Η περιπέτεια της λίστας φαρμάκων
Επιτρέψτε μου να το λέω «σύμπλεγμα του τρίτου δρόμου». Είναι η τάση που μας διακρίνει στην οργάνωση του κράτους μας να ανακαλύπτουμε ξανά την πυρίτιδα.
Να προσπερνάμε δοκιμασμένες λύσεις που έχουν δοθεί αλλού, περιφρονώντας τον δρόμο της κοινής λογικής και της πείρας των άλλων. Ισως οφείλεται στον εθνικό καημό μας να αποδείξουμε στην οικουμένη την «ιδιαιτερότητά» μας, όπως πονηρά μετονομάζουμε την πεποίθηση στην ανωτερότητά μας – ώστε να μην εκτιθέμεθα κιόλας και γίνουμε ρεζίλι. Ισως πάλι η «εξυπνάδα» που πάμε να αποδείξουμε όποτε βολοδέρνουμε στην αναζήτηση τρίτων δρόμων να είναι το πρόσχημα της υστεροβουλίας. (Στην ιδιότυπη ανατολίτικη κουλτούρα μας, εξάλλου, η εξυπνάδα συχνά συγχέεται με την πονηράδα…) Το βέβαιο, πάντως, είναι ότι η χίμαιρα του τρίτου δρόμου έχει κόστος. Ειδικώς, δε, στην περίπτωση της φαρμακευτικής δαπάνης των ασφαλιστικών Ταμείων, την περιπέτεια της οποίας θα εξιστορήσω παρακάτω, το κόστος αυτό ήταν ένας από τους παράγοντες της χρεοκοπίας του ασφαλιστικού συστήματος.
Σε όλο τον κόσμο, ανεπτυγμένο και μη, δύο τρόποι υπάρχουν για την αντιμετώπιση της φαρμακευτικής δαπάνης του ασφαλιστικού συστήματος: Η λίστα φαρμάκων είναι ο ένας, η επιστροφή από πλευράς των φαρμακοβιομηχανιών προσυμφωνημένου ποσοστού επί του τζίρου που πραγματοποιούν ετησίως (rebate) είναι ο άλλος. Τρίτος δεν υπάρχει· και τυχαίο δεν είναι ότι το 95% των κρατών εφαρμόζει τον πρώτο. Η λίστα φαρμάκων περιέχει όλα τα φάρμακα που καλύπτουν τα ασφαλιστικά Ταμεία με την τιμή του καθενός. Η τελευταία καθορίζεται από τον συνυπολογισμό τριών παραγόντων: της τιμής που δίνει η βιομηχανία, του όγκου των συνταγών για το συγκεκριμένο φάρμακο και της έκπτωσης που συμφωνείται μεταξύ ασφαλιστικού συστήματος και βιομηχανίας. Με τον τρόπο αυτόν, το φάρμακο που ένας, λ.χ., Γερμανός πολίτης αγοράζει ως ιδιώτης από το φαρμακείο έναντι 100 ευρώ, εφόσον του συνταγογραφηθεί από το Ταμείο του θα πληρωθεί 10 ευρώ.
Για να παραμείνουμε στο παραπάνω παράδειγμα, πώς πετυχαίνει το γερμανικό κράτος την έκπτωση κατά 90%; Πρώτον, ομαδοποιεί τα ομοειδή φάρμακα. Για τον σκοπό αυτόν υπάρχουν διάφοροι τρόποι, διεθνώς κωδικοποιημένοι. (Π.χ., σε γενικές γραμμές, ΑΤC3 είναι η ομαδοποίηση ακριβών πρωτοτύπων και φθηνών γενοσήμων, που ακολουθείται στην Γερμανία, ΑΤC5 για την ομαδοποίηση ακριβών, πρωτοτύπων φαρμάκων κ.λπ.) Δεύτερον, φροντίζει να έχει σύστημα με το οποίο να μετράει επακριβώς τον αριθμό των συνταγών που γράφονται για το κάθε φάρμακο. Ο συνδυασμός των δύο και η διαπραγμάτευση με τη βιομηχανία δίνει την αμοιβαίως συμφέρουσα τιμή. Εμείς, εδώ, δεν καταφέραμε να έχουμε ούτε το πρώτο ούτε το δεύτερο.
Η λίστα άρχισε να ισχύει επί ΠΑΣΟΚ το 1998. Επειδή όμως η προσέγγιση στο ζήτημα των κριτηρίων ήταν ιδιότυπη, η φαρμακευτική δαπάνη εξακολουθούσε να αυξάνεται σταθερά και το 2004, επί Ν.Δ., καταργήθηκε και εισήχθη η μέθοδος του rebate (εξηγείται παραπάνω). Ούτε αυτή απέδωσε όμως. Οι φαρμακοβιομήχανοι προσέβαλαν την εφαρμογή του rebate στο Συμβούλιο της Επικρατείας και με απόφαση του 2010 δικαιώθηκαν (για την εφαρμογή της μεθόδου το διάστημα 2006 – 2008). Ο λόγος; Το ελληνικό κράτος δεν είχε ακριβή στοιχεία των φαρμακευτικών πωλήσεων, επειδή ακόμη δεν έχει μάθει να μετράει! Συγκεκριμένα, ο ΕΟΦ είχε μεν τον όγκο των πωλήσεων των φαρμακείων, αλλά δεν μπορούσε να ξέρει πόσες από τις συνταγές πλήρωνε το ΙΚΑ, λόγω έλλειψης μηχανοργάνωσης. (Ακόμη και σήμερα, ο ΕΟΦ δεν μπορεί να ανταποκριθεί στην υποχρέωσή του, εκ του νόμου, να κοινοποιεί μηνιαίως τον όγκο των πωλήσεων…)
Η πορεία της δαπάνης εξακολούθησε να είναι αυξητική, ώσπου λίγο πριν από τα Χριστούγεννα του 2009, με μια σαββατιάτικη τροπολογία, η κυβέρνηση επανέφερε τη λίστα. Αρχές Ιανουαρίου του 2010 ψηφίστηκε και, λογικά, σε δέκα ημέρες η κοινή υπουργική απόφαση (Ξενογιαννακοπούλου, Λοβέρδου και Κατσέλη) με τα κριτήρια σχηματισμού της λίστας έπρεπε να εκδοθεί. Χρειάστηκαν όμως τέσσερις μήνες για να γίνει αυτό, τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου. Ενώ λογικά έπρεπε σε δέκα ημέρες η λίστα να υπάρχει, αφού τα κριτήρια είχαν προσδιορισθεί, περνούν άλλοι οκτώ μήνες φθάνουμε στον Ιανουάριο του 2011, όπου με νέα κοινή υπουργική απόφαση (Λοβέρδου, Κουτρουμάνη, Χρυσοχοΐδη) τα κριτήρια αναθεωρούνται επί τα χείρω για την πλευρά των συμφερόντων της φαρμακοβιομηχανίας. Ακολουθεί κυβερνητική απραξία και τον Ιούνιο του 2011 ο Ανδρέας Λοβέρδος νομοθετεί ξανά τη λίστα, ενώ -παραδόξως- με τροπολογία δύο αράδων σε άλλο νομοσχέδιο επιχειρεί να επαναφέρει συγχρόνως και το rebate, ως εάν προεξοφλούσε -θα έλεγε κανείς- ότι η λίστα δεν θα εφαρμοσθεί. Η εγρήγορση της Ν.Δ. στη Βουλή τον υποχρεώνει να αποσύρει την τροπολογία.
Για περισσότερο από έναν χρόνο, αφότου αποφασίστηκε η επαναφορά της, αφανείς δυνάμεις (τι άλλο να πει κανείς;) εμποδίζουν την εφαρμογή της λίστας. Σήμερα και πάλι ψηφίζεται στη Βουλή η θέσπισή της (τρίτη φορά!), ως όρος της δανειακής σύμβασης, με την ταυτόχρονη θέσπιση -περιέργως- και του rebate. Θα αποδώσει τα αναμενόμενα; Οπως έδειξε η εφαρμογή διαφανών διαδικασιών στις νοσοκομειακές προμήθειες, εξοικονόμηση δαπανών ακόμη και της τάξεως του 90% μπορούν να επιτευχθούν εφόσον αποφασίσουμε απλώς να κάνουμε αυτό που έχουν κάνει οι άλλοι με επιτυχία πριν από εμάς. Αρκεί να υπάρχει η πολιτική βούληση που θα αναμετρηθεί με τα συμφέροντα των φαρμακοβιομηχανιών. Ετσι όπως το θέτω, όμως, η πολιτική βούληση φαντάζει κάτι απλό. Στην πραγματικότητα δεν είναι καθόλου…
Tου Στεφανου Κασιματη / kassimatis@kathimerini.gr
http://news.kathimerini.gr/