ΟΠΑΔ: Νέα απάτη μεγατόνων, δέκα εκατομμυρίων ευρώ
Σύμφωνα με έλεγχο του Σώματος Επιθεωρητών Υγείας, διαπιστώθηκε ότι υπάλληλοι του ΟΠΑΔ Πειραιά σε συνεργασία με γιατρούς, αλλά και ιδιοκτήτες διαγνωστικών κέντρων πλαστογραφούσαν υπογραφές και σφραγίδες δεκάδων ανυποψίαστων γιατρών, ακόμη και γιατρών που είχαν αποβιώσει, παρουσιάζοντας ψεύτικες εξετάσεις ασθενών για τις οποίες πληρώνονταν στην συνέχεια προσκομίζοντας πλαστά παραστατικά και ζημίωναν το ταμείο των Δημοσίων Υπαλλήλων.
Μια πυρκαγιά έκαψε τα αρχεία
Σύμφωνα με την έκθεση που έχει κατατεθεί στις αρμόδιες Αρχές η έρευνα αφορά την περίοδο 2003 έως και 2005 καθώς πριν από το 2003 τα στοιχεία δεν είναι μηχανογραφημένα, ενώ όταν ξεκίνησε ο έλεγχος το 2010 ξέσπασε πυρκαγιά στο αρχείο της υπηρεσίας, που σύμφωνα με τους ελεγκτές κατέστρεψε πολλά στοιχεία και δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία των ελεγκτών περισσότεροι από 100 γιατροί που φέρονται να έχουν υπογράψει και σφραγίσει παραπεμπτικά εξετάσεων έχουν ελεγχθεί ενώ έχει διαπιστωθεί πως από περίπου 770 εντολές οι 680 έχουν πλαστογραφηθεί. Η έρευνα συνεχίζεται και ήδη έχει ασκηθεί δίωξη κατά γιατρών στο Ζ ανακριτικό τμήμα του Πειραιά ενώ εκκρεμούν και μηνύσεις από γιατρούς που πλαστογραφήθηκαν οι υπογραφές και οι σφραγίδες τους.
Πως δρούσε το κύκλωμα
Σύμφωνα με τα στοιχεία των ελεγκτών, αλλά και με όσα αναφέρονται σε μηνυτήρια αναφορά που έχει ήδη καταθέσει μια εκ των γιατρών που παραπλανήθηκαν, το κύκλωμα πλησίαζε ανυποψίαστους γιατρούς, που ήταν συμβεβλημένοι με το Δημόσιο και τους ζητούσε να υπογράψουν συμφωνία με διαγνωστικά κέντρα τα οποία θα χρησιμοποιούσαν τις σφραγίδες τους για εξετάσεις ασθενών. Αρκετοί γιατροί που ήταν συμβεβλημένοι με τον ΟΠΑΔ συμφώνησαν σε αυτό, μιας και θα είχαν μια επιπλέον νόμιμη μηνιαία αμοιβή.
Παρόλα αυτά και όπως αποδεικνύεται και από την έρευνα του Σώματος Επιθεωρητών, το κύκλωμα κατασκεύαζε πλαστά παραπεμπτικά, από υποτιθέμενα αληθινά βιβλιάρια ασφαλισμένων, που αφορούσαν μη πραγματοποιηθείσες ιατρικές εξετάσεις και αφού έβαζαν ανύπαρκτα ονόματα ασθενών και ιατρών έβαζαν τη σφραγίδα και την υπογραφή του ιατρού με τον οποίο είχαν κάνει συμφωνία και προσκομίζοντας αυτά τα παραπεμπτικά στην αρμόδια υπηρεσία έπαιρναν χρήματα από το ταμείο των Δημοσίων υπαλλήλων για υπηρεσίες που δεν είχαν διενεργηθεί.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα διαγνωστικά κέντρα από το 1992 αναγνωρίσθηκαν ως φορείς παροχής υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας. Εξαιτίας της έλλειψης ειδικής νομοθετικής πρόβλεψης αδυνατούσαν να συμβληθούν απευθείας με τα ασφαλιστικά ταμεία. Μπορούσαν όμως να αντιμετωπίσουν αυτό το κώλυμα συνεργαζόμενα με ιατρούς αντίστοιχων ειδικοτήτων, οι οποίοι είχαν συνάψει προσωπικά συμβάσεις με τους ασφαλιστικούς οργανισμούς του Δημοσίου.
Έτσι στα διαγνωστικά κέντρα διενεργούνταν εξετάσεις ασφαλισμένων των ταμείων και στη συνέχεια υποβάλλονταν στο όνομα των συμβεβλημένων γιατρών τα σχετικά παραστατικά στις αρμόδιες υπηρεσίες για την έκδοση των αντίστοιχων ενταλμάτων πληρωμής των εξετάσεων. Με αυτό τον τρόπο και τα διαγνωστικά κέντρα εισέπρατταν χρήματα που αναλογούσαν στις διενεργηθείσες εξετάσεις και το γιατρός πληρωνόταν με μηνιαίο μισθό που είχε συμφωνηθεί στη σύμβαση που είχε υπογράψει με το εκάστοτε διαγνωστικό κέντρο.