Δίαιτα με πρωτεϊνούχες τροφές; Τι να προσέξετε
Η πρωτεΐνη είναι από τα πιο βασικά θρεπτικά συστατικά. Η κυριότερη λειτουργία της να είναι το να δομεί και επανορθώνει τους ιστούς, να συνθέτει ορμόνες, ένζυμα και άλλες σημαντικές ενώσεις του οργανισμού, ενώ μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως σημαντική πηγή ενέργειας κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες.
Η συνιστώμενη διαιτητική πρόσληψη (ΣΔΠ) πρωτεΐνης βασίζεται στο σωματικό βάρος του ατόμου και η ποσότητα που χρειάζεται ανά μονάδα σωματικού βάρους είναι μεγαλύτερη κατά την παιδική και την εφηβική ηλικία από την ενήλικη ζωή. Η ΣΔΠ για τους ενήλικες είναι 0,8 γραμμάρια πρωτεΐνης ανά κιλό σωματικού βάρους, το οποίο αντιστοιχεί περίπου στο 12% της ημερήσιας θερμιδικής πρόσληψης, ώστε να ικανοποιούνται οι ανάγκες ενός υγιούς οργανισμού.
Επειδή η πρωτεΐνη είναι το κύριο θρεπτικό συστατικό που χρησιμοποιείται στον σχηματισμό όλων των ιστών του σώματος, ο ρόλος της είναι πάρα πολύς σημαντικός σε περιόδους ραγδαίας ανάπτυξης, όπως η παιδική και η εφηβική ηλικία. Οι αθλητές που προσπαθούν να αυξήσουν τον μυϊκό τους ιστό χρειάζονται τουλάχιστον επαρκή και αρκετές φορές περισσότερη πρόσληψη πρωτεΐνης, σε σχέση με ένα άτομο χαμηλής φυσικής δραστηριότητας, για να δημιουργούν ένα θετικό ενεργειακό ισοζύγιο.
Επίσης η πρωτεΐνη είναι απαραίτητη στη ρύθμιση του μεταβολισμού, αφού χρησιμοποιείται στον σχηματισμό σχεδόν όλων των ενζύμων, πολλών ορμονών και άλλων ενώσεων που ελέγχουν τις σωματικές λειτουργίες. Η ινσουλίνη, η αιμοσφαιρίνη και τα οξειδωτικά ένζυμα των μιτοχονδρίων είναι όλα πρωτεΐνες. Άλλοι σημαντικοί ρόλοι της πρωτεΐνης είναι η διατήρηση του ισοζυγίου των υγρών, η ρύθμιση της πήξης του αίματος, η πρόληψη των μολύνσεων κ.ά.
Η υπέρμετρη πρόσληψη πρωτεϊνών είναι σε θέση να επηρεάσει τον μεταβολικό ρυθμό του ατόμου, καθώς επιβαρύνει τη λειτουργία κάποιων οργάνων, όπως το συκώτι και τα νεφρά και να προκαλέσει αυξημένη αποβολή νερού, βιταμινών και ασβεστίου από τα ούρα, εμφανίζοντας πολλές φορές και σημάδια πρόωρης κόπωσης.
Πολλές φορές, όσο πιο υψηλό είναι το ποσοστό της ημερήσιας πρόσληψης των πρωτεϊνών –ζωικών κυρίως, σε συνάρτηση με το σωματικό βάρος του ατόμου, τόσο υψηλότερος είναι και ο κίνδυνος εμφάνισης προβλημάτων που σχετίζονται με αυτό.
Ζωικές πηγές πρωτεϊνών που έχουν αυξημένες τιμές περιεκτικότητας σε πουρίνη, χοληστερίνη και κορεσμένο λίπος είναι ικανές να αυξήσουν πέραν των φυσιολογικών ορίων το ουρικό οξύ και να θεωρηθούν υπεύθυνες για τον σχηματισμό πέτρας στα νεφρά και αλάτων στις αρθρώσεις, καθώς και για την εμφάνιση καρδιαγγειακών προβλημάτων.
Η πρωτεΐνη δεν αποτελεί κύρια πηγή ενέργειας για τους ανθρώπους, όμως μπορεί να λειτουργήσει ως τέτοια κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες. Σε περιόδους αυστηρής ή μερικής νηστείας ,όπου δεν επαρκούν οι υδατάνθρακες και τα λίπη για την παραγωγή ενέργειας, μπορεί να χρησιμοποιηθεί η διαιτητική ή ακόμη και η αποθηκευμένη πρωτεΐνη, για να καλύψει τις ενεργειακές ανάγκες του οργανισμού, επειδή η παραγωγή ενέργειας-και άρα η επιβίωση του οργανισμού- προηγείται έναντι του σχηματισμού ιστών.
Από την άλλη μεριά θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι το πλεόνασμα της διαιτητικής πρωτεΐνης μπορεί να μετατραπεί σε λίπος ή υδατάνθρακες και να αποθηκευτεί με αυτήν την μορφή.
Επειδή το ανθρώπινο σώμα διαθέτει ικανοποιητικό σύστημα απέκκρισης του πλεονάσματος αζώτου, η κατανάλωση έως και της διπλάσιας ποσότητας πρωτεΐνης φαίνεται να είναι ασφαλής. Όμως ένα σημαντικό στοιχείο που θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας είναι ότι η πρωτεΐνη στις τροφές συχνά συνοδεύεται από σημαντικές ποσότητες κορεσμένου λίπους και χοληστερόλης.
Έτσι, θα πρέπει κανείς να είναι προσεκτικός στο είδος της πρωτεϊνικής τροφής που καταναλώνει και όταν θέλει να αυξήσει την πρόσληψη πρωτεΐνης να προτιμά προϊόντα φυτικής προέλευσης και ζωικά προϊόντα χαμηλών λιπαρών. Επίσης, τα άτομα με ατομικό η οικογενειακό ιστορικό προβλημάτων ήπατος και νεφρών είναι ευπαθή στην υπερβολική κατανάλωση πρωτεΐνης.
Το πλεόνασμα πρωτεΐνης θα πρέπει να μετατραπεί σε υδατάνθρακες ή λίπος για να αποθηκευτεί και το άζωτο σε ουρία για να αποβληθεί μέσω των νεφρών. Δίαιτες με υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη θα οδηγήσουν σε επιπλέον παραγωγή κετονών που θα πρέπει επίσης να αποβληθούν από τους νεφρούς για ν’ αποφευχθεί η αύξηση της οξύτητας του αίματος, γνωστή ως κέτωση. Έτσι, τα άτομα με νεφρικά ή ηπατικά προβλήματα θα έχουν ν’ αντιμετωπίσουν ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα, λόγω της συσσώρευσης ουρίας και κετονών στο αίμα.
Λόγω του ότι οι διαβητικοί είναι ευάλωτοι σε νεφρικές διαταραχές, συνιστάται η κατανάλωση όχι παραπάνω από την ημερήσια ΣΔΠ πρωτεΐνης. Άλλωστε η αποβολή ουρίας και κετονικών σωμάτων από τους νεφρούς συνοδεύεται από υπερβολική απώλεια υγρών και μπορεί να οδηγήσει σε αφυδάτωση. Δύο ακόμα σημαντικά στοιχεία είναι, η ουρική αρθρίτιδα η οποία επιδεινώνεται σημαντικά από μια δίαιτα υψηλής περιεκτικότητας σε πρωτεΐνη και ή αυξημένη αποβολή ασβεστίου στα ούρα, που οδηγεί σε μείωση της οστικής πυκνότητας και οστεοπόρωση.
Το πιο σημαντικό στοιχείο που θα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας είναι ότι ο βασικός ρόλος της πρωτεΐνης δεν είναι η παραγωγή ενέργειας. Μπορεί ο οργανισμός να είναι σε θέση να προσαρμοστεί, ώστε να επιβιώσει σε συνθήκες έλλειψης υδατανθράκων και λίπους, όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο εγκέφαλός μας μπορεί να χρησιμοποιεί σαν καύσιμο μόνο υδατάνθρακες και η στέρησή τους έχει σημαντικές επιπτώσεις στον οργανισμό όπως είναι το αίσθημα κόπωσης, ζαλάδες, υπνηλία, ευερεθιστότητα κ.ά.
Η αφυδάτωση που προκαλείται όταν ένα άτομο ακολουθεί δίαιτα υψηλής περιεκτικότητας σε πρωτεΐνη ούτε επιθυμητή είναι, ούτε θα πρέπει να συγχέεται με την απώλεια κιλών σωματικού λίπους που είναι και το επιθυμητός στόχος.
Η επιτυχημένη δίαιτα για απώλεια βάρους θα πρέπει να στηρίζεται στην μείωση των συνολικών προσλαμβανόμενων θερμίδων και το 50% της θερμιδικής πρόσληψης θα πρέπει να προέρχεται από υδατάνθρακες, ώστε να καλύπτονται επαρκώς οι ανάγκες του οργανισμού σε ενέργεια και βιταμίνες και να λειτουργεί ο μεταβολισμός σωστά, ώστε να μπορεί η πρωτεΐνη να παίξει τον ρόλο της σαν δομικό συστατικό.
Η επιτυχία ενός διατροφικού προγράμματος θα πρέπει να στηρίζεται στην εκπαίδευση και την μόνιμη αλλαγή της διατροφικής συμπεριφοράς του ενδιαφερόμενου ατόμου και όχι σε στρεσογόνες για τον οργανισμό δίαιτες, τις οποίες ο ενδιαφερόμενος δεν θα μπορεί να ακολουθήσει εφ’ όρου ζωής.