρωγό τον ειδικευόμενο πνευμονολόγο Αργύρη Τζουβελέκη, πραγματοποίησε την περασμένη εβδομάδα την πρώτη σε παγκόσμιο επίπεδο στοχευμένη αυτόλογη ενδοβρογχική έγχυση βλαστοκυττάρων του λιπώδους ιστού σε έναν ασθενή που έπασχε από σοβαρού βαθμού ΙΠΙ. Ο ασθενής υποβλήθηκε αρχικά σε λήψη
των βλαστοκυττάρων από το λιπώδη ιστό μέσω λιποαναρρόφησης (Εικόνα 2) και στη συνέχεια, αφού τα βλαστοκύτταρα απομονώθηκαν και ενεργοποιήθηκαν με τη χρήση ειδικού πρωτοκόλλου της εταιρείας AdiStem Ltd (Εικόνα 3) του κου Βασίλη Πασπαλιάρη και την αρωγή του Αν. καθηγητή Βιοχημείας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κου Κολλιάκου, μεταμοσχεύθηκαν ενδοβρογχικά με βρογχοσκόπηση στις περιοχές της επιθηλιακής βλάβης (Εικόνα 4). Η διαδικασία ολοκληρώθηκε χωρίς σημαντικές επιπλοκές και ήσαν άριστα ανεκτή από τον ίδιο τον ασθενή ο οποίος μετά από 24ωρη παρακολούθηση στην κλινική εξήλθε του Νοσοκομείου της Αλεξανδρούπολης και επέστρεψε στην οικία του σε ικανοποιητική γενική κατάσταση. Στον ασθενή είναι προγραμματισμένες να πραγματοποιηθούν 2 ακόμα ενδοβρογχικές εγχύσεις βλαστοκυττάρων (μια ανά μήνα) και τα πρώτα αποτελέσματα της μεθόδου αναμένονται εντός τριμήνου από τη στιγμή της πρώτης έγχυσης. Στόχος της παραπάνω μελέτης είναι η ενδοβρογχική έγχυση βλαστοκυττάρων να εξασφαλίσει στις στοχευμένες περιοχές επιθηλιακής βλάβης και ινογένεσης επαρκή αριθμό κυττάρων με πλούσια αναγεννητική ικανότητα, τα οποία κάτω από το κατάλληλο μικροπεριβάλλον, θα πυροδοτήσουν μια διαδικασία φυσιολογικής επούλωσης της επιθηλιακής βλάβης μέσω της διαφοροποίησης τους σε κυψελιδικά επιθηλιακά κύτταρα. Με την αρωγή και το ενδιαφέρον όλων των ιατρών θα επιταχυνθεί η μοριακή αποτύπωση και κατανόηση της παθογένειας της ΙΠΙ και παράλληλα θα αναδειχθούν νέες πιο αποτελεσματικές θεραπευτικές εφαρμογές σε μια κατηγορία νοσημάτων των οποίων η επίπτωση είναι ολοένα και αυξανόμενη, η παθογένεια είναι ασαφής και η θεραπεία αναποτελεσματική.
Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την παθογένεια, τη διάγνωση και τη θεραπεία της νόσου μπορεί κανείς να αναζητήσει στο διαδίκτυο στις ακόλουθες ηλεκτρονικές διευθύνσεις:
www.pulmonaryfibrosis.org, www.ipfnet.org
Εικόνα 2
Απομόνωση των βλαστοκυττάρων από το λιπώδη ιστό με τη μέθοδο της λιποαναρρόφησης
Εικόνα 3
Το λίπος απομακρύνεται και τα απομονωθέντα βλαστοκύτταρα διαλύονται σε διάλυμα φυσιολογικού ορού πριν την ενδοβρογχική τους έγχυση
Εικόνα 4
Ενδοβρογχική έγχυση βλαστοκυττάρων με τη μέθοδο της βρογχοσκόπησης