Το ιστορικό μοναστήρι Αγίου Γεωργίου Φενεού

Το ιστορικό μοναστήρι Αγίου Γεωργίου Φενεού Facebooktwitterpinterest

Το πρώτο – πρώτο μοναστήρι ήταν το σημερινό «Παλιομονάστηρο», Βυζαντινού ρυθμού, που χτίστηκε κατά τον 14ο αιώνα κι εγκαταλείφθηκε αργότερα, μάλλον τον 17ο αιώνα, όταν η λίμνη, λέει η παράδοση, κατάκλυσε ολόκληρο το Φενεάτικο κάμπου, έφτασε μέχρις εδώ κι ανάγκασε τους μοναχούς να φύγουν για ψηλότερα και να χτίσουν το νέο μοναστήρι στη σημερινή εξαίσια τοποθεσία.

Η παράδοση λέει πάλι ότι το «Παλιομονάστηρο» το έκτισε κάποιος μοναχός από την επαρχία Καλαβρύτων με δικά του έξοδα και με επαιτεία.

Σήμερα το «Παλιομονάστηρο», έτσι που υψώνεται ταπεινά, σαν πολύπαθος εκατοχρονίτης γέρος ερημίτης, παράμερα του δρόμου, χωρίς κραυγές, σιωπηλό κι απέριττο, μάρτυρας αδιάψευστος της ιστορίας του τόπου, έχει δική του συγκλονιστική ομορφιά, υποβάλλει με την αυστηρότητά του και τη σιωπή.

Το σημερινό μοναστήρι, τριώροφο, επιβλητικό και εντυπωσιακό οικοδόμημα, σύμφωνα με την επιγραφή που υπάρχει στο εξωτερικό του ναού, πίσω από την κύρια θύρα, χτίστηκε το 1693, αλλά ανακαινίσθη εκ θεμελίων, λόγω πυρκαγιάς, το 1754. Υπήρξε εξ αρχής σταυροπηγιακό, δηλαδή αδούλωτο κι ελεύθερο, δεσποζόμενο κατευθείαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στο οποίο, σαν γνώρισμα υποταγής, έστελνε κάθε χρόνο μια οκά κερί! Σταυροπηγιακό αναφέρεται το μοναστήρι «του Φονιά»· και στον κατάλογο του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως των ετών 1797-1798. Αλλά και η αρχαιοτάτη σφραγίδα του μοναστηριού που βρίσκεται στο εκκλησιαστικό μουσείο Κορίνθου φέρει την επιγραφή «Σφραγίς της ιεράς και σταυροπηγιακής μονής του Αγίου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου Φονιά εν τη Πελοποννήσω». Επίσης, επί Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε’ εξεδόθη Σιγίλλιο το 1797 με το οποίον βεβαιούται ότι το μοναστήρι είναι σταυροπηγιακό. Επειδή, φαίνεται, είχε καεί, οι πατέρες είχαν ξαναζητήσει την αναγνώριση ως σταυροπηγιακό από το Πατριαρχείο. Σε τούτο το Σιγίλλιο ο Γρηγόριος ο Ε’ το ανακηρύσσει Πατριαρχικό και σαν δείγμα υποταγής του να στέλνει το μοναστήρι κάθε χρόνο εκατόν πενήντα γρόσια.

Ο ναός είναι στη μέση της αυλής και γύρω τριώροφο συγκρότημα κελιών, που το κάνουν ολόκληρο τεράστιο και μεγαλόπρεπο. Ο ναός τύπου βασιλικής με τρούλο είναι χωρισμένος στο νάρθηκα, στον κυρίως ναό στον οποίο εισερχόμεθα από τρεις θύρες και στο Ιερό, Ολόκληρος ο ναός είναι εικονογραφημένος με τοιχογραφίες σπάνιας τέχνης και λεπτοτάτης κατεργασίας από τον ζωγράφο Παναγιώτη από τα Ιωάννινα, (όπως αναφέρει επιγραφή), το 1762 – 1768. Είναι τοιχογραφίες εκφραστικές, ζωντανές, μορφές απαλλαγμένες από το βάρος και την έννοια της επίγειας ζωής και δοσμένες με παραστατικότητα. Εικονίζουν αγίους, την Παναγία και τη ζωή της, τη ζωή του Χριστού από τη μικρή ηλικία ακόμα, παραστάσεις από το μαρτύριο Του. Μια αρμονία χρωμάτων και μορφών, μια γλυκύτητα απλώνεται παντού στα εικονιζόμενα άγια πρόσωπα. Ο αγιογράφος Παναγιώτης από τα Ιωάννινα έχει επηρεασθεί από την Κρητική νοοτροπία και διακόσμηση, έχει όμως βάλει την προσωπική του σφραγίδα (γράφει ο Σταύρος Κουτίβας). Γενικά πρέπει να ήταν από τους καλούς ζωγράφους της εποχής εκείνης.

Στη μέση του ναού και πάνω στην οροφή του οκτάπλευρου τρούλου ευρίσκεται σε άριστη κατάσταση και επιβλητικός ο Παντοκράτωρ. Κάτω από τον Τρούλο κρέμεται αιωρούμενος ο μεγάλος ξύλινος χορός (πολυέλαιος) ο οποίος φέρει μικρές εικόνες (μινιατούρες) άριστης Τέχνης. Μοιάζει ο χορός τούτος σαν αυτούς που υπάρχουν σ’ όλες τις μεγάλες εκκλησίες του Αγίου Όρους.

Αξιόλογο είναι επίσης και το ξυλόγλυπτο τέμπλο του ναού, το οποίο είναι στολισμένο με σκαλιστές εικόνες και παραστάσεις ολόκληρες από την Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Σύμφωνα με την επιγραφή, το τέμπλο σκαλίστηκε το 1762. Χρυσώθηκε όμως πάλι από το ζωγράφο Παναγιώτη εξ Ιωαννίνων. Ίσως και να σκαλίστηκε από τον ίδιο. Όπως και νά ‘χει όμως ο ζωγράφος Παναγιώτης εξ Ιωαννίνων κινεί τον θαυμασμό και σεβασμό μας όχι μόνο για την τέχνη του και το ταλέντο με το οποίο ο Θεός τον προίκισε, αλλά και για τη βαθιά του πίστη και ευσέβεια που οδήγησαν το άξιο χέρι του για να μπορέσει να δώσει την ψυχή, την ζωντάνεια και την θεία ακτινοβολία στα εικονιζόμενα. Οι λεπτής Τέχνης τοιχογραφίες μαζί με το λιγοοτό, μουντό φως που κατεβαίνει από ψηλά, τη γλυκιά ευωδιά του λιβανιού, τη θαυμαστή ιστορία του μνημείου τούτου και τη σιωπή, συγκινούν βαθιά, δημιουργούν στον προσκυνητή, έντονα αισθήματα δέους και ψυχικής ανάτασης.

Στη δυτική πλευρά του ναού, πίσω από το νάρθηκα, στην οροφή, υπάρχει καταπακτή από την οποία με ξύλινη σκάλα σήμερα ανεβαίνει κανείς στο «Κρυφό Σχολειό». Τίποτα αν δεν είχε το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου να μας προσφέρει και είχε μόνο το κρυφό σχολειό του, το οποίο σώζεται σε άριστη κατάσταση, όχι μόνο θα άξιζε, αλλά θα ήταν και χρέος μας να το επισκεφτούμε. Τούτος ο χώρος είναι αγιασμένος από το φόβο και τη λαχτάρα των σκλαβωμένων προγόνων μας για ελευθερία. Και είναι ακόμα ένα αδιάψευστο σημάδι της μεγάλης προσφοράς της εκκλησίας μας προς τον ιερό αγώνα του Έθνους.

Εξωτερικά το μοναστήρι έχει ωραιότατες βεράντες με τζαμαρία από τις οποίες ο επισκέπτης μπορεί να απολαύσει, όλες τις εποχές, ένα αξέχαστο θέαμα, ολόκληρο το οροπέδιο του Φενεού, τις απέναντι σκουροπράσινες πλαγιές των Αροανίων και τη γυμνή πέτρινη κορυφή της «Δουρδουβάνας» να σχίζει σα βέλος τουν ουρανό. Εδώ σε τούτες τις ξύλινες βεράντες, έχεις την αίσθηση πως βρίσκεται μετέωρος. Στον αέρα. Στο ζεστό πάλι σαλόνι του ξενώνα, οι σεβαστοί για το έργο που επιτελούν εδώ και φιλόξενοι μοναχοί του Αγίου Γεωργίου, σκλαβώνουν τον επισκέπτη με το πατροπαράδοτο λουκούμι και το κρύο νερό ή τον καφέ και το γλυκό του κουταλιού, που προσφέρουν μαζί με το εγκάρδιο χαμόγελό τους και τις πληροφορίες για την ιερά μονή και τον τόπο.

Ας κάνουμε όμως μια σύντομη γενική αναφορά στην πορεία του μοναστηριού μέσα στο χρόνο.

Πριν κτιστεί το νέο μοναστήρι, το «Παλαιομονάστηρο» είχε μικρή περιουσία. Ίσως γύρω του και στον κάμπο του Φενεού. Αργότερα, όταν κτίστηκε το νέο, από τα χρήματα που συγκέντρωσαν οι μοναχοί του απ’ όλη την Πελοπόννησο και από διάφορες προσφορές, το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου του Φενεού παρουσίασε μεγάλη άνθιση και ζωντάνια και πολλοί μοναχοί ήρθαν για να μονάσουν εδώ. Μετά τα Ορλωφικά (1770) πολλοί κάτοικοι της περιοχής για να αποφύγουν τις οικονομικές επιβαρύνσεις στους Τούρκους, με εικονικές ομολογίες, παραχωρούσαν πολλά χτήματά τους στο μοναστήρι. Με τα χρόνια και η εικονική αυτή περιουσία περιήλθε στη μονή. Έτσι το μοναστήρι, λίγο πριν την Επανάσταση του ’21, υπολογιζόταν σα μια μεγάλη οικονομική δύναμη σ’ ολόκληρη την Πελοπόννησο και ήταν σεβαστό όχι μόνο στους Έλληνες αλλά και στους Τούρκους.

Οι πατέρες τότε είχαν την δύναμη και συντηρούσαν πολλές φτωχές οικογένειες, μόρφωναν πολλούς νέους και γενικά πρόσφεραν καταφύγιο σε όλους τους κατατρεγμένους από τον κατακτητή. Η παράδοση λέει πως πολλοί γονείς, με το πρόσχημα ότι τάζουν τα παιδιά τους στο μοναστήρι, τά έστελναν εκεί, μακριά από τους Τούρκους, μάθαιναν γράμματα και την ιστορία του γένους. Από το φυτώριο τούτο εφοδίαζαν με μορφωμένους ανθρώπους, ιερείς και διδασκάλους, όχι μόνο την γύρω περιοχή, αλλά και ολόκληρη την Πελοπόννησο. Και όπως σε όλα τα μοναστήρια, έτσι και σ’ αυτό, διαφυλάχτηκε η Ορθοδοξία και η εθνική μας παράδοση.

Πριν από την Επανάσταση ο ηγούμενος Ναθαναήλ, φωτεινή φυσιογνωμία, που ήταν μυημένος στην «Φιλική Εταιρεία» είχε μυήσει και πολλούς μοναχούς, κληρικούς και οπλαρχηγούς, και είχε προετοιμάσει την ορεινή Κορινθία για τον αγώνα. Κατά τον Φωτάκο «Όλοι οιμοναχοί, (οι οποίοι, λέει ηπαράδοση, ήταν πάνω από εκατό) εκατήχουν την περιφέρειαν του Φονιά και έξωθεν και εφρόνπσαν και ετοίμασαν όλα τα αναγκαία του πολέμου». Τα παλληκάρια του τόπου έρχονταν σ’ επαφή με τους μοναχούς και συζητούσαν για τον μεγάλο αγώνα. Ίσως στο «Κρυφό του Σχολειό» να γίνονταν οι θερμές συζητήσεις τους, να αντάλλασσαν απόψεις, μηνύματα και να τραγουδούσαν τα θούρια!

Κατά την Επανάσταση οι πατέρες της μονής εθυσίασαν όλα τα υπάρχοντα τους για τον Αγώνα. Κατά τον Φωτάκο «Έτρεχαν άλλα χρήσιμα εις τους στρατιώτας». Από τούτο το μοναστήρι είχε περάσει ο Παπαφλεσσας με άλλους αρχηγούς όπλων, λίγο πριν την Επανάσταση, ζητώντας με την ορμή του να σηκωθούν τώρα. Και τώρα πια δε μας ξαφνιάζει η πληροφορία που υποστηρίζουν πολλοί συγγραφείς (από το βιβλίο «Η Γκούρα Κορινθίας» του Βασ. Π. Σαρλή) ότι «το πρώτο Τούρκικο αίμα που χύθηκε από δικούς μας και που εσήμαινε την έναρξη της Επαναστάσεως, έρευσε σε χωριό της Κορινθίας, στο Φονιά. Εκεί οι δικοί μας χτύπησαν κάτι γυφτοχαρατσίδες που ανήκαν στην υπηρεσία του Κορίνθιου Βοεβόδα, του γνωστού Κιαμήλμπεη». Κι από τούτο το μοναστήρι πάλι, όταν ο Ιμπραήμ είχε ρημάξει την Πελοπόννησο, ο αρχηγός των όπλων Θ. Κολοκοτρώνης, προσπαθούσε να συγκεντρώσει τα Ελληνικά στρατεύματα για ν’ αντισταθεί στον Αιγύπτιο Πασά. Το αναφέρει ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματά του.

«Στην πατρίδα (γράφει ο Σταύρος Κουτίβας) τούτη η μονή δεν πρόσφερε μόνο χρήματα και τις υπηρεσίες των μοναχών στους ασθενείς και τραυματίες του πολέμου, αλλά και πολλούς οπλοφόρους μοναχούς, οι οποίοι επολέμησαν σ’ όλες τις μάχες του πολέμου με γενναιότητα και τόλμη». Η μονή σ’ όλα τα χρόνια του πολέμου συντηρούσε τριάντα οπλοφόρους μοναχούς, οι οποίοι αγωνίστηκαν με ηρωισμό και αυτοθυσία. Ο ίδιος ο ηγούμενος Ναθαναήλ, τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης, ακολουθούσε τα Ελληνικά στρατεύματα!

Από έγγραφο της μονής μαθαίνουμε την προσφορά της στην Επανάσταση που μπορεί να μετρηθεί με τα φτωχά σταθμά της ύλης. Το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου Φενεού πρόσφερε στον Αγώνα 9.500 γρόσια, 15 οκάδες ασήμι. «Ασήμι ιδικόν μας και του μοναστηρίου, εκτός του Αγίου ποτηριού, οκάδες 15». (Μας πιάνει ρίγος σ’ αυτήν την ομολογία). 500 γιδοπρόβατα. 15 βοϊδογέλαδα, 8.000 μπάτσες κρασί και 950 οκάδες σιτάρι. (Πάντα ο Φενεός δεν έκανε αρκετό σιτάρι).

Το 1900 υπηρετούσαν στη μονή Αγίου Γεωργίου Φενεού είκοσι τέσσερις μοναχοί.

Στα χρόνια της κατοχής το μοναστήρι υπήρξε δυστυχώς τόπος μαρτυρίου από τους συμμορίτες και οι μοναχοί εσφαγιάσθηκαν μαζί με εκατοντάδες αδερφούς μας. Δεν θ’ αναφερθούμε όμως σ’ αυτό παρ’ ότι τα στοιχεία είναι συγκλονιστικά. Είναι πολύ νωπή ακόμα η φρίκη τούτη για τους ντόπιους και τα πάθη έτοιμα να ξυπνήσουν. Ας μην τα υποδαυλίσουμε εμείς. Δε θα θίξουμε ούτε το γεγονός της «τρύπας», του φυσικού βαράθρου στο Κοκκοβούνι, που σημαδεύει την ίδια εκείνη εποχή.

Σήμερα το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου, το μνημείο αυτό με την λαμπρή μακρόχρονη ιστορία του και προσφορά του πνευματική και υλική στην περιοχή και την πατρίδα, είναι τυλιγμένο στη σιωπή. Χωρίς σχεδόν περιουσιακά στοιχεία, (οι λίγοι πόροι του δαπανώνται κυρίως για την κτηριακή του συντήρηση) με ελάχιστους, εγκαταλειμένους στη μοναξιά μοναχούς, σαν ένα μουσειακό είδος, το περισφίγγει σιγά – σιγά με τα γλοιώδη, ύπουλα δάχτυλά της η λησμοσύνη και ο θάνατος. Εμείς παρακολουθούμε άπραγοι. Κι όμως στη σκέψη πως κάποτε που τα βήματά μας θα μας οδηγήσουν μέχρις εκεί, μπορεί να βρούμε την πόρτα του κλειστή, μας πιάνει ρίγος. Ας συνέλθουμε λοιπόν πριν είναι αργά. Εμείς οι Κορίνθιοι και ιδιαίτερα οι ντόπιοι, με τη βοήθεια και συμπαράσταση και των φίλων μας, μπορούμε να μετατρέψουμε το μοναστήρι μας σ’ ένα αληθινό πνευματικό κέντρο όλης της περιοχής, όπως είναι και ο προορισμός του άλλωστε.

Ντίνα Βλάχου
http://www.korinthorama.gr/

Facebooktwitterpinterest

Στείλτε τις απορίες σας

Στείλτε τις απορίες σας στο Γιατρό - Συγγραφέα του παραπάνω άρθρου
  • This field is for validation purposes and should be left unchanged.