H σωστή πληροφόρηση, σύμμαχος της γυναίκας στην εμμηνόπαυση

Facebooktwitterpinterest

“Εξασφαλίζει καλύτερη ποιότητα ζωής”

Αθήνα – Μία στις 100 γυναίκες πάσχει από χρόνια εμμηνόπαυση, δηλαδή η διακοπή της εμμηνορρυσίας συμβαίνει πριν την ηλικία των 45 ετών, με αποτέλεσμα των πενταπλασιασμό του κινδύνου οστεοπόρωσης και οστικού κατάγματος αλλά και εκδήλωσης καρδιαγγειακών νοσημάτων.

Τα νέα εξατομικευμένα σχήματα ορμονικής υποκατάστασης (σε μορφή δισκίου, τζελ ή δερματιού επιθέματος), όταν χορηγούνται κατά τον ενδεδειγμένο τρόπο και με την κατάλληλη ιατρική παρακολούθηση της γυναίκας, αποδεικνύονται ασφαλή και εξασφαλίζουν την πρόληψη ανεπιθύμητων ενεργειών αλλά και μια καλή ποιότητα ζωής.

Το Τμήμα Κλιμακτηρίου-Εμμηνόπαυσης που λειτουργεί στην Β’ Μαιευτική και Γυναικολογική Κλινική του Πανεπιστημίου Αθηνών («Αρεταίειο» Νοσοκομείο) σε συνεργασία με την Eλληνική Εταιρεία Κλιμακτηρίου και Εμμηνόπαυσης, συνόψισαν τα επιστημονικά δεδομένα που αφορούν στη χορήγηση της ορμονικής θεραπείας και την Τρίτη 19 Ιουνίου στις 18:00 μ.μ. (σε κεντρικό ξενοδοχείο), παρουσιάζουν το εγχειρίδιο κατευθυντήριων οδηγιών για την αντιμετώπιση των συνηθέστερων κλινικών περιπτώσεων στις οποίες ενδείκνυται η χορήγηση της.

Η διατήρηση μιας καλής ποιότητας ζωής μετά την εμμηνόπαυση καθίσταται σαφής αν αναλογιστεί κανείς ότι, σύμφωνα με εκτιμήσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), το 2030 πάνω από 1,5 δισ. γυναίκες θα είναι άνω των 50 ετών. Όταν λοιπόν η γυναίκα φτάνει στην φάση της εμμηνόπαυσης (υπό φυσιολογικές συνθήκες σε ηλικία περίπου 50 ετών) έχει μπροστά της τουλάχιστον άλλα 30 χρόνια υγιούς και παραγωγικής ζωής, αν αναλογιστούμε ότι ο μέσος όρος ζωής στην Ελλάδα για τις γυναίκες είναι τα 82 έτη.

Η αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης επιφέρει όμως αλλαγές στη συχνότητα των νοσημάτων που σχετίζονται με την έλλειψη οιστρογόνων. Κατά την εμμηνόπαυση, οι ωοθήκες σταματούν να παράγουν οιστρογόνα. Η έλλειψη αυτή έχεις ως συνέπεια την εμφάνιση άμεσων και έμμεσων επιπτώσεων.

Το κλιμακτηριακό σύνδρομο είναι η βασικότερη άμεση επίπτωση της εμμηνόπαυσης. Οι εξάψεις είναι το χαρακτηριστικότερο σύμπτωμα, καθώς πάνω από το 50% των γυναικών βιώνει εξάψεις και μετά τα 60 έτη. Το σύνδρομο ωστόσο έχει και ψυχικά συμπτώματα με κυριότερα την ψυχοσυναισθηματική αστάθεια, την ευερεθιστότητα, το αίσθημα κόπωσης, την αϋπνία και την απώλεια ενδιαφέροντος. Οξύ πρόβλημα αποτελεί για πολλές γυναίκες και η κολπική ξηρότητα (επιδεινώνεται με την πάροδο των ετών), ο πόνος κατά την σεξουαλική επαφή, η έλλειψη σεξουαλικού ενδιαφέροντος και η ουρογεννητική ατροφία.

Όπως προαναφέρθηκε σημαντικός κίνδυνος για την υγεία της μετεμμηνοπαυσιακής γυναίκας αποτελεί και η οστεοπόρωση, καθώς μια στις δύο γυναίκες θα προσβληθεί από οστεοπορωτικό κάταγμα σε κάποια φάση της ζωής της. Τα καρδιαγγειακά νοσήματα αποτελούν επίσης σημαντικό παράγοντα νοσηρότητας και θνητότητας στην εμμηνοπαυσιακή γυναίκα. Η απουσία της προστατευτικής δράσης των οιστρογόνων έχει ως αποτέλεσμα την εξίσωση του κινδύνου καρδιοπάθειας μεταξύ γυναικών και ανδρών, κατά την τρίτη ηλικία.

Τέλος, η εμμηνόπαυση οδηγεί σταδιακά σε αύξηση της χοληστερόλης, διαταραχή στον μεταβολισμό της γλυκόζης, αύξηση της αρτηριακής πίεσης και αύξηση του σωματικού βάρους, ειδικά στην κοιλιακή χώρας.

Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι η εμμηνόπαυση αποτελεί μια πραγματική ιατρική πρόκληση για τους επιστήμονες, τόσο ως προς τον χειρισμό αλλά και την παρακολούθηση των γυναικών.

Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι η εμμηνόπαυση αποτελεί μια πραγματική ιατρική πρόκληση για τους επιστήμονες, τόσο ως προς τον χειρισμό αλλά και την παρακολούθηση των γυναικών. «Τα προηγούμενα χρόνια η χορήγηση της ορμονικής θεραπείας έδινε στις γυναίκες τη λύση σε πολλά προβλήματά τους και στο γιατρό την ηθική ικανοποίηση ότι βοήθησε σημαντικά την ασθενή του. Η δημοσίευση των μεγάλων κλινικών μελετών σχετικά με την ορμονική θεραπεία στις αρχές της δεκαετίας του 2000, καθώς και ο τρόπος χειρισμού των μελετών αυτών από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ανέτρεψε τα δεδομένα, δημιουργώντας σύγχυση και φόβο, τόσο στις γυναίκες, όσο και στους ίδιους τους γιατρούς. Αποτέλεσμα ήταν να περιορισθεί σημαντικά η χορήγηση της ορμονικής θεραπείας, στο πλαίσιο άσκησης της ‘αμυντικής ιατρικής’, έτσι, ώστε οι γυναίκες να στερούνται τις πολλαπλές ωφέλειες από τη θεραπεία», υπογραμμίζει ο καθηγητής Μαιευτικής-Γυναικολογίας και διευθυντής της Β’ Μαιευτικής και Γυναικολογικής Κλινικής του «Αρεταίειου» Γεώργιος Κρεατσάς.

Σχολιάζοντας το φαινόμενο αυτό, ο αναπληρωτής καθηγητής Μαιευτικής-Γυναικολογίας και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Κλιμακτηρίου και Εμμηνόπαυσης Γεώργιος Χριστοδουλάκος επισημαίνει ότι «η εμμηνοπαυσιακή γυναίκα πρέπει να λαμβάνει σωστή ενημέρωση για τις διαθέσιμες θεραπείες, να υποβάλλεται στην κατάλληλη αξιολόγηση ανά τακτά διαστήματα ώστε να διασφαλίζεται ότι το θεραπευτικό σχήμα που θα λάβει ταιριάζει απόλυτα στις ανάγκες της.»

Η Ειρήνη Λαμπρινουδάκη, επίκουρη καθηγήτρια Γυναικολογικής Ενδοκρινολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών τονίζει την αξία της ενημέρωσης στην απόφαση της γυναίκας να ακολουθήσει κάποιο σχήμα ορμονικής υποκατάστασης ή όχι. «Η θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης δεν είναι αναγκαία για όλες τις γυναίκες. Το 20-40% των γυναικών που έχει διακοπή της εμμηνορρυσίας μετά τα 50 έτη ζωής θα λάβει ορμονική θεραπεία. Το κόστος της κυμαίνεται από πέντε έως 40 ευρώ μηνιαίως, ανάλογα το σκεύασμα και η διάρκεια είναι περίπου τα τέσσερα χρόνια», εξηγεί.

HEALTH.IN.GR

Facebooktwitterpinterest

Στείλτε τις απορίες σας

Στείλτε τις απορίες σας στο Γιατρό - Συγγραφέα του παραπάνω άρθρου
  • This field is for validation purposes and should be left unchanged.