Στενωτική τενοντοελυτρίτιδα De Quervain
Στη ραχιαία επιφάνεια του καρπού, υπάρχουν οι τένοντες των μυών που εκτείνουν τον αντίχειρα και ανυψώνουν το χέρι στο ύψος του καρπού. Αυτοί οι τένοντες κινούνται διά μέσου έξι διαμερισμάτων, κάτω από μια ισχυρή ινώδη μπάντα που καλείται ραχιαίος σύνδεσμος του καρπού. Το πρώτο ραχιαίο διαμέρισμα βρίσκεται πάνω από τη βάση του αντίχειρα. Μέσα σε αυτό διέρχονται οι τένοντες του μακρού απαγωγού και του βραχέως εκτείνοντα τον αντίχειρα. Οι δύο αυτοί μυς βοηθούν στην απομάκρυνση του αντίχειρα από το υπόλοιπο χέρι και είναι απαραίτητοι για την ισχυρή απαγωγή, καθώς και για τη συλληπτική ικανότητα του χεριού.
Το σύνδρομο De Quervain είναι η επώδυνος φλεγμονή του ελύτρου και των τενόντων του πρώτου ραχιαίου διαμερίσματος του καρπού. Το τενόντιο έλυτρο παχαίνει και γίνεται οιδηματώδες, με αποτέλεσμα να αφήνει λιγότερο χώρο για τους υπάρχοντες τένοντες. Είναι δυνατόν οι τένοντες να γίνουν οιδηματώδεις στην περιοχή της στενώσεως και τελικά να δημιουργηθούν μικρές ουλώδεις εστίες μεταξύ των ελύτρων και των τενόντων.
Οι επανειλημμένοι μικροτραυματισμοί, η ρευματοειδής αρθρίτιδα, αλλά και η υπερχρησιμοποίηση του χεριού είναι οι συνηθέστερες αιτίες που προκαλούν την πάθηση. Το σύνδρομο De Quervain εμφανίζεται συνήθως σε άτομα ηλικίας από 30 έως 50 ετών. Οι γυναίκες προσβάλλονται οκτώ με δέκα φορές συχνότερα από τους άνδρες. Πιθανώς να υπάρχει σχετική προδιάθεση σε άτομα που χρησιμοποιούν το χέρι τους σε συνεχή πλάγια κίνηση του καρπού, με ταυτόχρονη σύλληψη του αντίχειρα, όπως δακτυλογράφοι, εργάτες που χρησιμοποιούν τους σφυρί, αθλητές (σκιέρ κ.λπ.) κ.ά.
Πρωταρχικό σύμπτωμα είναι ο πόνος του αντίχειρα στο ύψος του καρπού. Είναι δυνατόν να αρχίσει προοδευτικά με αντανάκλαση στον αντίχειρα και το αντιβράχιο ή ακόμα και να προκαλεί έγερση από τον ύπνο. Ο πόνος γίνεται εντονότερος με τη χρήση του αντίχειρα και κυρίως στο έντονο πιάσιμο, την πλάγια σύλληψη και στροφή, όπως, π.χ., στη χρήση του κλειδιού. Είναί δυνατόν επίσης να παρουσιαστεί ελαφρύ οίδημα στην κερκιδική πλευρά του καρπού και πιθανώς “αναπήδηση”, όταν κινείται ο αντίχειρας. Λόγω του πόνου και του οιδήματος, περιορίζεται η κίνηση του αντίχειρα.
Εκτός από τον πόνο και το οίδημα πάνω από το πρώτο ραχιαίο διαμέρισμα, ο ασθενής παρουσιάζει πόνο όταν κάνει γροθιά το χέρι του, με τον αντίχειρα μέσα στην παλάμη να ακουμπά το μικρό του δάκτυλο. Αυτό το τεστ είναι πιθανώς ελαφρώς επώδυνο σε πολλούς από εμάς, αλλά εντονότατα επώδυνο γι’ αυτούς που έχουν De Quervain.
Ο ορθοπεδικός ιατρός θα προσπαθήσει κατ’ αρχάς να σταματήσει την εξέλιξη της νόσου με αντιφλεγμονώδη αγωγή για διάστημα τριών έως έξι εβδομάδων και ταυτόχρονη τοποθέτηση του χεριού σε νάρθηκα. Μερικές φορές εφαρμόζεται και τοπική έγχυση στεροειδούς για τη μείωση της φλεγμονής. Εάν τα συμπτώματα επιμένουν, συνιστάται η χειρουργική θεραπεία. Με τοπική αναισθησία, στο ύψος του πρώτου ραχιαίου διαμερίσματος, γίνεται διάνοιξη του συνδέσμου. Υπάρχει πιθανότητα μετεγχειρητικού πόνου για λίγες ημέρες, γι’ αυτό χορηγούνται παυσίπονα φάρμακα. Πρόγραμμα ασκήσεων του αντίχειρα και του καρπού εφαρμόζεται από τις πρώτες μετεγχειρητικές ημέρες. Η υποτροπή είναι σπάνια μετά τη χειρουργική θεραπεία.
Η επώδυνη, φλεγμαίνουσα πλευρά του αντίχειρα στον καρπό, που κάποτε ονομαζόταν θλάση των γυναικών, λόγω της έντονης χρήσης των χεριών κατά το πλύσιμο, τώρα φέρει το όνομα του Ελβετού Χειρουργού Fritz de Quervain, ο οποίος την περιέγραψε το 1895.